Ο οργανισμός μας χρειάζεται οξυγόνο για να επιβιώσει. Κάθε φορά που εισπνέουμε, το οξυγόνο φτάνει στα πνευμόνια μας και προσλαμβάνεται από την αιμοσφαιρίνη που το μεταφέρει σε όλο το σώμα, όπου και αποδεσμεύεται για να χρησιμοποιηθεί από τα κύτταρα. Τα κύτταρα χρησιμοποιούν το οξυγόνο στις ενεργειακές τους αντιδράσεις, παράγοντας εν συνεχεία ένα υποπροϊόν του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), το οποίο με τη σειρά του απελευθερώνεται πίσω στο αίμα, μεταφέρεται στα πνευμόνια και εκπνέεται.
Ο αποτελεσματικός έλεγχος των ενεργειακών αντιδράσεων του σώματος εξαρτάται από τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης ισορροπίας μεταξύ του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω του κατάλληλου ρυθμού και βάθους αναπνοής. Όταν αναπνέουμε “πάρα πολύ” (παίρνουμε δηλαδή γρήγορες και βαθιές ανάσες), έχουμε ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων του οξυγόνου στο αίμα και την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ όταν αναπνέουμε “πολύ λίγο” έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα – πτώση δηλαδή του επιπέδου του οξυγόνου και αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Ο κατάλληλος ρυθμός αναπνοής όταν είμαστε χαλαροί (πχ. σε στιγμές ανάπαυσης) είναι περίπου 10 με 14 αναπνοές το λεπτό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το οξυγόνο σαν τον καθοριστικό παράγοντα της αναπνοής. Στην πραγματικότητα όμως ο οργανισμός χρησιμοποιεί το διοξείδιο του άνθρακα για να ρυθμίσει κατάλληλα την αναπνοή.
Υπέρπνοια ονομάζεται το φαινόμενο που παρατηρείται όταν το ποσό του εισπνεόμενου αέρα που προσλαμβάνει ο οργανισμός μια δεδομένη στιγμή υπερβαίνει το ποσό που όντως του χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του αυτή τη δεδομένη στιγμή. Φυσικά εάν οι ανάγκες του οργανισμού για οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα αυξηθούν, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης ή όταν κινδυνεύουμε πραγματικά και πρέπει να δώσουμε μάχη ή να τραπούμε σε φυγή, ο ρυθμός και το βάθος της αναπνοής μας θα αυξηθεί κατάλληλα. Αντιθέτως, εάν οι ανάγκες του σώματος για οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα μειωθούν, όπως για πχ σε στιγμές χαλάρωσης και ξεκούρασης, ο ρυθμός και το βάθος της αναπνοής μας αυτόματα θα μειωθεί. Όπως λοιπόν οι περισσότερες λειτουργίες του σώματός μας έτσι και η αναπνοή ελέγχεται από “αυτόματους” χημικούς και φυσικούς παράγοντες. Η αναπνοή όμως παρουσιάζει και μία επιπρόσθετη ιδιότητα – μπορεί να τεθεί υπό τον εκούσιο έλεγχό μας. Για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο να κρατήσουμε την αναπνοή μας για να κολυμπήσουμε κάτω από το νερό ή να την επιταχύνουμε προκειμένου να φουσκώσουμε ένα μπαλόνι.
Συνεπώς η αναπνοή, μπορεί να ελεγχθεί με τη θέλησή μας, αλλά όμως μπορεί να επηρεαστεί ερήμην μας και από άλλους παράγοντες, όπως από τα συναισθήματα, το στρες, το άγχος και τη συνήθεια, που συνήθως μας οδηγούν σε αύξηση του ρυθμού της. Οι παραπάνω παράγοντες επιδρούν και επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο αναπνοής όσων υποφέρουν από προσβολές πανικού, δημιουργώντας τους την τάση να αναπνέουν γρήγορα, επιπόλαια και βαθιά. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της ροής του αίματος προς τις διάφορες περιοχές του σώματος και προς τον εγκέφαλο, δυσκολεύοντας έτσι το οξυγόνο που κυκλοφορεί στο αίμα να απελευθερωθεί στους ιστούς. Σε αυτές τις διαφοροποιήσεις οφείλονται οι περισσότερες φυσιολογικές – σωματικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την υπέρπνοια.
Πιο συγκεκριμένα και απλά όταν κάποιος «υπεραναπνέει» – όπως συχνά συμβαίνει σε ανθρώπους που πάσχουν από διαταραχές άγχους – προκαλούνται σωματικά συμπτώματα από:
1. την ελάχιστη μείωση του οξυγόνου σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου, όπως ζάλη, «ελαφρύ κεφάλι», θολή όραση, σύγχυση, αίσθηση μη πραγματικού, δυσκολία στην αναπνοή, αίσθηση πνιγμονής – κόμπου στο λαιμό.
2 την ελάχιστη μείωση του οξυγόνου σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος, όπως αύξηση των παλμών της καρδιάς, μούδιασμα – μυρμήγκιασμα, σφίξιμο των μυών , υγρά – ιδρωμένα χέρια.
«Είναι απαραίτητο να θυμάσαι ότι: η μηδαμινή μείωση του οξυγόνου που συμβαίνει είναι προσωρινή και ακίνδυνη».
Επιπροσθέτως, η υπέρπνοια είναι υπεύθυνη και για άλλες φυσιολογικές αλλαγές. Πρώτον, επειδή δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά επίπονη και σκληρή εργασία, το άτομο μπορεί να νιώθει έξαψη, ζέστη, και να ιδρώνει, ενώ παρατεταμένες περίοδοι υπέρπνοιας προκαλούν κούραση και εξάντληση. Δεύτερον οι άνθρωποι που υπεραναπνέουν σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν το στήθος κα τον θώρακα και όχι το διάφραγμά τους. Αυτό επιφέρει σφίξιμο και κούραση στις προαναφερθέντες μυικές ομάδες, έχοντας ως αποτέλεσμα συμπτώματα βάρους ή / και πόνου στο στήθος. Τρίτον, κάποιοι άνθρωποι που υπεραναπνεύουν τείνουν να αναστενάζουν βαριά και να χασμουριούνται, αποβάλλοντας έτσι άμεσα μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, χωρίς να τους γίνεται αντιληπτό. Έτσι η υπέρπνοια μπορεί να εξελιχθεί σε μακροχρόνια «δύσκολα ανιχνεύσιμη» συνήθεια. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις το σώμα χάνει προς στιγμή την ικανότητά του να ανταπεξέλθει στις αλλαγές του Co2 και αρκεί ακόμα και μια πολύ μικρή μεταβολή της αναπνοής πχ. μέσω χασμουρητού, για να προκαλέσει ξαφνική εμφάνιση των σωματικών συμπτωμάτων. Αυτό μπορεί να δικαιολογεί την ξαφνική εμφάνιση κρίσεων πανικού για πχ. κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Εν κατακλείδι, το πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η υπέρπνοια είναι μία εσωτερική – φυσιολογική λειτουργία, που συμβαίνει συχνά σε καταστάσεις όπου ο οργανισμός πρέπει να δώσει μάχη ή να τραπεί σε φυγή. Το σώμα μας είναι έτσι προγραμματισμένο ώστε να μας προστατεύει από τους κινδύνους και αντιδρά αυτόματα όταν το άτομο νιώσει μια αντικειμενική απειλή τροποποιώντας τον ρυθμό της ανάσας του και τις λοιπές προαναφερθέντες σωματικές λειτουργίες, ώστε να δραπετεύσει ή να παλέψει για να σωθεί. Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματικός εξωτερικός κίνδυνος και το άτομο αισθάνεται αυτά τα συμπτώματα για πχ. στο σούπερ μάρκετ ή στον καναπέ του, είναι πολύ λογικό να πιστεύει ότι ο κίνδυνος είναι εσωτερικός και ότι κάτι κακό του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να αγχώνεται και άλλο και να αυξάνει τον ρυθμό ή/και το βάθος της αναπνοής του.
«Παρόλα αυτά θυμηθείτε τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Η υπέρπνοια απέχει πολύ από το να είναι επικίνδυνη και είναι κομμάτι μιας βιολογικής απάντησης του οργανισμού που στοχεύει να προστατέψει το σώμα από το να πάθει κακό».
Ο αποτελεσματικός έλεγχος των ενεργειακών αντιδράσεων του σώματος εξαρτάται από τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης ισορροπίας μεταξύ του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται μέσω του κατάλληλου ρυθμού και βάθους αναπνοής. Όταν αναπνέουμε “πάρα πολύ” (παίρνουμε δηλαδή γρήγορες και βαθιές ανάσες), έχουμε ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων του οξυγόνου στο αίμα και την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ όταν αναπνέουμε “πολύ λίγο” έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα – πτώση δηλαδή του επιπέδου του οξυγόνου και αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Ο κατάλληλος ρυθμός αναπνοής όταν είμαστε χαλαροί (πχ. σε στιγμές ανάπαυσης) είναι περίπου 10 με 14 αναπνοές το λεπτό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το οξυγόνο σαν τον καθοριστικό παράγοντα της αναπνοής. Στην πραγματικότητα όμως ο οργανισμός χρησιμοποιεί το διοξείδιο του άνθρακα για να ρυθμίσει κατάλληλα την αναπνοή.
Υπέρπνοια ονομάζεται το φαινόμενο που παρατηρείται όταν το ποσό του εισπνεόμενου αέρα που προσλαμβάνει ο οργανισμός μια δεδομένη στιγμή υπερβαίνει το ποσό που όντως του χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του αυτή τη δεδομένη στιγμή. Φυσικά εάν οι ανάγκες του οργανισμού για οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα αυξηθούν, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης ή όταν κινδυνεύουμε πραγματικά και πρέπει να δώσουμε μάχη ή να τραπούμε σε φυγή, ο ρυθμός και το βάθος της αναπνοής μας θα αυξηθεί κατάλληλα. Αντιθέτως, εάν οι ανάγκες του σώματος για οξυγόνο και διοξείδιο του άνθρακα μειωθούν, όπως για πχ σε στιγμές χαλάρωσης και ξεκούρασης, ο ρυθμός και το βάθος της αναπνοής μας αυτόματα θα μειωθεί. Όπως λοιπόν οι περισσότερες λειτουργίες του σώματός μας έτσι και η αναπνοή ελέγχεται από “αυτόματους” χημικούς και φυσικούς παράγοντες. Η αναπνοή όμως παρουσιάζει και μία επιπρόσθετη ιδιότητα – μπορεί να τεθεί υπό τον εκούσιο έλεγχό μας. Για παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο να κρατήσουμε την αναπνοή μας για να κολυμπήσουμε κάτω από το νερό ή να την επιταχύνουμε προκειμένου να φουσκώσουμε ένα μπαλόνι.
Συνεπώς η αναπνοή, μπορεί να ελεγχθεί με τη θέλησή μας, αλλά όμως μπορεί να επηρεαστεί ερήμην μας και από άλλους παράγοντες, όπως από τα συναισθήματα, το στρες, το άγχος και τη συνήθεια, που συνήθως μας οδηγούν σε αύξηση του ρυθμού της. Οι παραπάνω παράγοντες επιδρούν και επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο αναπνοής όσων υποφέρουν από προσβολές πανικού, δημιουργώντας τους την τάση να αναπνέουν γρήγορα, επιπόλαια και βαθιά. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της ροής του αίματος προς τις διάφορες περιοχές του σώματος και προς τον εγκέφαλο, δυσκολεύοντας έτσι το οξυγόνο που κυκλοφορεί στο αίμα να απελευθερωθεί στους ιστούς. Σε αυτές τις διαφοροποιήσεις οφείλονται οι περισσότερες φυσιολογικές – σωματικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την υπέρπνοια.
Πιο συγκεκριμένα και απλά όταν κάποιος «υπεραναπνέει» – όπως συχνά συμβαίνει σε ανθρώπους που πάσχουν από διαταραχές άγχους – προκαλούνται σωματικά συμπτώματα από:
1. την ελάχιστη μείωση του οξυγόνου σε συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου, όπως ζάλη, «ελαφρύ κεφάλι», θολή όραση, σύγχυση, αίσθηση μη πραγματικού, δυσκολία στην αναπνοή, αίσθηση πνιγμονής – κόμπου στο λαιμό.
2 την ελάχιστη μείωση του οξυγόνου σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος, όπως αύξηση των παλμών της καρδιάς, μούδιασμα – μυρμήγκιασμα, σφίξιμο των μυών , υγρά – ιδρωμένα χέρια.
«Είναι απαραίτητο να θυμάσαι ότι: η μηδαμινή μείωση του οξυγόνου που συμβαίνει είναι προσωρινή και ακίνδυνη».
Επιπροσθέτως, η υπέρπνοια είναι υπεύθυνη και για άλλες φυσιολογικές αλλαγές. Πρώτον, επειδή δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά επίπονη και σκληρή εργασία, το άτομο μπορεί να νιώθει έξαψη, ζέστη, και να ιδρώνει, ενώ παρατεταμένες περίοδοι υπέρπνοιας προκαλούν κούραση και εξάντληση. Δεύτερον οι άνθρωποι που υπεραναπνέουν σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν το στήθος κα τον θώρακα και όχι το διάφραγμά τους. Αυτό επιφέρει σφίξιμο και κούραση στις προαναφερθέντες μυικές ομάδες, έχοντας ως αποτέλεσμα συμπτώματα βάρους ή / και πόνου στο στήθος. Τρίτον, κάποιοι άνθρωποι που υπεραναπνεύουν τείνουν να αναστενάζουν βαριά και να χασμουριούνται, αποβάλλοντας έτσι άμεσα μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, χωρίς να τους γίνεται αντιληπτό. Έτσι η υπέρπνοια μπορεί να εξελιχθεί σε μακροχρόνια «δύσκολα ανιχνεύσιμη» συνήθεια. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις το σώμα χάνει προς στιγμή την ικανότητά του να ανταπεξέλθει στις αλλαγές του Co2 και αρκεί ακόμα και μια πολύ μικρή μεταβολή της αναπνοής πχ. μέσω χασμουρητού, για να προκαλέσει ξαφνική εμφάνιση των σωματικών συμπτωμάτων. Αυτό μπορεί να δικαιολογεί την ξαφνική εμφάνιση κρίσεων πανικού για πχ. κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Εν κατακλείδι, το πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η υπέρπνοια είναι μία εσωτερική – φυσιολογική λειτουργία, που συμβαίνει συχνά σε καταστάσεις όπου ο οργανισμός πρέπει να δώσει μάχη ή να τραπεί σε φυγή. Το σώμα μας είναι έτσι προγραμματισμένο ώστε να μας προστατεύει από τους κινδύνους και αντιδρά αυτόματα όταν το άτομο νιώσει μια αντικειμενική απειλή τροποποιώντας τον ρυθμό της ανάσας του και τις λοιπές προαναφερθέντες σωματικές λειτουργίες, ώστε να δραπετεύσει ή να παλέψει για να σωθεί. Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματικός εξωτερικός κίνδυνος και το άτομο αισθάνεται αυτά τα συμπτώματα για πχ. στο σούπερ μάρκετ ή στον καναπέ του, είναι πολύ λογικό να πιστεύει ότι ο κίνδυνος είναι εσωτερικός και ότι κάτι κακό του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να αγχώνεται και άλλο και να αυξάνει τον ρυθμό ή/και το βάθος της αναπνοής του.
«Παρόλα αυτά θυμηθείτε τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Η υπέρπνοια απέχει πολύ από το να είναι επικίνδυνη και είναι κομμάτι μιας βιολογικής απάντησης του οργανισμού που στοχεύει να προστατέψει το σώμα από το να πάθει κακό».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου