Το κοινωνικό αυτό ον που ονομάζεται άνθρωπος ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ να πάσχει από μοναξιά. Ποια είναι η σχέση μεταξύ των Social Networks και της μοναξιάς που έχουμε εφεύρει και φορέσει σαν δεύτερο δέρμα; Πίσω από τις οθόνες μας, συλλέγουμε φίλους σαν γραμματόσημα, ποσότητα αντί για ποιότητα, likes με το κιλό. Μιλάμε με μηνύματα αντί να συζητάμε πρόσωπο με πρόσωπο και έτσι παρουσιάζουμε τον εαυτό μας όπως θέλουμε. Τελικά πού σταματά η αυτοπροβολή και πού αρχίζει η ουσιαστική επικοινωνία;
Oι έρευνες λένε ότι η μοναξιά είναι από μία από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες ασθένειες του σύγχρονου κόσμου, σκοτώνοντας περισσότερους ανθρώπους από τον καρκίνο και την καρδιά, σύμφωνα με έρευνες. Από ιατρική σκοπιά, το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να καταστρέψει τις χημικές και ηλεκτρικές αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος, αφήνοντας το εκτεθειμένο σε αρρώστιες και ιώσεις. Αν και προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω πως η μοναξιά μπορεί να σκοτώσει, σίγουρα μπορώ ν’ αντιληφθώ ότι στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει κανείς μόνος του. Και το παράλογο της υπόθεσης είναι ότι η μοναξιά και η παραδοχή της είναι από τα τελευταία υπαρκτά ταμπού.
Και λέω το τελευταίο γιατί ένα από τα «καλά» της κρίσης είναι ότι μας έχει απαλλάξει από πολλά περιττά ταμπού και ενοχές. Ενοχή και ταμπού νούμερο ένα: Τα χρήματα. Ποιος θα τολμούσε άραγε στην Χρυσή εποχή του euro και των Ολυμπιακών Αγώνων να παραδεχτεί ότι δεν του περισσεύουν για να βγει έξω το Σαββατόβραδο; Ακόμα και ψυχαναγκαστικά έπρεπε να βγει, να αφήσει ένα γενναίο φιλοδώρημα στον μετρ, και ν’ ανοίξει δυο τρία μπουκάλια κι ας μην τα πιει. Αντιθέτως σήμερα που η μόδα λέει «λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν», θα βροντοφωνάξει σχεδόν ότι δεν του περισσεύουν για να βγει συμβιβασμένος πλήρως με το ρεύμα της εποχής του. Στο ίδιο πάντα μοτίβο, μια γυναίκα δε θα μοστράρει με περηφάνια την καινούργια φούστα που αγόρασε χωρίς να προσθέσει ότι την πήρε στις εκπτώσεις, με παζαρέματα, ή έστω από αλυσίδα καταστημάτων με φτηνά ρούχα.
Η απενεχοποίηση της παραδοχής της έλλειψης χρημάτων η οποία συνοδεύει δίχως άλλο και την αντίστοιχη της ανεργίας στην οποία οι νέοι και οι γυναίκες αυτής της χώρας κρατούν την πρωτιά στην Ευρώπη. Ετσι, ένας εικοσιοχτάχρονος άνεργος είναι μάλλον κάτι συνηθισμένο παρά ταμπού.
Η μοναξιά και η παραδοχή της όμως παραμένουν ακόμα ταμπού. Ένα ταμπού που δεν περιλαμβάνει μόνο τις ελεύθερες γυναίκες άνω των 35 που κινδυνεύουν να «μείνουν στο ράφι», να καλογερέψουν, να στερηθούν την οικογένεια. Μας περιλαμβάνει όλους. Η ελληνική κοινωνία έχει γαλουχήσει τα παιδιά της με την ιδέα ότι ανεξάρτητα από τα προβλήματα που κουβαλάει, είναι ον κατεξοχήν κοινωνικό από αρχαιοτάτων χρόνων, και έτσι θα παραμείνει καταναγκαστικά. Οπότε η μοναξιά είναι συνώνυμη ίσως με χαρακτηριστικό των «ξενέρωτων» των βορειοευρωπαίων και η παραδοχή του ενεργοποιεί τα πιο γρήγορα αντανακλαστικά ώστε να ξεφύγουμε από αυτό το τόσο ανιαρό θέμα. Επιπλέον σε μία εποχή που μας τροφοδοτεί καθημερινά με γενναίες δόσεις μαυρίλας και μιζέριας το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι περισσότερη γκρίνια. Οπότε στο άκουσμα της Ιωάννας που χώρισε από μια μακροχρόνια σχέση, μας πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι γιατί ανά πάσα στιγμή θα βρεθούμε στη θέση της και γιατί αρκετά προβλήματα ήδη έχουμε.
Στην αντίπερα όχθη της εξ ατυχήματος μοναχικής Ιωάννας, βρίσκεται η Κατερίνα η οποία δε θα παραπονεθεί ποτέ για τη μοναξιά της όχι γιατί δεν υπάρχει αλλά γιατί έχει στήσει ένα ολόκληρο κτίσμα υποχρεώσεων, και φιλοδοξιών γύρω της που αποτρέπουν το συναίσθημα της μοναξιάς a priori.
Ίσως τη δεκαετία του 90, η ιδέα της ανεξάρτητης αμαζόνας που θερίζει στον πάλαι ποτέ ανδροκρατούμενο εργασιακό χώρο, φορώντας τα Μανόλο Μπλάνικ της Κάρυ Μπράντσω να ήταν επαναστατικό. Η αλήθεια είναι όμως ότι ακόμα κι αυτή άνετα θα παραδώσει τα όπλα ψυχή τε και σώματι όταν γνωρίσει τον δικό της πρίγκιπα.
Περισσότερο όμως μουδιαστική είναι η περίπτωση της μοναξιάς, παρουσία κόσμου που μάλιστα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις επίσημες ψυχολογικές διαταραχές. Σε αυτή την περίπτωση η μοναξιά βιώνεται ως μια σειρά από επιφανειακές ή επαγγελματικές σχέσεις που αφήνουν τον ασθενή χωρίς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με το οποίο να νιώθει οικειότητα, να εμπιστεύεται ή να έχει κοινά ενδιαφέροντα. Με την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άνθρωπος άξιος εκεί έξω να γεμίσει τα κενά του, ο «μοναχικός» κλείνεται ακόμα περισσότερο στο καβούκι του, υπομένοντας το μαρτύριο του μ’ ένα υποκριτικό χαμόγελο.
Κι εδώ έρχονται να τον σώσουν όλα τα social media και να τον φέρουν κοντά με ανθρώπους που δεν θα γνώριζε υπό άλλες περιστάσεις. Θετικό μεν αρνητικό όταν τον καλύπτει η επιβεβαίωση των 600 φίλων στο facebook, των 200 ρητουήτ στο Twitter και των 30 likes στο Instagram των καπκέηκς που φωτογράφισε, για να νιώσει κομμάτι ενός κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου, αυτή ακριβώς τη μορφή αντικοινωνικής κοινωνικότητας που μας εμφύσησε ο Ζουκεργμπεργκ έχει κάνει cool να επισυνάπτουμε σχέσεις με άβαταρ, που αυτόματα απαιτεί να περνάμε πολλές ώρες μόνοι μας με τον υπολογιστή.
Οπότε η μοναξιά είναι ταμπού σήμερα γιατί είναι παράλληλα και προαπαιτούμενο για να επιτύχει το εικονικό μοντέλο ζωής στο οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε τα τελευταία χρόνια. Και εάν παραδεχόμασταν εντελώς «άπληστα» ότι αυτό δεν μας καλύπτει αλλά αντίθετα επιτείνει το συναίσθημα της μοναξιάς, οι Ζουκερμπεργκ, Ντόρσεϋ και Σάιστορμ αυτού του κόσμου μάλλον θα είχαν μείνει χωρίς δουλειά…
Oι έρευνες λένε ότι η μοναξιά είναι από μία από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες ασθένειες του σύγχρονου κόσμου, σκοτώνοντας περισσότερους ανθρώπους από τον καρκίνο και την καρδιά, σύμφωνα με έρευνες. Από ιατρική σκοπιά, το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να καταστρέψει τις χημικές και ηλεκτρικές αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος, αφήνοντας το εκτεθειμένο σε αρρώστιες και ιώσεις. Αν και προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω πως η μοναξιά μπορεί να σκοτώσει, σίγουρα μπορώ ν’ αντιληφθώ ότι στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει κανείς μόνος του. Και το παράλογο της υπόθεσης είναι ότι η μοναξιά και η παραδοχή της είναι από τα τελευταία υπαρκτά ταμπού.
Και λέω το τελευταίο γιατί ένα από τα «καλά» της κρίσης είναι ότι μας έχει απαλλάξει από πολλά περιττά ταμπού και ενοχές. Ενοχή και ταμπού νούμερο ένα: Τα χρήματα. Ποιος θα τολμούσε άραγε στην Χρυσή εποχή του euro και των Ολυμπιακών Αγώνων να παραδεχτεί ότι δεν του περισσεύουν για να βγει έξω το Σαββατόβραδο; Ακόμα και ψυχαναγκαστικά έπρεπε να βγει, να αφήσει ένα γενναίο φιλοδώρημα στον μετρ, και ν’ ανοίξει δυο τρία μπουκάλια κι ας μην τα πιει. Αντιθέτως σήμερα που η μόδα λέει «λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν», θα βροντοφωνάξει σχεδόν ότι δεν του περισσεύουν για να βγει συμβιβασμένος πλήρως με το ρεύμα της εποχής του. Στο ίδιο πάντα μοτίβο, μια γυναίκα δε θα μοστράρει με περηφάνια την καινούργια φούστα που αγόρασε χωρίς να προσθέσει ότι την πήρε στις εκπτώσεις, με παζαρέματα, ή έστω από αλυσίδα καταστημάτων με φτηνά ρούχα.
Η απενεχοποίηση της παραδοχής της έλλειψης χρημάτων η οποία συνοδεύει δίχως άλλο και την αντίστοιχη της ανεργίας στην οποία οι νέοι και οι γυναίκες αυτής της χώρας κρατούν την πρωτιά στην Ευρώπη. Ετσι, ένας εικοσιοχτάχρονος άνεργος είναι μάλλον κάτι συνηθισμένο παρά ταμπού.
Η μοναξιά και η παραδοχή της όμως παραμένουν ακόμα ταμπού. Ένα ταμπού που δεν περιλαμβάνει μόνο τις ελεύθερες γυναίκες άνω των 35 που κινδυνεύουν να «μείνουν στο ράφι», να καλογερέψουν, να στερηθούν την οικογένεια. Μας περιλαμβάνει όλους. Η ελληνική κοινωνία έχει γαλουχήσει τα παιδιά της με την ιδέα ότι ανεξάρτητα από τα προβλήματα που κουβαλάει, είναι ον κατεξοχήν κοινωνικό από αρχαιοτάτων χρόνων, και έτσι θα παραμείνει καταναγκαστικά. Οπότε η μοναξιά είναι συνώνυμη ίσως με χαρακτηριστικό των «ξενέρωτων» των βορειοευρωπαίων και η παραδοχή του ενεργοποιεί τα πιο γρήγορα αντανακλαστικά ώστε να ξεφύγουμε από αυτό το τόσο ανιαρό θέμα. Επιπλέον σε μία εποχή που μας τροφοδοτεί καθημερινά με γενναίες δόσεις μαυρίλας και μιζέριας το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι περισσότερη γκρίνια. Οπότε στο άκουσμα της Ιωάννας που χώρισε από μια μακροχρόνια σχέση, μας πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι γιατί ανά πάσα στιγμή θα βρεθούμε στη θέση της και γιατί αρκετά προβλήματα ήδη έχουμε.
Στην αντίπερα όχθη της εξ ατυχήματος μοναχικής Ιωάννας, βρίσκεται η Κατερίνα η οποία δε θα παραπονεθεί ποτέ για τη μοναξιά της όχι γιατί δεν υπάρχει αλλά γιατί έχει στήσει ένα ολόκληρο κτίσμα υποχρεώσεων, και φιλοδοξιών γύρω της που αποτρέπουν το συναίσθημα της μοναξιάς a priori.
Ίσως τη δεκαετία του 90, η ιδέα της ανεξάρτητης αμαζόνας που θερίζει στον πάλαι ποτέ ανδροκρατούμενο εργασιακό χώρο, φορώντας τα Μανόλο Μπλάνικ της Κάρυ Μπράντσω να ήταν επαναστατικό. Η αλήθεια είναι όμως ότι ακόμα κι αυτή άνετα θα παραδώσει τα όπλα ψυχή τε και σώματι όταν γνωρίσει τον δικό της πρίγκιπα.
Περισσότερο όμως μουδιαστική είναι η περίπτωση της μοναξιάς, παρουσία κόσμου που μάλιστα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις επίσημες ψυχολογικές διαταραχές. Σε αυτή την περίπτωση η μοναξιά βιώνεται ως μια σειρά από επιφανειακές ή επαγγελματικές σχέσεις που αφήνουν τον ασθενή χωρίς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με το οποίο να νιώθει οικειότητα, να εμπιστεύεται ή να έχει κοινά ενδιαφέροντα. Με την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άνθρωπος άξιος εκεί έξω να γεμίσει τα κενά του, ο «μοναχικός» κλείνεται ακόμα περισσότερο στο καβούκι του, υπομένοντας το μαρτύριο του μ’ ένα υποκριτικό χαμόγελο.
Κι εδώ έρχονται να τον σώσουν όλα τα social media και να τον φέρουν κοντά με ανθρώπους που δεν θα γνώριζε υπό άλλες περιστάσεις. Θετικό μεν αρνητικό όταν τον καλύπτει η επιβεβαίωση των 600 φίλων στο facebook, των 200 ρητουήτ στο Twitter και των 30 likes στο Instagram των καπκέηκς που φωτογράφισε, για να νιώσει κομμάτι ενός κοινωνικού συνόλου. Εξάλλου, αυτή ακριβώς τη μορφή αντικοινωνικής κοινωνικότητας που μας εμφύσησε ο Ζουκεργμπεργκ έχει κάνει cool να επισυνάπτουμε σχέσεις με άβαταρ, που αυτόματα απαιτεί να περνάμε πολλές ώρες μόνοι μας με τον υπολογιστή.
Οπότε η μοναξιά είναι ταμπού σήμερα γιατί είναι παράλληλα και προαπαιτούμενο για να επιτύχει το εικονικό μοντέλο ζωής στο οποίο έχουμε μάθει να λειτουργούμε τα τελευταία χρόνια. Και εάν παραδεχόμασταν εντελώς «άπληστα» ότι αυτό δεν μας καλύπτει αλλά αντίθετα επιτείνει το συναίσθημα της μοναξιάς, οι Ζουκερμπεργκ, Ντόρσεϋ και Σάιστορμ αυτού του κόσμου μάλλον θα είχαν μείνει χωρίς δουλειά…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου