Σιωπή...!
Με φοβούνται. Κι έτσι πάλι μένω μονάχος. Το κλάμα μου αντηχεί στα δάση και τα βουνά, σαν μονόλογος του φεγγαριού που ένωσε την απόγνωση του με την μελαγχολική σιγαλιά του χειμώνα. Διαπερνά τη σιωπή σαν στριγκλιά καταραμένου ανέμου που εξόρισαν οι θεοί, σαν οξύς θρήνος των κυνηγημένων πλασμάτων της νυχτιάς...
Με αποφεύγουν. Πονάω. Οι ανάσες μου σφυροκοπούν τα σωθικά μου. Είναι έτοιμες να εκραγούν απ’το στήθος μου σαν ηφαίστειο που ξυπνά μετά από αιώνες απ’το μακάριο λήθαργο του...Καίγομαι...
Με απορρίπτουν. Δεν τους καταλαβαίνω. Οι γνώριμες κοφτερές σκέψεις καρφώνουν και πάλι αδιάλλακτα ότι έχει απομείνει από φως κι ελπίδα μέσα στο μουδιασμένο μου κεφάλι...
Την καρδιά μου ίσα που την ακούω πια. Μονάχη. Κι η ίδια δίνει την εντύπωση πως έχει πάψει να πιστεύει πως αποτελεί το δίαυλο της ζωής στο σώμα μου. Ασφυκτιά κάτω από τη τυραννική χωμάτινη σάρκα μου. Τη φυλακή μου. Το ιερό μου καθήκον.
Τους καθρεφτίζω. Μέσα απ’τη διαυγή μου φύση, αντανακλώ το μίασμα της απάνθρωπης φύσης τους. Τους συστήνω στον δηλητηριασμένο εαυτό τους. Κι εκείνοι γυρνούν την πλάτη αηδιασμένοι και φεύγουν. Ούτε νικητές μα ούτε και νικημένοι. Μονάχα φεύγουν.
Τους εξαγνίζω. Σαν δίνη χάους το λυτρωτικό μου βλέμμα, τους παρασέρνει σε τόπους αφιλόξενους, διεφθαρμένους, παραμορφωμένους, ανατριχιαστικούς, παράλογους... Ενστικτωδώς αποτραβιούνται στην πραγματικότητα της αδράνειας δίχως να τολμούν φτάσουν στο άγνωστο τέλος. Επιστρέφουν στην ασφάλεια του χάρτινου ηλιοφώτιστου κάστρου τους. Μα πιστεύουν πως αυτό θα τους προστατέψει απ’τα νύχια μου; Για πόσο ακόμα;
Tους λυπάμαι!
Τους ακούω μα εκείνοι δεν μ’ακούν. Δεν έχουν μάθει να με ακούν. Πονούν και διώχνουν τις σκέψεις όταν τους φέρνω αντιμέτωπους με τον αποτρόπαιο εαυτό που τρέφουν μέσα στην ευάλωτη ψυχή τους. Τον εαυτό απ’όπου πηγάζουν όλα τα προβλήματα της ασήμαντης ζωούλας τους.
Με αγνοούν. Κλειδώνουν το πνεύμα, κατακρεουργούν τις αισθήσεις και ναρκώνουν την αντίληψη πριν προλάβει να καλύψει ο ήσκιος της αλήθειας μου τα πολύχρωμα, ατάραχα προσωπεία της σκλαβιάς τους.
Για εκείνους είμαι ο τρομερός εφιάλτης της μέρας. Ένας ανίκητος θεός. Μου χαρίζουν τον προσωπικό τους πόλεμο δίχως καμία μάχη.Τι προσβλητικό...Τι άδοξο! Τι άδικο!
Μα το αίμα τους στάζει. Μέρα με τη μέρα στερεύει η ζωή απ’το ποτάμι της ψυχής τους. Εκφυλίζεται η ύπαρξη τους μέρα με τη μέρα και εκείνοι ράβουν χαμόγελα πάνω στην τσαλακωμένη τους σάρκα. Νομίζουν πως αυτό θα τους ελευθερώσει. Μονάχα επιφανειακά μπαλώματα στο λάθος σημείο.
Ματώνουν...Ματώνουν μα ντύνουν τα σώματα με κόκκινα ενδύματα. Κι ας ξέρουν πως αυτό δεν θα τους ελευθερώσει.
Λάθος μάχες. Πληγές...Αμέτρητες πληγές που προκαλούν οι ίδιοι στους εαυτούς τους χωρίς να το συνειδητοποιούν. Η υπέρτατη προδοσία.
Μα δεν τους έμαθαν οι σοφοί θεοί τους, πώς η ζωή αρχίζει και τελειώνει από μέσα; Εκεί, σε κείνα το αόρατο υλικό που κουβαλούν και αγνοούν μια ολόκληρη ζωή; Σε εκείνο το ‘είναι’ μέσα τους που θυσιάζουν καθημερινά προσκολλώμενοι στις απατηλές τους αισθήσεις και στα εγωιστικά, ανικανοποίητα, φθαρτά θέλω τους;
Μα πόσο αλαζόνες είναι επιτέλους, να πιστεύουν πως το δώρο της ζωής είναι αιώνιο, δεδομένο και πως το αξίζουν χωρίς καμιά δοκιμασία; Όταν δεν το διεκδικούν, δεν το κατανοούν, δεν το τιμούν ή δεν τολμούν να γνωρίσουν τη φύση του; Πώς θα γευτούν το δέος και το θαύμα της αληθινής ζωής όταν ακόμα δεν έχουν μάθει να γράφουν σωστά το όνομα της στα βιβλία της αντίληψης τους; Όχι. Καμία ανάσα δεν τους ανήκει αν δεν πολεμήσουν για εκείνη. Ακόμα βρίσκονται στο μεταίχμιο. Στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου. Στο τίποτα.
Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να τους λυπηθώ.
Νιώθω πως το έργο μου αποτελεί μια άχρηστη πλέον δοκιμασία. Αδιαφορούν για το θαύμα της εξέλιξης και των επιλογών που τους κληροδοτήθηκε. Θέλουν μονάχα να μιλούν ακατάπαυστα σε γλώσσες νέες, πολύπλοκες που βουίζουν στα αυτιά μου καιμε ζαλίζουν. Μελετούν τον κόσμο με έναν τρόπο δικό τους, μα ξεχνούν πως δεν αρκεί απλά να γνωρίζεις τα πάντα.
Όταν ο δημιουργός εξαντλεί τη γνώση, μένει πάντα ανικανοποίητος και μελαγχολικός γιατί του διαφεύγει το κλειδί που θα ενεργοποιήσει τούτη τη γνώση σε ανώτερα επίπεδα. Πρέπει να την εμφυσήσει με μια δόση μαγείας απ’την εσωτερική φωνή της ψυχής. Μόνο με τη βοήθεια της, μπορεί να συλλάβει το νόημα που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μέσω του πρακτικού μέρους.
Μα γιατί τα λέω όλα αυτά; Και τι κάνω πια εδώ;
Νιώθω πως το σχέδιο διάσωσης των ανθρώπων δεν ωφελεί να εκτελείται άλλο. Νιώθω να αργοπεθαίνω παγιδευμένος μέσα σε ένα ξεπεσμένο κενό που απορροφά τα πάντα. Ένα τίποτα που καταπλακώνει ανεξέλεγκτα τις ψυχές, σβήνοντας την θεική ουσία τους απ’το συμπαντικό χάρτη. Ένα τίποτα που καταδικάζει τους ανθρώπους να ζουν κάτω απ’τους ουρανούς που δημιούργησαν οι ίδιοι δίχως να έχουν διδαχθεί με υπομονή την θειική ιδιότητα. Υιοθετούν την εξουσία των θεών δίχως να έχουν μελετήσει το θαυμαστό έργο των θεών μέσα τους. Ιδρύουν ορίζοντες δίχως βάθος. Ουρανούς που αντικατοπτρίζουν την άδεια ψυχή τους. Θα εγκλωβιστούν μέσα στα ίδια τους τα τείχη.
Με μισούν. Γιατί κραυγάζω την αλήθεια. Γιατί γνωρίζουν πως αν το θελήσω μπορώ να τους καταστρέψω. Με σιχαίνονται. Γιατί καταβάθος είμαι εκείνοι.
Τους μισώ. Γιατί επιλέγω να γίνω εκείνοι. Και δεν παραπονιέμαι γι’αυτό. Είμαι δέσμιος του καθήκοντος μου και είμαι περήφανος γι’αυτό.
Αν τους καταστρέψω θα προδώσω την αποστολή μου και τον εαυτό μου. Θα αφανιστεί η ζωή κι εγώ δεν είμαι θεός για να ορίσω κάτι τέτοιο.Είμαι δούλος. Μεταμφιεσμένος υπηρέτης της αγάπης κι αγγελιοφόρος του φωτός.
Με καταπολεμούν. Γιατί τους θυμίζω όλα όσα κρύβουν στις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα τους.
Μα αυτό κάνει ένας δαίμονας. Ανοίγει το δρόμο για το φως με το σπαθί του σκότους.
Κι αυτό είναι ένα επίπονο έργο. Ένα έργο που τσακίζει επανειλλημένα την ύψιστη ύπαρξη του δαίμονα, καταδικάζοντας την στο αιώνιο παιχνίδι του πόνου και της λύτρωσης. Τη χτυπά αλύπητα. Τη μαστιγώνει. Την πετσοκόβει. Τη θανατώνει και την αναγεννά μετά από κάθε αναμέτρηση.
Πόσο το μισώ όταν έρχεται τούτη η ώρα. Η κάθοδος σε έναν κόσμο ανοικείο, όπου οι μνήμες σβήνονται κι όλα αρχίζουν απ’την αρχή. Η ατέλειωτη καταδίκη των ενσαρκώσεων κι η προσωρινή αγαλίαση της εκπλήρωσης του στόχου.
Είναι ένα έργο δύσκολο, το έργο του δαίμονα. Είναι ένα έργο για επιλεγμένες ψυχές. Τις πιο αγνές ψυχές που δημιούργησε το ίδιο το σύμπαν. Μονάχα με το μεγαλύτερο καλό ισοπεδώνεται το μεγαλύτερο κακό. Όπως μονάχα με το μεγαλύτερο κακό αναπτύσσεται το μεγαλύτερο καλό.
Είναι ένα έργο που απαιτεί δύναμη. Ένα έργο που μπορούν να φέρουν εις πέρας μονάχα οι δαίμονες.Πλάσματα που μπορούν να ντυθούν την ασχήμιαδίχως δισταγμό και φόβο,γιατί η ψυχή τους είναι φτιαγμένη από το αρχαίο πηγαίο φως της Ζωής. Το αληθινό φως που φόβο δεν γνωρίζει.
Όσο με γνωρίζουν οι άνθρωποι τόσο με εγκαταλείπουν. Δεν με δέχονται και με καταδικάζουν γιατί αρνούνται να ανακαλύψουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Μα όσο φέγγει ο ήλιος εκεί ψηλά στον ουρανό και οι θεοί παρατηρούν την πορεία του κόσμου απ’τους γαλαξιακούς τους θρόνους, εγώ δεν θα τους εγκαταλείψω ποτέ.
Γιατί πέρα από δαίμονας, είμαι και άνθρωπος. Μπορεί να είμαι δεσμευμένος στο σκοπό μου, όπως οι άνθρωποι στους αυτοδημιούργητους δικούς τους, μα κάθε φορά που μου χαρίζουν λίγες στιγμές ελευθερίας μέσα απ’τα παράξενα ταξίδια τους στον κόσμο της γνώσης, λαμβάνω το πιο πολύτιμο Δώρο.Το δώρο που οι άνθρωποι ξεχνούν και το χαρίζουν πίσω στους θεούς τους. Το δώρο της επιλογής.
Με φοβούνται. Κι έτσι πάλι μένω μονάχος. Το κλάμα μου αντηχεί στα δάση και τα βουνά, σαν μονόλογος του φεγγαριού που ένωσε την απόγνωση του με την μελαγχολική σιγαλιά του χειμώνα. Διαπερνά τη σιωπή σαν στριγκλιά καταραμένου ανέμου που εξόρισαν οι θεοί, σαν οξύς θρήνος των κυνηγημένων πλασμάτων της νυχτιάς...
Με αποφεύγουν. Πονάω. Οι ανάσες μου σφυροκοπούν τα σωθικά μου. Είναι έτοιμες να εκραγούν απ’το στήθος μου σαν ηφαίστειο που ξυπνά μετά από αιώνες απ’το μακάριο λήθαργο του...Καίγομαι...
Με απορρίπτουν. Δεν τους καταλαβαίνω. Οι γνώριμες κοφτερές σκέψεις καρφώνουν και πάλι αδιάλλακτα ότι έχει απομείνει από φως κι ελπίδα μέσα στο μουδιασμένο μου κεφάλι...
Την καρδιά μου ίσα που την ακούω πια. Μονάχη. Κι η ίδια δίνει την εντύπωση πως έχει πάψει να πιστεύει πως αποτελεί το δίαυλο της ζωής στο σώμα μου. Ασφυκτιά κάτω από τη τυραννική χωμάτινη σάρκα μου. Τη φυλακή μου. Το ιερό μου καθήκον.
Τους καθρεφτίζω. Μέσα απ’τη διαυγή μου φύση, αντανακλώ το μίασμα της απάνθρωπης φύσης τους. Τους συστήνω στον δηλητηριασμένο εαυτό τους. Κι εκείνοι γυρνούν την πλάτη αηδιασμένοι και φεύγουν. Ούτε νικητές μα ούτε και νικημένοι. Μονάχα φεύγουν.
Τους εξαγνίζω. Σαν δίνη χάους το λυτρωτικό μου βλέμμα, τους παρασέρνει σε τόπους αφιλόξενους, διεφθαρμένους, παραμορφωμένους, ανατριχιαστικούς, παράλογους... Ενστικτωδώς αποτραβιούνται στην πραγματικότητα της αδράνειας δίχως να τολμούν φτάσουν στο άγνωστο τέλος. Επιστρέφουν στην ασφάλεια του χάρτινου ηλιοφώτιστου κάστρου τους. Μα πιστεύουν πως αυτό θα τους προστατέψει απ’τα νύχια μου; Για πόσο ακόμα;
Tους λυπάμαι!
Τους ακούω μα εκείνοι δεν μ’ακούν. Δεν έχουν μάθει να με ακούν. Πονούν και διώχνουν τις σκέψεις όταν τους φέρνω αντιμέτωπους με τον αποτρόπαιο εαυτό που τρέφουν μέσα στην ευάλωτη ψυχή τους. Τον εαυτό απ’όπου πηγάζουν όλα τα προβλήματα της ασήμαντης ζωούλας τους.
Με αγνοούν. Κλειδώνουν το πνεύμα, κατακρεουργούν τις αισθήσεις και ναρκώνουν την αντίληψη πριν προλάβει να καλύψει ο ήσκιος της αλήθειας μου τα πολύχρωμα, ατάραχα προσωπεία της σκλαβιάς τους.
Για εκείνους είμαι ο τρομερός εφιάλτης της μέρας. Ένας ανίκητος θεός. Μου χαρίζουν τον προσωπικό τους πόλεμο δίχως καμία μάχη.Τι προσβλητικό...Τι άδοξο! Τι άδικο!
Μα το αίμα τους στάζει. Μέρα με τη μέρα στερεύει η ζωή απ’το ποτάμι της ψυχής τους. Εκφυλίζεται η ύπαρξη τους μέρα με τη μέρα και εκείνοι ράβουν χαμόγελα πάνω στην τσαλακωμένη τους σάρκα. Νομίζουν πως αυτό θα τους ελευθερώσει. Μονάχα επιφανειακά μπαλώματα στο λάθος σημείο.
Ματώνουν...Ματώνουν μα ντύνουν τα σώματα με κόκκινα ενδύματα. Κι ας ξέρουν πως αυτό δεν θα τους ελευθερώσει.
Λάθος μάχες. Πληγές...Αμέτρητες πληγές που προκαλούν οι ίδιοι στους εαυτούς τους χωρίς να το συνειδητοποιούν. Η υπέρτατη προδοσία.
Μα δεν τους έμαθαν οι σοφοί θεοί τους, πώς η ζωή αρχίζει και τελειώνει από μέσα; Εκεί, σε κείνα το αόρατο υλικό που κουβαλούν και αγνοούν μια ολόκληρη ζωή; Σε εκείνο το ‘είναι’ μέσα τους που θυσιάζουν καθημερινά προσκολλώμενοι στις απατηλές τους αισθήσεις και στα εγωιστικά, ανικανοποίητα, φθαρτά θέλω τους;
Μα πόσο αλαζόνες είναι επιτέλους, να πιστεύουν πως το δώρο της ζωής είναι αιώνιο, δεδομένο και πως το αξίζουν χωρίς καμιά δοκιμασία; Όταν δεν το διεκδικούν, δεν το κατανοούν, δεν το τιμούν ή δεν τολμούν να γνωρίσουν τη φύση του; Πώς θα γευτούν το δέος και το θαύμα της αληθινής ζωής όταν ακόμα δεν έχουν μάθει να γράφουν σωστά το όνομα της στα βιβλία της αντίληψης τους; Όχι. Καμία ανάσα δεν τους ανήκει αν δεν πολεμήσουν για εκείνη. Ακόμα βρίσκονται στο μεταίχμιο. Στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου. Στο τίποτα.
Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να τους λυπηθώ.
Νιώθω πως το έργο μου αποτελεί μια άχρηστη πλέον δοκιμασία. Αδιαφορούν για το θαύμα της εξέλιξης και των επιλογών που τους κληροδοτήθηκε. Θέλουν μονάχα να μιλούν ακατάπαυστα σε γλώσσες νέες, πολύπλοκες που βουίζουν στα αυτιά μου καιμε ζαλίζουν. Μελετούν τον κόσμο με έναν τρόπο δικό τους, μα ξεχνούν πως δεν αρκεί απλά να γνωρίζεις τα πάντα.
Όταν ο δημιουργός εξαντλεί τη γνώση, μένει πάντα ανικανοποίητος και μελαγχολικός γιατί του διαφεύγει το κλειδί που θα ενεργοποιήσει τούτη τη γνώση σε ανώτερα επίπεδα. Πρέπει να την εμφυσήσει με μια δόση μαγείας απ’την εσωτερική φωνή της ψυχής. Μόνο με τη βοήθεια της, μπορεί να συλλάβει το νόημα που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μέσω του πρακτικού μέρους.
Μα γιατί τα λέω όλα αυτά; Και τι κάνω πια εδώ;
Νιώθω πως το σχέδιο διάσωσης των ανθρώπων δεν ωφελεί να εκτελείται άλλο. Νιώθω να αργοπεθαίνω παγιδευμένος μέσα σε ένα ξεπεσμένο κενό που απορροφά τα πάντα. Ένα τίποτα που καταπλακώνει ανεξέλεγκτα τις ψυχές, σβήνοντας την θεική ουσία τους απ’το συμπαντικό χάρτη. Ένα τίποτα που καταδικάζει τους ανθρώπους να ζουν κάτω απ’τους ουρανούς που δημιούργησαν οι ίδιοι δίχως να έχουν διδαχθεί με υπομονή την θειική ιδιότητα. Υιοθετούν την εξουσία των θεών δίχως να έχουν μελετήσει το θαυμαστό έργο των θεών μέσα τους. Ιδρύουν ορίζοντες δίχως βάθος. Ουρανούς που αντικατοπτρίζουν την άδεια ψυχή τους. Θα εγκλωβιστούν μέσα στα ίδια τους τα τείχη.
Με μισούν. Γιατί κραυγάζω την αλήθεια. Γιατί γνωρίζουν πως αν το θελήσω μπορώ να τους καταστρέψω. Με σιχαίνονται. Γιατί καταβάθος είμαι εκείνοι.
Τους μισώ. Γιατί επιλέγω να γίνω εκείνοι. Και δεν παραπονιέμαι γι’αυτό. Είμαι δέσμιος του καθήκοντος μου και είμαι περήφανος γι’αυτό.
Αν τους καταστρέψω θα προδώσω την αποστολή μου και τον εαυτό μου. Θα αφανιστεί η ζωή κι εγώ δεν είμαι θεός για να ορίσω κάτι τέτοιο.Είμαι δούλος. Μεταμφιεσμένος υπηρέτης της αγάπης κι αγγελιοφόρος του φωτός.
Με καταπολεμούν. Γιατί τους θυμίζω όλα όσα κρύβουν στις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα τους.
Μα αυτό κάνει ένας δαίμονας. Ανοίγει το δρόμο για το φως με το σπαθί του σκότους.
Κι αυτό είναι ένα επίπονο έργο. Ένα έργο που τσακίζει επανειλλημένα την ύψιστη ύπαρξη του δαίμονα, καταδικάζοντας την στο αιώνιο παιχνίδι του πόνου και της λύτρωσης. Τη χτυπά αλύπητα. Τη μαστιγώνει. Την πετσοκόβει. Τη θανατώνει και την αναγεννά μετά από κάθε αναμέτρηση.
Πόσο το μισώ όταν έρχεται τούτη η ώρα. Η κάθοδος σε έναν κόσμο ανοικείο, όπου οι μνήμες σβήνονται κι όλα αρχίζουν απ’την αρχή. Η ατέλειωτη καταδίκη των ενσαρκώσεων κι η προσωρινή αγαλίαση της εκπλήρωσης του στόχου.
Είναι ένα έργο δύσκολο, το έργο του δαίμονα. Είναι ένα έργο για επιλεγμένες ψυχές. Τις πιο αγνές ψυχές που δημιούργησε το ίδιο το σύμπαν. Μονάχα με το μεγαλύτερο καλό ισοπεδώνεται το μεγαλύτερο κακό. Όπως μονάχα με το μεγαλύτερο κακό αναπτύσσεται το μεγαλύτερο καλό.
Είναι ένα έργο που απαιτεί δύναμη. Ένα έργο που μπορούν να φέρουν εις πέρας μονάχα οι δαίμονες.Πλάσματα που μπορούν να ντυθούν την ασχήμιαδίχως δισταγμό και φόβο,γιατί η ψυχή τους είναι φτιαγμένη από το αρχαίο πηγαίο φως της Ζωής. Το αληθινό φως που φόβο δεν γνωρίζει.
Όσο με γνωρίζουν οι άνθρωποι τόσο με εγκαταλείπουν. Δεν με δέχονται και με καταδικάζουν γιατί αρνούνται να ανακαλύψουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Μα όσο φέγγει ο ήλιος εκεί ψηλά στον ουρανό και οι θεοί παρατηρούν την πορεία του κόσμου απ’τους γαλαξιακούς τους θρόνους, εγώ δεν θα τους εγκαταλείψω ποτέ.
Γιατί πέρα από δαίμονας, είμαι και άνθρωπος. Μπορεί να είμαι δεσμευμένος στο σκοπό μου, όπως οι άνθρωποι στους αυτοδημιούργητους δικούς τους, μα κάθε φορά που μου χαρίζουν λίγες στιγμές ελευθερίας μέσα απ’τα παράξενα ταξίδια τους στον κόσμο της γνώσης, λαμβάνω το πιο πολύτιμο Δώρο.Το δώρο που οι άνθρωποι ξεχνούν και το χαρίζουν πίσω στους θεούς τους. Το δώρο της επιλογής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου