Σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας άρχοντας, ένας φεουδάρχης τόσο ισχυρός όσο και απάνθρωπος.
Στα εδάφη του ίσχυε ο νόμος του και δεν επιτρεπόταν στους χωρικούς ούτε καν ν’ αναφέρουν το όνομα του άρχοντα. Ο λαός ζούσε καταπιεσμένος από στρατιώτες που διόριζε ο φεουδάρχης, ενώ τον έπνιγαν οι φοροεισπράκτορες που άρπαζαν και τα λιγοστά χρήματα από την πώληση της σοδειάς, του κρασιού ή των χειροτεχνημάτων.
Ο Νολάβ, όπως λεγόταν ο άρχοντας, είχε έναν πανίσχυρο στρατό από τον οποίο, μερικές φορές, έβγαιναν νεαροί αξιωματικοί που έκαναν απόπειρες ανατροπής του… Όμως, ο τύραννος κατέπνιγε τις απόπειρες με αίμα και φωτιά.
Ο ιερέας του χωριού ήταν τόσο καλός, όσο κακός ήταν ο άρχοντας. Όλοι τον σέβονταν για την πίστη του, κι αυτός αφιέρωνε τη ζωή του για να βοηθά τους άλλους και να διδάσκει τις βαθιές του γνώσεις.
Ζούσαν μαζί του στο σπίτι δεκαπέντε ή είκοσι μαθητές που ακολουθούσαν το δρόμο του κι αντλούσαν γνώσεις από κάθε χειρονομία κι από κάθε λέξη του.
Μια μέρα, ύστερα από την πρωινή προσευχή, συγκέντρωσε τους μαθητές του και τους είπε:
«Παιδιά μου, πρέπει να βοηθήσουμε το λαό μας. Ο κόσμος μπορεί να αγωνίζεται για την ελευθερία του, όμως, ο αφέντης τούς έκανε να πιστέψουν ότι έχει υπερβολική δύναμη και κανένας δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι. Ο φόβος τους για τον Νολάβ έχει μεγαλώσει, κι αν δεν κάνουμε κάτι θα πεθάνουν όλοι σκλάβοι.»
«Ό,τι πεις εσύ θα γίνει» αποκρίθηκαν όλοι ομόφωνα.
«Ακόμα κι αν αυτό σας κοστίσει τη ζωή;» ρώτησε.
«Τι αξία έχει η ζωή αν δεν βοηθάς τον αδερφό σου, όταν μπορείς να το κάνεις;» αποκρίθηκε ένας μαθητής που μιλούσε εκ μέρους όλων.
Ήρθε η πέμπτη μέρα του τρίτου μήνα. Εκείνη τη μέρα ήταν τα γενέθλια του αφέντη στο παλάτι, και ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που οι γαιοκτήμονας έκανε περίπατο με την άμαξά του στο χωριό. Γύρω του είχε ισχυρή φρουρά και φορούσε χρυσοκέντητα ρούχα και πολύτιμα πετράδια. Ο Νολάβ άρχισε το πρωί τον περίπατό του.
Μια διαταγή πρόσταζε όλους τους αγρότες να γονατίζουν στο πέρασμα της άμαξας, σε ένδειξη σεβασμού.
Προς έκπληξη όλων, λίγους δρόμους μακριά από το παλάτι, το αμάξι πέρασε μπροστά από ένα σπίτι, κι ένας από τους υπήκοους παρέμενε όρθιος. Οι φρουροί τον συνέλαβαν αμέσως και τον οδήγησαν στον άρχοντα.
«Δεν ξέρεις πως πρέπει να γονατίσεις;»
«Το ξέρω, μεγαλειότατε.»
«Δεν γονάτισες όμως.»
«Δεν το έκανα.»
«Ξέρεις ότι μπορώ να σε καταδικάσω σε θάνατο;»
«Αυτό περιμένω, μεγαλειότατε.»
Ο Νολάβ έμεινει έκπληκτος με την απάντηση. Ωστόσο, δεν ταλαντεύτηκε.
«Εντάξει. Αν έτσι το θέλεις, το απόγευμα ο δήμιος θα σου κόψει το κεφάλι.»
«Ευχαριστώ, κύριε» είπε ο νεαρός. Και γονάτισε χαμογελαστός.
Μέσα από το πλήθος, κάποιος φώναξε:
«Κύριε, κύριε! Μπορώ να μιλήσω;»
Ο δικτάτορας του επέτρεψε να πλησιάσει.
«Μίλα.»
«Επιτρέψτε μου, αφέντη, να είμαι εγώ αυτός που θα πεθάνει σήμερα.»
«Δηλαδή, ζητάς να εκτελεστείς εσύ στη θέση του;»
«Μάλιστα, αφέντη. Πάντα σας ήμουν πιστός. Κάντε μου τη χάρη, παρακαλώ.»
Ο άρχοντας ξαφνιάστηκε και ρώτησε τον άνθρωπο:
«Είναι συγγενής σου;»
«Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Αλλά δεν θέλω να πάρει τη θέση μου. Το λάθος είναι δικό μου και το δικό μου κεφάλι πρέπει να κοπεί.»
«Όχι, αφέντη, το δικό μου.»
«Όχι, το δικό μου.»
«Το δικό μου.»
«Σιωπή!» φώναξε ο άρχοντας. «Θα ικανοποιήσω και τους δύο. Θα αποκεφαλιστείτε και οι δύο.»
«Ωραία, μεγαλειότατε. Επειδή όμως εγώ ήμουν ο πρώτος καταδικασμένος, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να πεθάνω πρώτος.»
«Όχι, κύριε. Αυτό το προνόμιο ανήκει σ’ εμένα, διότι εγώ δεν πρόσβαλα καν τον αφέντη μου.»
«Φτάνει. Τι είν’ αυτά;» φώναξε ο Νολάβ. «Βουλώστε το επιτέλους. Θα έχετε το προνόμιο να εκτελεστείτε ταυτοχρόνως. Υπάρχουν πολλοί δήμιοι στη χώρα αυτή.»
Μια φωνή ακούστηκε τότε μέσα από το πλήθος.
«Αν είναι έτσι, αφέντη μου, θέλω κι εγώ να μπω στη λίστα.»
«Κι εγώ, αφέντη.»
«Κι εγώ.»
Ο φεουδάρχης τα έχασε!
Δεν καταλάβαινε τι γινόταν.
Και κάτι που τον δυσαρεστούσε, ήταν να μην καταλαβαίνει.
Πέντε νέοι, υγιέστατοι, ζητούσαν να αποκεφαλιστούν. Αυτό ήταν ακατανόητο!
Μισόκλεισε τα μάτια για να συλλογιστεί.
Σε λίγα δευτερόλεπτα πήρε μια απόφαση. Δεν ήθελε να σκεφτούν οι υπήκοοί του ότι δίσταζε.
Θα έβαζε πέντε δήμιους!
Όταν, όμως, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το πλήθος γύρω του, δεν ήταν πια πέντε αλλά πάνω από δέκα οι φωνές που ζητούσαν να εκτελεστούν. Και τα χέρια συνέχιζαν να σηκώνονται.
Αυτό πήγαινε πολύ, σκέφτηκε ο πανίσχυρος φεουδάρχης.
«Φτάνει!» φώναξε. «Αναβάλλονται όλες οι εκτελέσεις. Εγώ θα αποφασίσω ποιοι θα πεθάνουν και πότε.»
Μέσα στις διαμαρτυρίες και τα παράπονα εκείνων που ήθελαν να πεθάνουν, η άμαξα επέστρεψε στο παλάτι.
Εκεί, ο Νολάβ κλείστηκε στην κάμαρά του για να συλλογιστεί το ζήτημα.
Άξαφνα, του ήρθε μια ιδέα.
Έβαλε να φωνάξουν τον ιερέα. Αυτός, μάλλον κάτι θα ήξερε γι’ αυτή τη συλλογική τρέλα.
Βρήκαν το γέροντα και τον έφεραν μπροστά στον πανίσχυρο γαιοκτήμονα.
«Γιατί οι υπήκοοί μου μαλώνουν για το ποιος θα εκτελεστεί πρώτος;»
Ο γέροντας δεν απάντησε.
«Απάντησε!»
Σιωπή.
«Σε διατάζω!»
Σιωπή.
«Μη με προκαλείς! Έχω τρόπους να σε κάνω να μιλήσεις!»
Σιωπή.
Ο γέροντας οδηγήθηκε στην αίθουσα των βασανιστηρίων. Επί ώρες τον βασάνιζαν φρικτά. Ωστόσο, αρνιόταν να μιλήσει.
Ο τύραννος έστειλε τους φρουρούς του στο ναό να φέρουν μερικούς μαθητές του.
Όταν τους έφεραν, τους έδειξε το βασανισμένο κορμί του δασκάλου και τους ρώτησε:
«Για ποιο λόγο οι άνθρωποι θέλουν να εκτελεστούν;»
Με φωνή που μόλις ακουγόταν, ο γέρος ιερέας είπε:
«Σας απαγορεύω να μιλήσετε!»
Ο άρχοντας ήξερε ότι δεν μπορούσε να απειλήσει με θάνατο τους ανθρώπους που είχε μπροστά του. Τους είπε λοιπόν:
«Θα βασανίσω το δάσκαλό σας με τα χειρότερα βασανιστήρια που μπορεί κανείς να φανταστεί. Θα υποφέρει τα πάνδεινα μπροστά στα μάτια σας. Αν αγαπάτε τον άνθρωπο αυτόν, πείτε μου το μυστικό και θα σας αφήσω να φύγετε όλοι.»
«Εντάξει» είπε τότε ένας μαθητής.
«Πάψε» είπε ο γέρος.
«Συνέχισε» είπε ο Νολάβ.
«Όποιος εκτελεστεί σήμερα…» άρχισε ο μαθητής.
«Βούλωσέ το» επανέλαβε ο γέροντας. «Το ανάθεμα θα πέσει πάνω σου αν αποκαλύψεις το μυστικό…»
Ο άρχοντας έκανε ένα σινιάλο, και ο γέροντας έπεσε αναίσθητος μ’ ένα χτύπημα του δήμιου.
«Συνέχισε» διέταξε το μαθητή.
«Ο πρώτος άνθρωπος που θα εκτελεστεί σήμερα, μετά τη δύση του ηλίου, θα κερδίσει την αθανασία.»
«Αθάνατος; Λες ψέματα!» είπε ο Νολάβ.
«Το λένε οι Γραφές» είπε ο νέος. Και βγάζοντας ένα βιβλίο από την τσάντα του, διάβασε μια παράγραφο που το επιβεβαίωνε.
«Αθάνατος!» σκέφτηκε ο φεουδάρχης.
Το μόνο που φοβόταν ο τύραννος, ήταν ο θάνατος. Αυτή ήταν η ευκαιρία του να τον νικήσει. «Αθάνατος!» σκέφτηκε.
Ο άρχοντας δεν δίστασε. Ζήτησε χαρτί και πένα και υπέγραψε τη δική του εκτέλεση.
Τους έδιωξαν όλους από το παλάτι και, μόλις έπεσε ο ήλιος, ο Νολάβ εκτελέστηκε σύμφωνα με τη διαταγή του.
Έτσι, ο λαός γλίτωσε από τον καταπιεστή και ξεσηκώθηκε για να παλέψει για την ελευθερία. Ύστερα από λίγους μήνες, όλοι ήταν ελεύθεροι.
Κανένας δεν ξαναμίλησε για το φεουδάρχη, εκτός από τη νύχτα της εκτέλεσής του, όταν οι μαθητές που γιάτρευαν τις πληγές του δασκάλου τους δέχονταν την ευλογία του που διακινδύνευσαν το κεφάλι τους και τα συγχαρητήρια του για τη θαυμάσια υποκριτική τους.
«Ντεμιάν, γιατί ο άρχοντας φεουδάρχης πίστεψε ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί έφτασε να διατάξει το δικό του θάνατο, με μία ιστορία που του έλεγαν οι εχθροί του; Γιατί έπεσε στην παγίδα του δασκάλου;
Μία είναι η απάντηση:
ΓΙΑΤΙ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΕΙ.
«Ήθελε να πιστέψει ότι ήταν αλήθεια. Κι αυτό, Ντεμιάν, είναι από τα πιο απίστευτα ισχυρά κίνητρα που έχω δει στη ζωή μου. Πιστεύουμε ορισμένα ψέματα για διάφορους λόγους, όμως, προπαντός, τα πιστεύουμε επειδή θέλουμε να τα πιστέψουμε.
«Γιατί σε πιάνει μανία ενάντια σε όσους ΣΟΥ λένε ψέματα – με ρωτούσες τις προάλλες.
«Σε πιάνει μανία γιατί εσύ θα ήθελες πολύ να πιστέψεις αυτό που ο άλλος ισχυρίζεται ότι είναι αλήθεια!»
Απάντησε μόνος του το ερώτημα.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
ΝΑ ΕΞΑΠΑΤΗΘΕΙ,
ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΤΟ ΨΕΜΑ
ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ.
Στα εδάφη του ίσχυε ο νόμος του και δεν επιτρεπόταν στους χωρικούς ούτε καν ν’ αναφέρουν το όνομα του άρχοντα. Ο λαός ζούσε καταπιεσμένος από στρατιώτες που διόριζε ο φεουδάρχης, ενώ τον έπνιγαν οι φοροεισπράκτορες που άρπαζαν και τα λιγοστά χρήματα από την πώληση της σοδειάς, του κρασιού ή των χειροτεχνημάτων.
Ο Νολάβ, όπως λεγόταν ο άρχοντας, είχε έναν πανίσχυρο στρατό από τον οποίο, μερικές φορές, έβγαιναν νεαροί αξιωματικοί που έκαναν απόπειρες ανατροπής του… Όμως, ο τύραννος κατέπνιγε τις απόπειρες με αίμα και φωτιά.
Ο ιερέας του χωριού ήταν τόσο καλός, όσο κακός ήταν ο άρχοντας. Όλοι τον σέβονταν για την πίστη του, κι αυτός αφιέρωνε τη ζωή του για να βοηθά τους άλλους και να διδάσκει τις βαθιές του γνώσεις.
Ζούσαν μαζί του στο σπίτι δεκαπέντε ή είκοσι μαθητές που ακολουθούσαν το δρόμο του κι αντλούσαν γνώσεις από κάθε χειρονομία κι από κάθε λέξη του.
Μια μέρα, ύστερα από την πρωινή προσευχή, συγκέντρωσε τους μαθητές του και τους είπε:
«Παιδιά μου, πρέπει να βοηθήσουμε το λαό μας. Ο κόσμος μπορεί να αγωνίζεται για την ελευθερία του, όμως, ο αφέντης τούς έκανε να πιστέψουν ότι έχει υπερβολική δύναμη και κανένας δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι. Ο φόβος τους για τον Νολάβ έχει μεγαλώσει, κι αν δεν κάνουμε κάτι θα πεθάνουν όλοι σκλάβοι.»
«Ό,τι πεις εσύ θα γίνει» αποκρίθηκαν όλοι ομόφωνα.
«Ακόμα κι αν αυτό σας κοστίσει τη ζωή;» ρώτησε.
«Τι αξία έχει η ζωή αν δεν βοηθάς τον αδερφό σου, όταν μπορείς να το κάνεις;» αποκρίθηκε ένας μαθητής που μιλούσε εκ μέρους όλων.
Ήρθε η πέμπτη μέρα του τρίτου μήνα. Εκείνη τη μέρα ήταν τα γενέθλια του αφέντη στο παλάτι, και ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που οι γαιοκτήμονας έκανε περίπατο με την άμαξά του στο χωριό. Γύρω του είχε ισχυρή φρουρά και φορούσε χρυσοκέντητα ρούχα και πολύτιμα πετράδια. Ο Νολάβ άρχισε το πρωί τον περίπατό του.
Μια διαταγή πρόσταζε όλους τους αγρότες να γονατίζουν στο πέρασμα της άμαξας, σε ένδειξη σεβασμού.
Προς έκπληξη όλων, λίγους δρόμους μακριά από το παλάτι, το αμάξι πέρασε μπροστά από ένα σπίτι, κι ένας από τους υπήκοους παρέμενε όρθιος. Οι φρουροί τον συνέλαβαν αμέσως και τον οδήγησαν στον άρχοντα.
«Δεν ξέρεις πως πρέπει να γονατίσεις;»
«Το ξέρω, μεγαλειότατε.»
«Δεν γονάτισες όμως.»
«Δεν το έκανα.»
«Ξέρεις ότι μπορώ να σε καταδικάσω σε θάνατο;»
«Αυτό περιμένω, μεγαλειότατε.»
Ο Νολάβ έμεινει έκπληκτος με την απάντηση. Ωστόσο, δεν ταλαντεύτηκε.
«Εντάξει. Αν έτσι το θέλεις, το απόγευμα ο δήμιος θα σου κόψει το κεφάλι.»
«Ευχαριστώ, κύριε» είπε ο νεαρός. Και γονάτισε χαμογελαστός.
Μέσα από το πλήθος, κάποιος φώναξε:
«Κύριε, κύριε! Μπορώ να μιλήσω;»
Ο δικτάτορας του επέτρεψε να πλησιάσει.
«Μίλα.»
«Επιτρέψτε μου, αφέντη, να είμαι εγώ αυτός που θα πεθάνει σήμερα.»
«Δηλαδή, ζητάς να εκτελεστείς εσύ στη θέση του;»
«Μάλιστα, αφέντη. Πάντα σας ήμουν πιστός. Κάντε μου τη χάρη, παρακαλώ.»
Ο άρχοντας ξαφνιάστηκε και ρώτησε τον άνθρωπο:
«Είναι συγγενής σου;»
«Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Αλλά δεν θέλω να πάρει τη θέση μου. Το λάθος είναι δικό μου και το δικό μου κεφάλι πρέπει να κοπεί.»
«Όχι, αφέντη, το δικό μου.»
«Όχι, το δικό μου.»
«Το δικό μου.»
«Σιωπή!» φώναξε ο άρχοντας. «Θα ικανοποιήσω και τους δύο. Θα αποκεφαλιστείτε και οι δύο.»
«Ωραία, μεγαλειότατε. Επειδή όμως εγώ ήμουν ο πρώτος καταδικασμένος, νομίζω ότι έχω το δικαίωμα να πεθάνω πρώτος.»
«Όχι, κύριε. Αυτό το προνόμιο ανήκει σ’ εμένα, διότι εγώ δεν πρόσβαλα καν τον αφέντη μου.»
«Φτάνει. Τι είν’ αυτά;» φώναξε ο Νολάβ. «Βουλώστε το επιτέλους. Θα έχετε το προνόμιο να εκτελεστείτε ταυτοχρόνως. Υπάρχουν πολλοί δήμιοι στη χώρα αυτή.»
Μια φωνή ακούστηκε τότε μέσα από το πλήθος.
«Αν είναι έτσι, αφέντη μου, θέλω κι εγώ να μπω στη λίστα.»
«Κι εγώ, αφέντη.»
«Κι εγώ.»
Ο φεουδάρχης τα έχασε!
Δεν καταλάβαινε τι γινόταν.
Και κάτι που τον δυσαρεστούσε, ήταν να μην καταλαβαίνει.
Πέντε νέοι, υγιέστατοι, ζητούσαν να αποκεφαλιστούν. Αυτό ήταν ακατανόητο!
Μισόκλεισε τα μάτια για να συλλογιστεί.
Σε λίγα δευτερόλεπτα πήρε μια απόφαση. Δεν ήθελε να σκεφτούν οι υπήκοοί του ότι δίσταζε.
Θα έβαζε πέντε δήμιους!
Όταν, όμως, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το πλήθος γύρω του, δεν ήταν πια πέντε αλλά πάνω από δέκα οι φωνές που ζητούσαν να εκτελεστούν. Και τα χέρια συνέχιζαν να σηκώνονται.
Αυτό πήγαινε πολύ, σκέφτηκε ο πανίσχυρος φεουδάρχης.
«Φτάνει!» φώναξε. «Αναβάλλονται όλες οι εκτελέσεις. Εγώ θα αποφασίσω ποιοι θα πεθάνουν και πότε.»
Μέσα στις διαμαρτυρίες και τα παράπονα εκείνων που ήθελαν να πεθάνουν, η άμαξα επέστρεψε στο παλάτι.
Εκεί, ο Νολάβ κλείστηκε στην κάμαρά του για να συλλογιστεί το ζήτημα.
Άξαφνα, του ήρθε μια ιδέα.
Έβαλε να φωνάξουν τον ιερέα. Αυτός, μάλλον κάτι θα ήξερε γι’ αυτή τη συλλογική τρέλα.
Βρήκαν το γέροντα και τον έφεραν μπροστά στον πανίσχυρο γαιοκτήμονα.
«Γιατί οι υπήκοοί μου μαλώνουν για το ποιος θα εκτελεστεί πρώτος;»
Ο γέροντας δεν απάντησε.
«Απάντησε!»
Σιωπή.
«Σε διατάζω!»
Σιωπή.
«Μη με προκαλείς! Έχω τρόπους να σε κάνω να μιλήσεις!»
Σιωπή.
Ο γέροντας οδηγήθηκε στην αίθουσα των βασανιστηρίων. Επί ώρες τον βασάνιζαν φρικτά. Ωστόσο, αρνιόταν να μιλήσει.
Ο τύραννος έστειλε τους φρουρούς του στο ναό να φέρουν μερικούς μαθητές του.
Όταν τους έφεραν, τους έδειξε το βασανισμένο κορμί του δασκάλου και τους ρώτησε:
«Για ποιο λόγο οι άνθρωποι θέλουν να εκτελεστούν;»
Με φωνή που μόλις ακουγόταν, ο γέρος ιερέας είπε:
«Σας απαγορεύω να μιλήσετε!»
Ο άρχοντας ήξερε ότι δεν μπορούσε να απειλήσει με θάνατο τους ανθρώπους που είχε μπροστά του. Τους είπε λοιπόν:
«Θα βασανίσω το δάσκαλό σας με τα χειρότερα βασανιστήρια που μπορεί κανείς να φανταστεί. Θα υποφέρει τα πάνδεινα μπροστά στα μάτια σας. Αν αγαπάτε τον άνθρωπο αυτόν, πείτε μου το μυστικό και θα σας αφήσω να φύγετε όλοι.»
«Εντάξει» είπε τότε ένας μαθητής.
«Πάψε» είπε ο γέρος.
«Συνέχισε» είπε ο Νολάβ.
«Όποιος εκτελεστεί σήμερα…» άρχισε ο μαθητής.
«Βούλωσέ το» επανέλαβε ο γέροντας. «Το ανάθεμα θα πέσει πάνω σου αν αποκαλύψεις το μυστικό…»
Ο άρχοντας έκανε ένα σινιάλο, και ο γέροντας έπεσε αναίσθητος μ’ ένα χτύπημα του δήμιου.
«Συνέχισε» διέταξε το μαθητή.
«Ο πρώτος άνθρωπος που θα εκτελεστεί σήμερα, μετά τη δύση του ηλίου, θα κερδίσει την αθανασία.»
«Αθάνατος; Λες ψέματα!» είπε ο Νολάβ.
«Το λένε οι Γραφές» είπε ο νέος. Και βγάζοντας ένα βιβλίο από την τσάντα του, διάβασε μια παράγραφο που το επιβεβαίωνε.
«Αθάνατος!» σκέφτηκε ο φεουδάρχης.
Το μόνο που φοβόταν ο τύραννος, ήταν ο θάνατος. Αυτή ήταν η ευκαιρία του να τον νικήσει. «Αθάνατος!» σκέφτηκε.
Ο άρχοντας δεν δίστασε. Ζήτησε χαρτί και πένα και υπέγραψε τη δική του εκτέλεση.
Τους έδιωξαν όλους από το παλάτι και, μόλις έπεσε ο ήλιος, ο Νολάβ εκτελέστηκε σύμφωνα με τη διαταγή του.
Έτσι, ο λαός γλίτωσε από τον καταπιεστή και ξεσηκώθηκε για να παλέψει για την ελευθερία. Ύστερα από λίγους μήνες, όλοι ήταν ελεύθεροι.
Κανένας δεν ξαναμίλησε για το φεουδάρχη, εκτός από τη νύχτα της εκτέλεσής του, όταν οι μαθητές που γιάτρευαν τις πληγές του δασκάλου τους δέχονταν την ευλογία του που διακινδύνευσαν το κεφάλι τους και τα συγχαρητήρια του για τη θαυμάσια υποκριτική τους.
«Ντεμιάν, γιατί ο άρχοντας φεουδάρχης πίστεψε ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί έφτασε να διατάξει το δικό του θάνατο, με μία ιστορία που του έλεγαν οι εχθροί του; Γιατί έπεσε στην παγίδα του δασκάλου;
Μία είναι η απάντηση:
ΓΙΑΤΙ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΕΙ.
«Ήθελε να πιστέψει ότι ήταν αλήθεια. Κι αυτό, Ντεμιάν, είναι από τα πιο απίστευτα ισχυρά κίνητρα που έχω δει στη ζωή μου. Πιστεύουμε ορισμένα ψέματα για διάφορους λόγους, όμως, προπαντός, τα πιστεύουμε επειδή θέλουμε να τα πιστέψουμε.
«Γιατί σε πιάνει μανία ενάντια σε όσους ΣΟΥ λένε ψέματα – με ρωτούσες τις προάλλες.
«Σε πιάνει μανία γιατί εσύ θα ήθελες πολύ να πιστέψεις αυτό που ο άλλος ισχυρίζεται ότι είναι αλήθεια!»
Απάντησε μόνος του το ερώτημα.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ
ΝΑ ΕΞΑΠΑΤΗΘΕΙ,
ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΤΟ ΨΕΜΑ
ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου