Στον κήπο ενός παλιού, εγκαταλελειμμένου σπιτιού, φύτρωσαν την ίδια μέρα ένας κισσός και μια βελανιδιά. Ο πρώτος κατάλαβε αμέσως πως ο δρόμος του ήταν ο ουρανός και προορισμός του ο ήλιος, χάρη στον οποίο γεννήθηκε. Έπρεπε να αφιερώσει όλο του το είναι για να στραφεί προς το φως. Και, πιστός στην απόφασή του, σύρθηκε με λίγη αηδία μέχρι τον τοίχο, τον μοναδικό τοίχο του παλιού σπιτιού που στεκόταν όρθιος, κι άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω του.
Ο δεύτερος βλαστός, της βελανιδιάς, αισθάνθηκε πως χρώσταγε την ύπαρξή του στη γη, το νερό και τα ορυκτά που τον είχαν θρέψει στις πιο σκοτεινές του μέρες. Ήξερε πως χρειαζόταν τον ήλιο, αλλά, για να μπορέσει να στρέψει τα κλαδιά του προς αυτόν, έπρεπε πρώτα να φτιάξει ένα σταθερό κορμό, που πάνω του θα αναπτύσσονταν τα κλαδιά. Η διαίσθησή του, του έλεγε πως πρώτα χρειαζόταν σταθερές ρίζες.
Για κάποιον καιρό, οι δύο νεοφερμένοι κάτοικοι του κήπου αφιερώθηκαν ο καθένας με τον τρόπο του στην ανάπτυξή τους. Μια μέρα, ο κισσός ανακάλυψε από ψηλά την κουρασμένη βελανιδιά, που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα.
«Γειά σου νάνε» είπε κοροϊδέυοντας, «είναι κρίμα που δεν μπορείς να απολαύσεις το τοπίο που φαίνεται από ΄δω»
«Ναι» είπε η βελανιδιά. «Αλλά πρέπει να φροντίσω τις ρίζες μου, για να αποκτήσω γερό κορμό πάνω στον οποίο θα μεγαλώσω».
Πέρασαν οι μήνες και μετά τα χρόνια. Ο κισσός, δυνατός πια, κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο και συνέχιζε να κοροϊδεύει που και που το μικρό μέγεθος της χοντρής βελανιδιάς – σκέτο ξύλο και τραχιές ρίζες. Μια νύχτα συνέβη αυτό που κανείς δεν φανταζόταν. Μια φοβερή και άγρια καταιγίδα ξέσπασε πάνω από το παλιό σπίτι. Ο κισσός αρπάχτηκε με τις μικρές του ρίζες από τον τοίχο, για να μην ξεριζωθεί από τον άνεμο και το χαλάζι. Η βελανιδιά κρατήθηκε γερά από τις ρίζες της, βαθιά χωμένες στη γη, και προστάτεψε τα φύλλα της με τον κορμό της.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή: ένας κεραυνός άστραψε στο σκοτάδι και, σαν σκληρή φωτογραφία, φώτισε το δευτερόλεπτο που ο τελευταίος όρθιος τοίχος του σπιτιού γκρεμιζόταν με θόρυβο, και μαζί του έπεφταν στη γη και τα πιο ψηλά βλαστάρια του κισσού…
Ο δεύτερος βλαστός, της βελανιδιάς, αισθάνθηκε πως χρώσταγε την ύπαρξή του στη γη, το νερό και τα ορυκτά που τον είχαν θρέψει στις πιο σκοτεινές του μέρες. Ήξερε πως χρειαζόταν τον ήλιο, αλλά, για να μπορέσει να στρέψει τα κλαδιά του προς αυτόν, έπρεπε πρώτα να φτιάξει ένα σταθερό κορμό, που πάνω του θα αναπτύσσονταν τα κλαδιά. Η διαίσθησή του, του έλεγε πως πρώτα χρειαζόταν σταθερές ρίζες.
Για κάποιον καιρό, οι δύο νεοφερμένοι κάτοικοι του κήπου αφιερώθηκαν ο καθένας με τον τρόπο του στην ανάπτυξή τους. Μια μέρα, ο κισσός ανακάλυψε από ψηλά την κουρασμένη βελανιδιά, που μόλις ξεχώριζε ανάμεσα στα χόρτα.
«Γειά σου νάνε» είπε κοροϊδέυοντας, «είναι κρίμα που δεν μπορείς να απολαύσεις το τοπίο που φαίνεται από ΄δω»
«Ναι» είπε η βελανιδιά. «Αλλά πρέπει να φροντίσω τις ρίζες μου, για να αποκτήσω γερό κορμό πάνω στον οποίο θα μεγαλώσω».
Πέρασαν οι μήνες και μετά τα χρόνια. Ο κισσός, δυνατός πια, κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο και συνέχιζε να κοροϊδεύει που και που το μικρό μέγεθος της χοντρής βελανιδιάς – σκέτο ξύλο και τραχιές ρίζες. Μια νύχτα συνέβη αυτό που κανείς δεν φανταζόταν. Μια φοβερή και άγρια καταιγίδα ξέσπασε πάνω από το παλιό σπίτι. Ο κισσός αρπάχτηκε με τις μικρές του ρίζες από τον τοίχο, για να μην ξεριζωθεί από τον άνεμο και το χαλάζι. Η βελανιδιά κρατήθηκε γερά από τις ρίζες της, βαθιά χωμένες στη γη, και προστάτεψε τα φύλλα της με τον κορμό της.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή: ένας κεραυνός άστραψε στο σκοτάδι και, σαν σκληρή φωτογραφία, φώτισε το δευτερόλεπτο που ο τελευταίος όρθιος τοίχος του σπιτιού γκρεμιζόταν με θόρυβο, και μαζί του έπεφταν στη γη και τα πιο ψηλά βλαστάρια του κισσού…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου