Ο Αριστοτέλης δεν είχε μια μοναδική μέθοδο που την εφάρμοσε σε όλη του τη φιλοσοφία. Θεωρούσε ότι κάθε τομέας μελέτης είχε τις δικές του διαδικασίες έρευνας και κριτήρια ακρίβειας.
«Όπως έγραψε για την ηθική:
Η έρευνα δε αυτή θα είναι αρκετά τελεία, εάν πραγματευθώμεν με ακρίβειαν όλα τα σημεία του θέματος το οποίον θα εξετάσωμεν. Διότι την ακρίβειαν δεν πρέπει να την επιδιώκωμεν εις όλας τας ερευνάς μας κατά το αυτό μετρ ον, καθώς ουδέ εις όλα τα κατασκευάζομε να έργα (Ηθικά Νικομάχεια)
«Όπως έγραψε για την ηθική:
Η έρευνα δε αυτή θα είναι αρκετά τελεία, εάν πραγματευθώμεν με ακρίβειαν όλα τα σημεία του θέματος το οποίον θα εξετάσωμεν. Διότι την ακρίβειαν δεν πρέπει να την επιδιώκωμεν εις όλας τας ερευνάς μας κατά το αυτό μετρ ον, καθώς ουδέ εις όλα τα κατασκευάζομε να έργα (Ηθικά Νικομάχεια)
Εντούτοις, ο Αριστοτέλης είχε μια ιδέα που θεωρούσε ότι μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγηση πολλών πραγμάτων, από την κίνηση των ουράνιων σωμάτων μέχρι τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων: την τελεολογία. Πρόκειται για την ιδέα ότι το παρόν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό μέσω της αναφοράς στο μέλλον. Η φύση ενός πράγματος -είτε πρόκειται για βελανίδι είτε για άνθρωπο- συνδεόταν αξεδιάλυτα με το τέλος του, το στόχο του ή τον οριστικό του σκοπό. Ο οριστικός σκοπός ενός πράγματος καθορίζει τη φύση του και η φύση κατά συνέπεια το οδηγεί προς το στόχο του. Για παράδειγμα, ο στόχος ενός βελανιδιού είναι να γίνει βελανιδιά και μπορούμε να κατανοήσουμε ένα βελανίδι μόνο σε αναφορά με αυτό που μπορεί να γίνει. Τα βελανίδια, επιπλέον, πάντα γίνονται βελανιδιές και ποτέ έλατα ή μηλιές, παρόλο που τρέφονται με το ίδιο νερό και χώμα όπως και τα άλλα είδη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακριβώς το τέλος του βελανιδιού, εκφρασμένο στη συγκρότησή του, δημιουργεί τη διαφορά. Και τα ανθρώπινα όντα έχουν έναν τελικό σκοπό που εάν μπορούσαμε να τον κατανοήσουμε, θα ήμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι για να τον επιτύχουμε.
Ο Αριστοτέλης είχε γεννηθεί στα Στάγιρα, μια μικρή ελληνική αποικία σι η Χαλκιδική, το 384 π. X. Ο πατέρας του, που πέθανε όταν ο Αριστοτέλης ήταν παιδί, ήταν γιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, εξ ου και η μακρόχρονη σχέση του φιλόσοφου με αυτό το κράτος. Όταν ήταν δεκαοχτώ χρόνων ταξίδεψε στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ακαδημία υπό την καθοδήγηση του Πλάτωνα. Έμεινε εκεί για τα επόμενα είκοσι χρόνια και αναδείχθηκε στον πιο διακεκριμένο, αλλά όχι και πιο πειθήνιο, μαθητή του δασκάλου του. Ίσως ήταν αναμενόμενο να αναλάβει την Ακαδημία μετά το θάνατο του Πλάτωνα, το 347 π.Χ., αλλά επειδή ήταν έποικος, ο νόμος τού απαγόρευε την κατοχή αθηναϊκής ιδιοκτησίας. Εν πάση περιπτώσει, τότε πλέον οι απόψεις του Αριστοτέλη είχαν αποκλίνει ριζικά από την πλατωνική ορθοδοξία. «Ο Πλάτωνας μου είναι αγαπητός», έλεγε, «αλλά πιο αγαπητή μου είναι η αλήθεια». Σε αντίθεση με ιο δάσκαλό του, προτιμούσε να ερευνά τα γεγονότα για να διαμορφώνει εικασίες όσον αφορά τα υψηλόφρονα ιδανικά, τουλάχιστον κατ’ αρχάς. Έτσι, ο ανιψιός του Πλάτωνα Σπεύσίππος ανέλαβε επικεφαλής της Ακαδημίας, ενω ο Αριστοτέλης έφυγε για να ταξιδέψει στη Μικρά Ασία με τους φίλους του και συναδέλφους Θεόφρασχο και Ξενοκράτη. Εκεί παντρεύτηκε την Πυθιάδα, την ανιψιά του κυβερνήτη της Ασσου, αλλά δύο χρόνια αργότερα, όταν ο θείος της δολοφονήθηκε σε μια εξέγερση, ο Αριστοτέλης κλήθηκε στη μακεδονική πρωτεύουσα, την Πέλλα, από το βασιλιά Φίλιππο. Ο Φίλιππος ζήτησε από τον Αριστοτέλη, ως τον σημαντικότερο πνευματικό άνθρωπο του κόσμου, να διδάξει τον δεκατριάχρονο γιο του, τον μελλοντικό Μέγα Αλέξανδρο. Ήταν ένα καθήκον που εκτιμούσε, διότι, αντίθετα με τον Πλάτωνα, πίστευε ότι αυτός ο παρασκηνιακός ρόλος ήταν η κατάλληλη στάση για τους φιλόσοφους. Όπως έγραφε σε ένα απόσπασμα του χαμένου του έργου Περί Βασιλείας:
… φιλοσοφειν μεν τω βασιλει ούχ όπως άναγκαίον είναι φάσκων αλλά καί έμποδών, το δε φιλοσοψοΰσιν άληθινώς εντυγχάνειν ευπειθή καί εύήκοον έργων γάρ αγαθών την βασιλείαν ενέπλησεν, ούχί ρημάτων. (Δεν είναι απλώς αχρείαστο για ένα βασιλέα να είναι φιλόσοφος, αλλά και μειονέκτημα. Μάλλον ένας βασιλιάς θα όφειλε να συμβουλεύεται αληθινούς φιλόσοφους. Έτσι θα πληρούσε τη βασιλεία του με καλές πράξεις, όχι με καλά λόγια)
Ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις του Αλέξανδρου θα μπορούσαν να περιγράφουν σαν «καλές» ή όχι, αυτός τελικά κατάφερε να κατακτήσει όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο Αριστοτέλης φαίνεται ότι άσκησε ελάχιστη επιρροή στη διαπαιδαγώγηση του αγοριού πείρα από την ενστάλαξη ονείρων ομηρικής δόξας. Για παράδειγμα, κάποτε συμβουλέυσε τον Αλέξανδρο ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει τους ηττημένους βαρβάρους υποτελείς στους Έλληνες ήταν να αντισταθεί στις μεταξύ τους επιγαμίες. Ο μαθητής του αντέδρασε με το να παντρευτεί την κόρη Πέρση ευγενή και να αναγκάσει τους στρατηγούς του να κάνουν το ίδιο. Ο Αριστοτέλης, εντούτοις, συνέχισε να συμβουλεύει, ατύπως και συχνά από μακριά, τον Αλέξανδρο όταν ενηλικιώθηκε, μόνο και μόνο για να υποστεί στενοχώριες, όταν ο αυτοκράτορας εξωθήθηκε να εκτελέσει το χρονικογράφο του -και εξ αίματος ανιψιό του Αριστοτέλη-Καλλισθένη της Ολύνθου, για προδοσία, το 328 π.Χ.
Ο Αριστοτέλης μετά από τρία χρόνια παραμονής στη μακεδονική αυλή, αποσυρθηκε στην οικογενειακή του ιδιοκτησία στα Στάγιρα και κατόπιν επέστρεψε στην Αθήνα, το 335 π.Χ., όταν ήταν πια πενήντα χρονών. Ο Σπεύσιππος είχε πεθάνει και ο φίλος του Αριστοτέλη Ξενοκράτης είχε εκλεγεί επικεφαλής της Ακαδημίας. Ο Αριστοτέλης ίδρυσε μια ανταγωνιστική σχολή, το Λύκειο, σε ένα άλσος έξω από την πόλη. Τα επόμενα δεκατρία χρόνια, έδινε προωθημένες διαλέξεις σε ένα στενό κύκλο μαθητών, πριν απευθυνθεί σε ευρύτερο ακροατήριο, τα βράδια. Πολλά από τα διασωθέντα έργα του φιλόσοφου τοποθετούνται χρονικό σε αυτό το διάστημα, κυρίως ως σημειώσεις αυτών των διαλέξεων. Τα έργα του αριθμούν σαράντα εφτά τόμους, αλλά πιθανώς αντιπροσωπεύουν ελάχιστα περισσότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής του παραγωγής. Ήταν ο μεγαλύτερος ειδήμονας των ημερών του σε κάθε πνευματικό πεδίο, από την αστρονομία και τη λογική μέχρι την ανατομία και τη γεωγραφία. Κανένας, πριν και έκτοτε, δεν έχει κατορθώσει να τον συναγωνιστεί. Η πτώση του επήλθε το 323 π.Χ., όταν ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε ως αποτέλεσμα μια εξέγερση εναντίον της φιλομακεδονικής κυβέρνησης των Αθηνων. Ως συνεργάτης του νεκρού αυτοκράτορα, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε κατασκευασμένες κατηγορίες για ασέβεια. Τράπηκε σε φυγή, διότι, όπως φέρεται να έχει πει, «Οι Αθηναίοι ίσως δεν έχουν άλλη ευκαιρία να αμαρτήσουν ενάντια στη φιλοσοφία, όπως ήδη είχαν κάνει με τον Σωκράτη». Ένα χρόνο αργότερα, υπέκυψε σε μια στομαχική ασθένεια και πέθανε στην Εύβοια, όπου είχε μεταβεί ως πρόσφυγας.
Το ζήτημα των «τελικών σκοπών» είναι ένα μικρό, αλλά επίμονα επανερχόμενο τμήμα του ογκώδους έργου του Αριστοτέλη. Υποστήριζε ότι οι επιστήμονες που είχαν προηγηθεί του ίδιου, όπως ο Δημόκριτος (460-370 π,X.), είχαν συγκεντρώσει πολύ την προσοχή τους στην «πίεση» του παρελθόντος και όχι αρκετά στην «έλξη» του μέλλοντος. Εξηγούσε ότι υπήρχαν τέσσερις διακριτές αιτίες των πραγμάτων – η ύλη, το είδος, η πηγή της κίνησης και ο σκοπός. Για παράδειγμα, η ύλη ενός αγάλματος θα ήταν το μάρμαρο ή ο χαλκός από τα οποία είναι κατασκευασμένο. Αυτή η ύλη εμπεριέχει τη δυνητική προδιάθεση του αγάλματος στην άμορφή μάζα της. Το είδος ήταν η ιδέα ή η εικόνα σύμφωνα με την οποία κατασκευάστηκε το άγαλμα. Αυτή υπήρχε σαν σχέδιο στο μυαλό του γλυπτή. Ο γλυπτής είναι επίσης η πηγή της κίνησης – ήτοι ο συντελεστής της αλλαγής που υφίσταται το μάρμαρο ή ο χαλκός. Ο «τελικός» σκοπός είναι ο σκοπός για τον οποίο κατασκευάστηκε το άγαλμα, όπως η επιθυμία να προσφέρει ευχαρίστηση σε έναν ευεργέτη ή τα προς το ζην σε έναν καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η όλη δράση συνεπάγεται την απελευθέρωση των διάφορων δυνάμεων της ύλης με σκόπευση αυτόν τον τελικό σκοπό. Το αβγό είναι δυνητικά κότα και μετά τη γονιμοποίηση επιτυγχάνει το σκοπό του με την εκκόλαψη. Το νερό συγκροτεί το δυναμικό του ατμού, που απελευθερώνεται μέσω της δράσης της φωτιάς κάτω από το λέβητα. Όλα τα πράγματα αγωνίζονται να κινηθούν από τη φυσική προδιάθεσή τους προς την πραγμάτωση και τελικά προς την τελειοποίησή τους που είναι και η κατάσταση της ηρεμίας. Η κίνηση και η μεταβολή είναι τα μέσα διά των οποίων φτάνουν σ’ αυτή την κατάσταση, κατευθυνόμενα από τις τελικές τους αιτίες ή σκοπούς. Οι πέτρες, για παράδειγμα, πέφτουν στο έδαφος όταν τις ρίχνουμε αντί να ίπτανται στα σύννεφα, διότι είναι ουσιώδη υλικά πράγματα και πασχίζουν για τη γη η οποία είναι το χαμηλότερο μέρος. Οι φλόγες, από την άλλη, έχουν κάτι από τα ουράνια και εξαπολύονται προς τα επάνω. Αλλα αντικείμενα αναζητούν διαφορετικά μέρη ηρεμίας σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση τους.
Ενώ ο τελικός σκοπός ενός αγάλματος απαιτεί την ενέργεια του γλύπτη για να απελευθερώσει το δυναμικό του, τα φυσικά αντικείμενα εμπεριέχουν τη δική τους ενέργεια. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι καθετί στον φυσικό κόσμο έχει ένα τέλος και ακολουθεί ένα φυσικό σχέδιο για να το επιδιώκει. Οι φλόγες και οι πέτρες επίσης έχουν ένα τέλος, αλλά τα πρότυπα από τη ζωολογική μελέτη προσέφεραν στον Αριστοτέλη τα πιο σαφή του παραδείγματα, Είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο ο ζωντανός κόσμος έμοιαζε ρυθμισμένος όχι τυχαία αλλά σκόπιμα και με τους πιο περίπλοκους και απίθανους τρόπους. Για παράδειγμα, σκοπός των ματιών είναι να βλέπουν και είναι τοποθετημένα μαζί με τέτοια πολυπλοκότητα που η όραση καθίσταται δυνατή. Σκοπός των γατόπαρδων είναι να κυνηγούν γαζέλες και γι’ αυτό είναι προικισμένοι με δυνατά πόδια κατάλληλα για τρέξιμο πίσω από τη βορά τους. Οι γαζέλες, από την πλευρά τους, πασχίζουν να ξεφύγουν από τους γατόπαρδους και γι αυτό μπορούν να τρέχουν πολύ γρήγορα. Και τα δύο ζώα όπως και οι άνθρωποι έχουν κοπτήρες για να δαγκώνουν και γομφίους για να μασούν, καθήκοντα για τα οποία και τα δύο είδη δοντιών είναι άριστα δημιουργημένα. Εάν ήταν θέμα τύχης, ίσιος μερικές φορές να γεννιόμαστε με γομφίους στο μπροστινό μέρος της οδοντοστοιχίας και κοπτήρες στο πίσω. Επειδή αυτό συμβαίνει σπανίως μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή ενός σκοπού, αν και ο Αριστοτέλης δεν πίστευε ότι χρειαζόταν να αποδοθεί αυτή η ενεργός συμμετοχή σε κάποιο νοήμονα Δημιουργό. Η ιδέα ενός σύμπαντος σχεδιασμένου προς δικό μας όφελος από ένα γενναιόδωρο Θεό ήταν μια προσαρμογή της αριστοτελικής .σκέψης από τους χριστιανούς σχολιαστές του. Ο Θεός του Αριστοτέλη απολάμβανε μια κατάσταση πραγμάτωσης και τέλειας ηρεμίας. Όλο του το έργο -όλο του το δυναμικό- είχε επιτευχθεί, κατά κάποιο τρόπο, και αυτός δεν ήταν πιθανόν να ενδιαφερθεί για τις υποθέσεις των θνητών.
Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο λέγοντας ότι χαρακτηριστικά όπως τα μυτερά δόντια και τα δυνατά πόδια δεν υπάρχουν σε ένα είδος τυχαία. Ωστόσο, δεν γνώριζε το μηχανισμό της φυσικής επιλογής που τα δημιουργεί – έναν παράγοντα που έμεινε άγνωστος μέχρι τη δημοσίευση της Καταγωγής των Ειδών του Κάρολου Δαρβίνου, το 1859. Οι γατόπαρδοι που θα γεννιόνταν με αδύναμα πόδια θα πέθαιναν από την πείνα πριν προλάβουν να κληροδοτήσουν τα χαρακτηριστικά τους στους απογόνους τους και έτσι τελικά θα ζευγάρωναν εκτός του είδους τους, με τους ανταγωνιστές τους που διέθεταν δυνατά πόδια. Ούτε αυτά τα πόδια ήταν κάτι που τα είδη των γατόπαρδων «επιδίωκαν», τρόπος του λέγειν, σαν τελικό σκοπό, διότι τα δυνατά πόδια ήταν απλώς μια αντίδραση στο περιβάλλον τους – στην περίπτωση αυτή, στην ταχύτητα των θυμάτων τους. Εάν οι γαζέλες είχαν αναπτύξει κοφτερά δόντια και νύχια για να υπερασπίζονται τον εαυτό τους αντί για δυνατά πόδια με τα οποία τρέχουν πολύ γρήγορα, οι πιο δυνατοί γατόπαρδοι θα κυριαρχούσαν επί των πιο αδύναμων αντιπροσώπων του είδους «που ήταν σχεδιασμένοι» να τρέχουν γρήγορα. «Ισως αυτό το σενάριο πραγματοποιηθεί εάν περιμένουμε άλλες λίγες χιλιετίες. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε γιατί η ταχύτητα είναι προς το παρόν τόσο επιτυχημένο χαρακτηριστικό της γονίδιακής δεξαμενής, εφόσον βοηθά τους γατόπαρδους να επιτυγχάνουν το σκοπό τους που είναι η σύλληψη του θύματός τους. Αλλά αυτός ο στόχος δεν είναι, μιλώντας αυστηρά, ο στόχος των ποδιών τους. Παρομοίως, τα μάτια δεν είναι «για να βλέπουμε», απλώς βλέπουν μια ικανότητα που εξασφαλίζει τον πολλαπλασιασμό τους μέσα στη γονιδιακή δεξαμενή. Η φυσική επιλογή δεν είναι μια εγγενής διαδικασία μέσο) της οποίας η φύση κινείται από το δυνητικό στο πραγματικό, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Αριστοτέλη. Μάλλον είναι ένας «τυφλός» μηχανισμός που δεν ευνοεί τον έναν τελικό σκοπό εις βάρος του άλλου. Το μόνο που διασφαλίζει είναι ότι τα χαρακτηριστικά που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον διαδίδονται – και ότι το περιβάλλον μπορεί να αλλάζει, όπως συνέβη στα θαλάσσια αρθρόποδα και στους δεινόσαυρους, πιθανώς και σε εμάς κάποια ημέρα.
Η τελεολογία -η προκαθορισμένη σκοπιμότητα των όντων- αποτελεί ανάθεμα για ένα σύγχρονο εξελικτικό βιολόγο. Πολύ πριν τον Δαρβίνο και τον Μέντελ (1822-1884), είχε απορριφθεί από τη φυσική από επιστήμονες που αντί να αναζητούν τελικούς σκοπούς αναζητούσαν δραστικές αιτίες – το είδος εκείνο των αιτιών που προηγούνται ενός συμβάντος και επενεργούν ώστε να συντελεστεί. Μια πέτρα που πέφτει μπορεί να έλκεται προς το έδαφος, για παράδειγμα, αλλά αυτό οφείλεται στη δύναμη της βαρύτητας που δρα επ’ αυτής. Ο Άγγλος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) έγραψε: «Από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα, κάθε σοβαρή πνευματική πρόοδος έπρεπε να αρχίσει με την πολεμική σε κάποιο αριστοτελικό δόγμα». Ωστόσο, μια προσωπικότητα σαν τον Κάρολο Δαρβίνο αναγνώρισε ότι ο Αριστοτέλης είχε συμβάλει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην κατανόηση της βιολογίας. Δυστυχώς, οι μέθοδοι που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους διαδόχους του. Ομολογώντας, στο Περί Zώων Γενέσεως, ότι δεν γνώριζε πώς έφταναν στην ενηλικίωση οι μέλισσες, ο Αριστοτέλης έγραψε:
Όμως, αυτά που συμβαίνουν δεν έχουν επιβεβαιωθεί ικανοποιητικά- αν όμως κάποτε επιβεβαιωθούν, τότε θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη πίστη στις πληροφορίες των αισθήσεων παρά στις θεωρίες, και στις θεωρίες, αν (ίσα βεβαιώνουν συμφωνούν με τα παρατηρούμενα.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος των δύο χιλιετιών μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, οι φιλόσοφοι είχαν εγκαταλείψει ως επί το πλείστον την παρατήρηση. Η έρευνα ήταν κατά κύριο λόγο περιορισμένη στα όσα είχε παρατηρήσει ο Αριστοτέλης. Η Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περιχαράκωση των σκέψεων του Αριστοτέλη και στην αποθάρρυνση της καινούριας έρευνας, κηρύσσοντάς τη μορφή ασέβειας. Ο ελισαβετιανός φιλόσοφος σερ Φράνσις Μπέικον (1561-1626) διηγούνταν μια ιστορία για το πώς μια ομάδα μοναχών συναντήθηκε κατά το Μεσαίωνα για να συζητήσει πόσα δόντια είχε το άλογο. Επειδή δεν μπορούσαν να βρουν την απάντηση σε κανένα έργο του Αριστοτέλη, ένας από τους νεότερους και πιο αφελείς πρότεινε να πάνε στους στάβλους και να τα μετρήσουν. Και για τιμωρία αποβλήθηκε από τη συνάντηση. Το ανέκδοτο λέει ελάχιστα για τα σφάλματα του Αριστοτέλη σε σχέση με τα σφάλματα εκείνων που συγκράτησαν τα συμπεράσματα του, ενώ δεν χρησιμοποίησαν τις προσεκτικές μεθόδους του. Πρόσφατοι σχολιαστές του φιλόσοφου ήταν λιγότερο επικριτικοί από εκείνους του περασμένου αιώνα, ίσως γιατί πολλά δόγματα του Αριστοτέλη έχουν τώρα καταρριφθεί. Είμαστε πιο ευγενικοί έναντι των εχθρών που έχουν ηττηθεί. Ωστόσο, η τελεολογική σκέψη του Αριστοτέλη δεν έχει ανατραπεί τόσο σαρωτικά όσο πιθανώς φαίνεται. Στη βιολογία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την κατασκευή και την εξέλιξη των ματιών παρά μόνο εάν γνωρίσουμε σε τι χρησιμεύουν. Το πιο σημαντικό είναι πως ανεξάρτητα από το εάν τα μάτια είναι για να βλέπουν ή απλά βλέπουν, εάν τους αρνηθούμε τη φυσική τους λειτουργία οδηγούμαστε με βεβαιότητα στη φθορά τους. Τα μάτια ενός ανθρώπου φυλακισμένου για πολύ καιρό σε μια σκοτεινή σπηλιά δεν θα είναι ικανά να εστιάσουν στο φως του ήλιου όταν απελευθερωθεί, όπως και τα δόντια του θα εξασθενήσουν και τελικά θα πέσουν, εάν τρέφεται αποκλειστικά με ρευστή τροφή.
Η ίδια ανάλυση εφαρμόζεται και στις λειτουργίες του ανθρώπου ως ζωντανής ύπαρξης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την ηθική αχρειότητα ως εγκατάλειψη των λειτουργιών μας, άρνηση της ουσίας και του τελικού μας σκοπού. Αγαθό άτομο, από την άλλη, είναι εκείνο που φέρει καλά σε πέρας τις λειτουργίες του, όπως ένα καλό μαχαίρι είναι το μαχαίρι που κόβει καλά. Αλλά πώς ανακαλύπτουμε ποια είναι η λειτουργία του ανθρώπου; Ο Αριστοτέλης την προσδιόρισε σαν εκείνο το τμήμα της φύσης μας που είναι αποκλειστικό γνώρισμα του ανθρώπου. Συνεπώς, δεν μπορεί να είναι η ικανότητα της ανάπτυξης, διότι αυτή τη μοιραζόμαστε με τα φυτά. Ούτε μπορεί να είναι αυτή των αισθήσεων, διότι τη διαθέτουν και τα ζώα. Εκείνοι που ζουν για την ηδονή ως μοναδικό τους σκοπό συμπεριφέρονται σαν απλά κτήνη. Όμως εκείνο που έχουμε εμείς και που δεν εχει άλλο πλάσμα είναι η ικανότητα λογικής σκέψης. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι ένα μαχαίρι, παρά μόνο εάν γνωρίσουμε ότι η λειτουργία του είναι να κόβει, ή ενα βελανίδι, εκτός εάν γνωρίσουμε ότι ο σκοπός του είναι να γίνει βελανιδιά, 6εν μπορούμε να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας παρά μόνο εάν εκτιμήσουμε την αξία μιας ικανότητας που προσιδιάζει μόνο σε εμάς και του στόχου που αυτή η ικανότητα καθιστά δυνατό να μετέχουμε. Αυτός ο στόχος -ο τελικός σκοπός προς τον οποίο όλοι οι άλλοι είναι απλώς μέσα- είναι η ευδαιμονία. Για τον Αριστοτέλη, ευδαιμονία σημαίνει να δρα κανείς συμφωνα με τη λογική. Μια μορφή ορθολογικής δραστηριότητας είναι η πρακτική λογική που καθορίζει τα ηθικά ενεργήματα του ανθρώπου – το είδος της λογικής που ενυπάρχει στις ηθικές αρετές όπως το θάρρος και η γενναιοδωρία. Σκοπό της ζωής κάποιου αποτελεί το να είναι αγαθός -το να είναι αγαθός σημαίνει ότι είναι άνθρωπος. Ωστόσο, ακόμη και όταν ε:να άτομο διαθέτει όλες τις ηθικές αρετές στον κατάλληλο βαθμό, η ατυχία θα μπορούσε να του προκαλέσει δυστυχία. Το αληθινά ευτυχισμένο άτομο χρειάζεται επίσης να διαθέτει υγεία, πλούτο και να μην είναι δούλος (ή γυναίκα), όπως πίστευε ο Αριστοτέλης.
Ευτυχώς, πρόσθετε ο Αριστοτέλης, υπάρχει και άλλο ένα είδος λογικής ικανότητας που παραμένει απρόσβλητο από τις μεταβολές της ζωής. Οι νοητικές ικανότητες είναι η πιο εξυψωμένη πλευρά του ανθρώπου και παρέχουν μια ανωτερη μορφή ευτυχίας από αυτή της ηθικής αρετής: τη δραστηριότητα του φιλοσοφικού διαλογισμού. Δεν θα μπορούσαμε να διαλογιζόμαστε συνεχως, όλη την ήμερα (αφού πρεπει να τρεφόμαστε), αλλά όταν το κάνουμε εξασκούμε το πιο εκλεπτυσμένο στοιχείο του εαυτού μας και εκείνο που, σύμφωνα με ι ον Αριστοτέλη, μοιραζόμαστε με τους θεούς. Αυτό ίσιος φαίνεται σαν ενα εκπληκτικό συμπέρασμα, καθώς η πολλή φιλοσοφία θεωρείται ευρεως ότι κάνει κάποιον δυστυχισμένο. Λεν είχε όμως αυτήν την επίδραση στον Αριστοτέλη που, πανθομολογουμένως, ήταν ενα άτομο χαρούμενο, αλλά αυτό δεν αφορά την ουσία του θύματός μας. «Ευτυχία» είναι απλώς μια χονδροειδής ερμηνεία αυτού που ο Αριστοτέλης όριζε ως ευδαιμονία, κάτι εντελως διαφορετικό από την ικανοποίηση. Η ευδαιμονία δεν είναι μια στατική κατάσταση που έχουμε επιτύχει στο τέλος μιας αγαθοποιού δράσης, όπως είναι μια ανταμοιβή. Ο τελικός μας σκοπός είναι καθ’ εαυτόν μια μορφή δραστηριότητας και η καλή ζωή επιτυγχάνεται με τη διαδικασία της εκπλήρωσής της, οίκος ακριβώς όταν πηγαίνουμε σε ενα εστιατόριο προκειμένου να απολαύσουμε ένα καλό δείπνο δεν περιμένουμε να νιώσουμε την απόλαυση μετά το επιδόρπιο. Η ευδαιμονία, ενώ είναι δύσκολο να επιτευχθεί, είναι πολύ λιγότερο απροσδιόριστη από ότι η «ευτυχία». Μπορεί να έχω μεγάλο σπίτι, δύο αυτοκίνητα, καλή δουλειά και θαυμάσια οικογένεια και ακόμη να αναρωτιέμαι «Είμαι ευτυχισμένος;» Πιθανώς να υπάρχει μικρότερη αμφιβολία εάν κάποιος έχει επιτύχει την ευδαιμονία, διότι αυτή μετριέται από αντικειμενικά γεγονότα και όχι από υποκειμενικά συναισθήματα. Κατά την άποψη του Αριστοτέλη, όταν κάποιος ασκεί την πνευματική αρετή ανενόχλητος, έχει επιτευχθεί η υψηλότερη μορφή ανθρώπινης ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου