Γιε μου που πας; Μάνα θα πάω στην αλάνα! Η φωνή της μάνας αντήχησε στο σπίτι όταν άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει.
«Αλέξη που πας;». «Πάω για μπάλα μαμά. Θα είμαι στην αλάνα με τα παιδιά».
Ο πιτσιρικάς με το κοντοκουρεμένο μαλλί και τα κόκκινα μάγουλα ετοιμαζόταν να συναντήσει τους φίλους του στην αλάνα της γειτονιάς. Είχανε ντέρμπι σήμερα με την ομάδα της διπλανής γειτονιάς. Το ματς ήταν το αντικείμενο συζήτησης όλη την εβδομάδα και αυτός ήταν αποφασισμένος να δώσει εκείνη τη μέρα τον καλύτερό του εαυτό.
Ο πιτσιρικάς διαβαίνοντας τo κατώφλι της πόρτας ήξερε… Για τις επόμενες ώρες και μέχρι να δύσει ο ήλιος, θα έπαιζε ανενόχλητος με τους φίλους του, θα μάτωνε τα γόνατά του, θα έσκιζε τα ρούχα του, θα έλιωνε από τον ιδρώτα και στο τέλος αποκαμωμένος θα γύριζε σπίτι και θα εξιστορούσε τα κατορθώματά του.
Όμως και η μάνα ήξερε. Όταν θα γύριζε ο μικρός θα του έβαζε ιώδιο και σουλφαμιδόσκονη στα γόνατα, θα έραβε μπαλώματα στα σκισμένα του ρούχα, θα τον έκανε ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και θα του εξιστορούσε μια μαγική ιστορία πριν κοιμηθεί.
Αυτή η καθημερινότητα δεν είναι και καμιά αρχαία ιστορία. Οι αλάνες άρχισαν να σβήνουν από τις γειτονιές γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 80 και να δίνουν τη θέση τους σε πλατείες, σχολεία, εμπορικά κέντρα κ.α. Και μαζί με τις αλάνες που έσβησαν άρχισαν να σβήνουν και τα τελευταία ψήγματα αθωότητας που επικρατούσε στις γειτονιές.
Η εγκληματικότητα, η ξενοφοβία, οι αυξημένοι ρυθμοί ζωής κάθε οικογένειας, η επιτακτικότητα με την οποία προέκυψαν ξαφνικά οι δεκάδες παιδικές δραστηριότητες σε οργανωμένα γκρουπ, άφησαν πίσω τα σκισμένα γόνατα και έφεραν στο προσκήνιο σκιασμένα μυαλά. Η λέξη «Πρόσεχε» ακούγεται πια στη νιοστή και οι έγνοιες είναι περισσότερες από τη χαρά που πρέπει να φέρνει η παιδική ηλικία.
Όποιος έχει γεννηθεί πριν το 1980 αποκλείεται να μην έχει έστω κι ένα σημάδι στο γόνατο από μια πτώση στην αλάνα της δικής του γειτονιάς. Εκεί που οι πέτρες ήταν κοφτερές σαν ξυράφι, που το χώμα ήταν φίλος και το τέρμα αυτοσχέδιο με δύο κοτρόνες για δοκάρια. Μοιάζει μακρινό; Αρκεί να κοιτάξει ο καθένας λίγο χαμηλά, στα γόνατά του, να χαϊδέψει το ανεπαίσθητο σημάδι που έχει μείνει από εκείνη την εποχή και ύστερα να φέρει τις εικόνες αυτές μπροστά του.
Ίσως έτσι πείσει τον εαυτό του να μετριάσει το φόβο που μεταδίδει στα παιδιά και να φτιάξει αλάνες (νοερές ή και πραγματικές) για να μπορέσουν και τα σημερινά πιτσιρίκια να πάρουν κάτι από την αθωότητα εκείνης της εποχής.
«Αλέξη που πας;». «Πάω για μπάλα μαμά. Θα είμαι στην αλάνα με τα παιδιά».
Ο πιτσιρικάς με το κοντοκουρεμένο μαλλί και τα κόκκινα μάγουλα ετοιμαζόταν να συναντήσει τους φίλους του στην αλάνα της γειτονιάς. Είχανε ντέρμπι σήμερα με την ομάδα της διπλανής γειτονιάς. Το ματς ήταν το αντικείμενο συζήτησης όλη την εβδομάδα και αυτός ήταν αποφασισμένος να δώσει εκείνη τη μέρα τον καλύτερό του εαυτό.
Ο πιτσιρικάς διαβαίνοντας τo κατώφλι της πόρτας ήξερε… Για τις επόμενες ώρες και μέχρι να δύσει ο ήλιος, θα έπαιζε ανενόχλητος με τους φίλους του, θα μάτωνε τα γόνατά του, θα έσκιζε τα ρούχα του, θα έλιωνε από τον ιδρώτα και στο τέλος αποκαμωμένος θα γύριζε σπίτι και θα εξιστορούσε τα κατορθώματά του.
Όμως και η μάνα ήξερε. Όταν θα γύριζε ο μικρός θα του έβαζε ιώδιο και σουλφαμιδόσκονη στα γόνατα, θα έραβε μπαλώματα στα σκισμένα του ρούχα, θα τον έκανε ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και θα του εξιστορούσε μια μαγική ιστορία πριν κοιμηθεί.
Αυτή η καθημερινότητα δεν είναι και καμιά αρχαία ιστορία. Οι αλάνες άρχισαν να σβήνουν από τις γειτονιές γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 80 και να δίνουν τη θέση τους σε πλατείες, σχολεία, εμπορικά κέντρα κ.α. Και μαζί με τις αλάνες που έσβησαν άρχισαν να σβήνουν και τα τελευταία ψήγματα αθωότητας που επικρατούσε στις γειτονιές.
Η εγκληματικότητα, η ξενοφοβία, οι αυξημένοι ρυθμοί ζωής κάθε οικογένειας, η επιτακτικότητα με την οποία προέκυψαν ξαφνικά οι δεκάδες παιδικές δραστηριότητες σε οργανωμένα γκρουπ, άφησαν πίσω τα σκισμένα γόνατα και έφεραν στο προσκήνιο σκιασμένα μυαλά. Η λέξη «Πρόσεχε» ακούγεται πια στη νιοστή και οι έγνοιες είναι περισσότερες από τη χαρά που πρέπει να φέρνει η παιδική ηλικία.
Όποιος έχει γεννηθεί πριν το 1980 αποκλείεται να μην έχει έστω κι ένα σημάδι στο γόνατο από μια πτώση στην αλάνα της δικής του γειτονιάς. Εκεί που οι πέτρες ήταν κοφτερές σαν ξυράφι, που το χώμα ήταν φίλος και το τέρμα αυτοσχέδιο με δύο κοτρόνες για δοκάρια. Μοιάζει μακρινό; Αρκεί να κοιτάξει ο καθένας λίγο χαμηλά, στα γόνατά του, να χαϊδέψει το ανεπαίσθητο σημάδι που έχει μείνει από εκείνη την εποχή και ύστερα να φέρει τις εικόνες αυτές μπροστά του.
Ίσως έτσι πείσει τον εαυτό του να μετριάσει το φόβο που μεταδίδει στα παιδιά και να φτιάξει αλάνες (νοερές ή και πραγματικές) για να μπορέσουν και τα σημερινά πιτσιρίκια να πάρουν κάτι από την αθωότητα εκείνης της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου