Έχουν ζητήσει σε όλους μας και έχουμε όλοι μπει στον πειρασμό ή πέσει στην παγίδα να δώσουμε τις σωστότερες. Ο λόγος για τις συμβουλές, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Μήπως όμως κάποιες φορές το ποτήρι ξεχειλίζει;
«Να μιλάς ευγενικά στους μεγαλύτερους», «Φόρα μπουφάν, θα κρυώσεις», «Να μπεις σε μια καλή σχολή στο πανεπιστήμιο», «Να διαλέξεις μια δουλειά που θα σου εξασφαλίσει μια καλή ζωή», «Να παντρευτείς», «Να κάνεις παιδιά», «Να μην κάθεσαι σταυροπόδι, είσαι έγκυος», «Να μην παίρνεις πολύ αγκαλιά το μωρό», «Να χωρίσεις», «Να αδυνατίσεις». Να, να, να… Και ο κατάλογος συνεχίζεται μακρύς. Όλοι έχουμε δεχτεί συμβουλές, συχνά εκνευριστικές, πιεστικές ή και προσβλητικές ακόμη, κάποιες φορές όμως πολύτιμες. Από την άλλη πλευρά, όλοι έχουμε ζητήσει, κληθεί ή σκεφτεί να προσφέρουμε τις συμβουλές μας. Και επίσης, έχουμε προβληματιστεί με το τι και πότε να συμβουλεύσουμε ή με το αν πρέπει να ακούσουμε τα όσα μας συμβούλευσαν. Άραγε, ποια είναι η χρυσή τομή; Πότε, πώς και ποιους πρέπει να συμβουλεύουμε και πότε και από ποιους θα πρέπει να ζητάμε τη γνώμη τους;
«Ναι» στη συζήτηση
Είναι προφανές ότι δύο άνθρωποι που έχουν μια σχέση -συγγενική ή φιλική- θα συζητήσουν και θα μοιραστούν μεταξύ τους τη γνώμη που έχει ο καθένας για ένα θέμα, καθώς και τις προτάσεις που πιθανώς θα κάνει για την επίλυσή του. Αυτό που επίσης είναι αναμενόμενο και λογικό είναι ότι ο καθένας θα βλέπει το ζήτημα από τη δική του οπτική γωνία, βασιζόμενος στις δικές του πεποιθήσεις, αρχές, ηθικές αξίες, εμπειρίες κ.λπ. Οπότε, όταν ο σύντροφος, ο φίλος ή ο συγγενής θα δώσει μια συμβουλή, αυτή θα βασίζεται στη δική του οπτική γωνία, χαρακτηριστικό που καθιστά τη συμβουλή υποκειμενική ή ακόμα και άχρηστη ή επικίνδυνη εφόσον δεν είναι ειδικός στο ζήτημα για το οποίο συμβουλεύει. Ως εκ τούτου, καλό είναι να αποφεύγουμε να δίνουμε συμβουλές και αντ? αυτού να προσπαθούμε να συζητάμε εκτενώς το θέμα με τον άνθρωπό μας και να τον βοηθάμε να δει όλες τις πλευρές μίας πιθανής απόφασης, τα υπέρ και τα κατά της, τις εναλλακτικές λύσεις κ.λπ. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό και από τις δύο πλευρές είναι ότι την τελική ευθύνη για την απόφαση, την εφαρμογή και τη στήριξή της την έχει ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει το πρόβλημα κάθε φορά. Κανείς δεν δικαιούται να επιμένει να πάρει συμβουλή ή να συμβουλεύσει, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του.
«Ναι» στη γνώμη των ειδικών
Όσο οι συμβουλές είναι επικίνδυνες όταν προέρχονται από μη ειδικούς άλλο τόσο είναι πολύτιμες και απαραίτητες όταν μας τις δίνουν οι ειδικοί. Έτσι, ένας επαγγελματίας μπορεί πάντα να μας καθοδηγήσει καλύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια για να βρούμε τη λύση σε ό,τι μας απασχολεί. Ας ρωτήσουμε, λοιπόν, τον γυναικολόγο για το αν πρέπει να περπατάμε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τη σύμβουλο θηλασμού για το πόσο συχνά να ταΐζουμε το μωρό μας, τον παιδίατρο για το αν το παιδί μας είναι παχύ, τον σύμβουλο γάμου για το τι να κάνουμε προκειμένου να σώσουμε τον γάμο μας κ.ο.κ.
«Ναι» στην ενσυναίσθηση
Αυτό που έχει αξία όταν θέλουμε να δώσουμε μία συμβουλή είναι να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου και να τον συμβουλεύσουμε με βάση τις δικές του ανάγκες. Αυτή είναι, όμως, μία δεξιότητα που δεν την έχουμε όλοι και η οποία στην ψυχολογία ονομάζεται ενσυναίσθηση, το να μπορούμε δηλαδή να δούμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του άλλου, καταλαβαίνοντας πώς αισθάνεται, πώς σκέφτεται και ποιες είναι οι ανάγκες του.
Σχέση ανώτερου-κατώτερου
Η συμβουλή θυμίζει γενικά μία γονική σχέση, σαν να ?ναι ο γονιός ή ο ανώτερος αυτός που συμβουλεύει και το παιδί ή ο κατώτερος αυτός που δέχεται τις συμβουλές. Κάποιος μπορεί να δίνει πολλές συμβουλές για να αισθάνεται ότι είναι ανώτερος, χρήσιμος, ξεχωριστός, απαραίτητος, αλλά ίσως και επειδή θέλει να ανακουφίσει τον άλλον ή να λύσει ένα ζήτημα. Αντίστοιχα, αυτός που δέχεται τις συμβουλές μερικές φορές θα μπορούσε να νιώθει ακόμα και ότι ο συμβουλάτορας δεν τον θεωρεί ικανό ώστε να αποφασίσει και ότι προσπαθεί να του υποδείξει τον δρόμο. Φυσικά, τίθεται θέμα ερμηνείας τόσο από αυτόν που δέχεται τη συμβουλή και μπορεί να τη δει ως μία πρόταση ή ως επιβολή, όσο και από αυτόν που δίνει τη συμβουλή και την παρουσιάζει ως γνώμη του ή ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, και τον άνθρωπο που ζητά συχνά και πολλές συμβουλές, ακριβώς επειδή έχει μάθει να βολεύεται και δεν θέλει να μπει στη διαδικασία να σκεφτεί πολύ, ακολουθώντας έναν εύκολο και πρόχειρο τρόπο αντιμετώπισης των καταστάσεων.
Συμβουλεύοντας τα παιδιά μας
Όταν τα παιδιά είναι μικρά, δεν ξέρουν πώς να χειριστούν κάποια πράγματα. Εκεί χρειάζονται συμβουλές, αλλά πιο πολύ κανόνες, αρχές και αξίες, τα οποία θα πρέπει εμείς οι γονείς να τους τα διδάξουμε (για παράδειγμα, ότι δεν μιλάμε σε ξένους, δεν δέρνουμε, δεν κλέβουμε κ.ά.). Σημαντικό είναι να συζητάμε μαζί τους όσα δεν γνωρίζουν, αλλά και μέσω του παραδείγματος να τους δείχνουμε πώς να φέρονται. Ούτως ή άλλως, οι γονείς αποτελούμε πρότυπα μίμησης ή αποφυγής για τα παιδιά μας.
Έχουν ζητήσει σε όλους μας και έχουμε όλοι μπει στον πειρασμό ή πέσει στην παγίδα να δώσουμε τις σωστότερες. Ο λόγος για τις συμβουλές, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Μήπως όμως κάποιες φορές το ποτήρι ξεχειλίζει;
«Να μιλάς ευγενικά στους μεγαλύτερους», «Φόρα μπουφάν, θα κρυώσεις», «Να μπεις σε μια καλή σχολή στο πανεπιστήμιο», «Να διαλέξεις μια δουλειά που θα σου εξασφαλίσει μια καλή ζωή», «Να παντρευτείς», «Να κάνεις παιδιά», «Να μην κάθεσαι σταυροπόδι, είσαι έγκυος», «Να μην παίρνεις πολύ αγκαλιά το μωρό», «Να χωρίσεις», «Να αδυνατίσεις». Να, να, να… Και ο κατάλογος συνεχίζεται μακρύς. Όλοι έχουμε δεχτεί συμβουλές, συχνά εκνευριστικές, πιεστικές ή και προσβλητικές ακόμη, κάποιες φορές όμως πολύτιμες. Από την άλλη πλευρά, όλοι έχουμε ζητήσει, κληθεί ή σκεφτεί να προσφέρουμε τις συμβουλές μας. Και επίσης, έχουμε προβληματιστεί με το τι και πότε να συμβουλεύσουμε ή με το αν πρέπει να ακούσουμε τα όσα μας συμβούλευσαν. Άραγε, ποια είναι η χρυσή τομή; Πότε, πώς και ποιους πρέπει να συμβουλεύουμε και πότε και από ποιους θα πρέπει να ζητάμε τη γνώμη τους;
«Ναι» στη συζήτηση
Είναι προφανές ότι δύο άνθρωποι που έχουν μια σχέση -συγγενική ή φιλική- θα συζητήσουν και θα μοιραστούν μεταξύ τους τη γνώμη που έχει ο καθένας για ένα θέμα, καθώς και τις προτάσεις που πιθανώς θα κάνει για την επίλυσή του. Αυτό που επίσης είναι αναμενόμενο και λογικό είναι ότι ο καθένας θα βλέπει το ζήτημα από τη δική του οπτική γωνία, βασιζόμενος στις δικές του πεποιθήσεις, αρχές, ηθικές αξίες, εμπειρίες κ.λπ. Οπότε, όταν ο σύντροφος, ο φίλος ή ο συγγενής θα δώσει μια συμβουλή, αυτή θα βασίζεται στη δική του οπτική γωνία, χαρακτηριστικό που καθιστά τη συμβουλή υποκειμενική ή ακόμα και άχρηστη ή επικίνδυνη εφόσον δεν είναι ειδικός στο ζήτημα για το οποίο συμβουλεύει. Ως εκ τούτου, καλό είναι να αποφεύγουμε να δίνουμε συμβουλές και αντ? αυτού να προσπαθούμε να συζητάμε εκτενώς το θέμα με τον άνθρωπό μας και να τον βοηθάμε να δει όλες τις πλευρές μίας πιθανής απόφασης, τα υπέρ και τα κατά της, τις εναλλακτικές λύσεις κ.λπ. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό και από τις δύο πλευρές είναι ότι την τελική ευθύνη για την απόφαση, την εφαρμογή και τη στήριξή της την έχει ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει το πρόβλημα κάθε φορά. Κανείς δεν δικαιούται να επιμένει να πάρει συμβουλή ή να συμβουλεύσει, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη ζωή του.
«Ναι» στη γνώμη των ειδικών
Όσο οι συμβουλές είναι επικίνδυνες όταν προέρχονται από μη ειδικούς άλλο τόσο είναι πολύτιμες και απαραίτητες όταν μας τις δίνουν οι ειδικοί. Έτσι, ένας επαγγελματίας μπορεί πάντα να μας καθοδηγήσει καλύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια για να βρούμε τη λύση σε ό,τι μας απασχολεί. Ας ρωτήσουμε, λοιπόν, τον γυναικολόγο για το αν πρέπει να περπατάμε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τη σύμβουλο θηλασμού για το πόσο συχνά να ταΐζουμε το μωρό μας, τον παιδίατρο για το αν το παιδί μας είναι παχύ, τον σύμβουλο γάμου για το τι να κάνουμε προκειμένου να σώσουμε τον γάμο μας κ.ο.κ.
«Ναι» στην ενσυναίσθηση
Αυτό που έχει αξία όταν θέλουμε να δώσουμε μία συμβουλή είναι να προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου και να τον συμβουλεύσουμε με βάση τις δικές του ανάγκες. Αυτή είναι, όμως, μία δεξιότητα που δεν την έχουμε όλοι και η οποία στην ψυχολογία ονομάζεται ενσυναίσθηση, το να μπορούμε δηλαδή να δούμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του άλλου, καταλαβαίνοντας πώς αισθάνεται, πώς σκέφτεται και ποιες είναι οι ανάγκες του.
Σχέση ανώτερου-κατώτερου
Η συμβουλή θυμίζει γενικά μία γονική σχέση, σαν να ?ναι ο γονιός ή ο ανώτερος αυτός που συμβουλεύει και το παιδί ή ο κατώτερος αυτός που δέχεται τις συμβουλές. Κάποιος μπορεί να δίνει πολλές συμβουλές για να αισθάνεται ότι είναι ανώτερος, χρήσιμος, ξεχωριστός, απαραίτητος, αλλά ίσως και επειδή θέλει να ανακουφίσει τον άλλον ή να λύσει ένα ζήτημα. Αντίστοιχα, αυτός που δέχεται τις συμβουλές μερικές φορές θα μπορούσε να νιώθει ακόμα και ότι ο συμβουλάτορας δεν τον θεωρεί ικανό ώστε να αποφασίσει και ότι προσπαθεί να του υποδείξει τον δρόμο. Φυσικά, τίθεται θέμα ερμηνείας τόσο από αυτόν που δέχεται τη συμβουλή και μπορεί να τη δει ως μία πρόταση ή ως επιβολή, όσο και από αυτόν που δίνει τη συμβουλή και την παρουσιάζει ως γνώμη του ή ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, και τον άνθρωπο που ζητά συχνά και πολλές συμβουλές, ακριβώς επειδή έχει μάθει να βολεύεται και δεν θέλει να μπει στη διαδικασία να σκεφτεί πολύ, ακολουθώντας έναν εύκολο και πρόχειρο τρόπο αντιμετώπισης των καταστάσεων.
Συμβουλεύοντας τα παιδιά μας
Όταν τα παιδιά είναι μικρά, δεν ξέρουν πώς να χειριστούν κάποια πράγματα. Εκεί χρειάζονται συμβουλές, αλλά πιο πολύ κανόνες, αρχές και αξίες, τα οποία θα πρέπει εμείς οι γονείς να τους τα διδάξουμε (για παράδειγμα, ότι δεν μιλάμε σε ξένους, δεν δέρνουμε, δεν κλέβουμε κ.ά.). Σημαντικό είναι να συζητάμε μαζί τους όσα δεν γνωρίζουν, αλλά και μέσω του παραδείγματος να τους δείχνουμε πώς να φέρονται. Ούτως ή άλλως, οι γονείς αποτελούμε πρότυπα μίμησης ή αποφυγής για τα παιδιά μας.
Έχουν ζητήσει σε όλους μας και έχουμε όλοι μπει στον πειρασμό ή πέσει στην παγίδα να δώσουμε τις σωστότερες. Ο λόγος για τις συμβουλές, που δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Μήπως όμως κάποιες φορές το ποτήρι ξεχειλίζει;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου