Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα του Αιμιλιανού ο οποίος διέσωσε μία άγνωστη αναφορά στην μυθική Ατλαντίδα του Θεόφραστου * (σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Πρόκειται περί ενός διαλόγου μεταξύ του Μίδα ( του Φρυγός) και του Σειληνού.
Διατήρησα το ύφος του κειμένου όπως το διάβασα στο βιβλίο: «Αι εκπληκτικαί αποκαλύψεις επί της αρχαίας Ελλάδος», του Αντωνίου Χαλά. Η περιγραφή έχει ως εξής:
«Ο Θεόπομπος διηγείται μία συνομιλία του Μίδου του Φρυγός και του Σειληνού. Ο Σειληνός είναι τέκνο νύμφης, Θεού μεν αφανέστατος κατά την φύσιν ανθρώπου κρείτων, αφού ήτο και αθάνατος. Πολλά μεν άλλα μεταξύ αλλήλων διεξήχθησαν, αλλά τα ακόλουθα ήσαν τα σπουδαιότερα εξ όσων έλεγε ο Σειληνό, εν τη ανωτέρα του σοφία προς τον Μίδα:
Έλεγε λοιπόν πως η Ευρώπη, η Ασία, και η Αφρική είναι νήσοι εν παραβολή προς την Ήπειρον, την υπάρξασαν εις αρχαιότατους καιρούς, πέραν του γνωστού κόσμου. Τόσο απέραντον ήτο το μέγεθος αυτής. Η ήπειρος αυτή ήτο η τελευταία, η οποία έτρεφεν επ΄ αυτής ζώα γιγάντια, οι δε επ’ αυτής ζώντες άνθρωποι ήσαν διπλάσιοι κατά το μέγεθος των ανθρώπων της εποχής καθ’ ην η διήγησης έλαβε χώρα. Ο δε χρόνος της ζωής των δεν ήτο όσον ζώμεν ημείς αλλά διπλάσιος. Και πολλά μεν ήσαν αι επ’ αυτής πόλεις και διάφοροι οι βίοι των ιδωτών, οι δε νόμοι των ήσαν αντίθετοι των ιδικών μας. Αι δε πόλεις των ήσαν πλουσιώτατοι, μία δε εκ των πόλεων εκείνων είχε πληθυσμόν ανώτερου του ενός εκατομμυρίου. Ο χρυσός και ο άργιλος ευρίσκοντο παρ’ αυτό εις μεγάλη ποσότητα.
Στην συνέχεια ο Αιλιανός διηγήται πως υπήρχε διαρκής πόλεμος κυρίως μεταξύ δύο πόλεων, εκ των οποίων η μία ονομάζετο Μάχιμος, η δε ετέρα Ευσεβής. Οι μεν λοιπόν Ευσεβείς διήγον εν ειρήνη και βαθύν πλούτον, έλάμβανον δε τους καρπούς εκ της γης άνευ αρότρων και βιών, διότι εις αυτούς άσπαρτα και ανήτροτα τα πάντα εφύοντο. Διετελούσι δε καθ’ όλον τον βίον υγιείς και άνοσο, πέθνησκον δε γελώντες και τερπόμενοι εξαιτερικώς.
Τόσον δε αναμφισβήτως ήσαν δίκαιοι, ώστε και οι Θεοί δεν ησθάνοντο την ανάγκη να επιφοιτώσι παρ’ αυτοίς. Οι δε κάτοικοι της Μαχίμου πόλεως και μαχιμώτατοι ήσαν και ένοπλοι, διαρκώς πολεμούντες και υποδουλούντες τους όμορους. Τοιουτοτρόπως η πόλις αυτή άρχει πάμπολλων εθνών. Αποθνήσκουσι δε σπανιότατα υπό νόσου, διότι οι πλείστοι υποκύπτουν κατά τους πολέμους.
Τοιαύτη δε ήτο η παρ’ αυτοίς αφθονία του χρυσού και του αργύρου, ώστε είχον μικρότεραν παρ’ αυτοίς αξίαν , ή όσο έχει παρ’ ημίν ο σίδηρος.
Επιχείρησαν δε κάποτε να διαβώσιν ούτοι εις τα ιδικά μας χώρας, και διαπλεύσαντες τον Ωκεανόν με απειράριθμα στρατεύματα, έφθασαν δε μέχρι των Υπεβορείων. Αντιληφθέντες όμως την αθλιότητα, εις την οποία ζώμεν, καταφρόνησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. …»
Διατήρησα το ύφος του κειμένου όπως το διάβασα στο βιβλίο: «Αι εκπληκτικαί αποκαλύψεις επί της αρχαίας Ελλάδος», του Αντωνίου Χαλά. Η περιγραφή έχει ως εξής:
«Ο Θεόπομπος διηγείται μία συνομιλία του Μίδου του Φρυγός και του Σειληνού. Ο Σειληνός είναι τέκνο νύμφης, Θεού μεν αφανέστατος κατά την φύσιν ανθρώπου κρείτων, αφού ήτο και αθάνατος. Πολλά μεν άλλα μεταξύ αλλήλων διεξήχθησαν, αλλά τα ακόλουθα ήσαν τα σπουδαιότερα εξ όσων έλεγε ο Σειληνό, εν τη ανωτέρα του σοφία προς τον Μίδα:
Έλεγε λοιπόν πως η Ευρώπη, η Ασία, και η Αφρική είναι νήσοι εν παραβολή προς την Ήπειρον, την υπάρξασαν εις αρχαιότατους καιρούς, πέραν του γνωστού κόσμου. Τόσο απέραντον ήτο το μέγεθος αυτής. Η ήπειρος αυτή ήτο η τελευταία, η οποία έτρεφεν επ΄ αυτής ζώα γιγάντια, οι δε επ’ αυτής ζώντες άνθρωποι ήσαν διπλάσιοι κατά το μέγεθος των ανθρώπων της εποχής καθ’ ην η διήγησης έλαβε χώρα. Ο δε χρόνος της ζωής των δεν ήτο όσον ζώμεν ημείς αλλά διπλάσιος. Και πολλά μεν ήσαν αι επ’ αυτής πόλεις και διάφοροι οι βίοι των ιδωτών, οι δε νόμοι των ήσαν αντίθετοι των ιδικών μας. Αι δε πόλεις των ήσαν πλουσιώτατοι, μία δε εκ των πόλεων εκείνων είχε πληθυσμόν ανώτερου του ενός εκατομμυρίου. Ο χρυσός και ο άργιλος ευρίσκοντο παρ’ αυτό εις μεγάλη ποσότητα.
Στην συνέχεια ο Αιλιανός διηγήται πως υπήρχε διαρκής πόλεμος κυρίως μεταξύ δύο πόλεων, εκ των οποίων η μία ονομάζετο Μάχιμος, η δε ετέρα Ευσεβής. Οι μεν λοιπόν Ευσεβείς διήγον εν ειρήνη και βαθύν πλούτον, έλάμβανον δε τους καρπούς εκ της γης άνευ αρότρων και βιών, διότι εις αυτούς άσπαρτα και ανήτροτα τα πάντα εφύοντο. Διετελούσι δε καθ’ όλον τον βίον υγιείς και άνοσο, πέθνησκον δε γελώντες και τερπόμενοι εξαιτερικώς.
Τόσον δε αναμφισβήτως ήσαν δίκαιοι, ώστε και οι Θεοί δεν ησθάνοντο την ανάγκη να επιφοιτώσι παρ’ αυτοίς. Οι δε κάτοικοι της Μαχίμου πόλεως και μαχιμώτατοι ήσαν και ένοπλοι, διαρκώς πολεμούντες και υποδουλούντες τους όμορους. Τοιουτοτρόπως η πόλις αυτή άρχει πάμπολλων εθνών. Αποθνήσκουσι δε σπανιότατα υπό νόσου, διότι οι πλείστοι υποκύπτουν κατά τους πολέμους.
Τοιαύτη δε ήτο η παρ’ αυτοίς αφθονία του χρυσού και του αργύρου, ώστε είχον μικρότεραν παρ’ αυτοίς αξίαν , ή όσο έχει παρ’ ημίν ο σίδηρος.
Επιχείρησαν δε κάποτε να διαβώσιν ούτοι εις τα ιδικά μας χώρας, και διαπλεύσαντες τον Ωκεανόν με απειράριθμα στρατεύματα, έφθασαν δε μέχρι των Υπεβορείων. Αντιληφθέντες όμως την αθλιότητα, εις την οποία ζώμεν, καταφρόνησαν να προχωρήσουν περαιτέρω. …»
------------------
* Ο Θεόφραστος (372 π.Χ. – περ. 287/5 π.Χ.) ήταν φιλόσοφος της αρχαιότητας. Θεωρείται συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Περιπατητικής σχολής.
Τις περισσότερες πληροφορίες για βίο του Θεοφράστου αντλούμε από τον Διογένη, συγγραφέα των βίων των φιλοσόφων. Ο Θεόφραστος γεννήθηκε το 372 π.Χ. στηνΕρεσό της Λέσβου. Ο πατέρας του ήταν ο πλούσιος έμπορος Μέλαντας (το όνομα φαίνεται και στη βάση της προτομής στην εικόνα δεξιά) και το πραγματικό του όνομα ήταν Τύρταμος. Αρχικά έλαβε τα πρώτα του μαθήματα κοντά στον Λεύκιππο ενώ αργότερα εγκατέλειψε την πόλη της Ερεσού και μετέβη στην Αθήνα όπου άρχισε να ασχολείται με τη φιλοσοφία ως μαθητής του Πλάτωνα.
Μετά το θάνατο του δασκάλου του, το 347 π.Χ., ακολούθησε τον Αριστοτέλη, ο οποίος διακρίνοντας τη φιλομάθεια και την ευφυΐα του, τον επονόμασε αρχικά Εύφραστο και αργότερα Θεόφραστο. Η εκτίμηση που έτρεφε ο Αριστοτέλης στον Θεόφραστο αποδεικνύεται και από το γεγονός πως όταν το 323 π.Χ. ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα, δώρισε στον Θεόφραστο τη βιβλιοθήκη του και του εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της περιπατητικής σχολής.
Ο Θεόφραστος παρέμεινε στην διεύθυνση της σχολής επί 25 χρόνια και σε αυτό το διάστημα δίδαξε αλλά και άφησε πολλά γραπτά. Την περίοδο αυτή, λέγεται ακόμα πως οι μαθητές της σχολής ξεπέρασαν τις δύο χιλιάδες ενώ μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν ο Μένανδρος, οι βασιλείς της Μακεδονίας Φίλιππος και Κάσσανδρος καθώς και ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’. Ο Θεόφραστος δεν ασχολήθηκε ποτέ ενεργά με την πολιτική, αλλά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Πέθανε περίπου το 287 π.Χ. και μέχρι το τέλος της ζωής του δίδασκε και εργαζόταν.
Το έργο του Θεόφραστου ήταν ιδιαίτερα πλούσιο, καθώς εκτιμάται πως έγραψε συνολικά περίπου 240 έργα τα οποία πραγματεύονται ένα πλήθος θεμάτων γύρω από την Ηθική, τη Λογική, τη ρητορική, την ιστορία των επιστημών ή τη μεταφυσική και κυρίως τη Βοτανική και τη Ζωολογία.
Σήμερα σώζονται κυρίως αποσπάσματα του έργου του αλλά και ορισμένα πλήρη κείμενα που είναι οι Περί Φυτών Ιστορίας (9 βιβλία), τα Περί Φυτών Αιτιών (6 βιβλία) καθώς και το πιο γνωστό του έργο, οι Χαρακτήρες. Τα δύο πρώτα έργα αποτελούν μάλλον τα πρώτα συγγράμματα στον τομέα της Βοτανικής, την εποχή της αρχαιότητας και μέχρι τον Μεσαίωνα. Μια σημαντική παρακαταθήκη του στην βοτανική, είναι ότι έχει «βαφτιστεί» σήμερα προς τιμήν του ο ενδημικός φοίνικας της νότιας Ελλάδας, ως Φοίνικας του Θεοφράστου (phoenix theophrastii), καθώς εκείνος ήταν που αναφέρθηκε πρώτος και έντονα για την ύπαρξη αυτού του φυτού στον ελλαδικό χώρο, μέσα στο έργο του.
Στους Χαρακτήρες, ο Θεόφραστος περιγράφει τα εσωτερικά και ψυχικά γνωρίσματα ανάλογα με το ήθος των ανθρώπων, ενώ μέχρι σήμερα δεν είναι βέβαιο αν αποτελούσαν αυτοτελές έργο ή τμήμα κάποιου άλλου ή σημειώματα του Θεόφραστου. Συνολικά περιγράφονται 30 διαφορετικοί χαρακτήρες εκ των οποίων οι 15 περιλαμβάνονταν στην πρώτη έκδοση του έργου (1527), ενώ το1522 ανακαλύφθηκαν επιπλέον οκτώ και το 1599 ακόμη πέντε. Οι δύο τελευταίοι από τους περιγραφόμενους χαρακτήρες ανακαλύφθηκαν μόλις το 1786.
Η ακριβής χρονολογία συγγραφής του έργου δεν είναι γνωστή. Θεωρείται πιθανό πως δεν γράφτηκαν όλοι οι χαρακτήρες συγχρόνως, ενώ άλλοι μελετητές τους χρονολογούν περίπου στο 317 π.Χ. Σε ότι αφορά την σύνθεσή τους, ο Θεόφραστος πιθανότατα στηρίχτηκε ως ένα βαθμό στο έργο του Αριστοτέλη Περί Ηθικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου