«Μπορώ να πω για τον έρωτα που είχα πως δεν είναι αθάνατος, αφού είναι φλόγα αιώνια για όσο διαρκεί...» - VINICIUS DE MORAES
ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΩΜΑ του σουμέριου πολεμιστή ήταν χαραγμένο με ουλές και το δέρμα του ψημένο από τον ήλιο και το χιόνι.
Το όνομά του ήταν Χορμά, και όπως λέει αυτή η ιστορία, κάποια φορά που πήγαινε ιππεύοντας με τρεις φίλους του από μια πόλη σε άλλη, έπεσαν σε μια ενέδρα στα χέρια των πιο άκαρδων εχθρών τους.
Οι τέσσερις πολεμιστές πάλεψαν άγρια, μα μόνο ο Χορμά κατάφερε να επιζήσει. Οι τρεις φίλοι του έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια της μάχης.
Αιμορραγώντας και εξαντλημένος, ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις και να γιατρέψει τις πληγές του.
Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας ένα ασφαλές μέρος και διέκρινε μια μικρή σπηλιά σκαμμένη στο κοντινό βουνό.
Έφτασε σχεδόν έρποντας μέχρι εκεί και, μόλις μπήκε στη σπηλιά, άπλωσε στο έδαφος το αρκουδοτόμαρό του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Ώρες ή μέρες αργότερα τον ξύπνησε η πείνα.
Αισθάνθηκε το στομάχι του ζεστό. Πονώντας ακόμα, ο Χορμά αποφάσισε να βγει για να ψάξει κλαδιά και ξερούς κορμούς, ν’ ανάψει μια μικρή φωτιά στην προσωρινή του κρυψώνα και να φάει λίγο από το αλατισμένο κρέας που είχε μαζί του.
Όταν οι φλόγες της φωτιάς φώτισαν το εσωτερικό του καταφυγίου, ο πολεμιστής δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του: το κατάλυμα που είχε βρει δεν ήταν απλά μια σπηλιά, αλλά ένας ναός — ένας ναός σκαμμένος στο βράχο...
Από τις επιγραφές και τα σύμβολα, ο Σουμέριος ανακάλυψε ότι ο ναός είχε φτιαχτεί προς τιμήν ενός μόνο θεού... Του θεού Γκοτζού.
Ο Χορμά είχε μάθει να μην πιστεύει στις συμπτώσεις, και ίσως γι’ αυτό τόλμησε να σκεφτεί πως τα βήματά του είχαν οδηγηθεί στη σπηλιά από τον ίδιο τον θεό του ναού, για να μπορέσει να τον προφυλάξει στον ύπνο του.
Ο Χορμά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν κάποιο σημάδι.
Από εκείνη τη στιγμή εμπιστεύτηκε το σπαθί του στον θεό Γκοτζού.
Θα έμενε εκεί μέχρι να γιατρεύονταν οι πληγές του.
Εν τω μεταξύ, θα άναβε μια μεγάλη φωτιά κάτω από το βωμό που είχε την αναπαράσταση της τεράστιας μορφής του θεού πάνω σε μια πέτρα, και θα έπιανε κάποιο ζώο το οποίο θα θυσίαζε προς τιμήν του.
Πέντε μέρες και πέντε νύχτες έμεινε ο πολεμιστής στη σπηλιά του βουνού, δοξάζοντας και τιμώντας τον Γκοτζού.
Κατά το διάστημα αυτό, δεν άφησε ούτε λεπτό να σβήσει η φλόγα που φώτιζε τον ναό.
Την έκτη μέρα ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι ήταν ώρα να συνεχίσει το δρόμο του, και θέλησε, πριν φύγει, να αφήσει μια προσφορά στον Γκοτζού, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
«Μία αιώνια φλόγα» σκέφτηκε. «Αλλά, πώς θα το καταφέρω;»
Ο Χορμά βγήκε από την σπηλιά και κάθισε σε μια πέτρα στην άκρη του μονοπατιού, για να διαλογιστεί σχετικά με το πρόβλημα.
Ήξερε πως λίγο λάδι θα βοηθούσε να διατηρηθεί η φλόγα, αλλά δεν αρκούσε.
Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως θα έπρεπε να μαζέψει πολλά καυσόξυλα, τόσα ώστε να μην καίγονταν ποτέ. Τόσα, ώστε να κρατούσαν για πάντα... Αλλά γρήγορα κατάλαβε πόσο μάταιη θα ήταν αυτή προσπάθεια... Τα πολλά ξύλα θα μεγάλωναν την ένταση της φωτιάς αλλά όχι τη διάρκεια της φλόγας...
Ένας μοναχός με λευκό μανδύα που περπατούσε στο μονοπάτι, σταμάτησε μπροστά στον Χορμά.
Ίσως από απλή περιέργεια, ή ίσως από έκπληξη που είδε έναν πολεμιστή τόσο σκεφτικό, ο μοναχός κάθισε απέναντι στον Σουμέριο κι έμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει, σαν να αποτελούσε μέρος του τοπίου.
Ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος πια έδυε, ο Χορμά ακόμα σκεφτόταν...
Τον απασχολούσε τόσο το πρόβλημά του που δεν ξαφνιάστηκε πολύ όταν ο μοναχός του μίλησε.
«Τι σου συμβαίνει πολεμιστή; Φαίνεσαι προβληματισμένος... Μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Δεν νομίζω» είπε ο πολεμιστής. «Αυτή η σπηλιά είναι ο ναός του θεού Γκοτζού, τον οποίο εδώ και πέντε μέρες έχω επιλέξει για προστάτη μου, προορισμό των προσευχών μου, τελικό σκοπό της μάχης μου. Σύντομα θα πρέπει να φύγω, κι ήθελα να τον τιμήσω αιώνια, αλλά δεν ξέρω πώς να καταφέρω ώστε η φλόγα που έχω ανάψει να κρατήσει για πάντα.»
Ο μοναχός κούνησε το κεφάλι και, σαν να είχε μαντέψει την διαδρομή που είχε κάνει η σκέψη του πολεμιστή, του είπε:
«Για να είναι η φλόγα αιώνια θα χρειαστείς κάτι παραπάνω από λάδι και ξύλα...»
«Τι θα χρειαστώ;» έσπευσε να ρωτήσει ο Χορμά. «Τι παραπάνω χρειάζομαι;»
«Μαγεία» είπε ξερά ο μοναχός.
«Μα εγώ δεν είμαι μάγος, ούτε ξέρω από μαγεία...»
«Μόνο η μαγεία μπορεί να καταφέρει να κάνει κάτι αιώνιο.»
«Εγώ θέλω η φλόγα να μείνει αιώνια» είπε ο πολεμιστής, και συνέχισε: «Αν βρω τα μάγια, μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η φλόγα του Γκοτζού θα είναι αιώνια;»
«Να σου εγγυηθώ; Πριν μια βδομάδα, ούτε καν γνώριζες την ύπαρξη αυτού του ναού του Γκοτζού... Και σήμερα θέλεις γι’ αυτόν ένα μνημείο αιώνιο. Αυτό είναι που σήμερα επιθυμείς. Άραγε, εσύ μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η επιθυμία σου θα είναι αιώνια;»
Ο Χορμά έμεινε σιωπηλός.
Μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί την αιωνιότητα μιας επιθυμίας...
Ο μοναχός κούνησε ξανά το κεφάλι και σηκώθηκε.
Πλησίασε τον Χορμά και, ακουμπώντας την ανοιχτή του παλάμη στο στήθος, του είπε:
«Θα σου πω ένα μυστικό...
«Η μαγεία διαρκεί μόνο όσο παραμένει η επιθυμία!»
ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΩΜΑ του σουμέριου πολεμιστή ήταν χαραγμένο με ουλές και το δέρμα του ψημένο από τον ήλιο και το χιόνι.
Το όνομά του ήταν Χορμά, και όπως λέει αυτή η ιστορία, κάποια φορά που πήγαινε ιππεύοντας με τρεις φίλους του από μια πόλη σε άλλη, έπεσαν σε μια ενέδρα στα χέρια των πιο άκαρδων εχθρών τους.
Οι τέσσερις πολεμιστές πάλεψαν άγρια, μα μόνο ο Χορμά κατάφερε να επιζήσει. Οι τρεις φίλοι του έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια της μάχης.
Αιμορραγώντας και εξαντλημένος, ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις και να γιατρέψει τις πληγές του.
Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας ένα ασφαλές μέρος και διέκρινε μια μικρή σπηλιά σκαμμένη στο κοντινό βουνό.
Έφτασε σχεδόν έρποντας μέχρι εκεί και, μόλις μπήκε στη σπηλιά, άπλωσε στο έδαφος το αρκουδοτόμαρό του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Ώρες ή μέρες αργότερα τον ξύπνησε η πείνα.
Αισθάνθηκε το στομάχι του ζεστό. Πονώντας ακόμα, ο Χορμά αποφάσισε να βγει για να ψάξει κλαδιά και ξερούς κορμούς, ν’ ανάψει μια μικρή φωτιά στην προσωρινή του κρυψώνα και να φάει λίγο από το αλατισμένο κρέας που είχε μαζί του.
Όταν οι φλόγες της φωτιάς φώτισαν το εσωτερικό του καταφυγίου, ο πολεμιστής δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του: το κατάλυμα που είχε βρει δεν ήταν απλά μια σπηλιά, αλλά ένας ναός — ένας ναός σκαμμένος στο βράχο...
Από τις επιγραφές και τα σύμβολα, ο Σουμέριος ανακάλυψε ότι ο ναός είχε φτιαχτεί προς τιμήν ενός μόνο θεού... Του θεού Γκοτζού.
Ο Χορμά είχε μάθει να μην πιστεύει στις συμπτώσεις, και ίσως γι’ αυτό τόλμησε να σκεφτεί πως τα βήματά του είχαν οδηγηθεί στη σπηλιά από τον ίδιο τον θεό του ναού, για να μπορέσει να τον προφυλάξει στον ύπνο του.
Ο Χορμά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν κάποιο σημάδι.
Από εκείνη τη στιγμή εμπιστεύτηκε το σπαθί του στον θεό Γκοτζού.
Θα έμενε εκεί μέχρι να γιατρεύονταν οι πληγές του.
Εν τω μεταξύ, θα άναβε μια μεγάλη φωτιά κάτω από το βωμό που είχε την αναπαράσταση της τεράστιας μορφής του θεού πάνω σε μια πέτρα, και θα έπιανε κάποιο ζώο το οποίο θα θυσίαζε προς τιμήν του.
Πέντε μέρες και πέντε νύχτες έμεινε ο πολεμιστής στη σπηλιά του βουνού, δοξάζοντας και τιμώντας τον Γκοτζού.
Κατά το διάστημα αυτό, δεν άφησε ούτε λεπτό να σβήσει η φλόγα που φώτιζε τον ναό.
Την έκτη μέρα ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι ήταν ώρα να συνεχίσει το δρόμο του, και θέλησε, πριν φύγει, να αφήσει μια προσφορά στον Γκοτζού, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
«Μία αιώνια φλόγα» σκέφτηκε. «Αλλά, πώς θα το καταφέρω;»
Ο Χορμά βγήκε από την σπηλιά και κάθισε σε μια πέτρα στην άκρη του μονοπατιού, για να διαλογιστεί σχετικά με το πρόβλημα.
Ήξερε πως λίγο λάδι θα βοηθούσε να διατηρηθεί η φλόγα, αλλά δεν αρκούσε.
Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως θα έπρεπε να μαζέψει πολλά καυσόξυλα, τόσα ώστε να μην καίγονταν ποτέ. Τόσα, ώστε να κρατούσαν για πάντα... Αλλά γρήγορα κατάλαβε πόσο μάταιη θα ήταν αυτή προσπάθεια... Τα πολλά ξύλα θα μεγάλωναν την ένταση της φωτιάς αλλά όχι τη διάρκεια της φλόγας...
Ένας μοναχός με λευκό μανδύα που περπατούσε στο μονοπάτι, σταμάτησε μπροστά στον Χορμά.
Ίσως από απλή περιέργεια, ή ίσως από έκπληξη που είδε έναν πολεμιστή τόσο σκεφτικό, ο μοναχός κάθισε απέναντι στον Σουμέριο κι έμεινε ακίνητος να τον κοιτάζει, σαν να αποτελούσε μέρος του τοπίου.
Ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος πια έδυε, ο Χορμά ακόμα σκεφτόταν...
Τον απασχολούσε τόσο το πρόβλημά του που δεν ξαφνιάστηκε πολύ όταν ο μοναχός του μίλησε.
«Τι σου συμβαίνει πολεμιστή; Φαίνεσαι προβληματισμένος... Μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Δεν νομίζω» είπε ο πολεμιστής. «Αυτή η σπηλιά είναι ο ναός του θεού Γκοτζού, τον οποίο εδώ και πέντε μέρες έχω επιλέξει για προστάτη μου, προορισμό των προσευχών μου, τελικό σκοπό της μάχης μου. Σύντομα θα πρέπει να φύγω, κι ήθελα να τον τιμήσω αιώνια, αλλά δεν ξέρω πώς να καταφέρω ώστε η φλόγα που έχω ανάψει να κρατήσει για πάντα.»
Ο μοναχός κούνησε το κεφάλι και, σαν να είχε μαντέψει την διαδρομή που είχε κάνει η σκέψη του πολεμιστή, του είπε:
«Για να είναι η φλόγα αιώνια θα χρειαστείς κάτι παραπάνω από λάδι και ξύλα...»
«Τι θα χρειαστώ;» έσπευσε να ρωτήσει ο Χορμά. «Τι παραπάνω χρειάζομαι;»
«Μαγεία» είπε ξερά ο μοναχός.
«Μα εγώ δεν είμαι μάγος, ούτε ξέρω από μαγεία...»
«Μόνο η μαγεία μπορεί να καταφέρει να κάνει κάτι αιώνιο.»
«Εγώ θέλω η φλόγα να μείνει αιώνια» είπε ο πολεμιστής, και συνέχισε: «Αν βρω τα μάγια, μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η φλόγα του Γκοτζού θα είναι αιώνια;»
«Να σου εγγυηθώ; Πριν μια βδομάδα, ούτε καν γνώριζες την ύπαρξη αυτού του ναού του Γκοτζού... Και σήμερα θέλεις γι’ αυτόν ένα μνημείο αιώνιο. Αυτό είναι που σήμερα επιθυμείς. Άραγε, εσύ μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η επιθυμία σου θα είναι αιώνια;»
Ο Χορμά έμεινε σιωπηλός.
Μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί την αιωνιότητα μιας επιθυμίας...
Ο μοναχός κούνησε ξανά το κεφάλι και σηκώθηκε.
Πλησίασε τον Χορμά και, ακουμπώντας την ανοιχτή του παλάμη στο στήθος, του είπε:
«Θα σου πω ένα μυστικό...
«Η μαγεία διαρκεί μόνο όσο παραμένει η επιθυμία!»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου