«… αν γνωρίζουμε ότι κάποιο πραγματικό ον υπάρχει και ότι το
μη ον δε θα μπορούσε να παραγάγει κανένα ον, είναι με μαθηματική εμφάνεια σαφές
ότι κάτι έχει υπάρξει για όλη την αιωνιότητα, αφού αυτό που δεν είναι για όλη
την αιωνιότητα, έχει μια αρχή, και ότι αυτό που έχει μια αρχή πρέπει να έχει
δημιουργηθεί από κάτι άλλο» J. LOCKE
Σύμφωνα με μία γνωστή άποψη, η άγνοια του ανθρώπου για τα
πράγματα και τις σχέσεις τους, σε συνδυασμό με την έλλειψη της δυνατότητάς του
να κυριαρχήσει ο ίδιος σαν Θεός μέσα σ’ ένα περιβάλλον, το οποίο εναντιώνεται
συχνά στους σκοπούς
του και του δημιουργεί ανασφάλεια, φόβο και απόγνωση, αυτές οι ελλείψεις
του γεννούν τη διάθεση να θεοποιήσει ορισμένα φυσικά φαινόμενα
και τις αόρατες
αιτίες τους. Έτσι παρασυρμένος, αρχίζει
να διαμορφώνει μία
έννοια για την ύπαρξη του Θεού και να δίνει κενές
εξηγήσεις, ελκυστικές και αβάσιμες θεωρίες, συνήθως με σκοπό κάποια
εκμετάλλευση.
Πραγματικά, στην εμπειρία μας θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί
είναι οι
πιο συνηθισμένοι λόγοι
για τους οποίους
οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξή
του, επηρεάζονται από τις θρησκείες και εκμεταλλεύονται τη σπουδαιότητα τέτοιων
ζητημάτων. Ειδικά όταν κάποιος αγνοεί τι είναι ο λόγος, ότι υπάρχουν ορισμένοι
κανόνες για να
διαβεβαιώνουμε, όταν αγνοεί
την υλική αλληλεξάρτηση των
πραγμάτων, όπως περιγράφεται από τις φυσικές επιστήμες και φορτίζεται με διαθέσεις
εξαιτίας της άγνοιάς του για βασικά κοσμολογικά ζητήματα, τότε είναι πολύ
εύκολο να πιστέψει, παρά ν’ αναζητήσει ή ν’ αμφισβητήσει.
Όμως, θα ήταν ανεπίτρεπτο να παρασυρθούμε από τη γνώση μας
για τις αιτίες, που μπορούν να μας οδηγήσουν να πιστέψουμε στην ύπαρξη του Θεού
ή να διαμορφώσουμε μία άποψη γι’ αυτόν και έτσι να την αρνηθούμε. Είναι δυνατό
να μας πείθουν λόγοι σκοτεινοί, ανεπαρκείς έως και αντίθετοι, αλλά εκείνος να
υπάρχει πραγματικά και με την ονομασία του να εννοούμε ακόμα ό,τι μας αρέσει,
όσο δεν έχουμε γνωρίσει αρκετά την κοινή πραγματικότητα και τις κοσμολογικές
απαντήσεις. Επομένως, εάν είναι εύκολη η αμφισβήτηση και η ανατροπή των απόψεων
που υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός παρεννοημένου Θεού, είναι το ίδιο εύκολο να
γίνει και για
τις απόψεις εκείνες,
οι οποίες αρνούνται γενικά την
ύπαρξή του.
Το Σύμπαν δεν είναι απλώς ένα ποσοτικό σύνολο πραγμάτων
συνθεμένων από μερικές ουσίες, οι οποίες αλληλοσυνδέονται μόνο έμμεσα, εξωτερικά
και εκ των υστέρων, χωρίς να υπάρχει συνοχή και μία κοινή αιτία. Ένα τέτοιο
Σύμπαν, το οποίο δε θα ήταν με ενιαία ποιότητα και συνολική-άμεση αιτία θα ήταν
αυθύπαρκτο, ωστόσο όχι αυτοτελές με όλη την έννοια του όρου, γιατί όλα θα ήταν
δημιουργημένα μόνο από έξω τους.
Δε θα υπήρχε σαν ένα μόνο πράγμα, για να μπορούμε να πούμε
πως υπάρχει από μόνο του, χωρίς να εξαρτάται από κανένα άλλο. Τίποτε άλλο δεν
μπορεί να είναι
αυτοτελές, εκτός από
τη Συμπαντική Ποιότητα με την έννοια του τελειωμένου Χρόνου και από αυτόν
εδώ το συλλογισμό συμπεραίνουμε την ύπαρξη του Θεού, χωρίς να το έχουμε
καταλάβει!
Η έννοια είναι κοινό ή
σταθερό γνώρισμα πολλών διαφορετικών αντιλήψεων. Η Συμπαντική Ποιότητα είναι
η κοινή Ουσία-Χρόνος, με την
οποία υπάρχουν και
γίνονται σαν εξωτερικά όλα τα
λεγόμενα πράγματα, όσο
και αν διαφέρουν.
Είναι η επαρκής-άμεση αιτία των
πραγμάτων, η πάντοτε προηγούμενη αρχή
της ενότητας, της
ποιότητας και της
συνθετότητας στις έμμεσες αλληλεπιδράσεις των
υλικών φορέων.
Τα λεγόμενα πράγματα είναι αυτή η
ίδια σχετικά εκ των υστέρων-έμμεσα, ενώ η ίδια
υπάρχει ανέκαθεν (εκ των προτέρων) τελειωμένη σαν ουσία με το βασικό γνώρισμα
της έννοιας. Με άλλα λόγια, υπάρχει μία κοινή πραγματικότητα, (τίνος η πραγματικότητα;) η
οποία δεν είναι εξωτερική ή έμμεση και σχετική, αλλά εσωτερική ή άμεση.
Εάν λέγαμε ότι υπάρχει σαν έννοια στη διάνοια ενός άλλου,
τότε θα επιστρέφαμε στην αρχή της θεωρίας και στις απορίες που έχουμε απαντήσει.
Ακόμα και τότε θα βρίσκαμε ξανά τις ίδιες αλήθειες, γιατί η ύπαρξη του άλλου θα
ήταν μία πραγματικότητα, η οποία θ’ αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου
συνόλου…
Η Συμπαντική
Ποιότητα δεν υπάρχει σαν έννοια σε μία άλλη εξωτερική διάνοια και συνεπώς,
αυτή η ίδια υπάρχει σαν έννοια του εαυτού της, η οποία πραγματοποιείται μέσα στο
σχετικό εξωτερικό χρόνο, με τη δραστηριότητα και τις σχέσεις των έμμεσων μερών
της, προκαθορίζοντας έτσι σαν κοινή ουσία τις δυνατότητές τους.
Τα πράγματα συνδέονται
άμεσα και ταυτόχρονα με αυτήν,
γιατί είναι αυτή η ίδια σαν ουσία τους, με μερικούς από
τους τρόπους (με
τους οποίους εκείνη
ήταν ανέκαθεν). Ο τελειωμένος Χρόνος είναι μία Έννοια, η οποία υπάρχει
πραγματικά σαν ουσία, σαν κοινή αρχή των πραγμάτων μέσα στις μικρότερες στιγμές
τους. Με την πιο αφηρημένη έννοιά της η διανοητικότητα και η εμβιότητα είναι
αμεσότητα, εσωτερικότητα, σταθερότητα στη δραστηριότητα και
αυτο-προσδιορισμός.
Η Συμπαντική Ποιότητα είναι άμεσα και διανοητικά αυτενεργός, μία αυτο-καθορισμένη (με Έννοια) Εσωτερική Ύπαρξη, μία ανεπηρέαστη, ουδέτερη και σταθερή-βέβαιη αυτο-θεώρηση.
Η αμεσότητα προς τον εαυτό της, ο ταυτόχρονος
αυτο-προσδιορισμός της, η σταθερότητα στη δραστηριότητά της, η αυτοτέλεια της
ποιότητάς της είναι η διανοητικότητά της και υπό την έννοια αυτή συμπεραίνουμε
την ταυτότητά της με το Θεό. Όταν αποσαφηνιστεί η σχέση της αμεσότητας και του
σταθερού προσδιορισμού με τη διανοητικότητα, τότε θα καταλάβουμε τον παραπάνω
ορισμό του Θεού και ποια είναι η σχέση του με τη σχετική εξωτερικότητα και με
την αστάθεια.
Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης (384-322 π.κ.ε.) προσέγγισε στη
λύση του προβλήματος για τη σχέση της διάνοιας-ζωής με την ύλη και για την
προτεραιότητά τους, ανακαλύπτοντας τις πρώτες γενικότερες έννοιες και
στοχαζόμενος πολύ απλά πάνω στην εμπειρία, αξιοποιώντας
την ανακάλυψή του.
Εύστοχα, είχε διαπιστώσει σαν
βασικά κοινά στοιχεία των πραγμάτων την ύλη και τη μορφή. Αν και νοούσε την ύλη
αφηρημένα και δεν είχε εξηγήσει την άμεση σχέση της με τη μορφή, με συνέπεια να
θεωρούνται αυτά καθαυτά σαν τελείως διαφορετικά και αντίθετα.
Όταν αρχίζει να υπάρχει ένα πράγμα, πρέπει να αρχίσει με κάτι και όχι από το μηδέν. Έτσι εξήγησε ότι η ύλη είναι αυτό το κοινό μέσο έναρξης και συνεπώς η δυνατότητα του πράγματος, όχι το ίδιο το πράγμα, γιατί λείπει η μορφή. Λείπει αυτό που στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ήταν έξω από τον αισθητό κόσμο, οι ιδέες, τα αιώνα αρχέτυπα των αισθητών. Δεν μπορούσε ούτε εκείνος ο τόσο προσεκτικός και εμπειρικός να διανοηθεί ότι η ύλη από μόνη της, αυτό το μέσο-αρχή, δηλαδή αυτή η έλλειψη πραγματικότητας μπορεί να γίνει από το μηδέν κάτι που δεν ήταν προηγουμένως. Έπρεπε να «μην είναι» σχετικά, με άλλα λόγια να είναι μία πρώτη πραγματικότητα σχετικά με την τελειωμένη.
Η μορφή (ή η ποιότητα) είναι η πραγματοποίηση αυτής της
δυνατότητας ύπαρξης των πραγμάτων, η οποία γίνεται από μία διαρκώς ενεργή αρχή
«το πρώτο κινούν». Η πρώτη αιτία πραγματοποιεί διαρκώς και ταυτόχρονα όλες τις
δυνατότητες, ενώ η ίδια δεν είναι μία δυνατότητα και δε συνδέεται με την ύλη. Η
τοποθέτηση της πρώτης αιτίας έξω από κάθε υλικότητα είναι η συνέπεια της άγνοιας
για την άμεση σχέση ανάμεσα στην ύλη και στη μορφή.
Ωστόσο, όπως διαπίστωσε ο Αριστοτέλης, η ύλη και η μορφή βρίσκονται πάντοτε μαζί στην πραγματικότητα.
Κάθε πράγμα είναι ένας συνδυασμός αυτών των δύο βασικών στοιχείων και όταν το
πράγμα δεν υπάρχει, τότε παύει να υπάρχει αυτός ο συνδυασμός, όχι η ύλη και η
μορφή, που αποτελούν αιτίες ή στοιχεία της ουσίας.
Πρώτος ο Αριστοτέλης από την αρχαία πόλη Στάγειρα της
Μακεδονίας ερεύνησε τη λογική και γλωσσική δυνατότητα του ανθρώπου και κατέγραψε
τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του. Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη για την
ανθρώπινη σκέψη και τη λογική συγκεντρώθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο σε ένα
βιβλίο με το γνωστό τίτλο «Όργανον».
Ο Αριστοτέλης θεμελίωσε μία περιοχή της Επιστήμης που την
αποκαλούμε «Λογική» και το θεωρητικό έργο του αργότερα στο Μεσαίωνα επηρέασε
καθοριστικά τη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη των Αράβων και σε όλη την
Ευρώπη επί πολλούς αιώνες. Οι βασικές παρατηρήσεις του Αριστοτέλη για το πως
σχηματίζουμε τις σκέψεις μας και πως ξεχωρίζουμε την αλήθεια (όπως τους νόμους
της λογικής, της ταυτότητας, της μη αντίφασης και το νόμο του αποκλεισμένου
τρίτου) διδάσκονται μέχρι σήμερα στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια όλου του
κόσμου, σε μερικές περιπτώσεις χωρίς να το γνωρίζουν οι διδασκόμενοι.
Το φιλοσοφικό έργο του δεν έπαψε να αποτελεί πηγή έμπνευσης
για πολλούς στοχαστές και ερευνητές της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης, ήδη από την
προ κοινή εποχή, κατάφερε να ξεχωρίσει και να παραθέσει ένα μικρό αριθμό λέξεων
από το πλήθος του καθημερινού λεξιλογίου, δέκα θεμελιώδεις έννοιες τις οποίες
αποκαλεί ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ, οι οποίες περιλαμβάνουν τα πρώτα και τα πιο απαραίτητα
γνωρίσματα που βρίσκουμε στα πράγματα και κάτω από αυτές μπορούν να υπαχθούν και
να ταξινομηθούν οι υπόλοιπες έννοιες και τα πράγματα.
Αξιοπρόσεκτες προσεγγίσεις στα βασικά ζητήματα της φιλοσοφίας
και σε πανθεϊστικές θέσεις διαπιστώνονται στους ονομαζόμενους στωικούς
φιλόσοφους, στο Ζήνωνα από το Κίτιο της Κύπρου (333-262 π.κ.ε.) τον ιδρυτή της
στωικής σχολής, στον Κλεάνθη (περ. 331-232 π.κ.ε.) στο Χρύσιππο από τους Σόλους
της Κιλικίας (281/277-208/205 π.κ.ε.), στον Παναίτιο το Ρόδιο (περ. 185-109
π.κ.ε.) και στον Ποσειδώνιο από την Απάμεια της Συρίας (περ. 135-51/50
π.κ.ε.)
Όπως είναι γνωστό, στην πορεία των πρώτων αιώνων του
αποκαλούμενου Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, μετά από μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις και
διαμάχες για τα θρησκευτικά ζητήματα, η θρησκεία του χριστιανισμού επικράτησε
και οι νέες θρησκευτικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τη ζωή επιβλήθηκαν με τη
βία. Οι Ελληνικές πόλεις στις οποίες είχαν ξεκινήσει να αναπτύσσονται οι
επιστήμες, η τεχνολογία και η φιλοσοφία κατακτήθηκαν από ξένους λαούς, ενώ η
διάδοση της νέας θρησκείας έβγαλε οριστικά από τη σκέψη και τη μνήμη των
ελληνικών πληθυσμών το λαμπρό παρελθόν τους και έβαλε το μέλλον με τις
Χριστιανικές ιδέες.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι νέες θρησκευτικές απόψεις έγιναν
δεκτές από τα πρόσωπα που επέβαλαν τότε την κρατική εξουσία με τη δύναμη των
όπλων και του πλούτου (χωρίς σοβαρή νομοθεσία και σύνταγμα), βρήκαν πολλούς
νέους εκφραστές και οι νέες γενεές μεγάλωναν με τη νέα θρησκευτική διδασκαλία,
που τότε αποτελούσε το άλφα και το ωμέγα στην ανθρώπινη γνώση.
Το επιστημονικό και το φιλοσοφικό ενδιαφέρον στην Ευρώπη
σχεδόν χάθηκε, λόγω των νέων συνθηκών που ζούσαν οι άνθρωποι, αλλά και επειδή τα
πρόσωπα της εξουσίας απαγόρευαν κάθε σκέψη και έκφραση που άγγιζε τα ζητήματα,
τα οποία εκείνοι αποφάσιζαν ότι ανήκουν στη θρησκευτική διδασκαλία που
ονομάστηκε Χριστιανισμός.
Οποιοσδήποτε άνθρωπος με δημιουργική σκέψη επιθυμούσε να
εκφράσει δημόσια μια νέα άποψη για τη φύση, για τη ζωή, για την ανθρώπινη
κοινωνία και γενικά για τον κόσμο δεν μπορούσε να το κάνει εύκολα με τα τεχνικά
μέσα εκείνης της εποχής. Δεν υπήρχαν τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά και η έκδοση ενός
μικρού βιβλίου δεν ήταν εύκολο να γίνει. Έπειτα, ο άνθρωπος με την ερευνητική
σκέψη έπρεπε να είναι όχι απλώς προσεκτικός, αλλά να διαστρεβλώσει αυτά που θα
πει και να κρατήσει μερικά μυστικά, για να μην κατηγορηθεί και υποστεί τις
γνωστές συνέπειες και την παραδειγματική τιμωρία.
Έπειτα, θα ακολουθούσε η πιο μεγάλη δοκιμασία,
να δώσει μερικές πειστικές εξηγήσεις, να αρνηθεί δημόσια ορισμένες από τις
απόψεις του ή να φύγει να ζήσει κάπου αλλού. Η τιμωρία μπορούσε να είναι η
θανατική εκτέλεση και αυτό δεν ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο για εκείνα τα χρόνια.
Έτσι, ελάχιστες προσπάθειες έγιναν εκείνα τα χρόνια για να εκφραστούν νέες
φιλοσοφικές και επιστημονικές απόψεις
και ακόμα πιο λίγες είναι οι πληροφορίες που διασώθηκαν.
Ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις των φιλοσόφων του
σκοτεινού Μεσαίωνα, που μάθαμε το όνομά τους και διατύπωσαν σκέψεις που
πλησιάζουν στον Πανθεϊσμό είναι ο Ιρλανδός θεολόγος Ιωάννης Σκώτος Εριγένης
(Johannes Scotus Eriugena, 810 – 877). Μετέφρασε έργα του ψευδο-Διονυσίου
Αρεοπαγίτη από τα Ελληνικά στα Λατινικά. Ο ίδιος διατύπωσε σκέψεις για την
ερμηνεία του κόσμου και τη σχέση του κόσμου με το χριστιανικό Θεό, στο
φιλοσοφικό έργο του Περί διαιρέσεως της Φύσεως (De Divisione Naturae), γραμμένο
με μορφή διαλόγου.
τιζε το
Θεό με το Σύμπαν/Φύση στην πρώτη στιγμή της ύπαρξής του, μετά από την οποία
ακολουθεί μία εξέλιξη κυκλική και αναδημιουργείται από τον εαυτό του. Τη λογική
αυτή ερμηνεία συνοψίζουν τέσσερις απλές παρατηρήσεις που κάνει γενικά για όλα τα
πράγματα, τα οποία ενοποιεί μέσα στη έννοια μιας συνολικής φύσης,
μαζί με το Θεό:«Η φύση είναι το γενικό όνομα όλων όσων υπάρχουν και όλων όσων δεν υπάρχουν. Μου φαίνεται ότι ο μερισμός της φύσεως χωρεί σε τέσσερα είδη. Πρώτο είναι το είδος που δημιουργεί και δεν δημιουργείται, δεύτερο είναι αυτό που δημιουργεί και δημιουργείται, τρίτο αυτό που δημιουργείται και δεν δημιουργεί, τέταρτο αυτό που ούτε δημιουργείται ούτε δημιουργεί».Το πρώτο είδος είναι η πηγή όλων των πραγμάτων την οποία ονομάζουμε Θεό. Το δεύτερο είδος είναι ο κόσμος των θεϊκών προτύπων, όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, το τρίτο είναι ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε και το τέταρτο είναι το τέλος του κόσμου, η επιστροφή όλων των πραγμάτων πίσω στην πηγή τους.Από μία τέτοια πανθεϊστική θεώρηση η πρωταρχική και άμεση αιτία της ύπαρξης του Σύμπαντος αναγνωρίζεται στο ίδιο το Σύμπαν, όχι έξω από αυτό ούτε σε μία αφηρημένη ποιότητα πραγμάτων, χωρίς να δημιουργείται ζήτημα αμφισβήτησης της κοινής εμπειρικής διαπίστωσης της εξέλιξής του. Ωστόσο δεν εξηγείται επαρκώς η εξέλιξή του και αποκρύπτεται το πρόβλημα της ουσίας.Γιατί, όπως έχουμε πει, ένα άμεσο αυτοτελές πράγμα δεν μπορεί να γίνεται σαν ένα μέρος, ν’ αλλάξει και να προσδιορίσει έμμεσα ή εκ των υστέρων μία πολλαπλότητα άλλων πραγμάτων σε «εξωτερικές» στιγμές. «Αν όλα τα πράγματα προέρχονταν σαν εξωτερικά αποτελέσματα μόνο από μια πρωταρχική-κοινή αιτία ή από την εξέλιξη ενός πρωταρχικού-κοινού πράγματος (χωρίς τα ίδια να ήταν μέρη της πρωταρχικής αιτίας), τότε το πρωταρχικό πράγμα δεν θα ήταν αυτοτελές ούτε με σταθερή και ταυτόχρονη ποιότητα και συνεπώς όχι πρωταρχικό». σ133Ανάμεσα στις ελάχιστες περιπτώσεις του σκοτεινού Μεσαίωνα, είναι γνωστά τα ονόματα των φιλοσόφων που πλησίασαν σε πανθεϊστικές απόψεις, των Amaury de Bene (Αμάλριχος, θάνατος λίγο μετά το 1204) και David de Dinant (Δαβίδ του Ντινάν, 1160 ~ 1217).
Πανθεϊστικά σημάδια υπάρχουν και στα έργα πολλών εκπροσώπων
του ανατολικού αριστοτελισμού, όπως του Αλ Φαραμπί (870-950, Φαραμπί = «Δεύτερος
διδάσκαλος»), ο οποίος θεωρείται ο βασικός εκπρόσωπος του αριστοτελισμού στην
Ανατολή των μεσαιωνικών χρόνων και συνδυάζει απόψεις της νεοπλατωνικής διδασκαλίας. Μερικοί
άλλοι αριστοτελικοί της Ανατολής, από τους πιο γνωστούς είναι ο
Ιμπν Σίνα (λατ. Avicenna 980-1037), ο Ιμπν Μπάτζα (λατ. Avempace τέλος
11ου-1139), ο Ιμπν Ρουσντ (λατ. Averroes 1126-1198). Ένας ακόμα γνωστός Άραβας
φιλόσοφος με μερικές προδρομικές πανθεϊστικές απόψεις είναι ο Ιμπν Αλ – Αραμπί
(1165-1240) και όσο ψάχνουμε βρίσκουμε πολλούς άλλους λιγότερο ή περισσότερο
γνωστούς.
Ο Λάιμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibnitz 1646-1716) είχε
προσέξει τη μονομέρεια των προηγούμενων φιλοσοφικών θεωριών, κατάλαβε πως έπρεπε
να υπερβεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στις βασικές έννοιές τους, αναγνώρισε την
προοπτική για τη γνώση που προσφέρει η παρατήρηση των φαινομένων και προσέγγισε σε
μία πανθεϊστική θεώρηση.
Στην εποχή του ήδη είχαν διατυπωθεί οι εντυπωσιακοί νόμοι για
την περιγραφή της κίνησης των σωμάτων επάνω στη γη αλλά και για τις τροχιές των
ουράνιων σωμάτων (Κοπέρνικος, Κέπλερ, Γαλιλαίος, Νεύτων) και είχαν πληθύνει οι
φωνές και τα βιβλία που εξέφραζαν τις προοπτικές του ανθρώπινου πνεύματος όταν
αυτό ερευνά τη φύση και βασίζεται σε παρατηρήσεις της εμπειρίας και την
αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεολογικών απόψεων (όπως ο Φρ. Μπέϊκον και ο
Λοκ).
Η ύλη από μόνη της, όπως τη νοούσαν ο Ντεκάρτ και από τους
πρώτους ο Δημόκριτος, δεν ήταν κάτι αυτενεργό και η δομή της τότε ήταν τελείως
άγνωστη. Ο ρόλος της ύλης περιοριζόταν στην εξωτερική μετατόπιση και η ύπαρξη
της νόησης δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοια (μηχανική) δραστηριότητα,
ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, όπου επικρατούσε η πιο αρχαία άποψη για το πνεύμα,
σαν κάποια άυλη ουσία ή σαν μια υπερφυσική δύναμη.
Ανάμεσα σε αυτήν την αντίθεση, στην έννοια της ύλης και της
νόησης, ο Λάιμπνιτς διαμόρφωσε μία έννοια της ουσίας, η οποία συνδύαζε την
υλικότητα, δηλ. τη δυνατότητα ή την πρωταρχικότητα της σύνθεσης και απ’ την άλλη
την ποιοτική ενεργητικότητα, την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει με την αφηρημένη
υλική δράση (με εξωτερική ενέργεια από μετατόπιση).
Η
εσωτερικότητα δε θα
μπορούσε να δημιουργηθεί, αν δεν
προϋπήρχε στην αρχική απλή ουσία και, έτσι, καθόρισε την ουσία σαν κάτι ανάμεσα
στην ύλη και στην ψυχή. Σαν κάτι απλό, προϋπόθεση της σύνθεσης και συγχρόνως σαν
κάτι το οποίο είναι εσωτερικά πολύπλοκο και δραστήριο, χωρίς ν’ αποτελείται από
μέρη, για να είναι δυνατή η εξωτερική σχέση και η εξέλιξη. Αυτήν την απλή ουσία
ονόμασε «μονάδα».
Διαπιστώνοντας με την ενδοσκόπηση στον εαυτό του τη
συνθετότητα της αντίληψης και της σκέψης, ο Λάιμπνιτς απέδωσε στη μονάδα την
εσωτερική ιδιότητα ν’ αντιλαμβάνεται και σαν ατελής να ρέπει προς μία τελειότερη
αντίληψη. Γιατί έτσι απλή και αδιαίρετη που ήταν η μονάδα, χωρίς μέρη, χωρίς
σύνδεση με εξωτερικά μέρη (χωρίς τρόπους εξωτερικής αλληλεπίδρασης), δεν
μπορούσε να επηρεαστεί ή να δράσει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με «άυλη»
αλλαγή, δηλαδή με αλλαγή εσωτερική και όπως ειδικότερα επέλεξε, με αλλαγή
αντιληπτική.
Βλέπουμε πως ο Λάιμπνιτς σοφά προϋπόθεσε την ύπαρξη της
ποιότητας, της συνθετότητας και της εσωτερικότητας για κάθε αρχή εξέλιξης και
πιο πέρα σύνθεσης, αλλά την προϋπόθεση αυτή τη δημιούργησε ο ίδιος στη θεωρία
του, περιορίζοντας την έννοια της ουσίας (ήταν ατελής, δημιουργημένη, πολλαπλή).
Σε αντίθεση με τον Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς δεν μπορούσε να διανοηθεί μία ουσία
κοινή, αυτοτελής και με τέλεια αντίληψη, αφού έτσι δε θα μπορούσε να εξηγήσει
την εμπειρικά διαπιστωμένη εξέλιξη και τη συνθετότητα στα πράγματα.
Το βέβαιο ήταν, ότι η απλή ύλη δεν αρκούσε για να εξηγηθούν
τα πιο σύνθετα φαινόμενα και τότε ο Θεός, που στην εποχή του Λάιμπνιτς η πίστη
ήταν γερά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή, θα υπήρχε μόνος του χωρίς σκοπό και
χωρίς δραστηριότητα. Έτσι, για μία ακόμα φορά, το πρόβλημα μετατέθηκε και ο
Λάιμπνιτς χρειάστηκε να εξηγήσει με πρωτότυπη σκέψη τη συνύπαρξη των αμερών
μονάδων και με σχετική συνέπεια τις δυνατότητές τους, διατηρώντας την απλότητά
τους (ή αμερότητα) στη θεωρία του και επαναλαμβάνοντας το ρυθμιστικό ρόλο του
Θεού σε κάθε φαινόμενο.
Κάθε μονάδα είναι διαφορετική και αναπαριστά από τη δική της
ελλιπή άποψη όλο το σύμπαν. Η αντίληψή της μπορεί ν’ αλλάζει λεπτομερώς και
απρόσεκτα, χωρίς ποτέ να χάνεται τελείως και από μία θεϊκή προταξινόμηση στις
καθαρές αντιλήψεις της μίας αντιστοιχούν συγκεχυμένες στις υπόλοιπες μονάδες και
αντιθέτως. Το μόνο μέσο της αλληλεπίδρασής τους είναι η αντίληψη και στη δράση
τους αντιστοιχούν οι καθαρές αντιλήψεις, ενώ όταν έχουν ελλιπείς, τότε
επηρεάζονται.
Κάθε δράση ή επηρεασμός προέρχονται άμεσα από την ύπαρξη της
κάθε μίας μονάδας και συμφωνεί τέλεια με τον ανάλογο εσωτερικό επηρεασμό ή τη δράση όλων των
υπολοίπων. Γιατί αυτή η αρμονική
σχέση (ή σύμπτωση) προετοιμάζεται διαρκώς από το Θεό, βάσει της σοφίας του και
μίας ηθικής αναγκαιότητας, από την αρχή που τις δημιουργεί.
Το σύνολο των συγκεχυμένων αντιλήψεων, που υπάρχουν
σε όλες τις
μονάδες, λόγω του εσωτερικού περιορισμού τους από τις
αντιλήψεις των άλλων μονάδων αποτελούν την ύλη. Όταν οι μονάδες συγκεντρώνονται
με τρόπο που θα φέρει μία καθαρότερη αντίληψη, τότε αποτελούν μία ευρύτερη
σύνθεση (το σώμα) και έτσι γίνεται το πέρασμα από τη φυτική ζωή σε αυτήν των
ζώων και των ανθρώπων. Στη θεωρία του Λάιμπνιτς ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη
υπάρχουν μόνο φαινομενικά, σαν μορφές που δημιουργούνται από τις νοητές σχέσεις
των μονάδων.
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εξωτερικότητα ή έμμεση
αλληλεπίδραση. Παρότι ο κόσμος είχε διαιρεθεί σε πολλές μεμονωμένες εσωτερικές
ουσίες, τις λεγόμενες μονάδες, αυτά τα γενικά γνωρίσματα των πραγμάτων
αφαιρέθηκαν από την έννοιά της πραγματικότητας. Ο Λάιμπνιτς περιόρισε το χρόνο,
το χώρο και την ύλη μόνο μέσα στην αντίληψη, σαν να ήταν ιδεατά – παρόμοια όπως
έκανε ο Μπέρκλεϋ γενικότερα για την εξωτερική πραγματικότητα – και, όπως ο
τελευταίος, ο Λάιμπνιτς με την παράδοξη σκέψη του μπόρεσε ν’ αποφύγει το
συνηθισμένο λάθος, να θεωρήσει το χώρο, το χρόνο και την ύλη σαν μορφές
προϋπάρχουσες από τα σύνθετα πράγματα ή σαν πρωταρχικές ουσίες. Για τον
Λάιμπνιτς, ακόμα και η απλή ύπαρξη των σωμάτων δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς
κάποια μεταφυσική παρουσία.
« Γιατί η κίνηση, αν δεν θεωρήσουμε σ’ αυτήν παρά μόνο ό,τι περιέχει ακριβώς και τυπικά, δηλαδή μια μεταβολή θέσης, δεν είναι κάτι τελείως πραγματικό. Κι’ όταν πολλά σώματα αλλάζουν θέση μεταξύ τους, δεν είναι είναι γι’ αυτά δυνατό να καθορίσουμε μόνο με τη θεώρηση αυτών των μεταβολών, σε ποιο απ’ όλα πρέπει να αποδοθεί η κίνηση ή η στάση. Αυτό θα μπορούσα να το αποδείξω γεωμετρικά αν δεν ήθελα τώρα να σταματήσω εδώ. Αλλά η δύναμη ή άμεση αιτία αυτών των μεταβολών είναι κάτι πιο πραγματικό (…)Όμως αυτή η δύναμη είναι κάτι διαφορετικό από το μέγεθος, το σχήμα και την κίνηση, κι’ από αυτό μπορούμε να κρίνουμε ότι η έννοια των σωμάτων δεν συνίσταται αποκλειστικά στην έκταση και τις μεταβολές της, όπως το φαντάζονται οι σύγχρονοί μας. Έτσι είμαστε ακόμη υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουμε ορισμένα όντα ή μορφές που αυτοί έχουν αποκηρύξει. Και μολονότι όλα τα επί μέρους φαινόμενα της φύσης θα μπορούσαν να εξηγηθούν μαθηματικά ή μηχανικά από αυτούς που τα καταλαβαίνουν, παρόλ’ αυτά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι οι γενικές αρχές της σωματικής φύσης και της ίδιας της μηχανικής είναι περισσότερο μεταφυσικές παρά γεωμετρικές (…) ».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου