Ολοένα και περισσότερο τις τελευταίες μέρες η λέξη Ηθική πρωταγωνιστεί στις διαφημιστικές καμπάνιες και στις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων. Προφέροντάς την, οι πολιτικοί, προσπαθούν να εξορκίσουν τη θεμελιώδη ασυμφωνία που υπάρχει μεταξύ ηθικής και πολιτικής όχι μόνο επειδή -επανειλημμένα όπως έχει αποδειχθεί- οι ίδιοι προβαίνουν σε ανήθικες πράξεις, αλλά κυρίως (και αυτό είναι το φιλοσοφικά ενδιαφέρον) επειδή υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που οι πολιτικές πράξεις δεν μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά.
Το πρόβλημα αυτό δεν ισχύει μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για τους πολίτες που καλούνται να ψηφίσουν. Για να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αν υπάρχει ηθική ψήφος, θα πρέπει να υφίσταται ένα πολιτικό σύστημα όπως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η συμμετοχική δημοκρατία ή η άμεση δημοκρατία, όπου οι συμμετέχοντες, ως πολιτικές οντότητες, θα προβαίνουν με την ψήφο τους σε μια πράξη επιλογής, φέροντας ταυτόχρονα την ευθύνη της επιλογής τους αυτής. Για έναν περίεργο λόγο, το φιλοσοφικό και γλωσσικό μας σύμπαν έχει καταστεί έτσι, ώστε η έννοια της «ευθύνης» να αποκτά διαφορετική βαρύτητα όταν προσδιορίζεται ως πολιτική ευθύνη και διαφορετική βαρύτητα όταν προσδιορίζεται ως ηθική ευθύνη.
Η εκλογική πράξη πράξη συνιστά μια συμβολική και ουσιαστική πολιτική πράξη πράξη και μπορεί να εννοηθεί και ως μια ελάχιστη πράξη πράξη επιβεβαίωσης της πολιτικής φύσης του ανθρώπινου είδους. Όχι μιας αναπόδραστα πολιτικής φύσης όπως την εννοούμε παρερμηνεύοντας τον Αριστοτέλη – γιατί κάτι τέτοιο θα ακύρωνε το εν λόγω ερώτημα – αλλά μιας πολιτικής φύσης που συνυπάρχει με την έλλογη φύση του ανθρώπου που επιλέγει ελεύθερα τις αρχές του.
Παρακάτω θα επιχειρήσω να δώσω ορισμένα κριτήρια αξιολόγησης της εκλογικής πολιτικής πράξης με ηθικούς όρους και τέλος να εξετάσω τα διλήμματα της αποχής και της τιμωρίας.
1. Το κριτήριο της γνώσης
Μια ψήφος δεν μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά αν προέρχεται από άγνοια ή αυθαίρετο συλλογισμό. Το ευρέως διαδεδομένο επιχείρημα ότι «δεν έχει σημασία αν ξέρεις ή όχι από πολιτική, σημασία έχει να συμμετέχεις στις εκλογές», οδηγεί στο φαινόμενο να σέρνουν τους γέρους με άνοια στα εκλογικά τμήματα για να πράξουν το εκλογικό τους καθήκον. Αυτό το επιχείρημα συνήθως συμπληρώνεται με την προτροπή «ψήφισε ό,τι ψηφίζει η οικογένειά σου ή εν πάση περιπτώσει αυτός που ξέρει», δικαιώνοντας όπως φαίνεται τον απολυταρχικό Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριζε ότι «η βλακεία των ψηφοφόρων μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε μείζον πρόβλημα». Για να κριθεί ηθικά μια πράξη, θα πρέπει αυτός που προβαίνει σε αυτή να ξέρει τι κάνει. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Θα πρέπει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η απόφασή του να έχει μια λογική συνάφεια με τις αρχές του ή το κοινό συμφέρον.
2. Το κριτήριο των αρχών και του λόγου
Μια εξήγηση για την ασυμφωνία πολιτικής και ηθικής είναι ότι αυτή οφείλεται στη σύγκρουση μεταξύ [α] της ενστικτώδους – αναγκαιοκρατούμενης – φύσης του ανθρώπου, που κυριαρχείται από πρωτογενείς ορμές και πράττει σύμφωνα με το συμφέρον, και [β] της έλλογης φύσης του, που πασχίζει να πράττει σύμφωνα με την – κατ’ ευφημισμόν(;) – ελεύθερη βούληση και σύμφωνα με την ηθική. Αυτήν ακριβώς τη σύγκρουση του ενστίκτου με τον καθαρό λόγο -της πολιτικής σκοπιμότητας με την ηθική επιλογή- θα προσυπέγραφε ο Καντ, που θεωρούσε, ότι η ασυμφωνία ανάμεσα στις πολιτικές και τις ηθικές επιλογές μας, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούμαστε ή πολιτικά ή ηθικά όντα αλλά όχι και τα δύο ταυτόχρονα. Και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ:
Ο Καντ διαπίστωσε ότι οι πολιτικές πράξεις καθορίζονται μόνο από σκοπιμότητες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ατομικό συμφέρον και την πρωτόγονη ροπή του ανθρώπου για εξουσία. Από την άλλη πλευρά, οι ηθικές επιλογές θα έπρεπε να καθορίζονται από τον καθαρό καθαρό λόγο και την ελεύθερη βούληση, δηλαδή την καθαρή καθαρή επιλογή που δεν ετεροκαθορίζεται από εξωγενείς εμπειρικούς παράγοντες. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν έμπορο που αποφασίζει να μην κλέβει στο ζύγι. Για να θεωρηθεί η απόφασή του αυτή ηθική απόφαση, σύμφωνα με την καντιανή θέση, θα πρέπει το κίνητρο της επιλογής του -να μην κλέβει στο ζύγι- να προέρχεται από τη βούλησή του να είναι τίμιος. Η βούλησή του αυτή θα πρέπει να προϋποθέτει την υιοθέτηση της αρχής της τιμιότητας, όχι για κάποιον «εμπειρικό», υστερόβουλο ή κερδοσκοπικό λόγο, όχι παραδείγματος χάριν για την απόκτηση πελατείας ή για την αποφυγή των συνεπειών του φοροελεγκτικού νόμου, αλλά επειδή και μόνον επειδή θέλει να είναι τίμιος και να μην κλέβει στο ζύγι και διότι η ελεύθερα επιλεγμένη αυτή αρχή του, μπορεί να καθολικοποιηθεί και να ισχύσει για όλους τους ανθρώπους –εν προκειμένω τους εμπόρους- καθολικά καθολικά.
Με αυτή τη λογική λοιπόν, για να αξιολογηθεί ηθικά η συμμετοχή ενός προσώπου στην εκλογική διαδικασία, θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να έχει τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει. Θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξει ελεύθερα τις αρχές του, δηλαδή να υιοθετήσει ένα σύστημα ιδεών και αξιών, όχι με βάση κάποια σκοπιμότητα, αλλά σύμφωνα με την καθαρή βούληση. Αν το σύστημα αυτό των αρχών του εκφράζεται από κάποιο κόμμα, τότε το πρόσωπο αυτό, προβαίνοντας σε μια πολιτική πράξη, δικαιολογείται ηθικά, αφού η πράξη αυτή είναι συνεπής ως προς τις αρχές του και τις αντανακλά στο πρόσωπο ή στο κόμμα που επιλέγει. Με πρόσθετο όρο, τη διερώτηση: «τι θα γινόταν αν όλοι ψήφιζαν με το κριτήριο που εγώ θεωρώ σωστό;»
Είναι σαφές ότι με ένα τέτοιο σκεπτικό οποιαδήποτε ψήφος στερούμενη ενός πλαισίου αρχών, βασιζόμενη σε οπαδικές πρακτικές, στη συνήθεια, στην άγνοια ή στην παρανόηση δεν μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά. Προπάντων δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθική ψήφος μια ψήφος που βασίζεται στο ίδιο συμφέρον, στην πελατειακή σχέση και σε κάθε είδους σκοπιμότητα.
Ακόμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθική ψήφος μια ανελεύθερη ψήφος. Μια ψήφος με το πιστόλι στον κρόταφο, μια ψήφος που «δεσμεύεται» από ψευτοδιλήμματα που είναι ανεξάρτητα από τις αρχές, τις ιδέες και τις αξίες που έχουμε επιλέξει.
Με βάση μια τέτοιου τύπου αξιολόγηση λοιπόν, η σκοπιμότητα απαξιώνεται, ενώ η συνέπεια στις ελεύθερα επιλεγμένες αρχές και η πρόθεση για καθολικοποίηση αυτών των αρχών, αποτελούν το κριτήριο της ηθικής πράξης.
3. Το κριτήριο της ωφέλειας και των συνεπειών
Ο αντίλογος στο παραπάνω κριτήριο, θα υποστηρίξει ότι η συνέπεια στις αρχές που έχουμε επιλέξει, δεν είναι αρκετή όταν πρόκειται για το δημόσιο συμφέρον. Είναι πολλοί αυτοί που ψηφίζουν με πρόθεση να κάνουν «το καλό» τόσο για το κοινωνικό σύνολο όσο και για τους ίδιους, αλλά τελικά οι επιλογές τους επιφέρουν μεγαλύτερο κακό παρά καλό. Σύμφωνα με τους ωφελιμιστές, μια ψήφος θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως ηθική ψήφος, μόνο αν οι συνέπειές της, το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας δηλαδή, θα μπορούσε να κριθεί συμφέρον για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.
Με μια τέτοια ωφελιμιστική οπτική θα μπορούσε να προτάξει κανείς ότι μια διακυβέρνηση που θα πρόσφερε καλύτερες οικονομικές συνθήκες για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, θα συνιστούσε τη μόνη επιλογή. Εδώ θα πρέπει να κατανοήσουμε όμως, ότι το οικονομικό κριτήριο δεν είναι κριτήριο ηθικής επιλογής. Η οικονομία δεν είναι ηθική ή ανήθικη από μόνη της, ούτε η μεγαλύτερη ευδαιμονία του μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων μπορεί να μετρηθεί με οικονομικά μεγέθη. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο σφάλμα κατηγορίας, όπου προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε μια κατάσταση χρησιμοποιώντας έννοιες που ανήκουν σε μια άλλη κατάσταση.
Το σφάλμα αυτό προκύπτει λόγω της ταύτισης της ζωής μας με την οικονομική μας ζωή. Επικεντρώνοντας όλο το ενδιαφέρον στις οικονομικές συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής, πέφτουμε και πάλι στην παγίδα συγκυριακών ψευδοδιλημμάτων (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του μνημονίου) παραβλέποντας ότι είναι αδύνατον τελικά να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι συνέπειες θα έχει η επιλογή μας αυτή όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη συνολική ζωή των ανθρώπων στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Για να ισχύει το ωφελιμιστικό κριτήριο κριτήριο: «μεγαλύτερη ευδαιμονία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων» ως ηθικό κριτήριο κριτήριο, θα πρέπει η επιλογή ψήφου να έχει ως συνέπεια, την ευδαιμονία του μεγαλύτερου δυνατού μέρους του πληθυσμού, καλύπτοντας ταυτόχρονα κοινωνικά, ατομικά και οικονομικά κριτήρια κριτήρια για τη μεγαλύτερη δυνατόν χρονική περίοδο.
Μια αξιολόγηση της αποχής και της ψήφου τιμωρίας με ηθικούς όρους.
Μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά η αποχή από την εκλογική διαδικασία; Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία μπορεί να εννοηθεί ως υποχρέωση ή ως δικαίωμα. Η αριστοτελικής έμπνευσης πολιτική φύση του ανθρώπου –όπως την έχουμε κληρονομήσει από τις εγελιανής ανάλυσης ερμηνείες- υπονοεί μια αναγκαστική συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι. Αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο, τότε η συμμετοχή στις εκλογές είναι υποχρεωτική.
Αν δεχθούμε όμως τη διφυή φύση του ανθρώπινου όντος, ως πολιτικού ζώου που πράττει σύμφωνα με τις ανάγκες του και ως ηθικού ζώου που επιλέγει έλλογα τις πράξεις του, τότε η εκλογική πράξη είναι δικαίωμα. Ως τέτοιο περιγράφεται και στο ισχύον σύνταγμα. Όπως κάθε δικαίωμα όμως, έτσι και το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, μπορεί να ασκηθεί, μπορεί και όχι. Αξιολογείται η μη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ως πολιτική και ηθική στάση; Η απάντηση είναι ναι.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος διαφωνεί με το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, είναι ας πούμε κατά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και υποστηρίζει μια άλλη μορφή διακυβέρνησης, μπορεί με τη στάση του αυτή, να δηλώσει την αντίθεσή του. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος αποφασίζει να μη συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, επειδή θεωρεί ότι η ψήφος του δεν θα επιφέρει καμιά αλλαγή στο αποτέλεσμα;
Εδώ η απάντηση δίνεται αν αναλογιστεί κανείς «τι θα συνέβαινε αν όλοι επέλεγαν να πράξουν όπως εγώ;». Δεοντολογικά λοιπόν και σε αντίθεση με την αποχή λόγω αντίθεσης στο πολιτικό σύστημα, μια τέτοια στάση είναι ηθικά απαράδεκτη. Επίσης, ηθικά επιλήψιμη μπορεί να θεωρηθεί και η στάση «Ποντίου Πιλάτου», όπου κάποιος αποφασίζει να μη συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, επειδή δεν θέλει να έχει την ευθύνη ενός προδικασμένου, ασύμφορου για το κοινό συμφέρον, ή ασύμβατου με τις αρχές του εκλογικού αποτελέσματος.
Το πρόβλημα με την αποχή είναι, ότι κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη στάση των προσώπων που απέχουν. Μπορεί να είναι αντίθετοι με το πολιτικό σύστημα, μπορεί να είναι ευθυνόφοβοι και να μη θέλουν να έχουν την ευθύνη μιας κακής διακυβέρνησης ή μπορεί να είναι απλώς αδιάφοροι. Κρινόμενοι από τη στάση τους δεν μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά, παρά μόνο αν γίνουν γνωστές οι προθέσεις τους, πράγμα συλλογικά ανέφικτο.
Από την άλλη πλευρά, η αξιολόγηση μιας αρνητικής ψήφου είναι πιο ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, ψηφίζοντας κάποιο κόμμα όχι με γνώμονα τη σύγκλιση των αρχών ούτε με γνώμονα το κοινό συμφέρον, αλλά με μοναδικό κριτήριο την τιμωρία, υποπίπτουμε σε αξιολογικό σφάλμα. Σύμφωνα με όσα έχουν περιγραφεί παραπάνω, η ψήφος τιμωρίας θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί πολιτική πράξη, αλλά σε καμιά περίπτωση μια τέτοια πράξη δεν έχει ηθικό έρεισμα. Και λέω ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτικά θεμιτή πράξη, γιατί κάποιοι ενδεχομένως δεχτούν ότι μέσα από την εκλογική διαδικασία, ο ψηφοφόρος έχει το δικαίωμα να εκφράσει την αγανάκτησή του.
Η γνώμη μου είναι ότι η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία είναι μια πράξη επιλογής του κόμματος που εκφράζει τις αρχές μας και όχι μια πράξη απόρριψης εκείνων που μας έχουν θυμώσει. Επιλέγοντας μια τιμωρητική ψήφο, όχι επειδή θεωρούμε καλύτερη την επιλογή μας, αλλά επειδή έχουμε την πρόθεση να δείξουμε την αγανάκτησή μας, τότε εμμέσως ακυρώνουμε την έννοια της εκλογικής διαδικασίας.
Πέραν όμως της πολιτικής της διάστασης, η ψήφος τιμωρίας είναι ηθικά απαράδεκτη, γιατί όχι μόνο παραβιάζει τα κριτήρια που έχουμε θέσει πιο πάνω, αλλά και προσβάλει την έλλογη επιλογή, εμπεριέχοντας (θεωρητικά) τον κίνδυνο να κερδίσει τις εκλογές κάποιο κόμμα το οποίο δεν «εκφράζει» τις αρχές κανενός πολίτη, ούτε φυσικά το συλλογικό συμφέρον. Αν φερ’ ειπείν όλοι ψήφιζαν με το κριτήριο της τιμωρητικής ψήφου, τότε θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές όχι ο καταλληλότερος για διακυβέρνηση, αλλά ο εκφραστής της αγανάκτησης, άσχετα με τις ικανότητές του. Θεωρώ ότι μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα, η αποχή ως ηθική στάση είναι προτιμότερη από την ψήφο τιμωρίας.
Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι ηθική ψήφος είναι η συνειδητοποιημένη και αιτιολογημένη ψήφος. Η ψήφος εκείνη, που δεν δίνεται εν θερμώ, ούτε με το πιστόλι στον κρόταφο. Η θέση μου είναι ότι ο ορθολογικός δρόμος σύγκλισης πολιτικής και ηθικής πράξης, είναι ο δρόμος της επιλογής του κόμματος που εκφράζει τις ελεύθερα επιλεγμένες αρχές μας, των οποίων τις συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, μπορούμε να κατανοήσουμε, ως έλλογα όντα και ώριμοι πολίτες.
Το πρόβλημα αυτό δεν ισχύει μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για τους πολίτες που καλούνται να ψηφίσουν. Για να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αν υπάρχει ηθική ψήφος, θα πρέπει να υφίσταται ένα πολιτικό σύστημα όπως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η συμμετοχική δημοκρατία ή η άμεση δημοκρατία, όπου οι συμμετέχοντες, ως πολιτικές οντότητες, θα προβαίνουν με την ψήφο τους σε μια πράξη επιλογής, φέροντας ταυτόχρονα την ευθύνη της επιλογής τους αυτής. Για έναν περίεργο λόγο, το φιλοσοφικό και γλωσσικό μας σύμπαν έχει καταστεί έτσι, ώστε η έννοια της «ευθύνης» να αποκτά διαφορετική βαρύτητα όταν προσδιορίζεται ως πολιτική ευθύνη και διαφορετική βαρύτητα όταν προσδιορίζεται ως ηθική ευθύνη.
Η εκλογική πράξη πράξη συνιστά μια συμβολική και ουσιαστική πολιτική πράξη πράξη και μπορεί να εννοηθεί και ως μια ελάχιστη πράξη πράξη επιβεβαίωσης της πολιτικής φύσης του ανθρώπινου είδους. Όχι μιας αναπόδραστα πολιτικής φύσης όπως την εννοούμε παρερμηνεύοντας τον Αριστοτέλη – γιατί κάτι τέτοιο θα ακύρωνε το εν λόγω ερώτημα – αλλά μιας πολιτικής φύσης που συνυπάρχει με την έλλογη φύση του ανθρώπου που επιλέγει ελεύθερα τις αρχές του.
Παρακάτω θα επιχειρήσω να δώσω ορισμένα κριτήρια αξιολόγησης της εκλογικής πολιτικής πράξης με ηθικούς όρους και τέλος να εξετάσω τα διλήμματα της αποχής και της τιμωρίας.
1. Το κριτήριο της γνώσης
Μια ψήφος δεν μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά αν προέρχεται από άγνοια ή αυθαίρετο συλλογισμό. Το ευρέως διαδεδομένο επιχείρημα ότι «δεν έχει σημασία αν ξέρεις ή όχι από πολιτική, σημασία έχει να συμμετέχεις στις εκλογές», οδηγεί στο φαινόμενο να σέρνουν τους γέρους με άνοια στα εκλογικά τμήματα για να πράξουν το εκλογικό τους καθήκον. Αυτό το επιχείρημα συνήθως συμπληρώνεται με την προτροπή «ψήφισε ό,τι ψηφίζει η οικογένειά σου ή εν πάση περιπτώσει αυτός που ξέρει», δικαιώνοντας όπως φαίνεται τον απολυταρχικό Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριζε ότι «η βλακεία των ψηφοφόρων μπορεί να αποδειχθεί ενίοτε μείζον πρόβλημα». Για να κριθεί ηθικά μια πράξη, θα πρέπει αυτός που προβαίνει σε αυτή να ξέρει τι κάνει. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Θα πρέπει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η απόφασή του να έχει μια λογική συνάφεια με τις αρχές του ή το κοινό συμφέρον.
2. Το κριτήριο των αρχών και του λόγου
Μια εξήγηση για την ασυμφωνία πολιτικής και ηθικής είναι ότι αυτή οφείλεται στη σύγκρουση μεταξύ [α] της ενστικτώδους – αναγκαιοκρατούμενης – φύσης του ανθρώπου, που κυριαρχείται από πρωτογενείς ορμές και πράττει σύμφωνα με το συμφέρον, και [β] της έλλογης φύσης του, που πασχίζει να πράττει σύμφωνα με την – κατ’ ευφημισμόν(;) – ελεύθερη βούληση και σύμφωνα με την ηθική. Αυτήν ακριβώς τη σύγκρουση του ενστίκτου με τον καθαρό λόγο -της πολιτικής σκοπιμότητας με την ηθική επιλογή- θα προσυπέγραφε ο Καντ, που θεωρούσε, ότι η ασυμφωνία ανάμεσα στις πολιτικές και τις ηθικές επιλογές μας, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούμαστε ή πολιτικά ή ηθικά όντα αλλά όχι και τα δύο ταυτόχρονα. Και θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ:
Ο Καντ διαπίστωσε ότι οι πολιτικές πράξεις καθορίζονται μόνο από σκοπιμότητες, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ατομικό συμφέρον και την πρωτόγονη ροπή του ανθρώπου για εξουσία. Από την άλλη πλευρά, οι ηθικές επιλογές θα έπρεπε να καθορίζονται από τον καθαρό καθαρό λόγο και την ελεύθερη βούληση, δηλαδή την καθαρή καθαρή επιλογή που δεν ετεροκαθορίζεται από εξωγενείς εμπειρικούς παράγοντες. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν έμπορο που αποφασίζει να μην κλέβει στο ζύγι. Για να θεωρηθεί η απόφασή του αυτή ηθική απόφαση, σύμφωνα με την καντιανή θέση, θα πρέπει το κίνητρο της επιλογής του -να μην κλέβει στο ζύγι- να προέρχεται από τη βούλησή του να είναι τίμιος. Η βούλησή του αυτή θα πρέπει να προϋποθέτει την υιοθέτηση της αρχής της τιμιότητας, όχι για κάποιον «εμπειρικό», υστερόβουλο ή κερδοσκοπικό λόγο, όχι παραδείγματος χάριν για την απόκτηση πελατείας ή για την αποφυγή των συνεπειών του φοροελεγκτικού νόμου, αλλά επειδή και μόνον επειδή θέλει να είναι τίμιος και να μην κλέβει στο ζύγι και διότι η ελεύθερα επιλεγμένη αυτή αρχή του, μπορεί να καθολικοποιηθεί και να ισχύσει για όλους τους ανθρώπους –εν προκειμένω τους εμπόρους- καθολικά καθολικά.
Με αυτή τη λογική λοιπόν, για να αξιολογηθεί ηθικά η συμμετοχή ενός προσώπου στην εκλογική διαδικασία, θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να έχει τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει. Θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξει ελεύθερα τις αρχές του, δηλαδή να υιοθετήσει ένα σύστημα ιδεών και αξιών, όχι με βάση κάποια σκοπιμότητα, αλλά σύμφωνα με την καθαρή βούληση. Αν το σύστημα αυτό των αρχών του εκφράζεται από κάποιο κόμμα, τότε το πρόσωπο αυτό, προβαίνοντας σε μια πολιτική πράξη, δικαιολογείται ηθικά, αφού η πράξη αυτή είναι συνεπής ως προς τις αρχές του και τις αντανακλά στο πρόσωπο ή στο κόμμα που επιλέγει. Με πρόσθετο όρο, τη διερώτηση: «τι θα γινόταν αν όλοι ψήφιζαν με το κριτήριο που εγώ θεωρώ σωστό;»
Είναι σαφές ότι με ένα τέτοιο σκεπτικό οποιαδήποτε ψήφος στερούμενη ενός πλαισίου αρχών, βασιζόμενη σε οπαδικές πρακτικές, στη συνήθεια, στην άγνοια ή στην παρανόηση δεν μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά. Προπάντων δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθική ψήφος μια ψήφος που βασίζεται στο ίδιο συμφέρον, στην πελατειακή σχέση και σε κάθε είδους σκοπιμότητα.
Ακόμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ηθική ψήφος μια ανελεύθερη ψήφος. Μια ψήφος με το πιστόλι στον κρόταφο, μια ψήφος που «δεσμεύεται» από ψευτοδιλήμματα που είναι ανεξάρτητα από τις αρχές, τις ιδέες και τις αξίες που έχουμε επιλέξει.
Με βάση μια τέτοιου τύπου αξιολόγηση λοιπόν, η σκοπιμότητα απαξιώνεται, ενώ η συνέπεια στις ελεύθερα επιλεγμένες αρχές και η πρόθεση για καθολικοποίηση αυτών των αρχών, αποτελούν το κριτήριο της ηθικής πράξης.
3. Το κριτήριο της ωφέλειας και των συνεπειών
Ο αντίλογος στο παραπάνω κριτήριο, θα υποστηρίξει ότι η συνέπεια στις αρχές που έχουμε επιλέξει, δεν είναι αρκετή όταν πρόκειται για το δημόσιο συμφέρον. Είναι πολλοί αυτοί που ψηφίζουν με πρόθεση να κάνουν «το καλό» τόσο για το κοινωνικό σύνολο όσο και για τους ίδιους, αλλά τελικά οι επιλογές τους επιφέρουν μεγαλύτερο κακό παρά καλό. Σύμφωνα με τους ωφελιμιστές, μια ψήφος θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως ηθική ψήφος, μόνο αν οι συνέπειές της, το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας δηλαδή, θα μπορούσε να κριθεί συμφέρον για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.
Με μια τέτοια ωφελιμιστική οπτική θα μπορούσε να προτάξει κανείς ότι μια διακυβέρνηση που θα πρόσφερε καλύτερες οικονομικές συνθήκες για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, θα συνιστούσε τη μόνη επιλογή. Εδώ θα πρέπει να κατανοήσουμε όμως, ότι το οικονομικό κριτήριο δεν είναι κριτήριο ηθικής επιλογής. Η οικονομία δεν είναι ηθική ή ανήθικη από μόνη της, ούτε η μεγαλύτερη ευδαιμονία του μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων μπορεί να μετρηθεί με οικονομικά μεγέθη. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο σφάλμα κατηγορίας, όπου προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε μια κατάσταση χρησιμοποιώντας έννοιες που ανήκουν σε μια άλλη κατάσταση.
Το σφάλμα αυτό προκύπτει λόγω της ταύτισης της ζωής μας με την οικονομική μας ζωή. Επικεντρώνοντας όλο το ενδιαφέρον στις οικονομικές συνέπειες της μιας ή της άλλης επιλογής, πέφτουμε και πάλι στην παγίδα συγκυριακών ψευδοδιλημμάτων (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του μνημονίου) παραβλέποντας ότι είναι αδύνατον τελικά να γνωρίζουμε εκ των προτέρων τι συνέπειες θα έχει η επιλογή μας αυτή όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη συνολική ζωή των ανθρώπων στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Για να ισχύει το ωφελιμιστικό κριτήριο κριτήριο: «μεγαλύτερη ευδαιμονία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων» ως ηθικό κριτήριο κριτήριο, θα πρέπει η επιλογή ψήφου να έχει ως συνέπεια, την ευδαιμονία του μεγαλύτερου δυνατού μέρους του πληθυσμού, καλύπτοντας ταυτόχρονα κοινωνικά, ατομικά και οικονομικά κριτήρια κριτήρια για τη μεγαλύτερη δυνατόν χρονική περίοδο.
Μια αξιολόγηση της αποχής και της ψήφου τιμωρίας με ηθικούς όρους.
Μπορεί να αξιολογηθεί ηθικά η αποχή από την εκλογική διαδικασία; Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία μπορεί να εννοηθεί ως υποχρέωση ή ως δικαίωμα. Η αριστοτελικής έμπνευσης πολιτική φύση του ανθρώπου –όπως την έχουμε κληρονομήσει από τις εγελιανής ανάλυσης ερμηνείες- υπονοεί μια αναγκαστική συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι. Αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ζώο, τότε η συμμετοχή στις εκλογές είναι υποχρεωτική.
Αν δεχθούμε όμως τη διφυή φύση του ανθρώπινου όντος, ως πολιτικού ζώου που πράττει σύμφωνα με τις ανάγκες του και ως ηθικού ζώου που επιλέγει έλλογα τις πράξεις του, τότε η εκλογική πράξη είναι δικαίωμα. Ως τέτοιο περιγράφεται και στο ισχύον σύνταγμα. Όπως κάθε δικαίωμα όμως, έτσι και το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, μπορεί να ασκηθεί, μπορεί και όχι. Αξιολογείται η μη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ως πολιτική και ηθική στάση; Η απάντηση είναι ναι.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος διαφωνεί με το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, είναι ας πούμε κατά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και υποστηρίζει μια άλλη μορφή διακυβέρνησης, μπορεί με τη στάση του αυτή, να δηλώσει την αντίθεσή του. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος αποφασίζει να μη συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, επειδή θεωρεί ότι η ψήφος του δεν θα επιφέρει καμιά αλλαγή στο αποτέλεσμα;
Εδώ η απάντηση δίνεται αν αναλογιστεί κανείς «τι θα συνέβαινε αν όλοι επέλεγαν να πράξουν όπως εγώ;». Δεοντολογικά λοιπόν και σε αντίθεση με την αποχή λόγω αντίθεσης στο πολιτικό σύστημα, μια τέτοια στάση είναι ηθικά απαράδεκτη. Επίσης, ηθικά επιλήψιμη μπορεί να θεωρηθεί και η στάση «Ποντίου Πιλάτου», όπου κάποιος αποφασίζει να μη συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, επειδή δεν θέλει να έχει την ευθύνη ενός προδικασμένου, ασύμφορου για το κοινό συμφέρον, ή ασύμβατου με τις αρχές του εκλογικού αποτελέσματος.
Το πρόβλημα με την αποχή είναι, ότι κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη στάση των προσώπων που απέχουν. Μπορεί να είναι αντίθετοι με το πολιτικό σύστημα, μπορεί να είναι ευθυνόφοβοι και να μη θέλουν να έχουν την ευθύνη μιας κακής διακυβέρνησης ή μπορεί να είναι απλώς αδιάφοροι. Κρινόμενοι από τη στάση τους δεν μπορούν να αξιολογηθούν ηθικά, παρά μόνο αν γίνουν γνωστές οι προθέσεις τους, πράγμα συλλογικά ανέφικτο.
Από την άλλη πλευρά, η αξιολόγηση μιας αρνητικής ψήφου είναι πιο ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, ψηφίζοντας κάποιο κόμμα όχι με γνώμονα τη σύγκλιση των αρχών ούτε με γνώμονα το κοινό συμφέρον, αλλά με μοναδικό κριτήριο την τιμωρία, υποπίπτουμε σε αξιολογικό σφάλμα. Σύμφωνα με όσα έχουν περιγραφεί παραπάνω, η ψήφος τιμωρίας θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί πολιτική πράξη, αλλά σε καμιά περίπτωση μια τέτοια πράξη δεν έχει ηθικό έρεισμα. Και λέω ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτικά θεμιτή πράξη, γιατί κάποιοι ενδεχομένως δεχτούν ότι μέσα από την εκλογική διαδικασία, ο ψηφοφόρος έχει το δικαίωμα να εκφράσει την αγανάκτησή του.
Η γνώμη μου είναι ότι η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία είναι μια πράξη επιλογής του κόμματος που εκφράζει τις αρχές μας και όχι μια πράξη απόρριψης εκείνων που μας έχουν θυμώσει. Επιλέγοντας μια τιμωρητική ψήφο, όχι επειδή θεωρούμε καλύτερη την επιλογή μας, αλλά επειδή έχουμε την πρόθεση να δείξουμε την αγανάκτησή μας, τότε εμμέσως ακυρώνουμε την έννοια της εκλογικής διαδικασίας.
Πέραν όμως της πολιτικής της διάστασης, η ψήφος τιμωρίας είναι ηθικά απαράδεκτη, γιατί όχι μόνο παραβιάζει τα κριτήρια που έχουμε θέσει πιο πάνω, αλλά και προσβάλει την έλλογη επιλογή, εμπεριέχοντας (θεωρητικά) τον κίνδυνο να κερδίσει τις εκλογές κάποιο κόμμα το οποίο δεν «εκφράζει» τις αρχές κανενός πολίτη, ούτε φυσικά το συλλογικό συμφέρον. Αν φερ’ ειπείν όλοι ψήφιζαν με το κριτήριο της τιμωρητικής ψήφου, τότε θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές όχι ο καταλληλότερος για διακυβέρνηση, αλλά ο εκφραστής της αγανάκτησης, άσχετα με τις ικανότητές του. Θεωρώ ότι μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα, η αποχή ως ηθική στάση είναι προτιμότερη από την ψήφο τιμωρίας.
Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι ηθική ψήφος είναι η συνειδητοποιημένη και αιτιολογημένη ψήφος. Η ψήφος εκείνη, που δεν δίνεται εν θερμώ, ούτε με το πιστόλι στον κρόταφο. Η θέση μου είναι ότι ο ορθολογικός δρόμος σύγκλισης πολιτικής και ηθικής πράξης, είναι ο δρόμος της επιλογής του κόμματος που εκφράζει τις ελεύθερα επιλεγμένες αρχές μας, των οποίων τις συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, μπορούμε να κατανοήσουμε, ως έλλογα όντα και ώριμοι πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου