Η παρά των αρχαίων Ελλήνων φιλοσοφική/θεολογική εξήγηση τoυ περί τον Προμηθέα μύθου (αισχυλικές τραγωδίες, Ησιόδειος και πλατωνικός μύθος) : μύθος του Δευκαλίωνα και γένεση του Έλληνα!
Το ήπαρ είναι το βιολογικό όργανο δια του οποίου ο άνθρωπος, κατά την ενύπνιο κατάσταση, μπορεί και διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον», κατά την έκφραση του Πλωτίνου, ή στο χωροχρονικό συνεχές, κατά την σύγχρονη ορολογία. Μάλιστα ο Πλάτων, στον «Τίμαιο, 71.e +», λέγει πως η μαντική, που δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, μπορεί και λειτουργεί χάρη στο ήπαρ : το ήπαρ είναι το όργανο που πάνω του ως κάτοπτρο καθρεφτίζονται τα διανοήματα της ψυχής.
Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες» [«Εννεάδα 3η, 7.12. 44 – 55»] μας λέγει ότι ο χρόνος είναι η μεταβατική κίνηση της ζωής της ψυχής του Κόσμου. Όπως δηλ. ο Αιώνας «ἐστι ζωὴ ἐν στάσει», στον εαυτό και την ταυτότητά της, έτσι και ο χρόνος είναι εικόνα του εν κίνηση. Και όπως το σύμπαν τούτο σχετίζεται με το νοητό σύμπαν, έτσι αντί για την νοητική ζωή υπάρχει αυτή που είναι ομώνυμη της ζωής της ψυχής του Κόσμου, και αντί της νοητικής κίνηση του νοητού Κόσμου υπάρχει η κίνηση κάποιου μέρους της ψυχής του Κόσμου, και αντί της ταυτότητας και της παραμονής «ἐν ἑνὶ» [που μένει σε ένα] υπάρχει αυτό πού δεν παραμένει στην ίδια κατάσταση αλλά που ενεργεί το ένα μετά το άλλο, αντί για αυτό που είναι αδιάστατο και ενιαίο υπάρχει ένα είδωλο του όλου που είναι εν συνεχεία όλον, αντί για το άπειρο ήδη όλον υπάρχει μια συνεχείς άπειρη διαδοχή και αντί για το αθρόο όλον υπάρχει ένα όλον που θα γίνεται και πάντοτε θα γίνεται κατά μέρος. Έτσι ο αισθητός Κόσμος μιμείται «τὸ ἤδη ὅλον», που είναι «καὶ ἀθρόον καὶ ἄπειρον», για να συνθέσει την πληρότητα του μέσα από την συνεχή αύξηση του «ἐν τῷ εἶναι» του. Έτσι μιμείται το Είναι του Νοητού Κόσμου. Για αυτό δεν πρέπει να αντιληφτούμε τον χρόνο έξω από την ψυχή, όπως και τον Αιώνα έξω του Νοητού Κόσμου, γιατί ο χρόνος δεν είναι μια συνοδεία της ψυχής ούτε κάτι που έρχεται μετά από αυτήν, αλλά κάτι που ενοράται & υπάρχει πάντα μέσα της και μαζί της, όπως ακριβώς η σχέση του Αιώνα με το όντως ΟΝ.
Απόδειξη για το ότι η διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον» λαμβάνει χώρα κατά την ενύπνιο κατάσταση είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 71.e. 3-6» λέγει ότι: «ουδείς έχει πραγματική ένθεη & αληθινή μαντική δύναμη όταν είναι ξύπνιος, παρά μόνον στον ύπνο του, τότε που η δύναμη του νου είναι δεμένη, ή είναι ενθουσιασμένος – οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ᾽ ἢ καθ᾽ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας». Διευκρινίζει μάλιστα, στον «Τίμαιο, 71.e.6 – 72.a.2», ότι : «Γνώρισμα του έμφρονος ανθρώπου είναι να αναμιμνήσκει και να σκέφτεται τα όσα όναρ[1] ή ήπαρ[2] βλέπει υπό της μαντικής και του ενθουσιασμού, αλλά και να αναλύει πάντα με τον λογισμό όσα φαντάσματα [εικόνες] είδε, δηλαδή τη σημασία τους για ποιόν δείχνουν κάτι καλό ή κακό για το μέλλον, το παρόν ή το παρελθόν –ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα ὀφθῇ, πάντα λογισμῷ διελέσθαι ὅπῃ τι σημαίνει καὶ ὅτῳ μέλλοντος ἢ παρελθόντος ἢ παρόντος κακοῦ ἢ ἀγαθοῦ». Εξηγεί δε, στον «Τίμαιο, 72.b.7», ότι το ήπαρ έχει αυτή την φύση και αυτή την θέση μέσα στο σώμα : «xάριν μαντικῆς». Επίσης ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμονίου, 588.d.2-5», μας λέγει πως: «στην διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει κάποια φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούνε κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος».
Άλλωστε, ο Αισχύλος μας πληροφορεί ότι από τον δεμένο Προμηθέα ό «δαφοινὸς αἰετός» του Δία, ο «πτηνὸς κύων», τρώει το «κελαινόβρωτον ἧπαρ», το οποίο «διὰ πάσης μὲν ἡμέρας βιβρωσκόμενον, νυκτὸς δὲ πάλιν ἀναπληρούμενον καὶ οἷον ἀνακαινιζόμενον»[3]. Δηλ. του στερεί την ικανότητα του να προλέγει τα μελλούμενα, του αφαιρεί την ικανότητα της μαντικής. Μιας και ο Προμηθέας οντικά είναι η ψυχική δύναμη του ανθρώπινου όντος που – στραμμένο με καμπύλο [ἀγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο – υπολογίζει πριν από τις εκβάσεις όσα πρόκειται να συμβούν.
Και εξηγούμε, αφού αντιγράψουμε πρώτα τον μύθο από το ησιόδειο «Έργα και Ημέρες, σ. 42 – 105»:
«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους και τους έκρυψε το πυρ. Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα, χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς θύμωσε και του είπε : “Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη συμφορά και για σένα και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ, αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους”. Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών. Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή νου. Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας, όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά. Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο – συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα. Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη τούτη ορθόστηλη παγίδα, τον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του. Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός
. – Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν. ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο, ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα· αἶψά κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο, ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν. ἀλλὰ Ζεὺς ἔκρυψε χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν, ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης· τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά, κρύψε δὲ πῦρ· τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον. τὸν δὲ χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· «Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς, χαίρεις πῦρ κλέψας καὶ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσας, σοί τ᾽ αὐτῷ μέγα πῆμα καὶ ἀνδράσιν ἐσσομένοισιν.τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες. «Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε· ῞Ηφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον· αὐτὰρ Ἀθήνην ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν· καὶ χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ χρυσέην Ἀφροδίτην καὶ πόθον ἀργαλέον καὶ γυιοβόρους μελεδώνας· ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος Ἑρμείην ἤνωγε, διάκτορον Ἀργεϊφόντην. Ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐπίθοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι … [αὐτίκα δ᾽ ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς· ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ· ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν· πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλὰς Ἀθήνη·] ἐν δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψεύδεά θ᾽ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου· ἐν δ᾽ ἄρα φωνὴν θῆκε θεῶν κῆρυξ, ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν. Αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον· οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς ἐφράσαθ᾽ ὥς οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται· αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε. Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο νούσων τ᾽ ἀργαλέων, αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν. [αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.] Αλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά. μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο [αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο]. ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται· πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν, πλείη δὲ θάλασσα· νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ αὐτόματοι φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι φέρουσαι σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς. οὕτως οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι».
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 48 – 51», ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που από τα ενδιαιτήματα του πατέρα Δία έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο. Οι απάτες του Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Αν, μάλιστα, ο Προμηθέας είναι «ἀγκυλομήτης», ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι στραμμένος με καμπύλο [ἀγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του – «ὁ Προμηθεὺς, Κρόνιος τίς ἐστι καὶ νοερῶς ἑαυτὸν νοῶν, καὶἀγκύλως εἰς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος. Ενώ αν είναι «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο σώμα! Το δε κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο, είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη. Γιατί το πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο. Ενώ η κλοπή, ή ορθά η χορηγία, του πυρός, που αναφέρεται στον 51ον στίχο, δηλώνει τη «μετάθεσιν» [μεταφορά] από το νοητό και αφανές στο αισθητό και «ἀλλότριον» [ξένο], – γιατί κάθε κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
Εξ ου και ο Ολυμπιόδωρος, στα «Σχόλια στον Γοργία, 48.6.3 – 48.7.17», λέγει πως :
«Προμηθεύς ἐστιν ὁ ἔφορος τῆς καθόδου τῶν λογικῶν ψυχῶν· τοῦτο γὰρ ἔργον τῆς λογικῆς ψυχῆς, τὸ προμηθεῖσθαι καὶ πρὸ ἄλλου ἑαυτὴν γινώσκειν. τὰ μὲν γὰρ ἄλογα πληττόμενα τῇ πληγῇ συναισθάνεται, ἐπεὶ πρὸ πληγῆς οὐδὲν γινώσκει, ἡ δὲ λογικὴ καὶ πρὸ ἄλλου δύναται ἐπιβάλλειν τοῖς χρηστοῖς. διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Ἐπιμηθεὺς εἰς τὸν ἔφορον τῆς ἀλόγου ψυχῆς λαμβάνεται, ὅτι ἐπὶ τῇ πληγῇ γινώσκει καὶ οὐ πρὸ ταύτης. ἔστιν οὖν Προμηθεὺς μὲν ἡ δύναμις ἡ ἐφεστηκυῖα τῇ καθόδῳ τῶν λογικῶν ψυχῶν· πῦρ δέ ἐστιν ἡ λογικὴ αὕτη ψυχή, ἐπειδὴ ὥσπερ τοῦτο ἀνώφορόν ἐστι, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τὰ ἄνω διώκει καὶ τούτων ἀντέχεται. διὰ τί δὲ λέγεται κεκλοφέναι τὸ πῦρ; τὸ κλεπτόμενον ἀπὸ τοῦ οἰκείου τόπου εἰς ἀλλότριον μετάγεται· ἐπεὶ οὖν καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἄνω, τῶν οἰκείων τόπων, καταπέμπεται ἐνταῦθα ὡς εἰς ἀλλότριον, διὰ τοῦτο λέγεται καὶ κεκλέφθαι τὸ πῦρ. διὰ τί δὲ διὰ νάρθηκος; ὁ νάρθηξ σηραγγώδης ἐστί· σημαίνει οὖν τὸ ῥευστὸν σῶμα εἰς ὃ φέρεται ἡ ψυχή. διὰ τί δὲ παρὰ γνώμην τοῦ Διὸς κεκλοφέναι; πάλιν ὁ μῦθος ὡς μῦθος διαγίνεται· ἀμφότεροι μὲν γὰρ ἤθελον, ὅ τε Προμηθεὺς καὶ ὁ Ζεύς, ἄνω μένειν τὴν ψυχήν· ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔδει κατενεχθῆναι, ὁ μῦθος τὰ οἰκεῖα τοῖς προσώποις ἐποίησεν, καὶ τὸ μὲν κρεῖττον, ὅ ἐστι τὸν Δία, ὡς μὴ θέλοντα ποιεῖ (βούλεται γὰρ αὐτὴν ἀεὶ ἄνω εἶναι), τὸ δὲ χεῖρον ἀναγκάζει καθέλκεσθαι αὐτήν. δέδωκε τοίνυν τὴν Πανδώραν γυναῖκα, ἀντὶ τοῦ «τὸ θηλυπρεπές»· τί δέ ἐστι τοῦτο; ἡ ἄλογος ψυχή. ἐπειδὴ γὰρ ἡ ψυχὴ πέπτωκεν ἐν ταῦθα, οὐκ ἠδύνατο δὲ ἀσώματος οὖσα καὶ θεία ἀμέσως σώματι συναφθῆναι, συνάπτεται διὰ τῆς ἀλόγου ψυχῆς. διὰ τοῦτο γὰρ Πανδώρα λέγεται, ἐπειδὴ ἕκαστος, φησί, τῶν θεῶν δῶρον αὐτῇ ἐχαρίσατο· σημαίνεται δὲ διὰ τούτου ὅτι ἡ ἔλλαμψις τοῖς τῇδε διὰ τῶν οὐρανίων σωμάτων· ἔφη γὰρ ὅτι «τρέπεσθε ὑμεῖς κατὰ τῶν καταδεεστέρων». ἐπειδὴ γάρ, ὡς τὸ φῶς αὐτῇ τῇ ἐνεργείᾳ φωτίζει, οὕτως καὶ ὁ θεὸς αὐτῇ τῇ ἐνεργείᾳ κοσμοποιεῖ—ἔδει οὖν τέλειον εἶναι τὸν κόσμον, τὸ δὲ τέλειον ἔχει ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ τέλη· ἐχρῆν οὖν καὶ τρύγα καὶ ἔσχατον ἔχειν τὸν κόσμον, ἵνα ᾖ τὰ ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ. εἶπεν δὲ ὁ Ἡσίοδος ὅτι δέδωκεν ἡμῖν αὐτὴν καὶ ἐλάβομεν αὐτὴν
«ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες»,
σημαίνων ὡς διὰ τῆς ἀλόγου ψυχῆς ἡ ἐμπαθὴς ἡμῖν ζωὴ προσγίνεται».
Βέβαια, «νοήμων (ἔννους)» σύμφωνα με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 346.13 – 17», «είναι μόνον “ὁ τὸν θατέρου κύκλον ὀρθώσας, τὸν δὲ ταὐτοῦ λύσας”, και αυτός σε κάθε περίπτωση θα είναι εκείνος που απελευθέρωσε τον Προμηθέα τον οποίο έχει μέσα του δεμένο λόγω του Επιμηθέα. Γιατί έχει δεθεί λόγω της συμπαράταξης του με το άλογο μέρος, το οποίο ακριβώς λέγεται ότι διευθετεί εκείνος ο Επιμηθέας».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 87.22 – 88.30», αναφέρει πως εκείνος ο πλατωνικός μύθος, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι ο Προμηθέας, όταν διακοσμούσε το ανθρώπινο γένος και λάμβανε πρόνοια για την λογική ημών ζωή, «ἵνα μὴ βαπτισθεῖσα χθονὸς οἴστροις καὶ ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις» [για να μην βυθιστεί στα πάθη της χθονός και για να μην φθαρεί από τους καταναγκασμούς της Φύσεως η φύσις ημών], εξάρτησε τη Φύση από τις τέχνες[4] και αυτές ως μιμήσεις του νου τις προέβαλε στις ψυχές που παίζουν, και «διὰ τούτων ἀνεγεῖραι [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [και δια αυτών ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών][5]. Ενώ ο Πλάτων, στον «Φίληβο, 16.c», μας λέγει ότι η διαλεκτική «δόθηκε στους ανθρώπους από τους θεούς μέσω του Προμηθέα μαζί με το εκτυφλωτικό πυρ – διὰ Προμηθέως ἥκειν τοῖς ἀνθρώποις ἐκ θεῶν ἅμα φανοτάτῳ πυρὶ» – την μετάδοση μάλιστα την από τους θεούς προς εμάς την ονόμαζε «ρήψη». Την διαλεκτική που είναι ο θριγκός των μαθήσεων που μας ανυψώνει στην μία και μόνη αιτία των όλων : στο Αγαθό. Διαλεκτική[6] για την οποία ο Πρόκλος, στο «Εκ των σχολίων εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 2. 1 – 10», μας λέγει ότι αρμόζει μόνο σε όσους έχουν αποκαθάρει τελείως τη διάνοιά τους, που έχουν εκπαιδευτεί με τα μαθηματικά, που έχουν δια των αρετών αποκαθάρει το νεαροπρεπές την ηθών τους και απλά και γνησίως & και ικανώς φιλοσοφούν.
Πέραν αυτών ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 52.20 – 53.18», μας λέγει πως για τις ψυχές υπάρχει μια οδός (πορεία) από του «νοητοῦ πρὸς τὸ νοητὸν καὶ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ γένεσιν». Η μία από αυτές έχει ανατεθεί στους ανάγωγους [ανυψωτικούς] θεούς και η άλλη στους γενεσιουργούς, και όσον αφορά τους Αγγέλους, οι μεν «λύουσιν τὴν ὕλην» και οι άλλοι «τοῖς τῶν καθόδων ἐφόροις». Όπως όμως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις.
Συνεχίζοντα θα πούμε ότι όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 329.13 – 330.10», ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.a.6 – 44.c.4» μας παραδίδει ότι ολόκληρη η ταραχή της ψυχής οφείλεται σε δύο αιτίες, στην θρεπτική και στην αισθητική ζωή. Αυτές είναι το ορεκτικό [επιθυμητική δύναμη] και η γνωστική δύναμη ολόκληρου του άλογου μέρους της ψυχής, δυνάμεις στις οποίες συνηθίζουμε να διαιρούμε όλες τις δυνάμεις της ψυχής, λέγοντας ότι άλλες είναι ζωτικές και άλλες γνωστικές. Αυτά είναι τα αίτια της ταραχής των ψυχών : η κίνηση της θρεπτικής δύναμης της ψυχής και τα πλήγματα που δέχεται η αίσθηση.
Μαζί με τη θρεπτική δύναμη, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 333.3 – 330.10», η αίσθηση ταράζει και θορυβεί τις περιφορές της αθάνατης ψυχής και εμποδίζει την περιφορά του «Ταύτου» και κλονίζει την περιφορά του «Θατέρου». Γιατί, καθώς μέσα στην ψυχή οι κύκλοι είναι δύο κατά μίμηση των θεϊκών ψυχών, ο κύκλος που είναι «ὁ τῶν νοητῶν θεατής» και που είναι ο «διανοητικός», σταματά απλά και μόνο την ενέργειά του χωρίς να υφίσταται καμία διαστροφή [διαστρέβλωση]. Ο κύκλος, όμως, ο «δοξαστικὸς» δεν σταματά απλά και μόνο την ενέργειά του αλλά διαστρέφεται [διαστρεβλώνεται] κιόλας, και δικαιολογημένα. Γιατί είναι δυνατόν να δογματίζει κανείς εσφαλμένα, δεν είναι όμως δυνατόν να έχει κανείς «επιστήμη» εσφαλμένα.
Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει «εὐδαίμονα τὴν ὅλην ἡμῶν ζωήν» ;; Άραγε δεν είναι το να έχε η λογική την αρετή που της ταιριάζει ;; Ασφαλώς θα συμφωνήσουμε. Αν όμως είναι «εὔδαιμον» και το «τὸ ὅλον ἡμῶν» [σύνολό μας] όταν «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] είναι τέλειο, τι μας εμποδίζει να είμαστε όλοι άνθρωποι ευδαίμονες, αν το κυρίαρχο μέρος μας «ἀεὶ νοεῖ καὶ ἀεὶ πρὸς τοῖς θείοις ἐστίν»;; Γιατί, αν αυτό το μέρος είναι ο νους, δεν έχει καμία σχέση με την ψυχή. Αν είναι μέρος της ψυχής, θα είναι ευδαίμων και η υπόλοιπη ψυχή.
Και ποιος είναι ο ηνίοχος της ψυχής ;; Άραγε δεν είναι το «χαριέστατον» και «κεφαλαιωδέστατον ἡμῶν» ;; Και πώς δεν πρέπει να πούμε αυτό, εφόσον ο ηνίοχος είναι αυτός που κυβερνά ολόκληρη την ουσία μας και «τὸν ὑπερουράνιον τόπον ὁρῶν» και εξομοιώνεται με τον «μέγαν ἡγεμόνα» των θεών, ο οποίος «οδηγεί ιπτάμενο – πτηνὸν ἐλαύνοντα» άρμα και «πορεύεται στον ουρανό ως πρώτος ηνίοχος – πρῶτον ἡνίοχον ἐν οὐρανῷ πορευόμενον»;; Αν όμως το «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] είναι ο ηνίοχος, και αν αυτός, όπως λέγεται στον «Φαίδρο, 248.a», άλλοτε «μετέωρος φέρεται» [σηκώνεται] και «υψώνει το κεφάλι προς τον εξωτερικό τόπο – αἴρει τὴν κεφαλὴν εἰς τὸν ἔξω τόπον» και άλλοτε βυθίζεται και γεμίζει το άρμα του με χωλότητα και πτώση των φτερών, είναι φανερό το τι προκύπτει από αυτά, ότι δηλ. είναι ανάγκη «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] να βρίσκεται κάθε φορά σε διαφορετική κατάσταση.
Μετά από αυτά, λοιπόν, δικαιολογημένα έχει ειπωθεί, από τον Πλάτωνα, ότι η περιφορά του «Ταύτου» εμποδίστηκε «να κυβερνά και να προχωρεί – ἄρχουσαν καὶ ἰοῦσαν». Γιατί έχει διττή τελειότητα, πρακτική και θεωρητική, και έχει χάσει και τις δύο. Γιατί δεν μπορεί να κυβερνά όσα υπάγονται σε αυτήν λόγω της άστατης κίνησής τους, ούτε μπορεί να προχωρά, δηλ. να νοεί. Γιατί ενέργεια της περιφοράς είναι «τὸ ἰέναι» [η πορεία] και ενέργεια της διανοητικής περιφοράς είναι η διανοητική πορεία [τὸ διανοητικῶς ἐνεργεῖν]. Οι αισθήσεις, λοιπόν, οι οποίες την πλήττουν και «ἐναντία ῥέουσαι», υπό την έννοια ότι κινούνται [πορεύονται] από έξω προς τα μέσα, εμποδίζουν την «νοητήν» πορεία. Η περιφορά, λοιπόν, του «Ταύτου» έχει απογυμνωθεί και από τα δύο, και από την πράξη και από την θεωρία.
Καθώς, λοιπόν, υπάρχει μέσα μας μια τριπλή σειρά, «κατὰ τὴν οὐσίαν, κατὰ τὴν δύναμιν, κατὰ τὴν ἐνέργειαν», η ουσία παραμένει απολύτως ίδια, και ως ουσία και ως ζώσα και ως νοητική. Γιατί, καθώς είναι εικόνα του νου, είναι νοητική, όπως ακριβώς και η πρώτη εικόνα της ψυχής είναι έμψυχη. Οι δυνάμεις, όμως, στην περίπτωση της διάνοιας έχουν εμποδιστεί, ενώ στην περίπτωση της δοξασίας κλονίζονται, και επειδή ακριβώς οι δυνάμεις αντιστοιχούν στις ζωές, η μία ζωή εμποδίζεται και η άλλη κλονίζεται. Γιατί η ζωή της ουσίας είναι αεικίνητος. Οι ενέργειες της διάνοιας έχουν αφαιρεθεί, ενώ της δοξασίας διαστρεβλώθηκαν. Επειδή, μάλιστα, οι ενέργειες της διάνοιας αντιστοιχούν στο νοητικό μέρος είναι φανερό ότι στερούν από την ψυχή τη νόηση. Άρα η ουσία είναι πάντα ζωντανή και αεικίνητη, ενώ οι δυνάμεις και οι ενέργειες λαθεύουν όσον αφορά τη ζωή και τον νου.
Το δοξαστικό μέρος της ψυχής, λοιπόν, διαστρέφεται από τις αισθήσεις, αναπτύσσει ψευδείς δοξασίες και χωρίζεται σε πολλά μέρη (γιατί αυτό είναι ο κύκλος του Θατέρου μέσα στον οποίο γεννιούνται δοξασίες και πίστεις, όπως έχει ειπωθεί και για την ψυχή του Κόσμου). Γίνεται, λοιπόν, γεμάτο από ψευδείς δοξασίες, γιατί διαμελίζεται μαζί με τις αισθήσεις και διχογνωμεί με τον εαυτό του. Και όλα αυτά τα πάθη ανήκουν στις δυνάμεις και στις ενέργειες της ψυχής, ενώ η ουσία της είναι αδιάλυτη, εκτός «από αυτόν που την συνέδεσε», όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων.
Για αυτό και ο Πλάτων είπε ότι «οι περιφορές παθαίνουν αυτά και άλλα τέτοια», εννοώντας τις περιφορές που βρίσκονται μέσα στον κύκλο του «Θατέρου» και που είναι επτά, αφού η περιφορά του κύκλου του «Ταύτου» ήταν μία και έχει παρεμποδιστεί.
Ενώ, ως προείπαμε, νοήμων (ἔννους) είναι «μόνον “ὁ τὸν θατέρου κύκλον ὀρθώσας, τὸν δὲ ταὐτοῦ λύσας”, και αυτός σε κάθε περίπτωση θα είναι εκείνος που απελευθέρωσε τον Προμηθέα τον οποίο έχει μέσα του δεμένο λόγω του Επιμηθέα. Γιατί έχει δεθεί λόγω της συμπαράταξης του με το άλογο μέρος, το οποίο ακριβώς λέγεται ότι διευθετεί εκείνος ο Επιμηθέας».
Έτσι, λοιπόν, οι περιφορές – περίοδοί μας προκόβουν σύμφωνα με τη φύση και «κάνουν αυτόν που τις έχει να γίνεται φρόνιμος». Και δικαιολογημένα ο Πλάτων είπε «να γίνεται», επειδή οι περιφορές – περίοδοι κινούνται με φυσικό τρόπο, όταν κανείς γίνεται από αυτές φρόνιμος.
Ο Πλάτων, λοιπόν, στον «Φαίδρο, 247.c +», εξηγεί ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 348.29 – 349.22», παρουσίασε την ευδαίμονα ζωή της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή «συμπεριπολοῦσα τοῖς θεοῖς» επί «τὸν ὑπερουράνιον ἀνατρέχει τόπον καὶ θεᾶται αὐτὴν δικαιοσύνην, αὐτὴν σωφροσύνην καὶ ἑκάστην τῶν θείων ἀρετῶν». Και πάλι σιγά-σιγά από εκείνη την κορυφαία ευδαιμονία & μακαριότητα την οδήγησε στην κατάσταση όπου άλλοτε υψώνει το κεφάλι της πάνω από τον νοητό ουρανό, στον υπερουράνιου τόπο, και άλλοτε μπαίνει μέσα στον νοητό ουρανό, και από αυτά με ύφεση [υποβάθμιση] «εἰς τὸ μηδὲν ὁρῶσαν ἔτι συνέπεσθαι διὰ συνήθειαν» [στο να μη βλέπει τίποτα και στο να ακολουθεί από συνήθεια]. Γιατί «ἡ εἰς γένεσιν πτῶσις» δεν συμβαίνει ευθύς από το νοητό και «ἀθρόως» [μεμιάς], αλλά προοδεύει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια.
Μάλιστα στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ. 57-58» βλέπουμε τον Δία να λέγει ότι «στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσω κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους – τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες» : δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Ο Πλάτων, όμως, στον «Τίμαιο, 44.b», αφού παρουσίασε περιστασιακά τα πάθη της ψυχής που έπεσε «εἰς γένεσιν», «τὰς στροφὰς καὶ τὰς κλάσεις καὶ τοὺς ὀχετοὺς», θέλει σιγά-σιγά να την επαναφέρει στη νοητική και κατά φύση ζωή. Εκεί, όμως, στον «Φαίδρο, 248.e +», όταν σταματούσε τα καλύτερα και τα αγαθά που χορηγούνταν από τον νου και τους θεούς, παρεισέφρεαν τα χειρότερα, «χωλεία καὶ πτερορρύησις καὶ λήθη καὶ συντυχία καὶ βαρύτης» [η χωλότητα, η πτώση των πτερών της ψυχής, η λήθη, η ατυχία και η βαρύτητα]. Στον «Τίμαιο», όμως, όταν σταματούν τα χειρότερα, αμέσως, σύμφωνα με τη φύση, αναιρούνται τα εμπόδια από την ύλη και εμφανίζονται τα ανώτερα, η «τάξις καὶ λόγος καὶ ἡ λελογισμένη καὶ ἔμφρων κατάστασις». Γιατί οι ίδιοι, μόλις προχωρήσουμε σε ηλικία, γινόμαστε πιο φρόνιμοι και, αφού γίνουμε πιο λογικοί, κατακτάμε την ομαλή και τακτική ζωή, υπό την καθοδήγηση της φύσης.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το με εντολή του Διός χειροπόδαρα δέσιμο του Προμηθέα με τα των «ἀδαμαντίνων δεσμῶν» από το Κράτος και την Βία – σε «τηλουρὸν πέδον» επί το όρος Καύκασος – σηματοδοτεί το εξής γεγονός : κατά την «είσκριση[7]» της η νοητική ψυχή (αυτό που λέμε αθάνατο μέρος του ανθρώπου ή νου/λογιστικό της ψυχής) στο από τους εγκόσμιους θεούς δημιουργούμενο «ὀστρεῶδες» [οστρακοειδές] ορατό & οργανικό σώμα ταράζεται, λόγω δηλ. της πτώσης της «εἰς γένεσιν», η περιφορά του κύκλου του «Ταύτου» δένεται, δηλ. οι ενέργειες της διανοίας της ψυχής εμποδίζονται στο «να κυβερνούν και να προχωρούν», ενώ της δοξασίας, δηλ. η περιφορά του κύκλου του «Θατέρου», δεν σταματούν απλά και μόνο την ενέργειά τους αλλά διαστρέφονται [διαστρεβλώνονται] : και αυτά κατά την έννοια ότι η ψυχή μετέχει και άλογης ζωής προκειμένου να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα. Επειδή, μάλιστα, οι ενέργειες της διάνοιας αντιστοιχούν στο νοητικό μέρος είναι φανερό ότι η ψυχή στερείτε τη νόηση. Επακόλουθο είναι το ότι η ψυχή στερείται και την φυσική και άτεχνη μαντική, καθώς το του επιθυμητικούς μέρους της ψυχής κάτοπτρο, δηλ. το ήπαρ, δεν δέχεται πλέον νοητικά σύμβολα από τον νου. Ως εκ τούτου καθίσταται έρμαιο ειδώλων και φαντασμάτων που δεν μπορεί από μόνο του να κατανοήσει.
Άλλωστε όπως λέγει ο Δαμάσκιος, «Στο σχόλιο στον πλατωνικό Φαίδωνα, 130. 1 – 5» λέγει : «Κορικῶς μὲν εἰς γένεσιν κάτεισιν ἡ ψυχή, Διονυσιακῶς δὲ μερίζεται ὑπὸ τῆς γενέσεως, Προμηθείως δὲ καὶ Τιτανικῶς ἐγκαταδεῖται τῷ σώματι. λύει μὲν οὖν ἑαυτὴν Ἡρακλείως ἰσχύσασα, συναιρεῖ δὲ διὰ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Σωτείρας Ἀθηνᾶς καθαρτικῶς τῷ ὄντι φιλοσοφοῦσα, ἀνάγει δὲ εἰς τὰ οἰκεῖα αἴτια ἑαυτὴν μετὰ τῆς Δήμητρος». Δηλαδή η ψυχή κατέρχεται «εν τη γενέσει» κατά τον τρόπο της Κόρης, μερίζεται (διασπάται) «εν τη γενέσει» κατά τον τρόπο του Διονύσου, δένεται με το σώμα κατά τον τρόπο του Προμηθέα και των Τιτάνων, απελευθερώνεται αποκτώντας την δύναμη του Ηρακλή και συμμαζεύεται με τον Απόλλωνα και με την Σώτειρα Αθηνά καθάρεται, ενώ με την όντως Φιλοσοφία, ανάγεται στα αίτια της με την Δήμητρα.
Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι η πορείας της ψυχής περιγράφεται & αντιστοιχεί στους κάτωθι μύθους: η άνοδος και η κάθοδος της από τον μύθο της Κόρης και της Δήμητρας, ο δε εγκλωβισμός και η απελευθέρωση της από τον μύθο του Προμηθέα που αλυσοδένεται και εν συνεχεία απελευθερώνεται από τον Ηρακλή, τέλος, ο Διαμελισμός και επαν-ολοκλήρωση της ψυχής από τον μύθο του κατακερματισμού του Διόνυσου Ζαγρέα και τον από-κερματισμό του από τον Απόλλων και την Αθηνά Σώτειρα.
Δηλαδή τον επίμαχο μύθο του Προμηθέα, έτσι όπως το πραγματεύεται ο δε Αισχύλος στην τραγωδία του «Προμηθέας δεσμώτης», ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» και ο Πλάτων στον «Πρωταγόρα, 320.d – 322.d», τον πραγματεύεται ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 42.e.2 -44.d.9», αυτή την φορά ως εξήγηση και θεωρία φιλοσοφική & θεολογική.
Ενώ το θέμα της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Λυόμενος» και «Προμηθέας Πυρφόρος», το πραγματεύεται ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 245.b – 253.c», αυτή την φορά ως εξήγηση και θεωρία φιλοσοφική & θεολογική.
Πιο αναλυτικά :
Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 – 514] & «Έργα και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός[8], ο αδελφός του Ωκεανού, είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Ο Ιαπετός έσμιξε με την «καλλίσφυρον» Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκε ο «ποικίλος αἰολόμητις» Τιτάνας Προμηθέας, ο Τιτάνας Επιμηθέας, ο Τιτάνας Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Άτλαντας – στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την Ωκεανίδα Πλειόνη ή Πληιόνη ή Αίθρα, την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, και γεννήθηκαν οι επτά Πλειάδες[9] : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη (ή Αστερόπη), η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την Πανδώρα, την εκ γαίας και ύδατος πλασμένη από τον Ήφαιστο κατ’ εντολή του Διός, και γεννήθηκε η θνητή Πύρρα. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας. Ο Δίας ή ο Δευκαλίωνας έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α’, 1.49.1].
Το αυτό γεγονός, η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά έλαβε χώρα, όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α΄, 1.47. 1 – 4], μετά την καταστροφή του χάλκινου γένους[10] και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων[11] (που διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά), άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Αλλά ας δούμε όλο τον μύθο που παραθέτει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.47.1 – 1.50.13] :
«Επειδή ο Ζεύς θέλησε να εξαφανίσει το χάλκινο γένος, ο Δευκαλίωνας κατά προτροπή του Προμηθέα έφτιαξε μια λάρνακα και, αφού έβαλε μέσα τα αναγκαία, μπήκε κι αυτός μαζί με την Πύρα. Ο Ζευς έριξε έχυσε από τον ουρανό πολύ υετό πλημυρίζοντας τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, έτσι ώστε διεφθάρησαν [πέθαναν] όλοι οι άνθρωποι, εκτός από λίγους, οι οποίοι κατέφυγαν στα κοντινά υψηλά όρη. Τότε χωρίστηκαν και τα όρη της Θεσσαλίας και πλημμύρισαν όλες οι περιοχές έξω από τον Ισθμό και την Πελοπόννησο. Ο Δευκαλίωνας όμως μέσα στην λάρνακα, παρασυρόμενος στην θάλασσα για εννέα ημέρες και νύκτες, έπιασε στον Παρνασσό κι εκεί, όταν σταμάτησε ο όμβρος, βγήκαν έξω και πρόσφεραν θυσία στον Φύξιο Ζευς. Ο Ζεύς, στέλνοντας του τον Ερμή, τον προέτρεψε να διαλέξει ότι θέλει. Κι αυτός διάλεξε να του γεννήσει ανθρώπους. Όπως του είπε λοιπόν ο Ζευς, έπαιρνε λίθους και τους πετούσε πάνω από το κεφάλι του. Όσοι πέταξε ο Δευκαλίωνας έγιναν άνδρες, όσοι έταξε η Πύρρα γυναίκες. Για αυτό και ονομάστηκαν λαοί μεταφορικά, από το λάας που είναι ο λίθος. Ο Δευκαλίωνας απέκτησε από την Πύρρα δυο υιούς, πρώτο τον Έλληνα, που όπως λένε κάποιοι, γεννήθηκε από τον Δία και δεύτερο τον Αμφικτύονα, που έγινε βασιλιάς στην Αττική μετά τον Κραναό, και μία θυγατέρα, την Πρωτογένεια, που από τον Δία γέννησε τον Αέθλιο. Από τον Έλληνα και τη νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός ονόμασε Έλληνες τους λεγόμενους Γραικούς και μοίρασε τη χώρα τα παιδιά του. Ο Ξούθος, που πήρε την Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάστηκαν οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος έλαβε την περιοχή πέρα από την Πελοπόννησο και ονόμασε τους κατοίκους της με το όνομά του Δωριείς. Ο Αίολος, ως βασιλέας στην περιοχή της Θεσσαλίας, ονόμασε τους κατοίκους της Αιολείς, παντρεύτηκε την Εναρέτη, κόρη του Δηίμαχου, και απέκτησε επτά γιούς, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα και τον Περιήρη, και πέντε κόρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη, την Καλύκη και την Περιμήδη
– ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος, ὑποθεμένου Προμηθέως Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ᾽ οὐρανοῦ χέας τὰ πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρὶς οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ Θεσσαλίαν ὄρη διέστη, καὶ τὰ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ καὶ Πελοποννήσου συνεχύθη πάντα. Δευκαλίων δὲ ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος <ἐφ᾽> ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας <τὰς> ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει, κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ. Ζεὺς δὲ πέμψας Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ὅ τι βούλεται· ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν· καὶ Ξοῦθος μὲν λαβὼν τὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιὸν ἐγέννησε καὶ Ἴωνα, ἀφ᾽ ὧν Ἀχαιοὶ καὶ Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δὲ τὴν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβὼν τοὺς κατοίκους ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δὲ βασιλεύων τῶν περὶ τὴν Θεσσαλίαν τόπων τοὺς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καὶ γήμας Ἐναρέτην τὴν Δηιμάχου παῖδας μὲν ἐγέννησεν ἑπτά, Κρηθέα Σίσυφον Ἀθάμαντα Σαλμωνέα Δηιόνα Μάγνητα Περι ήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην Ἀλκυόνην Πεισι δίκην Καλύκην Περιμήδην».
Πέραν τούτων και ο Αισχύλος, στον «Προμηθέα Δεσμώτη, σ. 228 – 236», βάζει τον Προμηθέα να μας πει ότι : «Μόλις κάθισε στον πατρικό του θρόνο ο Ζευς, αμέσως άρχισε προνόμια να προφέρει στους θεούς, αυτό στον έναν και στον άλλον άλλο, σε κλήρους διαμοιράζοντας την εξουσία, δίχως καθόλου να γνοιαστεί για τους ταλαίπωρους βροτούς, μα αντίθετα ήθελε να ξεπαστρέψει όλο το γένος τους, κι άλλο καινούργιο να φυτέψει. Και έξω από εμένα, κανείς σε αυτά δεν αντιστάθηκε. Εγώ μονάχα τόλμησα. Και τους ανθρώπους γλύτωσα, να μην κατέβουν θρύμματα στον Άδη.
– ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον καθέζετ᾽, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα, καὶ διεστοιχίζετο ἀρχήν, βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον οὐκ ἔσχεν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἀιστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον. καὶ τοῖσιν οὐδεὶς ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ. ἐγὼ δ᾽ ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν».
Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, όμως, όπως λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του υιού του με την Κόρη Περσεφόνη : του «Ζαγρέος εὐκεράοιο». Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος : ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του «Ζαγρέος εὐκεράοιο» που είναι γιός του Διός και της Κόρης Περσεφόνης. Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος :
«Ό πατήρ Ζεύς, τον τεμαχισμό του πρώτου Διονύσου αντιλαμβανόμενος από την αντανάκλαση της μορφής επάνω στο δόλιο κάτοπτρο, καταδίωξε με εκδικητικό πυρσό την μητέρα των Τιτάνων και του ομορφοκέρατου Ζαγρέα τους φονιάδες τους φυλάκισε κλείνοντας την πύλη του Ταρτάρου. Από τα δέντρα που καίγονταν μαραίνοταν η βλάστηση της θλιμέννης γης. Ανέφλεξε την ανατολή, και με βέλος φλογερό έβαλε φωτιά στο ανατολικό Βάκτριο κατώφλι, ενώ με τα Ασσύρια κύματα που περνούν από κοντά φλεγόταν η Κασπία θάλασσα και ο ινδικός πορθμός. Από τα πυρωμένα κύματα του Ερυθρού κόλπου θερμαινόταν ο Άραβας Νηρέας. Την δύση στο απέναντι μέρος της οδού της εξαφάνιζε με τον κεραυνό της αυγής ο φλεγόμενος στοργικός πατέρας Ζευς. Και κάτω από το πέλμα του Ζέφυρου η μισκοκαμμένη δυτική θάλασσα τίναζε προς τα έξω υγρό φως. Το ίδιο και οι Αρκτικοί πορθμοί. Και η ράχη της βόρειας θάλασσας από την ίδια φλόγα χτυπημένη πάφλαζε. Μα και του Νότου η μεσημβρινή γωνία, που βρίσκεται κάτω από την χιονισμένη καμπή του Αιγόκερω, έβραζε από ακόμη πιο θερμό σπινθήρα φλογισμένη. Ο Ωκεανός εκλιπαρούσε, χύνοντας ύδωρ από ποτάμια δάκρυα μέσα από τα υγρά του βλέφαρα. Τότε πια ο Ζευς μαλάκωσε την οργή του και, καθώς είδε την γη να κατατρώγεται από τον κεραυνό, την σπλαχνίστηκε και θέλησε με ύδωρ να ξεπλύνει τα αποτεφρωμένα της λείψανα και την φλογισμένη πληγή της. Τότε ο βροχοφόρος Ζευς έφερε κατακλυσμό σε όλη την γαία, αφού πρώτα γέμισε τον πόλο με πυκνά νέφη. […][…].Οι υδρορροές που βάσταγαν το ύδωρ του 7-πορου αιθέρος άνοιξαν, καθώς ο Ζευς διέταξε βροχή. Του πολύφλοισβου κόλπου οι χαράδρες μούγκρισαν με ορμητικότερους χείμαρρους. Οι λίμνες, του Ωκεανού, οι αποσπασθέντες θυγατέρες, ξεχείλισαν. Οι κρουνοί εξακόντιζαν στον αέρα του Ωκεανού το επίπεδο ύδωρ, οι βράχοι ψιλόβρεχαν. […][…] Τότε ο Δευκαλίων πέρασε τα υψωμένα ύδατα ναυτίλος άφθαστος στων αιθέρων την ρότα. Μια Λάρνακα ήταν ο στόλος του που έπλεε σε δική της πορεία και μόνη της κινιόταν σαν αυτόματη, διασχίζοντας τα μανιασμένα ύδατα δίχως να βρίσκει λιμάνι. Τότε πια έγινε ο Κόσμος άκοσμος κι ο πάντροφος Αιών διέλυσε την προαιώνια αρμονία του ανθρώπινου γένους. Μα κάτω από τα ένθεα νεύματα του Διός ο κυανοχαίτης Ποσειδών χτύπησε με την τρίαινα, που την γαία τέμνει, την μεσόμφαλο άκρη του Θεσσαλικού σκοπέλου (βουνού) και την έσχισε στα δυο, και δια μέσου της χωρισμένης κορυφής χίμηξε το ύδωρ με αστραφτερούς ιριδισμούς. Τίναξε κι η γη από πάνω της τα ύδατα της θεόσταλτης πλημύρας και σήκωσε ξανά το κεφάλι. Κατρακυλούσαν τα αυλάκια του ύδατος σε βαθειές κρυψώνες και φανερώθηκαν τα βουνά. Ο ήλιος έχυνε το διψασμένο φως του και στέγνωνε της γης την υγρή επιφάνεια. Τα ύδατα έφευγαν μέσα σε κοινά αυλάκια, και χάρη σε ακόμα πιο θερμές ακτίνες οι λάσπες ξεράθηκαν κι έγιναν όπως πρώτα. Η ανθρώπινη τέχνη έχτισε πολιτείες στηριγμένες σε πέτρινα θεμέλια. Οικοδομήθηκαν κι ανάκτορα και φτιάχτηκαν δρόμοι ασφαλείς στις νεόχτιστες πόλεις από τη νέα γενιά των ανθρώπων. Η φύση γέλασε ξανά. Τα φτερά των πουλιών που πετούν μαζί με τους δυνατούς ανέμους σπάθισαν και πάλι τον αέρα.
–Ζεὺς δὲ πατήρ, προτέροιο δαϊζομένου Διονύσου γινώσκων σκιόεντα τύπον δολίοιο κατόπτρου, μητέρα Τιτήνων ἐλάσας ποινήτορι πυρσῷ Ζαγρέος εὐκεράοιο κατεκλήισε φονῆας Ταρταρίῳ πυλεῶνι· καὶ αἰθομένων ἀπὸ δένδρων θερμὰ βαρυνομένης ἐμαραίνετο βόστρυχα γαίης. ἀντολίην δ᾽ ἔφλεξε, καὶ αἰθαλόεντι βελέμνῳ αἴθετο Βάκτριον οὖδας ἑώιον, ἀγχιπόροις δὲ κύμασιν Ἀσσυρίοισιν ἐδαίετο Κάσπιον ὕδωρ, Ἰνδῷοί τε τένοντες· Ἐρυθραίοιο δὲ κόλπου ἔμπυρα κυμαίνοντος Ἄραψ θερμαίνετο Νηρεύς. καὶ δύσιν ἀντικέλευθον ἑῷ πρήνιξε κεραυνῷ Ζεὺς πυρόεις φιλότεκνος· ὑπὸ Ζεφύροιο δὲ ταρσῷ ἡμιδαὴς σέλας ὑγρὸν ἀπέπτυεν ἑσπερὶς ἅλμη … Ἀρκτῷοί τε τένοντες· ὁμοφλεγέος δὲ καὶ αὐτῆς πηγνυμένης πάφλαζε Βορήια νῶτα θαλάσσης· καὶ Νοτίου νιφόεσσαν ὑπὸ κλίσιν Αἰγοκερῆος θερμοτέρῳ σπινθῆρι μεσημβρινὸς ἔζεεν ἀγκών. καὶ διεροῖς βλεφάροις ποταμήια δάκρυα λείβων Ὠκεανὸς λιτάνευε χέων ἱκετήσιον ὕδωρ· Ζεὺς δὲ χόλον πρήυνε, βαρυνομένην δὲ κεραυνῷ γαῖαν ἰδὼν ἐλέαιρε, καὶ ἤθελεν ὕδατι νίψαι λύματα τεφρήεντα καὶ ἔμπυρον ἕλκος ἀρούρης. καὶ τότε γαῖαν ἅπασαν ἐπέκλυσεν ὑέτιος Ζεὺς πυκνώσας νεφέεσσιν ὅλον πόλον, οὐρανίη δὲ βρονταίοις πατάγοισι Διὸς μυκήσατο σάλπιγξ, ἀστέρες ὁππότε πάντες ἐνὶ σφετέροισι μελάθροις κεκριμένοι δρόμον εἶχον, ἐπεὶ τετράζυγι δίφρῳ Ἠέλιος σελάγιζε λεοντείων ἐπὶ νώτων ἱππεύων ἑὸν οἶκον· […][…] ἑπταπόρου δὲ αἰθέρος ὑδατόεντες ἀνωίχθησαν ὀχῆες Ζηνὸς ἐπομβρήσαντος· ἐριφλοίσβοιο δὲ κόλπου κρουνοῖς πλειοτέροισιν ἐμυκήσαντο χαράδραι, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι ἐκουφίζοντο, καὶ ἠέρι νέρτερον ὕδωρ κρουνοὶ ἀκοντιστῆρες ἀνέβλυον † Ὠκεανοῖο καὶ σκοπιαὶ ῥαθάμιζον, […][…] καὶ τότε Δευκαλίων περόων ὑψούμενον ὕδωρ ναυτίλος ἦν ἀκίχητος, ἔχων πλόον ἠεροφοίτην, καὶ στόλος αὐτοκέλευθος ἄτερ ποδός, ἄμμορος ὅρμου, λάρνακος αὐτοπόροιο κατέγραφε δύσνιφον ὕδωρ. καί νύ κε κόσμος ἄκοσμος ἐγίνετο, καί νύ κεν ἀνδρῶν ἄσπορον ἁρμονίην ἀνελύσατο πάντροφος Αἰών· ἀλλὰ Διὸς ζαθέοις ὑπὸ νεύμασι Κυανοχαίτης Θεσσαλικοῦ σκοπέλοιο μεσόμφαλον ἄκρον ἀράξας γειοτόμῳ τριόδοντι διέσχισε, καὶ διὰ μέσσου ῥηγνυμένου πρηῶνος ἐχάζετο μέρμερον ὕδωρ· καὶ χύσιν ὑψικέλευθον ἀπωσαμένη νιφετοῖο γαῖα φάνη παλίνορσος· ἐλαυνομένων δὲ ῥεέθρων εἰς βυθίους κευθμῶνας ἐγυμνώθησαν ἐρίπναι. καὶ χθονὸς ὑγρὰ μέτωπα χέων πολυδίψιον αἴγλην Ἠέλιος ξήραινε· παχυνομένων δὲ ῥοάων θερμοτέραις ἀκτῖσιν ἐχερσώθη πάλιν ἰλὺς οἷα πάρος. βροτέῃ δὲ τετυγμένα μείζονι τέχνῃ ἄστεα λαϊνέοισιν ἐνεστήρικτο θεμέθλοις, δωμήθη δὲ μέλαθρα, νεοκτίστων δὲ πολήων ἀρτιγόνοις μερόπεσσιν ἐγυρώθησαν ἀγυιαί. καὶ φύσις ἂψ ἐγέλασσε· συνιπταμένων δὲ θυέλλαις ὀρνίθων πτερύγεσσιν ἐρετμώθη πάλιν ἀήρ».
Άρα, όπως θα διαπιστώσουμε και στην συνέχεια του κειμένου, όχι μόνον η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά, έλαβε χώρα μετά την εκ του Διός και δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά, αλλά και ο κατακερματισμός του Ζαγρέα έλαβε χώρα πριν την εποχή του Κραναού!
Σε αυτό συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 – 110.b.2», εκεί λέγεται ότι :
«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με ατό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».
Όπως βέβαια είπαμε, όπως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις.
Όμως, όπως είδαμε στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ. 57-58», ο Δίας λέγει ότι στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσει κακό : δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Κατά αυτή την έννοια, και αφού η Πανδώρα είναι η άλογη ζωή, η Πύρα είναι η θηλυκή & θνητή ψυχή, η άλογη ψυχή.
Άλλωστε ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 202 – 206», μας λέγει ότι ο ησιόδειος μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την αιτία των «ἐν ἀνθρώποις» κακών στο «θῆλυ τῆς ψυχῆς» και στην «ἄλογον ζωὴν» την «ἐκ τῶν οὐρανίων ἡμῖν προσπλασθεῖσαν» [στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα ουράνια]. Ενώ ο δεύτερος ησιόδειος μύθος, αυτός που αναφέρεται στα 5 γένη, απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής μεταβολές των ανθρώπινων ζωών, μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας, καθώς εμείς ζούμε άλλοτε κατά Λόγο και άλλοτε κατά το άλογο.
Από την άλλη, και όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», η Πλειάδα Κελαινώ, είναι δύναμη αρχαγγελική η οποία επιβαίνει στον αρχάγγελο της σφαίρας του πλανήτη Κρόνου.
Όμως, όπως λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Α’ (συνέχεια), σ. 147.6 – 148.16», αναφερόμενος στου Αθηναίους του Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος, ο Φιλόσοφος Πορφύριος λέγει ότι ο Ήφαιστος είναι ο τεχνικός Νους και η γη η Σεληνιακή σφαίρα. Γιατί λέει ότι αυτή αποκαλείται αιθέρια γη από τους Αιγύπτιους. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι ψυχές που έλαβαν υπόσταση από τον θεό και μετέχουν στον τεχνικό Νου σπέρνονται στο σώμα της Σελήνης, επειδή εκεί ζουν οι τεχνικές ψυχές και έχουν σώματα που είναι απόρροιες των αιθέριων σωμάτων. Τα 9.000 έτη των Αθηναίων τα αποδίδει σε αυτές τις ψυχές υπό την εξής έννοια. Η περίοδος της ψυχής, όπως λέει, η οποία ανεβαίνει και κατεβαίνει μέσα από τους πέντε πλανήτες, διαρκεί 10.000 έτη, για να έχει κάθε πλανήτης 2.000 έτη, όχι όμως συναπτά. Ωστόσο ο χρόνος είναι συναπτός προσθετικά. Γιατί ο χρόνος προστίθεται στον εαυτό του. Για αυτό και όλες οι ζωές είναι 9, τις οποίες ο Πλάτων υπαινίσσεται με τα εννιάμερα των νεκρών, και παρομοίως στα νεογέννητα μερικοί δίνουν τα ονόματα την ένατη ημέρα, χρησιμοποιώντας χρονικές περιόδους που συμβολίζουν τη γέννηση και το θάνατο. Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, πλατωνικό μύθο, αυτόν της Ατλαντίδος, ο Πλάτων δεν χρησιμοποίησε τον χρόνο των 10.000 ετών αλλά τον αριθμό των 9.000 ετών, προκειμένου να δείξει ότι αυτοί για τους οποίους μιλάει είναι ακόμη στην γη και πλησιάζουν την περίοδο των 10.000 ετών. Δηλαδή η ψυχή ζει άνω, νοητικά και Κρόνια [σύμφωνα με τον Κρόνο, έχει Κρόνια ζωή σύμφωνα με τον πλατωνικό «Πολιτικό»] και κατεβαίνει κατά πρώτον στην πολιτική ζωή, η οποία ανήκει στον Δία, έπειτα κινεί το θυμικό και ζει φιλοτίμως. Και το θυμικό είναι Αρεϊκό. Μετά από αυτά υποβαίνει στις επιθυμίες και στην Αφροδισιακή ζωή, τέλος προβάλει τους φυσικούς λόγους που έφορός τους είναι ο «ἐντετακὼς Ἑρμῆς» [ο φαλλικός]. Μέσω αυτών η ψυχή συνδέεται με το σώμα. Αντιστρόφως, μόλις λάβει σώμα, πρώτα ζει φυτικά, καθώς είναι επόπτρια της τροφής και αύξησης του σώματος, έπειτα επιθυμητικά, διεγείροντας τις γενεσιουργούς δυνάμεις, έπειτα θυμικά, όταν ξεφύγει από αυτά και επιστρέψει στην φιλότιμη ζωή, έπειτα πολιτικά, όταν μετριάσει τα πάθη, και τέλος νοητικά. Αν μάλιστα αποκατασταθεί, ζει νοητικά και τα 10.000 έτη λαμβάνουν τέλος. «ἐν ῇ γενέσει», όμως, ακόμα και αν πολιτεύεται άριστα, ζει σύμφωνα με τον αριθμό που υπολείπεται κατά χίλια, σύμβολο αυτού του αριθμού είναι το 9.000, που ταιριάζει στην άριστη πολιτεία των Αθηναίων του Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ένωση του Προμηθέα με την Πλειάδα Κελαινώ, προσδίδει στα όντα την έλλογη ζωή. Δηλαδή η Κελαινώ προσδίδει στα όντα την έλλογη, νοητική ζωή.
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 94 – 98», το πιθάρι είναι μια δύναμη της ειμαρμένης, η οποίας χωρά όλα τα καλά και τα κακά πάθη το οποία απονέμονται στις ψυχές που εξέπεσαν στον Κόσμο της γένεσης και λόγω των οποίων κάποιοι είναι εύμοιροι η κακόμοιροι. Γιατί αυτό το πιθάρι περιέχει τα δύο πιθάρια που στην Ομηρική Ιλιάδα [στίχος 527-533, Ω΄ ραψωδία] είναι γεμάτα με τις «Κήρες» : «Γιατί δυο πίθοι κείνται μπρός στο κατώφλι του Δία με όσα δώρα δίδει, ο ένας με τα κακά, κι έτερος με τα αγαθά. Σε όποιον ανάμικτα δώσει ο Ζευς ο τερπικέραυνος, άλλοτε κακό του τυχαίνει, κι άλλοτε εσθλά. Σε όποιον όμως τα λυπηρά μονάχα δώσει, ατιμασμένος είναι, κι αυτόν κακή τον κυνηγά κατάρα πάνω στην δίια χθόνα, και παραδέρνει από θεούς και από βροτού διωγμένος. – δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων· ᾧ μέν κ᾽ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλῷ· ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε, καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει, φοιτᾷ δ᾽ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν» λέει ο Όμηρος. Για αυτό μέσα σε αυτό, στο πιθάρι, υπάρχουν και τα αγαθά. Και, όπως λέγει ο Ησίοδος, απομένει μέσα του μόνο η Ελπίδα, η οποία φέρνει στους δυστυχείς την παρηγοριά λόγω της προσδοκίας των καλύτερων και λόγω της μεταβολής των παρόντων κακών. Η γυναίκα ανοίγει το πιθάρι, επειδή φανερώνει στις ψυχές τις Κήρες που η ίδια παρέχει και που καθιστά αναγκαίες σε όσες ψυχές έχουν γίνει άλογες εξαιτίας της, ενώ οι ψυχές σωφρονίζονται μετά την πτώση και απομακρύνονται από αυτήν.
Ανακεφαλαιώνοντας θα πούμε ότι ο Προμηθέας διευθέτει το αρσενικό, το έλλογο μέρος της ψυχής, το λογιστικό, ενώ ο Επιμηθέας διευθέτει το άλογο μέρος της ψυχής – το επιθυμητικό. Η Πανδώρα, που είναι η Άλογη ζωή – δια του πίθου που μεταφέρει, έσμιξε μαζί του και γεννήθηκε η Πύρρα, δηλ. η θνητή & θηλυκή ψυχή, η άλογη ψυχή των όντων η οποία μετέχει της άλογης πλέον ζωής, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το πυρ που κινεί τα σώματα. Ο δε Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ που είναι η έλλογη ζωή και γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας, δηλ. η αθάνατη ψυχή των όντων (το λογιστικό/νους της ψυχής) που μετέχει νοητικής ζωής, που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της Δία, «φυγάς θέοθεν και αλήτης», εξ ου και ο Δευκαλίωνας όταν σταμάτησε ο κατακλυσμός, και η λάρνακα “έπιασε” στον Παρνασσό, «θύει Διὶ φυξίῳ – Θυσίασε στον Δία, τον προστάτη των φυγάδων».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 84-85», μας λέγει ότι ο Ερμής, στον ησιόδειο μύθο, ορθώς έχει εκληφθεί ως εκείνος που φέρνει τις δυο ψυχές, την άλογη και την λογική, σε επαφή με το σώμα. Γιατί κάθε αγγελιοφόρος είναι μεσολαβητής μεταξύ κάποιων άλλων δύο, μεταφέροντας τη σκέψη του ενός στον άλλον. Και το άλογο μέρος είναι ενδιάμεσο μεταξύ του σώματος και της λογικής ψυχής.
Ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην : ένα ον που αποτελεί την ένωση της αρσενικής/νοήμονος ψυχής και της θηλυκής/άλογης ψυχής : ένα όν που προέκυψε ως η νέα «κορυφή» των εν τη γενέσει όντων άμα την οντολογική πτώση που περιγράφει ο Σωκράτη στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 189.d.5 – 193.a», εκεί δια στόματος Αριστοφάνη ο Πλάτων αναφέρει τον μύθο των τέλειων όντων, των 3-ων γενών όντων που υπήρχαν κάποτε : του τέλειου ανήρ, της τέλειας γυνής και του Ανδρόγυνου. Ο Έλλην φέρει τόσο την Μαντική, δηλ. την διείσδυση στο «εν συνεχεία όλον», την ενόραση δηλ. που δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όσο και την νόηση & την επιστήμη της αρσενικής ψυχής – την από τον Προμηθέα κλαπείσα «ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί» : ο Προμηθέας «διὰ τούτης ἀνεγεῖρει [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [που και δια αυτής ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών]!
-----------
[1] Οναρ= ὄνειρος. λύσις ὀνείρου· ὄναρ καθ᾽ ὕπνους νητρεκὲς λαλεῖν τόδε. (Βλ. Λεξικό Σουίδα).
[2] Υπαρ= ἀλήθεια, οὐκ ἐν ὀνείρῳ. τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ. οἷον φανερῶς, ἀληθῶς ὑπάρχον. Ὕπαρ = λέγει τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ· ὡς ἐναργῶς ὑπάρχον, ἀληθές. (Βλ. Λεξικό Σουίδα). Υπαρ = Ἐγρήγορσις, ὀπτασία ἀληθὴς, οὐκ ἐν ὀνείρῳ· (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό).ὕπαρ= τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου).
[3] Βλ. Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 1021 – 1025» και «Σχόλια στον Αισχύλο, 1022. 3 – 5» [T.L.G.].
[4] Μάλιστα ο Προμηθέας, στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 442 – 468» του Αισχύλου, λέγει: «τώρα τα πάθη των ανθρώπων να ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·. κι όχι παράπονο μ’ αυτούς πως έχω, μόνο για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. Και λοιπόν πρώτα έβλεπαν και του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων μορφές σ’ όλο το μάκρος της ζωής τους όλα τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε προσήλια σπίτια από πλίθο ήξεραν, ούτε τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ’ ανήλια σπήλια χωσμένοι τρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα γνώριζαν βέβαιο σημάδι, ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους του καρπερού κανένα, μα έτσι πορεύονταν με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι· και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκε άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια. – τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους. λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων, ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος· οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην, κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν· κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις. ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις. καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις,μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σώμασίν θ᾽ ὅπως θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμα τ᾽ ἤγαγον φιληνίους ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς. θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα».
[5] Γιατί, όπως λέει ο Πρόκλος, «πᾶσα τεχνικὴ ποίησις εἰδοποιός ἐστι καὶ κοσμητικὴ τῆς ὑποκειμένης ὕλης» [πάσα δημιουργία της τέχνης παρέχει Είδος και διακοσμεί την ύλη που αποτελεί το αντικείμενό της]. Αλλά ο Προμηθέας λαμβάνοντας πρόνοια, και έδωσε τις τέχνες στις ψυχές και τις παράλαβε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά (γιατί μέσα σε αυτούς τους θεούς εμπεριέχεται η αιτία όλων των τεχνών, καθώς ο ένας παρέχει πρωταρχικά την δημιουργική τους ιδιότητα, και η άλλη από ψηλά εκπέμπει σε αυτές τη γνωστική και νοητική). Επειδή όμως χρειαζόταν όχι μόνο η ανεύρεση των τεχνών για τις ψυχές μέσα στα γένη, αλλά και μια άλλη επιστήμη πιο τέλεια από αυτές, η Πολιτική, η οποία μπορεί αυτές τις τέχνες και να τις βάλει μαζί και να τις τακτοποιήσει και να οδηγήσει στη σύμφωνη με τον νου ζωή τις ψυχές μέσω της αρετής, και επειδή ο Προμηθέας ήταν αδύνατον να μας παράσχει, καθώς μόνο στον μέγιστο Ζευς πρωταρχικά βρίσκεται η «Πολιτική» [ὁ δὲ Προμηθεὺς ταύτην πορίζειν ἡμῖν ἀδύνατος ἦν, διότι δὴ παρὰ τῷ μεγάλῳ Διὶ πρώτως ἐστὶν ἡ πολιτική], ενώ ο Πλάτων λέει ότι «είναι αδύνατον στον Προμηθέα να εισέλθει κρυφά στην Ακρόπολη του Διός – εἰς τὴν τοῦ Διὸς ἀκρόπολιν παρελθεῖν οὐχ οἷόν τε εἶναι» (διότι υπάρχουν φοβερές φρουρές του Διός, οι οποίες τον διαφυλάσσουν εξηρημένο όλων των επιμέρους αιτίων), στέλνει ο Ζευς στους ανθρώπους τον Ερμή ως αγγελιοφόρο φέρνοντας την φρόνηση και την αιδώ και γενικά την πολιτική επιστήμη, και τον διατάσει να παραδώσει το ίδιο σε όλους αυτή την αρετή [ἐπὶ πάντας νεῖμαι] και σε όλους να μοιράσει τη γνώση των δίκαιων, των καλλών και των αγαθών, αλλά όχι διαιρεμένα, όπως ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και διαφορετικοί άνθρωποι και άλλοι από τους ανθρώπους είναι επιγνώμονες αυτών [ειδικοί], ενώ άλλοι είναι αμαθείς είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές. Διευκρινίζει δε ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 123.19 – 124.14», ότι ο Πλάτων στον μύθο του πλατωνικού «Πρωταγόρα», υποδεικνύοντάς μας «τὴν ἐξῃρημένην τοῦ Διὸς περιωπὴν» και την «ἀμιγῆ ὑπεροχήν» της ουσίας από όλα τα κατώτερα, λόγω της οποίας και είναι «ἄβατός καὶ ἀνέκφαντος» στα επιμέρους γένη των θεών, «ανάγει την αιτία στην αδιάφθορη φρουρά του και στην φρουρητική τάξη γύρω από αυτόν – ἐπὶ <τὴν> ἄτρεπτον αὐτοῦ φυλακὴν καὶ τὴν περὶ αὐτὸν φρουρητικὴν τάξιν ἀναφέρει τὴν αἰτίαν». Γιατί λόγω αυτής της αιτίας όλες οι δημιουργικές δυνάμεις είναι σταθερά εδραιωμένες μέσα στον εαυτό τους, και όλα τα Είδη που βρίσκονται στην κορυφαία υπεροχή στέκονται εξηρημένα από τα κατώτερά τους, και «ὅλος ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν τῷ ἑαυτοῦ μένει κατὰ τρόπον ἤθει» όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 41.e». Γιατί, λέει, «αἱ τοῦ Διός φυλακαὶ φοβεραὶ» είναι για τα πάντα, και για αυτό αυτά τα γένη των θεών, ένας εκ των οποίων είναι και ο Προμηθεύς, από εκεί συνδέονται με τις άχραντες και Ολύμπιες δυνάμεις του δημιουργού & πατέρα, και όχι έτσι όπως είναι [οὐχ οἷά τέ ἐστιν]. Ξεκάθαρα, λοιπόν ο ίδιος ο Σωκράτης με μύθο μας παραδίδει «τὴν περὶ τὸν δημιουργὸν φυλακήν» και μας δείχνει ότι το φρουρητικό γένος έχει λάβει υπόσταση μαζί με τους νοητικούς θεούς. Γιατί όπως η πανάρχαια Ελληνική παράδοση λέγει ότι η δημιουργική βαθμίδα περικλείεται από μια «πρηστηρίδι φρουρᾷ», έτσι και ο Πλάτων λέει ότι γύρω από αυτήν έχουν εγκατασταθεί φρουρές οι οποίες φρουρούν ακλόνητα την εξηρημένη υπεροχή του δημιουργού & πατέρα από όλα τα κατώτερα.
[6] Η διαλεκτική, όχι των περιπατητικών αλλά του θεϊκού Πλάτωνα, έχει γεννήτορα τον νου και είναι η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα Είδη. Με βάση την από την πρόοδο των όλων δημιουργεί την μέθοδο της διαίρεσης, με βάση τη συγκέντρωση καθενός προς την περίληψη μίας ιδιότητας δημιουργεί την μέθοδο του ορισμού. Με βάση την επάλληλη παρουσία των Ειδών, λόγω της οποίας το καθετί είναι ότι είναι και μετέχει των υπολοίπων Ειδών, δημιουργεί τη μέθοδο της απόδειξης. Και, βάσει της επιστροφής των πάντων στο Ένα και στις οικίες του αρχές, γεννά την μέθοδο της ανάλυσης. Αυτή λοιπόν την γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 534.e» την ονομάζει διαλεκτική και την τοποθετεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην νόηση. Την όρισε δε ως το «επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ», ενώ στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.
[7] Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 4.3.9. 3 – 12» λέει ότι: «Ο τρόπος εισόδου της ψυχής στο σώμα είναι διττός. Ο ένας είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη στο σώμα και αλλάζει σώματα ή από ένα αέρινο ή πύρινο σώμα περνάει σε ένα γήινο, διαδικασία που οι άνθρωποι δεν ονομάζουν μετενσωμάτωση, διότι το σώμα από το οποίο έγινε η είσκριση [είσοδος] είναι αφανές. Ο άλλος τρόπος είναι η μετάβαση από το ασώματο σε οποιασδήποτε μορφής σώμα, που θα ήταν βέβαια για την ψυχή η πρώτη επικοινωνία με το σώμα –Επεὶ τοίνυν διττὸς ὁ τρόπος τῆς εἰς σῶμα ψυχῆς εἰσόδου—ἡ μὲν γὰρ γίνεται ψυχῇ ἐν σώματι οὔσῃ τῇ τε μετενσωματουμένῃ καὶ τῇ ἐκ σώματος ἀερίνου ἢ πυρίνου εἰς γήινον γινομένῃ, ἣν δὴ μετενσωμάτωσιν οὐ λέγουσιν εἶναι, ὅτι ἄδηλον τὸ ἀφ᾽ οὗ ἡ εἴσκρισις, ἡ δὲ ἐκ τοῦ ἀσωμάτου εἰς ὁτιοῦν σῶμα, ἣ δὴ καὶ πρώτη ἂν εἴη ψυχῇ κοινωνία σώματι—ὀρθῶς ἂν ἔχοι ἐπισκέψασθαι περὶ ταύτης, τί ποτέ ἐστι τὸ γινόμενον πάθος τότε, ὅτε ψυχὴ καθαρὰ οὖσα σώματος πάντη ἴσχει περὶ αὐτὴν σώματος φύσιν».
[8]Ο Ιαπετός, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 50», είναι νοητικός θεός, αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του ουρανού. «παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω.
[9] Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», ο Άτλαντας σηκώνει τον ουρανό και ο ίδιος με μια συνοχή στηρίζει τους κίονες “που χωρίζουν την γαία και τον ουρανό”, καθώς έχει λάβει δυνάμεις που διαχωρίζουν τον ουρανό και την γη, δυνάμεις λόγω των οποίων ο ουρανός μένει χωριστός από την γαία και περιστρέφεται στον παντοτινό χρόνο γύρω από την γαία, ενώ αυτή μένει σταθερή στο κέντρο και γεννά μητρικά όλα όσα γεννά πατρικά ο ουρανός. Γιατί αυτές τις δυνάμεις, οι οποίες διατηρούν απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ των δυο, τις αποκάλεσε «κίονες, που χωρίζουν γαία και ουρανό». Αυτό σημαίνει ότι ο ουρανός και η γαία μένουν αιώνια χωριστά το ένα από το άλλο και δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους ποτέ. Ως τέκνα του Άτλαντα αναφέρονται οι Πλειάδες, που είναι επτά : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη – Αστερόπη, η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Όλες αυτές είναι δυνάμεις αρχαγγελικές, οι οποίες επιβαίνουν στους αρχαγγέλους των επτά σφαιρών, η Κελαινώ της σφαίρας του Κρόνου, η Στερόπη – Αστερόπη της σφαίρας του Δία, η Μερόπη της σφαίρας του Άρη, η Ηλέκτρα της σφαίρας του Ήλιου, η Αλκυόνη της σφαίρας της Αφροδίτης, η Μαία της σφαίρας του Ερμή και η Ταϋγέτη της σφαίρας της Σελήνης.Αυτή η ενιαία σύνταξη των επτά σφαιρών έχει τοποθετηθεί μέσα στους απλανείς ως «ἄγαλμα ἐνουράνιον» το οποίο ονομάζουμε Πλειάδα και είναι άστρο εμφανές. Το άστρο αυτό είναι «κατεστηριγμένον» εντός του αστερισμού του Ταύρου και κατά τις ανατολές και τις δύσεις του προκαλεί πάμπολλη μεταβολή στην ατμόσφαιρα.
[10] Το Χάλκινο γένος, που είναι το τρίτο στην σειρά, αναλογεί, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76. 10 – 16», στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Το χάλκινο γένος, και για τον Ησίοδο εξάλλου, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
[11] Το γένος των ημιθέων, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76.23 – 77.4», που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο.
Το ήπαρ είναι το βιολογικό όργανο δια του οποίου ο άνθρωπος, κατά την ενύπνιο κατάσταση, μπορεί και διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον», κατά την έκφραση του Πλωτίνου, ή στο χωροχρονικό συνεχές, κατά την σύγχρονη ορολογία. Μάλιστα ο Πλάτων, στον «Τίμαιο, 71.e +», λέγει πως η μαντική, που δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, μπορεί και λειτουργεί χάρη στο ήπαρ : το ήπαρ είναι το όργανο που πάνω του ως κάτοπτρο καθρεφτίζονται τα διανοήματα της ψυχής.
Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες» [«Εννεάδα 3η, 7.12. 44 – 55»] μας λέγει ότι ο χρόνος είναι η μεταβατική κίνηση της ζωής της ψυχής του Κόσμου. Όπως δηλ. ο Αιώνας «ἐστι ζωὴ ἐν στάσει», στον εαυτό και την ταυτότητά της, έτσι και ο χρόνος είναι εικόνα του εν κίνηση. Και όπως το σύμπαν τούτο σχετίζεται με το νοητό σύμπαν, έτσι αντί για την νοητική ζωή υπάρχει αυτή που είναι ομώνυμη της ζωής της ψυχής του Κόσμου, και αντί της νοητικής κίνηση του νοητού Κόσμου υπάρχει η κίνηση κάποιου μέρους της ψυχής του Κόσμου, και αντί της ταυτότητας και της παραμονής «ἐν ἑνὶ» [που μένει σε ένα] υπάρχει αυτό πού δεν παραμένει στην ίδια κατάσταση αλλά που ενεργεί το ένα μετά το άλλο, αντί για αυτό που είναι αδιάστατο και ενιαίο υπάρχει ένα είδωλο του όλου που είναι εν συνεχεία όλον, αντί για το άπειρο ήδη όλον υπάρχει μια συνεχείς άπειρη διαδοχή και αντί για το αθρόο όλον υπάρχει ένα όλον που θα γίνεται και πάντοτε θα γίνεται κατά μέρος. Έτσι ο αισθητός Κόσμος μιμείται «τὸ ἤδη ὅλον», που είναι «καὶ ἀθρόον καὶ ἄπειρον», για να συνθέσει την πληρότητα του μέσα από την συνεχή αύξηση του «ἐν τῷ εἶναι» του. Έτσι μιμείται το Είναι του Νοητού Κόσμου. Για αυτό δεν πρέπει να αντιληφτούμε τον χρόνο έξω από την ψυχή, όπως και τον Αιώνα έξω του Νοητού Κόσμου, γιατί ο χρόνος δεν είναι μια συνοδεία της ψυχής ούτε κάτι που έρχεται μετά από αυτήν, αλλά κάτι που ενοράται & υπάρχει πάντα μέσα της και μαζί της, όπως ακριβώς η σχέση του Αιώνα με το όντως ΟΝ.
Απόδειξη για το ότι η διεισδύει στο «εν συνεχεία όλον» λαμβάνει χώρα κατά την ενύπνιο κατάσταση είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 71.e. 3-6» λέγει ότι: «ουδείς έχει πραγματική ένθεη & αληθινή μαντική δύναμη όταν είναι ξύπνιος, παρά μόνον στον ύπνο του, τότε που η δύναμη του νου είναι δεμένη, ή είναι ενθουσιασμένος – οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ᾽ ἢ καθ᾽ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας». Διευκρινίζει μάλιστα, στον «Τίμαιο, 71.e.6 – 72.a.2», ότι : «Γνώρισμα του έμφρονος ανθρώπου είναι να αναμιμνήσκει και να σκέφτεται τα όσα όναρ[1] ή ήπαρ[2] βλέπει υπό της μαντικής και του ενθουσιασμού, αλλά και να αναλύει πάντα με τον λογισμό όσα φαντάσματα [εικόνες] είδε, δηλαδή τη σημασία τους για ποιόν δείχνουν κάτι καλό ή κακό για το μέλλον, το παρόν ή το παρελθόν –ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα ὀφθῇ, πάντα λογισμῷ διελέσθαι ὅπῃ τι σημαίνει καὶ ὅτῳ μέλλοντος ἢ παρελθόντος ἢ παρόντος κακοῦ ἢ ἀγαθοῦ». Εξηγεί δε, στον «Τίμαιο, 72.b.7», ότι το ήπαρ έχει αυτή την φύση και αυτή την θέση μέσα στο σώμα : «xάριν μαντικῆς». Επίσης ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμονίου, 588.d.2-5», μας λέγει πως: «στην διάρκεια του ύπνου δεν υπάρχει κάποια φωνή, αλλά λαμβάνοντας κάποιες εντυπώσεις και νοήσεις λόγων οι άνθρωποι νομίζουν ότι ακούνε κάποιους να μιλούν. Όμως σε ορισμένους η αντίληψη αυτού του είδους πραγματώνεται στα όνειρα, επειδή είναι πιο δεκτικοί όταν κοιμούνται, εξαιτίας της ησυχίας και της γαλήνης του σώματος».
Άλλωστε, ο Αισχύλος μας πληροφορεί ότι από τον δεμένο Προμηθέα ό «δαφοινὸς αἰετός» του Δία, ο «πτηνὸς κύων», τρώει το «κελαινόβρωτον ἧπαρ», το οποίο «διὰ πάσης μὲν ἡμέρας βιβρωσκόμενον, νυκτὸς δὲ πάλιν ἀναπληρούμενον καὶ οἷον ἀνακαινιζόμενον»[3]. Δηλ. του στερεί την ικανότητα του να προλέγει τα μελλούμενα, του αφαιρεί την ικανότητα της μαντικής. Μιας και ο Προμηθέας οντικά είναι η ψυχική δύναμη του ανθρώπινου όντος που – στραμμένο με καμπύλο [ἀγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο – υπολογίζει πριν από τις εκβάσεις όσα πρόκειται να συμβούν.
Και εξηγούμε, αφού αντιγράψουμε πρώτα τον μύθο από το ησιόδειο «Έργα και Ημέρες, σ. 42 – 105»:
«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους και τους έκρυψε το πυρ. Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα, χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς θύμωσε και του είπε : “Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη συμφορά και για σένα και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ, αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους”. Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών. Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή νου. Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας, όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά. Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο – συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα. Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη τούτη ορθόστηλη παγίδα, τον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του. Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους θανάτους στους ανθρώπους. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός
. – Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν. ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο, ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα· αἶψά κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο, ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν. ἀλλὰ Ζεὺς ἔκρυψε χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν, ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης· τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά, κρύψε δὲ πῦρ· τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον. τὸν δὲ χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· «Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς, χαίρεις πῦρ κλέψας καὶ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσας, σοί τ᾽ αὐτῷ μέγα πῆμα καὶ ἀνδράσιν ἐσσομένοισιν.τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες. «Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε· ῞Ηφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον· αὐτὰρ Ἀθήνην ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν· καὶ χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ χρυσέην Ἀφροδίτην καὶ πόθον ἀργαλέον καὶ γυιοβόρους μελεδώνας· ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος Ἑρμείην ἤνωγε, διάκτορον Ἀργεϊφόντην. Ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐπίθοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι … [αὐτίκα δ᾽ ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς· ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ· ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν· πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλὰς Ἀθήνη·] ἐν δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψεύδεά θ᾽ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου· ἐν δ᾽ ἄρα φωνὴν θῆκε θεῶν κῆρυξ, ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν. Αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον· οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς ἐφράσαθ᾽ ὥς οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται· αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε. Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ χαλεποῖο πόνοιο νούσων τ᾽ ἀργαλέων, αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν. [αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.] Αλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά. μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο [αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο]. ἄλλα δὲ μυρία λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται· πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν, πλείη δὲ θάλασσα· νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ αὐτόματοι φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι φέρουσαι σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς. οὕτως οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι».
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 48 – 51», ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που από τα ενδιαιτήματα του πατέρα Δία έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο. Οι απάτες του Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Αν, μάλιστα, ο Προμηθέας είναι «ἀγκυλομήτης», ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι στραμμένος με καμπύλο [ἀγκύλως] τρόπο προς τον εαυτό του – «ὁ Προμηθεὺς, Κρόνιος τίς ἐστι καὶ νοερῶς ἑαυτὸν νοῶν, καὶἀγκύλως εἰς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος. Ενώ αν είναι «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο σώμα! Το δε κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο, είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη. Γιατί το πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο. Ενώ η κλοπή, ή ορθά η χορηγία, του πυρός, που αναφέρεται στον 51ον στίχο, δηλώνει τη «μετάθεσιν» [μεταφορά] από το νοητό και αφανές στο αισθητό και «ἀλλότριον» [ξένο], – γιατί κάθε κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
Εξ ου και ο Ολυμπιόδωρος, στα «Σχόλια στον Γοργία, 48.6.3 – 48.7.17», λέγει πως :
«Προμηθεύς ἐστιν ὁ ἔφορος τῆς καθόδου τῶν λογικῶν ψυχῶν· τοῦτο γὰρ ἔργον τῆς λογικῆς ψυχῆς, τὸ προμηθεῖσθαι καὶ πρὸ ἄλλου ἑαυτὴν γινώσκειν. τὰ μὲν γὰρ ἄλογα πληττόμενα τῇ πληγῇ συναισθάνεται, ἐπεὶ πρὸ πληγῆς οὐδὲν γινώσκει, ἡ δὲ λογικὴ καὶ πρὸ ἄλλου δύναται ἐπιβάλλειν τοῖς χρηστοῖς. διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Ἐπιμηθεὺς εἰς τὸν ἔφορον τῆς ἀλόγου ψυχῆς λαμβάνεται, ὅτι ἐπὶ τῇ πληγῇ γινώσκει καὶ οὐ πρὸ ταύτης. ἔστιν οὖν Προμηθεὺς μὲν ἡ δύναμις ἡ ἐφεστηκυῖα τῇ καθόδῳ τῶν λογικῶν ψυχῶν· πῦρ δέ ἐστιν ἡ λογικὴ αὕτη ψυχή, ἐπειδὴ ὥσπερ τοῦτο ἀνώφορόν ἐστι, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τὰ ἄνω διώκει καὶ τούτων ἀντέχεται. διὰ τί δὲ λέγεται κεκλοφέναι τὸ πῦρ; τὸ κλεπτόμενον ἀπὸ τοῦ οἰκείου τόπου εἰς ἀλλότριον μετάγεται· ἐπεὶ οὖν καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἄνω, τῶν οἰκείων τόπων, καταπέμπεται ἐνταῦθα ὡς εἰς ἀλλότριον, διὰ τοῦτο λέγεται καὶ κεκλέφθαι τὸ πῦρ. διὰ τί δὲ διὰ νάρθηκος; ὁ νάρθηξ σηραγγώδης ἐστί· σημαίνει οὖν τὸ ῥευστὸν σῶμα εἰς ὃ φέρεται ἡ ψυχή. διὰ τί δὲ παρὰ γνώμην τοῦ Διὸς κεκλοφέναι; πάλιν ὁ μῦθος ὡς μῦθος διαγίνεται· ἀμφότεροι μὲν γὰρ ἤθελον, ὅ τε Προμηθεὺς καὶ ὁ Ζεύς, ἄνω μένειν τὴν ψυχήν· ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἔδει κατενεχθῆναι, ὁ μῦθος τὰ οἰκεῖα τοῖς προσώποις ἐποίησεν, καὶ τὸ μὲν κρεῖττον, ὅ ἐστι τὸν Δία, ὡς μὴ θέλοντα ποιεῖ (βούλεται γὰρ αὐτὴν ἀεὶ ἄνω εἶναι), τὸ δὲ χεῖρον ἀναγκάζει καθέλκεσθαι αὐτήν. δέδωκε τοίνυν τὴν Πανδώραν γυναῖκα, ἀντὶ τοῦ «τὸ θηλυπρεπές»· τί δέ ἐστι τοῦτο; ἡ ἄλογος ψυχή. ἐπειδὴ γὰρ ἡ ψυχὴ πέπτωκεν ἐν ταῦθα, οὐκ ἠδύνατο δὲ ἀσώματος οὖσα καὶ θεία ἀμέσως σώματι συναφθῆναι, συνάπτεται διὰ τῆς ἀλόγου ψυχῆς. διὰ τοῦτο γὰρ Πανδώρα λέγεται, ἐπειδὴ ἕκαστος, φησί, τῶν θεῶν δῶρον αὐτῇ ἐχαρίσατο· σημαίνεται δὲ διὰ τούτου ὅτι ἡ ἔλλαμψις τοῖς τῇδε διὰ τῶν οὐρανίων σωμάτων· ἔφη γὰρ ὅτι «τρέπεσθε ὑμεῖς κατὰ τῶν καταδεεστέρων». ἐπειδὴ γάρ, ὡς τὸ φῶς αὐτῇ τῇ ἐνεργείᾳ φωτίζει, οὕτως καὶ ὁ θεὸς αὐτῇ τῇ ἐνεργείᾳ κοσμοποιεῖ—ἔδει οὖν τέλειον εἶναι τὸν κόσμον, τὸ δὲ τέλειον ἔχει ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ τέλη· ἐχρῆν οὖν καὶ τρύγα καὶ ἔσχατον ἔχειν τὸν κόσμον, ἵνα ᾖ τὰ ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ. εἶπεν δὲ ὁ Ἡσίοδος ὅτι δέδωκεν ἡμῖν αὐτὴν καὶ ἐλάβομεν αὐτὴν
«ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες»,
σημαίνων ὡς διὰ τῆς ἀλόγου ψυχῆς ἡ ἐμπαθὴς ἡμῖν ζωὴ προσγίνεται».
Βέβαια, «νοήμων (ἔννους)» σύμφωνα με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 346.13 – 17», «είναι μόνον “ὁ τὸν θατέρου κύκλον ὀρθώσας, τὸν δὲ ταὐτοῦ λύσας”, και αυτός σε κάθε περίπτωση θα είναι εκείνος που απελευθέρωσε τον Προμηθέα τον οποίο έχει μέσα του δεμένο λόγω του Επιμηθέα. Γιατί έχει δεθεί λόγω της συμπαράταξης του με το άλογο μέρος, το οποίο ακριβώς λέγεται ότι διευθετεί εκείνος ο Επιμηθέας».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 87.22 – 88.30», αναφέρει πως εκείνος ο πλατωνικός μύθος, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι ο Προμηθέας, όταν διακοσμούσε το ανθρώπινο γένος και λάμβανε πρόνοια για την λογική ημών ζωή, «ἵνα μὴ βαπτισθεῖσα χθονὸς οἴστροις καὶ ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις» [για να μην βυθιστεί στα πάθη της χθονός και για να μην φθαρεί από τους καταναγκασμούς της Φύσεως η φύσις ημών], εξάρτησε τη Φύση από τις τέχνες[4] και αυτές ως μιμήσεις του νου τις προέβαλε στις ψυχές που παίζουν, και «διὰ τούτων ἀνεγεῖραι [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [και δια αυτών ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών][5]. Ενώ ο Πλάτων, στον «Φίληβο, 16.c», μας λέγει ότι η διαλεκτική «δόθηκε στους ανθρώπους από τους θεούς μέσω του Προμηθέα μαζί με το εκτυφλωτικό πυρ – διὰ Προμηθέως ἥκειν τοῖς ἀνθρώποις ἐκ θεῶν ἅμα φανοτάτῳ πυρὶ» – την μετάδοση μάλιστα την από τους θεούς προς εμάς την ονόμαζε «ρήψη». Την διαλεκτική που είναι ο θριγκός των μαθήσεων που μας ανυψώνει στην μία και μόνη αιτία των όλων : στο Αγαθό. Διαλεκτική[6] για την οποία ο Πρόκλος, στο «Εκ των σχολίων εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 2. 1 – 10», μας λέγει ότι αρμόζει μόνο σε όσους έχουν αποκαθάρει τελείως τη διάνοιά τους, που έχουν εκπαιδευτεί με τα μαθηματικά, που έχουν δια των αρετών αποκαθάρει το νεαροπρεπές την ηθών τους και απλά και γνησίως & και ικανώς φιλοσοφούν.
Πέραν αυτών ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 52.20 – 53.18», μας λέγει πως για τις ψυχές υπάρχει μια οδός (πορεία) από του «νοητοῦ πρὸς τὸ νοητὸν καὶ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ γένεσιν». Η μία από αυτές έχει ανατεθεί στους ανάγωγους [ανυψωτικούς] θεούς και η άλλη στους γενεσιουργούς, και όσον αφορά τους Αγγέλους, οι μεν «λύουσιν τὴν ὕλην» και οι άλλοι «τοῖς τῶν καθόδων ἐφόροις». Όπως όμως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις.
Συνεχίζοντα θα πούμε ότι όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 329.13 – 330.10», ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.a.6 – 44.c.4» μας παραδίδει ότι ολόκληρη η ταραχή της ψυχής οφείλεται σε δύο αιτίες, στην θρεπτική και στην αισθητική ζωή. Αυτές είναι το ορεκτικό [επιθυμητική δύναμη] και η γνωστική δύναμη ολόκληρου του άλογου μέρους της ψυχής, δυνάμεις στις οποίες συνηθίζουμε να διαιρούμε όλες τις δυνάμεις της ψυχής, λέγοντας ότι άλλες είναι ζωτικές και άλλες γνωστικές. Αυτά είναι τα αίτια της ταραχής των ψυχών : η κίνηση της θρεπτικής δύναμης της ψυχής και τα πλήγματα που δέχεται η αίσθηση.
Μαζί με τη θρεπτική δύναμη, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 333.3 – 330.10», η αίσθηση ταράζει και θορυβεί τις περιφορές της αθάνατης ψυχής και εμποδίζει την περιφορά του «Ταύτου» και κλονίζει την περιφορά του «Θατέρου». Γιατί, καθώς μέσα στην ψυχή οι κύκλοι είναι δύο κατά μίμηση των θεϊκών ψυχών, ο κύκλος που είναι «ὁ τῶν νοητῶν θεατής» και που είναι ο «διανοητικός», σταματά απλά και μόνο την ενέργειά του χωρίς να υφίσταται καμία διαστροφή [διαστρέβλωση]. Ο κύκλος, όμως, ο «δοξαστικὸς» δεν σταματά απλά και μόνο την ενέργειά του αλλά διαστρέφεται [διαστρεβλώνεται] κιόλας, και δικαιολογημένα. Γιατί είναι δυνατόν να δογματίζει κανείς εσφαλμένα, δεν είναι όμως δυνατόν να έχει κανείς «επιστήμη» εσφαλμένα.
Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει «εὐδαίμονα τὴν ὅλην ἡμῶν ζωήν» ;; Άραγε δεν είναι το να έχε η λογική την αρετή που της ταιριάζει ;; Ασφαλώς θα συμφωνήσουμε. Αν όμως είναι «εὔδαιμον» και το «τὸ ὅλον ἡμῶν» [σύνολό μας] όταν «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] είναι τέλειο, τι μας εμποδίζει να είμαστε όλοι άνθρωποι ευδαίμονες, αν το κυρίαρχο μέρος μας «ἀεὶ νοεῖ καὶ ἀεὶ πρὸς τοῖς θείοις ἐστίν»;; Γιατί, αν αυτό το μέρος είναι ο νους, δεν έχει καμία σχέση με την ψυχή. Αν είναι μέρος της ψυχής, θα είναι ευδαίμων και η υπόλοιπη ψυχή.
Και ποιος είναι ο ηνίοχος της ψυχής ;; Άραγε δεν είναι το «χαριέστατον» και «κεφαλαιωδέστατον ἡμῶν» ;; Και πώς δεν πρέπει να πούμε αυτό, εφόσον ο ηνίοχος είναι αυτός που κυβερνά ολόκληρη την ουσία μας και «τὸν ὑπερουράνιον τόπον ὁρῶν» και εξομοιώνεται με τον «μέγαν ἡγεμόνα» των θεών, ο οποίος «οδηγεί ιπτάμενο – πτηνὸν ἐλαύνοντα» άρμα και «πορεύεται στον ουρανό ως πρώτος ηνίοχος – πρῶτον ἡνίοχον ἐν οὐρανῷ πορευόμενον»;; Αν όμως το «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] είναι ο ηνίοχος, και αν αυτός, όπως λέγεται στον «Φαίδρο, 248.a», άλλοτε «μετέωρος φέρεται» [σηκώνεται] και «υψώνει το κεφάλι προς τον εξωτερικό τόπο – αἴρει τὴν κεφαλὴν εἰς τὸν ἔξω τόπον» και άλλοτε βυθίζεται και γεμίζει το άρμα του με χωλότητα και πτώση των φτερών, είναι φανερό το τι προκύπτει από αυτά, ότι δηλ. είναι ανάγκη «τὸ ἐν ἡμῖν κράτιστον» [κυρίαρχο] να βρίσκεται κάθε φορά σε διαφορετική κατάσταση.
Μετά από αυτά, λοιπόν, δικαιολογημένα έχει ειπωθεί, από τον Πλάτωνα, ότι η περιφορά του «Ταύτου» εμποδίστηκε «να κυβερνά και να προχωρεί – ἄρχουσαν καὶ ἰοῦσαν». Γιατί έχει διττή τελειότητα, πρακτική και θεωρητική, και έχει χάσει και τις δύο. Γιατί δεν μπορεί να κυβερνά όσα υπάγονται σε αυτήν λόγω της άστατης κίνησής τους, ούτε μπορεί να προχωρά, δηλ. να νοεί. Γιατί ενέργεια της περιφοράς είναι «τὸ ἰέναι» [η πορεία] και ενέργεια της διανοητικής περιφοράς είναι η διανοητική πορεία [τὸ διανοητικῶς ἐνεργεῖν]. Οι αισθήσεις, λοιπόν, οι οποίες την πλήττουν και «ἐναντία ῥέουσαι», υπό την έννοια ότι κινούνται [πορεύονται] από έξω προς τα μέσα, εμποδίζουν την «νοητήν» πορεία. Η περιφορά, λοιπόν, του «Ταύτου» έχει απογυμνωθεί και από τα δύο, και από την πράξη και από την θεωρία.
Καθώς, λοιπόν, υπάρχει μέσα μας μια τριπλή σειρά, «κατὰ τὴν οὐσίαν, κατὰ τὴν δύναμιν, κατὰ τὴν ἐνέργειαν», η ουσία παραμένει απολύτως ίδια, και ως ουσία και ως ζώσα και ως νοητική. Γιατί, καθώς είναι εικόνα του νου, είναι νοητική, όπως ακριβώς και η πρώτη εικόνα της ψυχής είναι έμψυχη. Οι δυνάμεις, όμως, στην περίπτωση της διάνοιας έχουν εμποδιστεί, ενώ στην περίπτωση της δοξασίας κλονίζονται, και επειδή ακριβώς οι δυνάμεις αντιστοιχούν στις ζωές, η μία ζωή εμποδίζεται και η άλλη κλονίζεται. Γιατί η ζωή της ουσίας είναι αεικίνητος. Οι ενέργειες της διάνοιας έχουν αφαιρεθεί, ενώ της δοξασίας διαστρεβλώθηκαν. Επειδή, μάλιστα, οι ενέργειες της διάνοιας αντιστοιχούν στο νοητικό μέρος είναι φανερό ότι στερούν από την ψυχή τη νόηση. Άρα η ουσία είναι πάντα ζωντανή και αεικίνητη, ενώ οι δυνάμεις και οι ενέργειες λαθεύουν όσον αφορά τη ζωή και τον νου.
Το δοξαστικό μέρος της ψυχής, λοιπόν, διαστρέφεται από τις αισθήσεις, αναπτύσσει ψευδείς δοξασίες και χωρίζεται σε πολλά μέρη (γιατί αυτό είναι ο κύκλος του Θατέρου μέσα στον οποίο γεννιούνται δοξασίες και πίστεις, όπως έχει ειπωθεί και για την ψυχή του Κόσμου). Γίνεται, λοιπόν, γεμάτο από ψευδείς δοξασίες, γιατί διαμελίζεται μαζί με τις αισθήσεις και διχογνωμεί με τον εαυτό του. Και όλα αυτά τα πάθη ανήκουν στις δυνάμεις και στις ενέργειες της ψυχής, ενώ η ουσία της είναι αδιάλυτη, εκτός «από αυτόν που την συνέδεσε», όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων.
Για αυτό και ο Πλάτων είπε ότι «οι περιφορές παθαίνουν αυτά και άλλα τέτοια», εννοώντας τις περιφορές που βρίσκονται μέσα στον κύκλο του «Θατέρου» και που είναι επτά, αφού η περιφορά του κύκλου του «Ταύτου» ήταν μία και έχει παρεμποδιστεί.
Ενώ, ως προείπαμε, νοήμων (ἔννους) είναι «μόνον “ὁ τὸν θατέρου κύκλον ὀρθώσας, τὸν δὲ ταὐτοῦ λύσας”, και αυτός σε κάθε περίπτωση θα είναι εκείνος που απελευθέρωσε τον Προμηθέα τον οποίο έχει μέσα του δεμένο λόγω του Επιμηθέα. Γιατί έχει δεθεί λόγω της συμπαράταξης του με το άλογο μέρος, το οποίο ακριβώς λέγεται ότι διευθετεί εκείνος ο Επιμηθέας».
Έτσι, λοιπόν, οι περιφορές – περίοδοί μας προκόβουν σύμφωνα με τη φύση και «κάνουν αυτόν που τις έχει να γίνεται φρόνιμος». Και δικαιολογημένα ο Πλάτων είπε «να γίνεται», επειδή οι περιφορές – περίοδοι κινούνται με φυσικό τρόπο, όταν κανείς γίνεται από αυτές φρόνιμος.
Ο Πλάτων, λοιπόν, στον «Φαίδρο, 247.c +», εξηγεί ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Ε’ (συνέχεια), σ. 348.29 – 349.22», παρουσίασε την ευδαίμονα ζωή της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή «συμπεριπολοῦσα τοῖς θεοῖς» επί «τὸν ὑπερουράνιον ἀνατρέχει τόπον καὶ θεᾶται αὐτὴν δικαιοσύνην, αὐτὴν σωφροσύνην καὶ ἑκάστην τῶν θείων ἀρετῶν». Και πάλι σιγά-σιγά από εκείνη την κορυφαία ευδαιμονία & μακαριότητα την οδήγησε στην κατάσταση όπου άλλοτε υψώνει το κεφάλι της πάνω από τον νοητό ουρανό, στον υπερουράνιου τόπο, και άλλοτε μπαίνει μέσα στον νοητό ουρανό, και από αυτά με ύφεση [υποβάθμιση] «εἰς τὸ μηδὲν ὁρῶσαν ἔτι συνέπεσθαι διὰ συνήθειαν» [στο να μη βλέπει τίποτα και στο να ακολουθεί από συνήθεια]. Γιατί «ἡ εἰς γένεσιν πτῶσις» δεν συμβαίνει ευθύς από το νοητό και «ἀθρόως» [μεμιάς], αλλά προοδεύει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια.
Μάλιστα στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ. 57-58» βλέπουμε τον Δία να λέγει ότι «στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσω κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους – τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες» : δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Ο Πλάτων, όμως, στον «Τίμαιο, 44.b», αφού παρουσίασε περιστασιακά τα πάθη της ψυχής που έπεσε «εἰς γένεσιν», «τὰς στροφὰς καὶ τὰς κλάσεις καὶ τοὺς ὀχετοὺς», θέλει σιγά-σιγά να την επαναφέρει στη νοητική και κατά φύση ζωή. Εκεί, όμως, στον «Φαίδρο, 248.e +», όταν σταματούσε τα καλύτερα και τα αγαθά που χορηγούνταν από τον νου και τους θεούς, παρεισέφρεαν τα χειρότερα, «χωλεία καὶ πτερορρύησις καὶ λήθη καὶ συντυχία καὶ βαρύτης» [η χωλότητα, η πτώση των πτερών της ψυχής, η λήθη, η ατυχία και η βαρύτητα]. Στον «Τίμαιο», όμως, όταν σταματούν τα χειρότερα, αμέσως, σύμφωνα με τη φύση, αναιρούνται τα εμπόδια από την ύλη και εμφανίζονται τα ανώτερα, η «τάξις καὶ λόγος καὶ ἡ λελογισμένη καὶ ἔμφρων κατάστασις». Γιατί οι ίδιοι, μόλις προχωρήσουμε σε ηλικία, γινόμαστε πιο φρόνιμοι και, αφού γίνουμε πιο λογικοί, κατακτάμε την ομαλή και τακτική ζωή, υπό την καθοδήγηση της φύσης.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι το με εντολή του Διός χειροπόδαρα δέσιμο του Προμηθέα με τα των «ἀδαμαντίνων δεσμῶν» από το Κράτος και την Βία – σε «τηλουρὸν πέδον» επί το όρος Καύκασος – σηματοδοτεί το εξής γεγονός : κατά την «είσκριση[7]» της η νοητική ψυχή (αυτό που λέμε αθάνατο μέρος του ανθρώπου ή νου/λογιστικό της ψυχής) στο από τους εγκόσμιους θεούς δημιουργούμενο «ὀστρεῶδες» [οστρακοειδές] ορατό & οργανικό σώμα ταράζεται, λόγω δηλ. της πτώσης της «εἰς γένεσιν», η περιφορά του κύκλου του «Ταύτου» δένεται, δηλ. οι ενέργειες της διανοίας της ψυχής εμποδίζονται στο «να κυβερνούν και να προχωρούν», ενώ της δοξασίας, δηλ. η περιφορά του κύκλου του «Θατέρου», δεν σταματούν απλά και μόνο την ενέργειά τους αλλά διαστρέφονται [διαστρεβλώνονται] : και αυτά κατά την έννοια ότι η ψυχή μετέχει και άλογης ζωής προκειμένου να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα. Επειδή, μάλιστα, οι ενέργειες της διάνοιας αντιστοιχούν στο νοητικό μέρος είναι φανερό ότι η ψυχή στερείτε τη νόηση. Επακόλουθο είναι το ότι η ψυχή στερείται και την φυσική και άτεχνη μαντική, καθώς το του επιθυμητικούς μέρους της ψυχής κάτοπτρο, δηλ. το ήπαρ, δεν δέχεται πλέον νοητικά σύμβολα από τον νου. Ως εκ τούτου καθίσταται έρμαιο ειδώλων και φαντασμάτων που δεν μπορεί από μόνο του να κατανοήσει.
Άλλωστε όπως λέγει ο Δαμάσκιος, «Στο σχόλιο στον πλατωνικό Φαίδωνα, 130. 1 – 5» λέγει : «Κορικῶς μὲν εἰς γένεσιν κάτεισιν ἡ ψυχή, Διονυσιακῶς δὲ μερίζεται ὑπὸ τῆς γενέσεως, Προμηθείως δὲ καὶ Τιτανικῶς ἐγκαταδεῖται τῷ σώματι. λύει μὲν οὖν ἑαυτὴν Ἡρακλείως ἰσχύσασα, συναιρεῖ δὲ διὰ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Σωτείρας Ἀθηνᾶς καθαρτικῶς τῷ ὄντι φιλοσοφοῦσα, ἀνάγει δὲ εἰς τὰ οἰκεῖα αἴτια ἑαυτὴν μετὰ τῆς Δήμητρος». Δηλαδή η ψυχή κατέρχεται «εν τη γενέσει» κατά τον τρόπο της Κόρης, μερίζεται (διασπάται) «εν τη γενέσει» κατά τον τρόπο του Διονύσου, δένεται με το σώμα κατά τον τρόπο του Προμηθέα και των Τιτάνων, απελευθερώνεται αποκτώντας την δύναμη του Ηρακλή και συμμαζεύεται με τον Απόλλωνα και με την Σώτειρα Αθηνά καθάρεται, ενώ με την όντως Φιλοσοφία, ανάγεται στα αίτια της με την Δήμητρα.
Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι η πορείας της ψυχής περιγράφεται & αντιστοιχεί στους κάτωθι μύθους: η άνοδος και η κάθοδος της από τον μύθο της Κόρης και της Δήμητρας, ο δε εγκλωβισμός και η απελευθέρωση της από τον μύθο του Προμηθέα που αλυσοδένεται και εν συνεχεία απελευθερώνεται από τον Ηρακλή, τέλος, ο Διαμελισμός και επαν-ολοκλήρωση της ψυχής από τον μύθο του κατακερματισμού του Διόνυσου Ζαγρέα και τον από-κερματισμό του από τον Απόλλων και την Αθηνά Σώτειρα.
Δηλαδή τον επίμαχο μύθο του Προμηθέα, έτσι όπως το πραγματεύεται ο δε Αισχύλος στην τραγωδία του «Προμηθέας δεσμώτης», ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» και ο Πλάτων στον «Πρωταγόρα, 320.d – 322.d», τον πραγματεύεται ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 42.e.2 -44.d.9», αυτή την φορά ως εξήγηση και θεωρία φιλοσοφική & θεολογική.
Ενώ το θέμα της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Λυόμενος» και «Προμηθέας Πυρφόρος», το πραγματεύεται ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 245.b – 253.c», αυτή την φορά ως εξήγηση και θεωρία φιλοσοφική & θεολογική.
Πιο αναλυτικά :
Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 – 514] & «Έργα και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός[8], ο αδελφός του Ωκεανού, είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Ο Ιαπετός έσμιξε με την «καλλίσφυρον» Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκε ο «ποικίλος αἰολόμητις» Τιτάνας Προμηθέας, ο Τιτάνας Επιμηθέας, ο Τιτάνας Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Άτλαντας – στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την Ωκεανίδα Πλειόνη ή Πληιόνη ή Αίθρα, την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, και γεννήθηκαν οι επτά Πλειάδες[9] : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη (ή Αστερόπη), η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την Πανδώρα, την εκ γαίας και ύδατος πλασμένη από τον Ήφαιστο κατ’ εντολή του Διός, και γεννήθηκε η θνητή Πύρρα. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας. Ο Δίας ή ο Δευκαλίωνας έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α’, 1.49.1].
Το αυτό γεγονός, η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά έλαβε χώρα, όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α΄, 1.47. 1 – 4], μετά την καταστροφή του χάλκινου γένους[10] και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων[11] (που διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά), άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Αλλά ας δούμε όλο τον μύθο που παραθέτει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.47.1 – 1.50.13] :
«Επειδή ο Ζεύς θέλησε να εξαφανίσει το χάλκινο γένος, ο Δευκαλίωνας κατά προτροπή του Προμηθέα έφτιαξε μια λάρνακα και, αφού έβαλε μέσα τα αναγκαία, μπήκε κι αυτός μαζί με την Πύρα. Ο Ζευς έριξε έχυσε από τον ουρανό πολύ υετό πλημυρίζοντας τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, έτσι ώστε διεφθάρησαν [πέθαναν] όλοι οι άνθρωποι, εκτός από λίγους, οι οποίοι κατέφυγαν στα κοντινά υψηλά όρη. Τότε χωρίστηκαν και τα όρη της Θεσσαλίας και πλημμύρισαν όλες οι περιοχές έξω από τον Ισθμό και την Πελοπόννησο. Ο Δευκαλίωνας όμως μέσα στην λάρνακα, παρασυρόμενος στην θάλασσα για εννέα ημέρες και νύκτες, έπιασε στον Παρνασσό κι εκεί, όταν σταμάτησε ο όμβρος, βγήκαν έξω και πρόσφεραν θυσία στον Φύξιο Ζευς. Ο Ζεύς, στέλνοντας του τον Ερμή, τον προέτρεψε να διαλέξει ότι θέλει. Κι αυτός διάλεξε να του γεννήσει ανθρώπους. Όπως του είπε λοιπόν ο Ζευς, έπαιρνε λίθους και τους πετούσε πάνω από το κεφάλι του. Όσοι πέταξε ο Δευκαλίωνας έγιναν άνδρες, όσοι έταξε η Πύρρα γυναίκες. Για αυτό και ονομάστηκαν λαοί μεταφορικά, από το λάας που είναι ο λίθος. Ο Δευκαλίωνας απέκτησε από την Πύρρα δυο υιούς, πρώτο τον Έλληνα, που όπως λένε κάποιοι, γεννήθηκε από τον Δία και δεύτερο τον Αμφικτύονα, που έγινε βασιλιάς στην Αττική μετά τον Κραναό, και μία θυγατέρα, την Πρωτογένεια, που από τον Δία γέννησε τον Αέθλιο. Από τον Έλληνα και τη νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός ονόμασε Έλληνες τους λεγόμενους Γραικούς και μοίρασε τη χώρα τα παιδιά του. Ο Ξούθος, που πήρε την Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους ονομάστηκαν οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος έλαβε την περιοχή πέρα από την Πελοπόννησο και ονόμασε τους κατοίκους της με το όνομά του Δωριείς. Ο Αίολος, ως βασιλέας στην περιοχή της Θεσσαλίας, ονόμασε τους κατοίκους της Αιολείς, παντρεύτηκε την Εναρέτη, κόρη του Δηίμαχου, και απέκτησε επτά γιούς, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα και τον Περιήρη, και πέντε κόρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη, την Καλύκη και την Περιμήδη
– ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος, ὑποθεμένου Προμηθέως Δευκαλίων τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν ὑετὸν ἀπ᾽ οὐρανοῦ χέας τὰ πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρὶς οἳ συνέφυγον εἰς τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη. τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ Θεσσαλίαν ὄρη διέστη, καὶ τὰ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ καὶ Πελοποννήσου συνεχύθη πάντα. Δευκαλίων δὲ ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος <ἐφ᾽> ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας <τὰς> ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει, κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ. Ζεὺς δὲ πέμψας Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ὅ τι βούλεται· ὁ δὲ αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας ὁ λίθος. γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν· καὶ Ξοῦθος μὲν λαβὼν τὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιὸν ἐγέννησε καὶ Ἴωνα, ἀφ᾽ ὧν Ἀχαιοὶ καὶ Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δὲ τὴν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβὼν τοὺς κατοίκους ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δὲ βασιλεύων τῶν περὶ τὴν Θεσσαλίαν τόπων τοὺς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καὶ γήμας Ἐναρέτην τὴν Δηιμάχου παῖδας μὲν ἐγέννησεν ἑπτά, Κρηθέα Σίσυφον Ἀθάμαντα Σαλμωνέα Δηιόνα Μάγνητα Περι ήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην Ἀλκυόνην Πεισι δίκην Καλύκην Περιμήδην».
Πέραν τούτων και ο Αισχύλος, στον «Προμηθέα Δεσμώτη, σ. 228 – 236», βάζει τον Προμηθέα να μας πει ότι : «Μόλις κάθισε στον πατρικό του θρόνο ο Ζευς, αμέσως άρχισε προνόμια να προφέρει στους θεούς, αυτό στον έναν και στον άλλον άλλο, σε κλήρους διαμοιράζοντας την εξουσία, δίχως καθόλου να γνοιαστεί για τους ταλαίπωρους βροτούς, μα αντίθετα ήθελε να ξεπαστρέψει όλο το γένος τους, κι άλλο καινούργιο να φυτέψει. Και έξω από εμένα, κανείς σε αυτά δεν αντιστάθηκε. Εγώ μονάχα τόλμησα. Και τους ανθρώπους γλύτωσα, να μην κατέβουν θρύμματα στον Άδη.
– ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον καθέζετ᾽, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα, καὶ διεστοιχίζετο ἀρχήν, βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον οὐκ ἔσχεν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἀιστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον. καὶ τοῖσιν οὐδεὶς ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ. ἐγὼ δ᾽ ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν».
Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, όμως, όπως λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του υιού του με την Κόρη Περσεφόνη : του «Ζαγρέος εὐκεράοιο». Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος : ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του «Ζαγρέος εὐκεράοιο» που είναι γιός του Διός και της Κόρης Περσεφόνης. Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος :
«Ό πατήρ Ζεύς, τον τεμαχισμό του πρώτου Διονύσου αντιλαμβανόμενος από την αντανάκλαση της μορφής επάνω στο δόλιο κάτοπτρο, καταδίωξε με εκδικητικό πυρσό την μητέρα των Τιτάνων και του ομορφοκέρατου Ζαγρέα τους φονιάδες τους φυλάκισε κλείνοντας την πύλη του Ταρτάρου. Από τα δέντρα που καίγονταν μαραίνοταν η βλάστηση της θλιμέννης γης. Ανέφλεξε την ανατολή, και με βέλος φλογερό έβαλε φωτιά στο ανατολικό Βάκτριο κατώφλι, ενώ με τα Ασσύρια κύματα που περνούν από κοντά φλεγόταν η Κασπία θάλασσα και ο ινδικός πορθμός. Από τα πυρωμένα κύματα του Ερυθρού κόλπου θερμαινόταν ο Άραβας Νηρέας. Την δύση στο απέναντι μέρος της οδού της εξαφάνιζε με τον κεραυνό της αυγής ο φλεγόμενος στοργικός πατέρας Ζευς. Και κάτω από το πέλμα του Ζέφυρου η μισκοκαμμένη δυτική θάλασσα τίναζε προς τα έξω υγρό φως. Το ίδιο και οι Αρκτικοί πορθμοί. Και η ράχη της βόρειας θάλασσας από την ίδια φλόγα χτυπημένη πάφλαζε. Μα και του Νότου η μεσημβρινή γωνία, που βρίσκεται κάτω από την χιονισμένη καμπή του Αιγόκερω, έβραζε από ακόμη πιο θερμό σπινθήρα φλογισμένη. Ο Ωκεανός εκλιπαρούσε, χύνοντας ύδωρ από ποτάμια δάκρυα μέσα από τα υγρά του βλέφαρα. Τότε πια ο Ζευς μαλάκωσε την οργή του και, καθώς είδε την γη να κατατρώγεται από τον κεραυνό, την σπλαχνίστηκε και θέλησε με ύδωρ να ξεπλύνει τα αποτεφρωμένα της λείψανα και την φλογισμένη πληγή της. Τότε ο βροχοφόρος Ζευς έφερε κατακλυσμό σε όλη την γαία, αφού πρώτα γέμισε τον πόλο με πυκνά νέφη. […][…].Οι υδρορροές που βάσταγαν το ύδωρ του 7-πορου αιθέρος άνοιξαν, καθώς ο Ζευς διέταξε βροχή. Του πολύφλοισβου κόλπου οι χαράδρες μούγκρισαν με ορμητικότερους χείμαρρους. Οι λίμνες, του Ωκεανού, οι αποσπασθέντες θυγατέρες, ξεχείλισαν. Οι κρουνοί εξακόντιζαν στον αέρα του Ωκεανού το επίπεδο ύδωρ, οι βράχοι ψιλόβρεχαν. […][…] Τότε ο Δευκαλίων πέρασε τα υψωμένα ύδατα ναυτίλος άφθαστος στων αιθέρων την ρότα. Μια Λάρνακα ήταν ο στόλος του που έπλεε σε δική της πορεία και μόνη της κινιόταν σαν αυτόματη, διασχίζοντας τα μανιασμένα ύδατα δίχως να βρίσκει λιμάνι. Τότε πια έγινε ο Κόσμος άκοσμος κι ο πάντροφος Αιών διέλυσε την προαιώνια αρμονία του ανθρώπινου γένους. Μα κάτω από τα ένθεα νεύματα του Διός ο κυανοχαίτης Ποσειδών χτύπησε με την τρίαινα, που την γαία τέμνει, την μεσόμφαλο άκρη του Θεσσαλικού σκοπέλου (βουνού) και την έσχισε στα δυο, και δια μέσου της χωρισμένης κορυφής χίμηξε το ύδωρ με αστραφτερούς ιριδισμούς. Τίναξε κι η γη από πάνω της τα ύδατα της θεόσταλτης πλημύρας και σήκωσε ξανά το κεφάλι. Κατρακυλούσαν τα αυλάκια του ύδατος σε βαθειές κρυψώνες και φανερώθηκαν τα βουνά. Ο ήλιος έχυνε το διψασμένο φως του και στέγνωνε της γης την υγρή επιφάνεια. Τα ύδατα έφευγαν μέσα σε κοινά αυλάκια, και χάρη σε ακόμα πιο θερμές ακτίνες οι λάσπες ξεράθηκαν κι έγιναν όπως πρώτα. Η ανθρώπινη τέχνη έχτισε πολιτείες στηριγμένες σε πέτρινα θεμέλια. Οικοδομήθηκαν κι ανάκτορα και φτιάχτηκαν δρόμοι ασφαλείς στις νεόχτιστες πόλεις από τη νέα γενιά των ανθρώπων. Η φύση γέλασε ξανά. Τα φτερά των πουλιών που πετούν μαζί με τους δυνατούς ανέμους σπάθισαν και πάλι τον αέρα.
–Ζεὺς δὲ πατήρ, προτέροιο δαϊζομένου Διονύσου γινώσκων σκιόεντα τύπον δολίοιο κατόπτρου, μητέρα Τιτήνων ἐλάσας ποινήτορι πυρσῷ Ζαγρέος εὐκεράοιο κατεκλήισε φονῆας Ταρταρίῳ πυλεῶνι· καὶ αἰθομένων ἀπὸ δένδρων θερμὰ βαρυνομένης ἐμαραίνετο βόστρυχα γαίης. ἀντολίην δ᾽ ἔφλεξε, καὶ αἰθαλόεντι βελέμνῳ αἴθετο Βάκτριον οὖδας ἑώιον, ἀγχιπόροις δὲ κύμασιν Ἀσσυρίοισιν ἐδαίετο Κάσπιον ὕδωρ, Ἰνδῷοί τε τένοντες· Ἐρυθραίοιο δὲ κόλπου ἔμπυρα κυμαίνοντος Ἄραψ θερμαίνετο Νηρεύς. καὶ δύσιν ἀντικέλευθον ἑῷ πρήνιξε κεραυνῷ Ζεὺς πυρόεις φιλότεκνος· ὑπὸ Ζεφύροιο δὲ ταρσῷ ἡμιδαὴς σέλας ὑγρὸν ἀπέπτυεν ἑσπερὶς ἅλμη … Ἀρκτῷοί τε τένοντες· ὁμοφλεγέος δὲ καὶ αὐτῆς πηγνυμένης πάφλαζε Βορήια νῶτα θαλάσσης· καὶ Νοτίου νιφόεσσαν ὑπὸ κλίσιν Αἰγοκερῆος θερμοτέρῳ σπινθῆρι μεσημβρινὸς ἔζεεν ἀγκών. καὶ διεροῖς βλεφάροις ποταμήια δάκρυα λείβων Ὠκεανὸς λιτάνευε χέων ἱκετήσιον ὕδωρ· Ζεὺς δὲ χόλον πρήυνε, βαρυνομένην δὲ κεραυνῷ γαῖαν ἰδὼν ἐλέαιρε, καὶ ἤθελεν ὕδατι νίψαι λύματα τεφρήεντα καὶ ἔμπυρον ἕλκος ἀρούρης. καὶ τότε γαῖαν ἅπασαν ἐπέκλυσεν ὑέτιος Ζεὺς πυκνώσας νεφέεσσιν ὅλον πόλον, οὐρανίη δὲ βρονταίοις πατάγοισι Διὸς μυκήσατο σάλπιγξ, ἀστέρες ὁππότε πάντες ἐνὶ σφετέροισι μελάθροις κεκριμένοι δρόμον εἶχον, ἐπεὶ τετράζυγι δίφρῳ Ἠέλιος σελάγιζε λεοντείων ἐπὶ νώτων ἱππεύων ἑὸν οἶκον· […][…] ἑπταπόρου δὲ αἰθέρος ὑδατόεντες ἀνωίχθησαν ὀχῆες Ζηνὸς ἐπομβρήσαντος· ἐριφλοίσβοιο δὲ κόλπου κρουνοῖς πλειοτέροισιν ἐμυκήσαντο χαράδραι, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι ἐκουφίζοντο, καὶ ἠέρι νέρτερον ὕδωρ κρουνοὶ ἀκοντιστῆρες ἀνέβλυον † Ὠκεανοῖο καὶ σκοπιαὶ ῥαθάμιζον, […][…] καὶ τότε Δευκαλίων περόων ὑψούμενον ὕδωρ ναυτίλος ἦν ἀκίχητος, ἔχων πλόον ἠεροφοίτην, καὶ στόλος αὐτοκέλευθος ἄτερ ποδός, ἄμμορος ὅρμου, λάρνακος αὐτοπόροιο κατέγραφε δύσνιφον ὕδωρ. καί νύ κε κόσμος ἄκοσμος ἐγίνετο, καί νύ κεν ἀνδρῶν ἄσπορον ἁρμονίην ἀνελύσατο πάντροφος Αἰών· ἀλλὰ Διὸς ζαθέοις ὑπὸ νεύμασι Κυανοχαίτης Θεσσαλικοῦ σκοπέλοιο μεσόμφαλον ἄκρον ἀράξας γειοτόμῳ τριόδοντι διέσχισε, καὶ διὰ μέσσου ῥηγνυμένου πρηῶνος ἐχάζετο μέρμερον ὕδωρ· καὶ χύσιν ὑψικέλευθον ἀπωσαμένη νιφετοῖο γαῖα φάνη παλίνορσος· ἐλαυνομένων δὲ ῥεέθρων εἰς βυθίους κευθμῶνας ἐγυμνώθησαν ἐρίπναι. καὶ χθονὸς ὑγρὰ μέτωπα χέων πολυδίψιον αἴγλην Ἠέλιος ξήραινε· παχυνομένων δὲ ῥοάων θερμοτέραις ἀκτῖσιν ἐχερσώθη πάλιν ἰλὺς οἷα πάρος. βροτέῃ δὲ τετυγμένα μείζονι τέχνῃ ἄστεα λαϊνέοισιν ἐνεστήρικτο θεμέθλοις, δωμήθη δὲ μέλαθρα, νεοκτίστων δὲ πολήων ἀρτιγόνοις μερόπεσσιν ἐγυρώθησαν ἀγυιαί. καὶ φύσις ἂψ ἐγέλασσε· συνιπταμένων δὲ θυέλλαις ὀρνίθων πτερύγεσσιν ἐρετμώθη πάλιν ἀήρ».
Άρα, όπως θα διαπιστώσουμε και στην συνέχεια του κειμένου, όχι μόνον η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά, έλαβε χώρα μετά την εκ του Διός και δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά, αλλά και ο κατακερματισμός του Ζαγρέα έλαβε χώρα πριν την εποχή του Κραναού!
Σε αυτό συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 – 110.b.2», εκεί λέγεται ότι :
«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με ατό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».
Όπως βέβαια είπαμε, όπως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον «Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις.
Όμως, όπως είδαμε στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ. 57-58», ο Δίας λέγει ότι στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσει κακό : δηλαδή στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Κατά αυτή την έννοια, και αφού η Πανδώρα είναι η άλογη ζωή, η Πύρα είναι η θηλυκή & θνητή ψυχή, η άλογη ψυχή.
Άλλωστε ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 202 – 206», μας λέγει ότι ο ησιόδειος μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την αιτία των «ἐν ἀνθρώποις» κακών στο «θῆλυ τῆς ψυχῆς» και στην «ἄλογον ζωὴν» την «ἐκ τῶν οὐρανίων ἡμῖν προσπλασθεῖσαν» [στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα ουράνια]. Ενώ ο δεύτερος ησιόδειος μύθος, αυτός που αναφέρεται στα 5 γένη, απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής μεταβολές των ανθρώπινων ζωών, μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας, καθώς εμείς ζούμε άλλοτε κατά Λόγο και άλλοτε κατά το άλογο.
Από την άλλη, και όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», η Πλειάδα Κελαινώ, είναι δύναμη αρχαγγελική η οποία επιβαίνει στον αρχάγγελο της σφαίρας του πλανήτη Κρόνου.
Όμως, όπως λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος», τόμος Α’ (συνέχεια), σ. 147.6 – 148.16», αναφερόμενος στου Αθηναίους του Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος, ο Φιλόσοφος Πορφύριος λέγει ότι ο Ήφαιστος είναι ο τεχνικός Νους και η γη η Σεληνιακή σφαίρα. Γιατί λέει ότι αυτή αποκαλείται αιθέρια γη από τους Αιγύπτιους. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι ψυχές που έλαβαν υπόσταση από τον θεό και μετέχουν στον τεχνικό Νου σπέρνονται στο σώμα της Σελήνης, επειδή εκεί ζουν οι τεχνικές ψυχές και έχουν σώματα που είναι απόρροιες των αιθέριων σωμάτων. Τα 9.000 έτη των Αθηναίων τα αποδίδει σε αυτές τις ψυχές υπό την εξής έννοια. Η περίοδος της ψυχής, όπως λέει, η οποία ανεβαίνει και κατεβαίνει μέσα από τους πέντε πλανήτες, διαρκεί 10.000 έτη, για να έχει κάθε πλανήτης 2.000 έτη, όχι όμως συναπτά. Ωστόσο ο χρόνος είναι συναπτός προσθετικά. Γιατί ο χρόνος προστίθεται στον εαυτό του. Για αυτό και όλες οι ζωές είναι 9, τις οποίες ο Πλάτων υπαινίσσεται με τα εννιάμερα των νεκρών, και παρομοίως στα νεογέννητα μερικοί δίνουν τα ονόματα την ένατη ημέρα, χρησιμοποιώντας χρονικές περιόδους που συμβολίζουν τη γέννηση και το θάνατο. Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, πλατωνικό μύθο, αυτόν της Ατλαντίδος, ο Πλάτων δεν χρησιμοποίησε τον χρόνο των 10.000 ετών αλλά τον αριθμό των 9.000 ετών, προκειμένου να δείξει ότι αυτοί για τους οποίους μιλάει είναι ακόμη στην γη και πλησιάζουν την περίοδο των 10.000 ετών. Δηλαδή η ψυχή ζει άνω, νοητικά και Κρόνια [σύμφωνα με τον Κρόνο, έχει Κρόνια ζωή σύμφωνα με τον πλατωνικό «Πολιτικό»] και κατεβαίνει κατά πρώτον στην πολιτική ζωή, η οποία ανήκει στον Δία, έπειτα κινεί το θυμικό και ζει φιλοτίμως. Και το θυμικό είναι Αρεϊκό. Μετά από αυτά υποβαίνει στις επιθυμίες και στην Αφροδισιακή ζωή, τέλος προβάλει τους φυσικούς λόγους που έφορός τους είναι ο «ἐντετακὼς Ἑρμῆς» [ο φαλλικός]. Μέσω αυτών η ψυχή συνδέεται με το σώμα. Αντιστρόφως, μόλις λάβει σώμα, πρώτα ζει φυτικά, καθώς είναι επόπτρια της τροφής και αύξησης του σώματος, έπειτα επιθυμητικά, διεγείροντας τις γενεσιουργούς δυνάμεις, έπειτα θυμικά, όταν ξεφύγει από αυτά και επιστρέψει στην φιλότιμη ζωή, έπειτα πολιτικά, όταν μετριάσει τα πάθη, και τέλος νοητικά. Αν μάλιστα αποκατασταθεί, ζει νοητικά και τα 10.000 έτη λαμβάνουν τέλος. «ἐν ῇ γενέσει», όμως, ακόμα και αν πολιτεύεται άριστα, ζει σύμφωνα με τον αριθμό που υπολείπεται κατά χίλια, σύμβολο αυτού του αριθμού είναι το 9.000, που ταιριάζει στην άριστη πολιτεία των Αθηναίων του Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ένωση του Προμηθέα με την Πλειάδα Κελαινώ, προσδίδει στα όντα την έλλογη ζωή. Δηλαδή η Κελαινώ προσδίδει στα όντα την έλλογη, νοητική ζωή.
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 94 – 98», το πιθάρι είναι μια δύναμη της ειμαρμένης, η οποίας χωρά όλα τα καλά και τα κακά πάθη το οποία απονέμονται στις ψυχές που εξέπεσαν στον Κόσμο της γένεσης και λόγω των οποίων κάποιοι είναι εύμοιροι η κακόμοιροι. Γιατί αυτό το πιθάρι περιέχει τα δύο πιθάρια που στην Ομηρική Ιλιάδα [στίχος 527-533, Ω΄ ραψωδία] είναι γεμάτα με τις «Κήρες» : «Γιατί δυο πίθοι κείνται μπρός στο κατώφλι του Δία με όσα δώρα δίδει, ο ένας με τα κακά, κι έτερος με τα αγαθά. Σε όποιον ανάμικτα δώσει ο Ζευς ο τερπικέραυνος, άλλοτε κακό του τυχαίνει, κι άλλοτε εσθλά. Σε όποιον όμως τα λυπηρά μονάχα δώσει, ατιμασμένος είναι, κι αυτόν κακή τον κυνηγά κατάρα πάνω στην δίια χθόνα, και παραδέρνει από θεούς και από βροτού διωγμένος. – δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ ἑάων· ᾧ μέν κ᾽ ἀμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ᾽ ἐσθλῷ· ᾧ δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν ἔθηκε, καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει, φοιτᾷ δ᾽ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε βροτοῖσιν» λέει ο Όμηρος. Για αυτό μέσα σε αυτό, στο πιθάρι, υπάρχουν και τα αγαθά. Και, όπως λέγει ο Ησίοδος, απομένει μέσα του μόνο η Ελπίδα, η οποία φέρνει στους δυστυχείς την παρηγοριά λόγω της προσδοκίας των καλύτερων και λόγω της μεταβολής των παρόντων κακών. Η γυναίκα ανοίγει το πιθάρι, επειδή φανερώνει στις ψυχές τις Κήρες που η ίδια παρέχει και που καθιστά αναγκαίες σε όσες ψυχές έχουν γίνει άλογες εξαιτίας της, ενώ οι ψυχές σωφρονίζονται μετά την πτώση και απομακρύνονται από αυτήν.
Ανακεφαλαιώνοντας θα πούμε ότι ο Προμηθέας διευθέτει το αρσενικό, το έλλογο μέρος της ψυχής, το λογιστικό, ενώ ο Επιμηθέας διευθέτει το άλογο μέρος της ψυχής – το επιθυμητικό. Η Πανδώρα, που είναι η Άλογη ζωή – δια του πίθου που μεταφέρει, έσμιξε μαζί του και γεννήθηκε η Πύρρα, δηλ. η θνητή & θηλυκή ψυχή, η άλογη ψυχή των όντων η οποία μετέχει της άλογης πλέον ζωής, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το πυρ που κινεί τα σώματα. Ο δε Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ που είναι η έλλογη ζωή και γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας, δηλ. η αθάνατη ψυχή των όντων (το λογιστικό/νους της ψυχής) που μετέχει νοητικής ζωής, που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της Δία, «φυγάς θέοθεν και αλήτης», εξ ου και ο Δευκαλίωνας όταν σταμάτησε ο κατακλυσμός, και η λάρνακα “έπιασε” στον Παρνασσό, «θύει Διὶ φυξίῳ – Θυσίασε στον Δία, τον προστάτη των φυγάδων».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, σ. 84-85», μας λέγει ότι ο Ερμής, στον ησιόδειο μύθο, ορθώς έχει εκληφθεί ως εκείνος που φέρνει τις δυο ψυχές, την άλογη και την λογική, σε επαφή με το σώμα. Γιατί κάθε αγγελιοφόρος είναι μεσολαβητής μεταξύ κάποιων άλλων δύο, μεταφέροντας τη σκέψη του ενός στον άλλον. Και το άλογο μέρος είναι ενδιάμεσο μεταξύ του σώματος και της λογικής ψυχής.
Ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην : ένα ον που αποτελεί την ένωση της αρσενικής/νοήμονος ψυχής και της θηλυκής/άλογης ψυχής : ένα όν που προέκυψε ως η νέα «κορυφή» των εν τη γενέσει όντων άμα την οντολογική πτώση που περιγράφει ο Σωκράτη στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 189.d.5 – 193.a», εκεί δια στόματος Αριστοφάνη ο Πλάτων αναφέρει τον μύθο των τέλειων όντων, των 3-ων γενών όντων που υπήρχαν κάποτε : του τέλειου ανήρ, της τέλειας γυνής και του Ανδρόγυνου. Ο Έλλην φέρει τόσο την Μαντική, δηλ. την διείσδυση στο «εν συνεχεία όλον», την ενόραση δηλ. που δόθηκε στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όσο και την νόηση & την επιστήμη της αρσενικής ψυχής – την από τον Προμηθέα κλαπείσα «ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί» : ο Προμηθέας «διὰ τούτης ἀνεγεῖρει [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [που και δια αυτής ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών]!
-----------
[1] Οναρ= ὄνειρος. λύσις ὀνείρου· ὄναρ καθ᾽ ὕπνους νητρεκὲς λαλεῖν τόδε. (Βλ. Λεξικό Σουίδα).
[2] Υπαρ= ἀλήθεια, οὐκ ἐν ὀνείρῳ. τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ. οἷον φανερῶς, ἀληθῶς ὑπάρχον. Ὕπαρ = λέγει τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ· ὡς ἐναργῶς ὑπάρχον, ἀληθές. (Βλ. Λεξικό Σουίδα). Υπαρ = Ἐγρήγορσις, ὀπτασία ἀληθὴς, οὐκ ἐν ὀνείρῳ· (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό).ὕπαρ= τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ. (Βλ. Λεξικό Ησύχιου).
[3] Βλ. Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 1021 – 1025» και «Σχόλια στον Αισχύλο, 1022. 3 – 5» [T.L.G.].
[4] Μάλιστα ο Προμηθέας, στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 442 – 468» του Αισχύλου, λέγει: «τώρα τα πάθη των ανθρώπων να ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·. κι όχι παράπονο μ’ αυτούς πως έχω, μόνο για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. Και λοιπόν πρώτα έβλεπαν και του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων μορφές σ’ όλο το μάκρος της ζωής τους όλα τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε προσήλια σπίτια από πλίθο ήξεραν, ούτε τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ’ ανήλια σπήλια χωσμένοι τρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα γνώριζαν βέβαιο σημάδι, ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους του καρπερού κανένα, μα έτσι πορεύονταν με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι· και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκε άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα του ναύτη αμάξια. – τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους. λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων, ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος· οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην, κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν· κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις. ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις. καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις,μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σώμασίν θ᾽ ὅπως θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμα τ᾽ ἤγαγον φιληνίους ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς. θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα».
[5] Γιατί, όπως λέει ο Πρόκλος, «πᾶσα τεχνικὴ ποίησις εἰδοποιός ἐστι καὶ κοσμητικὴ τῆς ὑποκειμένης ὕλης» [πάσα δημιουργία της τέχνης παρέχει Είδος και διακοσμεί την ύλη που αποτελεί το αντικείμενό της]. Αλλά ο Προμηθέας λαμβάνοντας πρόνοια, και έδωσε τις τέχνες στις ψυχές και τις παράλαβε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά (γιατί μέσα σε αυτούς τους θεούς εμπεριέχεται η αιτία όλων των τεχνών, καθώς ο ένας παρέχει πρωταρχικά την δημιουργική τους ιδιότητα, και η άλλη από ψηλά εκπέμπει σε αυτές τη γνωστική και νοητική). Επειδή όμως χρειαζόταν όχι μόνο η ανεύρεση των τεχνών για τις ψυχές μέσα στα γένη, αλλά και μια άλλη επιστήμη πιο τέλεια από αυτές, η Πολιτική, η οποία μπορεί αυτές τις τέχνες και να τις βάλει μαζί και να τις τακτοποιήσει και να οδηγήσει στη σύμφωνη με τον νου ζωή τις ψυχές μέσω της αρετής, και επειδή ο Προμηθέας ήταν αδύνατον να μας παράσχει, καθώς μόνο στον μέγιστο Ζευς πρωταρχικά βρίσκεται η «Πολιτική» [ὁ δὲ Προμηθεὺς ταύτην πορίζειν ἡμῖν ἀδύνατος ἦν, διότι δὴ παρὰ τῷ μεγάλῳ Διὶ πρώτως ἐστὶν ἡ πολιτική], ενώ ο Πλάτων λέει ότι «είναι αδύνατον στον Προμηθέα να εισέλθει κρυφά στην Ακρόπολη του Διός – εἰς τὴν τοῦ Διὸς ἀκρόπολιν παρελθεῖν οὐχ οἷόν τε εἶναι» (διότι υπάρχουν φοβερές φρουρές του Διός, οι οποίες τον διαφυλάσσουν εξηρημένο όλων των επιμέρους αιτίων), στέλνει ο Ζευς στους ανθρώπους τον Ερμή ως αγγελιοφόρο φέρνοντας την φρόνηση και την αιδώ και γενικά την πολιτική επιστήμη, και τον διατάσει να παραδώσει το ίδιο σε όλους αυτή την αρετή [ἐπὶ πάντας νεῖμαι] και σε όλους να μοιράσει τη γνώση των δίκαιων, των καλλών και των αγαθών, αλλά όχι διαιρεμένα, όπως ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και διαφορετικοί άνθρωποι και άλλοι από τους ανθρώπους είναι επιγνώμονες αυτών [ειδικοί], ενώ άλλοι είναι αμαθείς είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές. Διευκρινίζει δε ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’, 123.19 – 124.14», ότι ο Πλάτων στον μύθο του πλατωνικού «Πρωταγόρα», υποδεικνύοντάς μας «τὴν ἐξῃρημένην τοῦ Διὸς περιωπὴν» και την «ἀμιγῆ ὑπεροχήν» της ουσίας από όλα τα κατώτερα, λόγω της οποίας και είναι «ἄβατός καὶ ἀνέκφαντος» στα επιμέρους γένη των θεών, «ανάγει την αιτία στην αδιάφθορη φρουρά του και στην φρουρητική τάξη γύρω από αυτόν – ἐπὶ <τὴν> ἄτρεπτον αὐτοῦ φυλακὴν καὶ τὴν περὶ αὐτὸν φρουρητικὴν τάξιν ἀναφέρει τὴν αἰτίαν». Γιατί λόγω αυτής της αιτίας όλες οι δημιουργικές δυνάμεις είναι σταθερά εδραιωμένες μέσα στον εαυτό τους, και όλα τα Είδη που βρίσκονται στην κορυφαία υπεροχή στέκονται εξηρημένα από τα κατώτερά τους, και «ὅλος ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν τῷ ἑαυτοῦ μένει κατὰ τρόπον ἤθει» όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 41.e». Γιατί, λέει, «αἱ τοῦ Διός φυλακαὶ φοβεραὶ» είναι για τα πάντα, και για αυτό αυτά τα γένη των θεών, ένας εκ των οποίων είναι και ο Προμηθεύς, από εκεί συνδέονται με τις άχραντες και Ολύμπιες δυνάμεις του δημιουργού & πατέρα, και όχι έτσι όπως είναι [οὐχ οἷά τέ ἐστιν]. Ξεκάθαρα, λοιπόν ο ίδιος ο Σωκράτης με μύθο μας παραδίδει «τὴν περὶ τὸν δημιουργὸν φυλακήν» και μας δείχνει ότι το φρουρητικό γένος έχει λάβει υπόσταση μαζί με τους νοητικούς θεούς. Γιατί όπως η πανάρχαια Ελληνική παράδοση λέγει ότι η δημιουργική βαθμίδα περικλείεται από μια «πρηστηρίδι φρουρᾷ», έτσι και ο Πλάτων λέει ότι γύρω από αυτήν έχουν εγκατασταθεί φρουρές οι οποίες φρουρούν ακλόνητα την εξηρημένη υπεροχή του δημιουργού & πατέρα από όλα τα κατώτερα.
[6] Η διαλεκτική, όχι των περιπατητικών αλλά του θεϊκού Πλάτωνα, έχει γεννήτορα τον νου και είναι η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα Είδη. Με βάση την από την πρόοδο των όλων δημιουργεί την μέθοδο της διαίρεσης, με βάση τη συγκέντρωση καθενός προς την περίληψη μίας ιδιότητας δημιουργεί την μέθοδο του ορισμού. Με βάση την επάλληλη παρουσία των Ειδών, λόγω της οποίας το καθετί είναι ότι είναι και μετέχει των υπολοίπων Ειδών, δημιουργεί τη μέθοδο της απόδειξης. Και, βάσει της επιστροφής των πάντων στο Ένα και στις οικίες του αρχές, γεννά την μέθοδο της ανάλυσης. Αυτή λοιπόν την γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 534.e» την ονομάζει διαλεκτική και την τοποθετεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην νόηση. Την όρισε δε ως το «επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ», ενώ στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.
[7] Ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 4.3.9. 3 – 12» λέει ότι: «Ο τρόπος εισόδου της ψυχής στο σώμα είναι διττός. Ο ένας είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη στο σώμα και αλλάζει σώματα ή από ένα αέρινο ή πύρινο σώμα περνάει σε ένα γήινο, διαδικασία που οι άνθρωποι δεν ονομάζουν μετενσωμάτωση, διότι το σώμα από το οποίο έγινε η είσκριση [είσοδος] είναι αφανές. Ο άλλος τρόπος είναι η μετάβαση από το ασώματο σε οποιασδήποτε μορφής σώμα, που θα ήταν βέβαια για την ψυχή η πρώτη επικοινωνία με το σώμα –Επεὶ τοίνυν διττὸς ὁ τρόπος τῆς εἰς σῶμα ψυχῆς εἰσόδου—ἡ μὲν γὰρ γίνεται ψυχῇ ἐν σώματι οὔσῃ τῇ τε μετενσωματουμένῃ καὶ τῇ ἐκ σώματος ἀερίνου ἢ πυρίνου εἰς γήινον γινομένῃ, ἣν δὴ μετενσωμάτωσιν οὐ λέγουσιν εἶναι, ὅτι ἄδηλον τὸ ἀφ᾽ οὗ ἡ εἴσκρισις, ἡ δὲ ἐκ τοῦ ἀσωμάτου εἰς ὁτιοῦν σῶμα, ἣ δὴ καὶ πρώτη ἂν εἴη ψυχῇ κοινωνία σώματι—ὀρθῶς ἂν ἔχοι ἐπισκέψασθαι περὶ ταύτης, τί ποτέ ἐστι τὸ γινόμενον πάθος τότε, ὅτε ψυχὴ καθαρὰ οὖσα σώματος πάντη ἴσχει περὶ αὐτὴν σώματος φύσιν».
[8]Ο Ιαπετός, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 50», είναι νοητικός θεός, αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του ουρανού. «παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω.
[9] Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», ο Άτλαντας σηκώνει τον ουρανό και ο ίδιος με μια συνοχή στηρίζει τους κίονες “που χωρίζουν την γαία και τον ουρανό”, καθώς έχει λάβει δυνάμεις που διαχωρίζουν τον ουρανό και την γη, δυνάμεις λόγω των οποίων ο ουρανός μένει χωριστός από την γαία και περιστρέφεται στον παντοτινό χρόνο γύρω από την γαία, ενώ αυτή μένει σταθερή στο κέντρο και γεννά μητρικά όλα όσα γεννά πατρικά ο ουρανός. Γιατί αυτές τις δυνάμεις, οι οποίες διατηρούν απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ των δυο, τις αποκάλεσε «κίονες, που χωρίζουν γαία και ουρανό». Αυτό σημαίνει ότι ο ουρανός και η γαία μένουν αιώνια χωριστά το ένα από το άλλο και δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους ποτέ. Ως τέκνα του Άτλαντα αναφέρονται οι Πλειάδες, που είναι επτά : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη – Αστερόπη, η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Όλες αυτές είναι δυνάμεις αρχαγγελικές, οι οποίες επιβαίνουν στους αρχαγγέλους των επτά σφαιρών, η Κελαινώ της σφαίρας του Κρόνου, η Στερόπη – Αστερόπη της σφαίρας του Δία, η Μερόπη της σφαίρας του Άρη, η Ηλέκτρα της σφαίρας του Ήλιου, η Αλκυόνη της σφαίρας της Αφροδίτης, η Μαία της σφαίρας του Ερμή και η Ταϋγέτη της σφαίρας της Σελήνης.Αυτή η ενιαία σύνταξη των επτά σφαιρών έχει τοποθετηθεί μέσα στους απλανείς ως «ἄγαλμα ἐνουράνιον» το οποίο ονομάζουμε Πλειάδα και είναι άστρο εμφανές. Το άστρο αυτό είναι «κατεστηριγμένον» εντός του αστερισμού του Ταύρου και κατά τις ανατολές και τις δύσεις του προκαλεί πάμπολλη μεταβολή στην ατμόσφαιρα.
[10] Το Χάλκινο γένος, που είναι το τρίτο στην σειρά, αναλογεί, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76. 10 – 16», στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Το χάλκινο γένος, και για τον Ησίοδο εξάλλου, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
[11] Το γένος των ημιθέων, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76.23 – 77.4», που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου