Ποιητές και συγγραφείς έχουν χύσει ποταμούς από μελάνι εξυμνώντας τον Ερωτα,
ενώ ψυχολόγοι και γιατροί τον έχουν μελετήσει ενδελεχώς.
Το πιο ακαταμάχητο πάθος, ο έρωτας, παραμένει ακόμα και σήμερα μεγάλο μυστήριο.
Κάποιες φορές φτάνει στα όρια της αρρώστιας και άλλες γίνεται πηγή έμπνευσης.
Ο ερωτοχτυπημένος ανεβαίνει στα ουράνια και την ίδια στιγμή βυθίζεται στην κατάθλιψη.
Εκτός από έντονο συναίσθημα, η λέξη «πάθος» σημαίνει κατ’ ουσίαν ταλαιπωρία και πόνο.
Επί αιώνες, τα πάθη, με τον έρωτα να δεσπόζει,
θεωρούνταν αδυναμίες αντίθετες προς τη λογική.
Κι όμως, πρόκειται για ένα καταπληκτικό σχέδιο καλά δουλεμένο από τη μητέρα φύση,
η οποία επινόησε και εξέλιξε το τέχνασμα του ερωτικού πάθους...
Η ερωτική εμπειρία, είναι από τις πιο σπουδαίες και για πολλούς η πλέον σημαντική εμπειρία της ζωής του ανθρώπου.
Μια βαθύτερη σκέψη πάνω στον έρωτα δεν μπορεί παρά να είναι ένας στοχασμός πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ανικανοποίητο, η νοσταλγία, το αίσθημα της μοναξιάς, η επιθυμία για ολοκλήρωση και τελειότητα, ο ψυχικός πόνος.
Εκείνο που κυρίως γοητεύει στον έρωτα είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του, η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα, η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατέλειωτο των πόθων τους. Το αγαπημένο πρόσωπο, εξιδανικεύεται, θεοποιείται, λατρεύεται, γίνεται στήριγμα της φαντασίας. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών είναι να κάνουμε τον άλλο υποχείριο και να απογοητευόμαστε όταν τον βλέπουμε στην πραγματικότητά του.
Οι απογοητεύσεις του έρωτα που στρέφεται προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, η αγωνία της εγκατάλειψης που μας κατακυριεύει όταν παύει η αγάπη, είναι, μια ευκαιρία για ωρίμανση, όχι μόνο γιατί επιτρέπουν έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας, αλλά, και γιατί επιτρέπουν να αναπτυχθούν πιο ώριμες σχέσεις με τον κόσμο. Στον έρωτα δεν είναι σπάνιο, μαζί με το αίσθημα της ένωσης με τον εραστή, να νιώθουμε και το αίσθημα της συμφιλίωσης με όλους τους ανθρώπους και με το σύμπαν, ένα αίσθημα παγκόσμιας αγάπης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ερωτικής εμπειρίας είναι η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο. Η παρουσία ή προσέγγιση του άλλου μας αιχμαλωτίζουν με ένταση και αμεσότητα που δεν συναντιούνται σε άλλες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερωτική σχέση «μαγεύει» τον ερωτευμένο και τον βασανίζει με την έμμονη ιδέα της εικόνας του άλλου. Αυτό το βίωμα έχει έναν αιφνίδιο, εξωπραγματικό, σχεδόν καταναγκαστικό χαρακτήρα.
Αντικρίζοντας το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωτευμένος νιώθει ένα αίσθημα απίστευτης πληρότητας και συγχρόνως έχει την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή ζούσε σε κατάσταση στέρησης. Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου είναι πηγή ευεξίας που μοιάζει να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Στην πραγματικότητα όμως, ο έρωτας ζει και τρέφεται απ'αυτό που συμβαίνει σε μας, μέσα μας. Το πρόσωπο στο οποίο έχει προσηλωθεί το βλέμμα και η επιθυμία μου αποκτά για μένα μοναδική σημασία. Μόνο εκείνο μπορεί να ανακαλέσει τις πιο ενδόμυχες, και ιδιαίτερες διαστάσεις μου. Η ζωτικότητα που δοκιμάζουμε όταν αγαπούμε πηγάζει από την ανανεωμένη διάθεση για «αναζήτηση» που προκαλεί και τρέφει το πάθος.
Η αναστάτωση και η επιθυμία που προκαλεί η όψη του άλλου μαρτυρούν πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ενωθούμε ξανά με αυτό που έμοιαζε χαμένο και που τώρα εμφανίζεται με καινούργια και ακόμη πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά.. Από τη συνάντηση δύο μοναδικοτήτων δεν μπορεί παρά να προκύψει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη σχέση. Να γιατί, όταν εκείνη η σχέση τελειώσει, είναι δικαιολογημένη η νοσταλγία, ο πόνος για κάτι που χάθηκε οριστικά, αφού καμιά νέα συνάντηση δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναζωντανέψει εκείνη την ίδια εμπειρία.
Όταν στη ζωή βρεθούμε να βιώνουμε μια εμπειρία στην οποία ένα άτομο ξένο προς εμάς γίνεται πηγή έκστασης, τότε βρισκόμαστε σε «οριακή κατάσταση». Τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι ότι η ευτυχία μου περνάει μέσα από ένα άλλο ανθρώπινο ον, εγκαταλείπομαι σ'αυτό, οφείλω να τρέμω και από φόβο, γιατί παραδίνοντας τον εαυτό μου στα χέρια του βρίσκομαι στο έλεός του. Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που μας αφοπλίζει απέναντι στη ζωή και μας επιβάλλει πρωτότυπες, άγνωστες έως τότε και προσωπικές επιλογές και αποφάσεις.. Από τη μια δοκιμάζει ο ερωτευμένος μια κατάσταση ανανέωσης, σχεδόν μια αναγέννηση, και από την άλλη βιώνει το τέλος μιας πλευράς της προσωπικότητάς του εκείνης που δεν ήταν ζωτικά και ριζικά συνυφασμένη με την ύπαρξή του. Χαρακτηριστικό του έρωτα είναι η βίαιη ρήξη του αμυντικού ναρκισσιστικού πυρήνα του ατόμου. Το άτομο αποσπάται από τη μοναξιά του για να ξαναέρθει σε επαφή με ζωογόνες πλευρές του εαυτού του, απωθημένες έως εκείνη τη στιγμή.
Το ερώτημα είναι πως προκύπτουν όλα αυτά, πως συμβαίνει να γίνεται σημαντική μια μορφή. Τα μάτια που μας σαγηνεύουν με τη μυστηριώδη γοητεία τους είναι τα μάτια που μας κοιτούσαν όταν ήμαστε μικρά παιδιά, τότε που δεν είχαμε ακόμη συνείδηση της ατομικής μας υπόστασης. Με την πάροδο ωστόσο του χρόνου αυτός ο δεσμός με το παρελθόν δεν έχει πια μεγάλη σημασία, αυτό που μετράει είναι ότι εκείνη τη δεδομένη στιγμή εκείνη η χειρονομία, εκείνα τα μαλλιά, εκείνη η φωνή, εκείνα τα χέρια έχουν για μένα τεράστια σημασία, «είναι» η ομορφιά που ψάχνω και που συμπίπτει με την επιθυμία μου που αφυπνίζεται από τον άλλο. Αυτή είναι η εμπειρία που βιώνουμε.
Στη ερωτική διάσταση εκστασιαζόμαστε όχι από το πλάσμα που έχουμε απέναντί μας, αλλά από τη σκέψη που αυτό προκάλεσε. Σκέψεις που ενυπάρχουν στον άνθρωπο, αλλά που μόνο ένα πρόσωπο κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια. Η βίαιη εμφάνιση του φαντασιακού μας κόσμου χάρη στον άλλο, που είναι ένας και μοναδικός, εξηγεί το λόγο για τον οποίο στην ερωτική σχέση κανένας δεν είναι ανταλλάξιμος. Η όποια καθυστέρηση απ'τη μεριά του αγαπημένου προσώπου, η αργοπορία του σε ένα ραντεβού ή στο τηλεφώνημα, ή το να μην κατορθώσουμε να έχουμε νέα για το αγαπημένο πρόσωπο, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε την αιτία γι'αυτό, μας βάζει σε κατάσταση αφόρητης αγωνίας. Αυτή τη στιγμή του πόνου που προκαλεί η απουσία του άλλου, της πληγής που ανοίγει το αντικείμενο της αγάπης, της έντασης του πόθου που μόνο το αγαπημένο πρόσωπο μπορεί να προκαλέσει, ο ερωτευμένος αισθάνεται ξαφνικά ότι είναι ζωντανός.
Ένα μοντέλο τεσσάρων σταδίων του έρωτα είναι το ακόλουθο:
Η ερωτική διάσταση συνοδεύεται πάντα με μια θανάσιμη αγωνία και φέρει μαζί μ'αυτήν ένα αίσθημα ενοχής. Ο ψυχολόγος ερμηνεύει αυτό το αίσθημα ενοχής με το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε εμπειρίες στενά συνδεδεμένες, συμπληρωματικές αλλά δραματικά συγκρουόμενες: την απαγόρευση και την παράβαση. Το να αγαπούμε και να μας αγαπούν σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις απαγορεύσεις που έχουν επιβάλει οι άνθρωποι.
Όποιος βιώνει προσωρινά τη μεταμόρφωση που συνοδεύει την ερωτική εμπειρία ξέρει ότι μόνο το status quo τίθεται υπό αμφισβήτηση, ενώ το σύνολο σ'αυτή την αλλαγή βλέπει μια απαράδεκτη ανατροπή και γι'αυτό επιστρατεύει τις απαγορεύσεις, εξωθώντας τους ερωτευμένους στην παράβαση.
Κάθε φορά που, μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες, αρνούμαστε μια ερωτική εμπειρία δεν κάνουμε άλλο από το να υποτασσόμαστε σε νόμους του συνόλου με τους οποίους έχουμε πλέον ταυτιστεί, που τους έχουμε εσωτερικεύσει. Έχοντας αφομοιώσει τη δομή που δεν επιτρέπει να ικανοποιούμε ελεύθερα τις επιθυμίες μας, υποχωρούμε στις εξωτερικές πιέσεις με αποτέλεσμα να καταπνίγουμε τις ανάγκες μας - και τις φαντασιώσεις που διεγείρει η επιθυμία - από ευπείθεια προς μια απαγόρευση που ενώ προέρχεται από τα έξω μοιραία πλέον φωλιάζει μέσα μας, χωρίς καν να το ξέρουμε.
Προς τι όμως η απαγόρευση; Όταν ταυτιστούμε μ'αυτήν, εσωτερικεύοντάς την, βοηθάει στο να προληφθεί η αγωνία, το άγχος και να αποφευχθεί το δυσάρεστο αίσθημα του φταίχτη που τον πιάνουν να κάνει κάτι επιλήψιμο. Για να προστατευτούμε από τις ενοχές συμμορφωνόμαστε με την απαγόρευση που με τη σειρά της συγκρατεί την ένταση της επιθυμίας. Κι ωστόσο ο πόθος είναι αυτός που μας δίνει τα εφόδια ν'αντιμετωπίσουμε με καινούργια δύναμη τη ζωή, που μας ανοίγει το δρόμο για καινούργιες αξίες και καινούργιες έννοιες. Κάτι ή κάποιος μέσα μας μας λέει ότι μπαίνουμε σε ξένα χωράφια, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο η απαγόρευση συνοδεύεται από την αμυδρή ενδεχομένως και συγκρατημένη, αλλά πάντως επίμονη αίσθηση ότι έχουμε το κουράγιο να την παραβιάσουμε.
Η κοινωνία, εννέα στις δέκα φορές εμφανίζει τον έρωτα - πάθος σαν παράνομο ερωτικό δεσμό, σαν μοιχεία. Η λογοτεχνία εμφανίζει τη μοιχεία σαν μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των δυτικών. Λίγα είναι τα μυθιστορήματα που δεν κάνουν κάποια αναφορά σ'αυτήν.
Ψυχική δύναμη είναι η ικανότητα να πολεμούμε ό,τι αντιμάχεται την πορεία εξέλιξης και τη στιγμή που διακρίνοντας το εμπόδιο αισθανθούμε ότι έχουμε την ενέργεια να το εξουδετερώσουμε, τότε η ψυχή αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι πραγματικά υπάρχω γιατί, αν μη τι άλλο, χρησιμεύω στον εαυτό μου. Έχοντας όμως επωμιστεί την ευθύνη του προσανατολισμού, η συνείδηση της ύπαρξής μου περνά αναπόφευκτα απ'το μονοπάτι της ανησυχίας και φοβάμαι μήπως χαθώ. Ο έρωτας και ο φόβος πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Όταν απουσιάζει ο φόβος η ερωτική μας διάσταση έχει τελειώσει ή δεν έχει υπάρξει ποτέ. Θα έλεγα λοιπόν ότι το ανθρώπινο ον έχει την αίσθηση του εαυτού του όταν καταφέρει να παρανομήσει. Αν μπορέσει να ξεπεράσει την απαγόρευση που φέρει εντός του, μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, αλλά μόνο τότε αισθάνεται ότι είναι άνθρωπος κι ότι ζει.
Επιστρέφοντας στις πρώτες εμπειρίες του βρέφους, εκείνες που δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη, αλλά που έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον υπό διαμόρφωση εσωτερικό του κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το άγχος και ο φόβος του αποχωρισμού είναι ένα συνεχώς επανερχόμενο θέμα που ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης. Είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού, δομικού κενού.
Όλοι μας έχουμε το αίσθημα της έλλειψης κι αυτό είναι κάτι που μας ωθεί στην αναζήτηση της πλήρωσης του κενού σε βαθμό που μπορούμε ακόμη και να σκεφτούμε ότι οι εξωτερικές εικόνες είναι αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων, δημιούργημα της φαντασίας μας στην προσπάθεια να βρούμε τη χαμένη ολότητα. Η κατάσταση της μόνιμης ανάγκης, το αίσθημα της έλλειψης που μας ωθεί στην αναζήτηση του άλλου για την αποκατάσταση της ολότητας, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο μια συνεχή υπόσχεση για διαφοροποίηση και αλλαγή. Όλοι όσοι έχουν την τύχη να ερωτευθούν, συνειδητοποιούν τη μεταμόρφωση που έχει συντελεστεί όταν βγουν από τη συγκεκριμένη ερωτική εμπειρία, ενώ όσο διαρκεί απλώς τη διαισθάνονται. Πρέπει να πούμε όμως ότι χρειάζεται και λίγο θάρρος, γιατί η υπόσχεση για πλήρωση κρύβει και τον κίνδυνο μιας αποτυχίας. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή να προκύψει κάτι που θα παρεμποδίσει τη μεταμόρφωσή μου και τότε ο άλλος από «ζωντανή υπόσχεση» γίνεται ζωντανή μαρτυρία της αδυναμίας μου να μεταμορφωθώ.
Η αποδοχή της έλλειψης είναι ένα άλλο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη η ζωή μας είναι ένας αγώνας για να συλλάβουμε εκείνο το κάτι που μας διαφεύγει και για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε στις πλάτες μας το βάρος της απουσίας του άλλου. Όσο κι αν ο άλλος ανταποκρίνεται στην υποσυνείδητη επιθυμία μας, η ανάγκη για ολότητα είναι τόσο μεγάλη που τίποτε δεν μπορεί να την ικανοποιήσει πραγματικά.
Το πεπρωμένο πάνω στο οποίο δομείται η ζωή μας, είναι να μάθουμε να υπομένουμε τη στέρηση και την απογοήτευση για τον άνθρωπο που έχουμε κοντά μας. Όποιος, κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει ή έχει αντιπροσωπεύσει για μας, εκφράζει μια απουσία. Όσο κι αν αγαπήσουμε έναν άλλο κι όσο κι αν αυτός μπορέσει με τη σειρά του να ανταποδώσει τα αισθήματά μας, η πιθανότητα να τον χάσουμε υπάρχει πάντοτε.
Στην ερωτική διάσταση η απουσία εγκαθιστά τον άλλο αυθαίρετα κυρίαρχο στον εσωτερικό μου κόσμο. Όταν ο άλλος απουσιάζει γεμίζει όλη μας την ύπαρξη. Με την απουσία γίνεται «κυρίαρχη σκέψη».
Αν η επιθυμία είναι εξ ορισμού ανικανοποίητη, όταν αγαπούμε ξανανιώθουμε έντονα το αίσθημα της μοναξιάς. Και στη ζωή και στην ερωτική διάσταση, οι ανάγκη μας σπρώχνει μπροστά, αλλά η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες μας. Ο άνθρωπος στην αδιάκοπη περιπλάνησή του, παραμένει αιωνίως πικραμένος από την εμπειρία του, αλλά το ανικανοποίητο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ωριμάσει. Ξέρουμε πως η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο υπό την ώθηση αυτού που μας λείπει.
Στην ερωτική εμπειρία ο άλλος μας διαφεύγει διαρκώς. Στην ουσία, πρέπει να είμαστε μόνοι, να νιώσουμε τη μοναξιά για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η παρουσία του άλλου. Αμέσως μετά τη γέννηση, το μόνο μέσο που διαθέτουμε για να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο είναι τα μάτια μας που συναντούν άλλα μάτια. Από κει πιστεύω πως ξεκινάει η σαγήνευση μέσω του βλέμματος που αποτελεί και μια από τις κυριότερες συγκινήσεις της ζωής μας. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες τη στιγμή που ως ενήλικες θα συναντήσουν εκείνα τα μάτια θα ξαναζήσουν μια στιγμή που γι'αυτούς υπήρξε θεμελιώδης. Μέσα από το βλέμμα ζουν την τεράστια ένταση της επιθυμίας για επικοινωνία που έμεινε ανικανοποίητη.
Τα μάτια του αγαπημένου προσώπου με το βάθος τους μας συνδέουν με τον κόσμο. Κι εδώ ξανασυναντούμε την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Όπως στην πρώτη νηπιακή ηλικία ο «διάλογος με τα μάτια» δεν στάθηκε ικανός να ικανοποιήσει την ανάγκη μας να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσα από τον άλλο, έτσι και τώρα η εκπομπή μηνυμάτων υπογραμμίζει την μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από τον άλλον κι είναι σαν να βιώνουμε και πάλι μόνο τη μοναξιά μας. Τη στιγμή που ζητώ από τον άλλο να αντιπροσωπεύσει για εμένα όλα όσα εγώ δεν κατάφερα να είμαι, προωθώ έναν ανεπανόρθωτο αποχωρισμό. Είναι σαν να φέρω εξαρχής μια αίσθηση απώλειας κι έτσι προσπαθώντας να κερδίσω τη χαμένη ολότητα βρίσκομαι διαρκώς σε αναζήτηση αυτού που μου λείπει.
Είναι τεράστιο λάθος να πιστέψουμε ότι έχουμε σαγηνευτεί από τον άλλο. Η αλήθεια είναι ότι σαγηνευόμαστε από τις δικές μας εικόνες που ο άλλος καταφέρνει απλώς να ανακαλεί στη μνήμη μας. Όταν πέφτω στην αγκαλιά του άλλου πρόθυμος για όλα, στην πραγματικότητα είμαι έτοιμος για τα πάντα, προκειμένου να κατανοήσω πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο. Ο άλλος είναι μια ευκαιρία, είναι το όργανο και το ερέθισμα, αλλά αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια είναι η δική μου προσωπική, εσωτερική διάσταση.
Ο ερωτευμένος δεν βιώνει μόνο την απώλεια της υποκειμενικότητάς του, θέλει να είναι και αντικείμενο και επιθυμώντας ένα άλλο πρόσωπο με τη σειρά του το καθιστά δικό του αντικείμενο. Ως εκ τούτου, ο ερωτευμένος ζει μονίμως μια θεμελιώδη αντίφαση μια δυναμική σύγκρουση που πυροδοτείται από την επιθυμία του να είναι αντικείμενο και συγχρόνως υποκείμενο. Το σώμα καθίσταται το σύμβολο αυτής της σύγκρουσης. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε τι σημαίνει από ψυχολογική άποψη το να νιώσουμε ότι έχουν πάψει να μας αγαπούν. Είναι σαν να γινόμαστε ξαφνικά αόρατοι. Όταν χάσουμε τα μάτια που μας έχουν ποθήσει, τα χέρια που μας έχουν χαϊδέψει, εκείνη η «διαφορετική» διάσταση που επιβεβαίωσε και εξύψωσε το σώμα μας, τότε αυτό περνάει στην αφάνεια, εκμηδενίζεται.
Όταν μας επιθυμούν, ο τρόπος που αισθανόμαστε τον εαυτό μας δεν συμπίπτει με την προσωπικότητά μας, αλλά με τη σαρκική μας υπόσταση κι αυτή η μεταμόρφωση οφείλεται στον πόθο. Αυτή η εμπειρία εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους κι αυτό εξηγεί γιατί, τουλάχιστον στον δικό μας πολιτισμό, φοβόμαστε τόσο να γίνουμε αντικείμενο πόθου. Όταν συμβεί αυτό, εγκαταλείπουμε την υποκειμενικότητά μας. Αυτή όμως ακριβώς η απώλεια της υποκειμενικότητας είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ζήσουμε μια νέα εμπειρία. Και σ'αυτό το σημείο αρχίζει η σχεδόν απατηλή διαδικασία της ερωτικής σχέσης. Όλοι δοκιμάζουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον άλλο ζώντας τον ως αντικείμενο, αγνοώντας την ψυχική του διάσταση. Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική αιτία γι'αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν την εντύπωση ότι ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, αν εξαιρέσουμε τη μητέρα, ποτέ δεν είχε κανείς το κουράγιο να τους μετατρέψει σε αντικείμενα, δεν υπήρξαν αντικείμενα και άρα δεν είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν την αυτογνωσία τους μέσα από τον άλλον. Πρόκειται για μια μορφή ψυχικής διαταραχής που καθιστά αδύνατη τη μεταφορά του συγκεκριμένου ατόμου σε θέση αντικειμένου. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο. Το αίσθημα αποστροφής που νιώθουμε για κάποιον άνθρωπο μας λέει την ιστορία του, ότι δηλαδή δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει αντικείμενο.
Υπάρχει πάντοτε ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες ψυχικές συνθήκες μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που ασφαλώς έχει τις καταβολές της στην παιδική ηλικία. Η επιθυμία να είμαστε αντικείμενα για κάποιον όπως ήμαστε για τους γονείς τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Αυτό είναι μια πρωτογονική μνήμη που κουβαλούμε πάντοτε μέσα μας.
Ας σκεφτούμε πως ξεκινάει μια σχέση: όλα είναι φαντασίωση. Όταν λέμε στο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει τις δύο μοιραίες λεξούλες «σ'αγαπώ», στην πραγματικότητα βάζουμε τις βάσεις για να του εξιστορήσουμε το μέρος των φαντασιώσεών μας που τον αφορούν. Αυτή η φαντασίωση του έρωτα είναι καθαρά δική μας επινόηση, γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε γνωρίσει την πραγματικότητα του άλλου. Είναι ένα κρίσιμο σημείο για την κατανόηση της φαινομενολογίας αυτής της στιγμής. Ο ερωτευμένος έχει ονειροπολήσει γύρω από το αγαπημένο του πρόσωπο, έχει ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια, έχει πλάσει μια ολόκληρη ιστορία, αλλά όταν δηλώνει τον έρωτά του δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει την δική του εσωτερική ζωή. Έχοντας φτάσει σ'αυτό το κρίσιμο σημείο, θέλει να ζωντανέψει τις φαντασιώσεις και τους πόθους του, να μεταφέρει στο λόγο και στην απτή διάσταση της σχέσης τη συγκίνηση που έχει ζωντανέψει μέσα του, να τη θέσει κάτω από «το βλέμμα του άλλου». Έτσι όμως εκθέτει τον εαυτό του και κινδυνεύει να δεχτεί μια απόρριψη.
Αυτό όμως που πραγματικά μας δίνει ο έρωτας είναι η ψυχολογική ολότητα, γιατί το ψυχολογικό κενό ήταν αυτό που δημιούργησε τις προϋποθέσεις. Στην πραγματικότητα είναι μια μύηση που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να καλυφτεί απόλυτα και παντοτινά το κενό. Απ'τη στιγμή όμως που θα γευτούμε το εξαιρετικό εκείνο αίσθημα της πληρότητας που δίνει η συνεύρεση με τον άλλον, θα ξέρουμε τουλάχιστον που οφείλεται το κενό μας. Οι πρώτες εμπειρίες, είναι πολύ βασικές, γιατί παρέχουν τις πληροφορίες που επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε έξω από μας την αιτία του αισθήματος του ανολοκλήρωτου. Η δραματική, αλλά και πολύ διεγερτική πλευρά αυτής της διαδικασίας μύησης είναι ότι απ'τη στιγμή που θα ξεκινήσει δεν τελειώνει ποτέ. Ο κίνδυνος σ'αυτό το αίσθημα της ολοκλήρωσης έγκειται στο γεγονός ότι είναι δυναμικό και όχι στατικό. Καθώς ωριμάζουμε ψυχολογικά, διαρκώς μεταμορφωνόμαστε και ενδέχεται να φτάσουμε σε κάποιο σημείο όπου να μη μας καλύπτει πλέον το αγαπημένο πρόσωπο, να μη γεμίζει το κενό που νιώθουμε. Αυτό είναι το δραματικό στοιχείο που μονίμως αντιμετωπίζουμε στις ερωτικές μας σχέσεις.
Αν ο άλλος αντιπροσωπεύει κάτι που λείπει από μένα, πρέπει να το αρπάξω, να το κλέψω από τον κόσμο, γιατί αυτό που επιθυμώ δεν μου προσφέρεται αυθόρμητα κι άρα πρέπει να το αποσπάσω με τη δύναμή μου. Μόλις αποκτήσουμε αυτό που μας δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με τρόμο, πόνο και αγωνία την πιθανότητα να το χάσουμε. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς ρίγη και προαισθήματα, αλλά είναι άλλου τύπου. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή της απομάκρυνσης και της επανεύρεσης, από την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το κεκτημένο, να λέμε «είσαι δικός μου για πάντα», ενώ την ίδια στιγμή μια φωνή μέσα μας ψιθυρίζει πως δεν είναι έτσι. Η ουσιαστική σχέση με τον άλλον δεν είναι κάτι που κερδίζεται μια κι έξω, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια.
Μια βαθιά σχέση προϋποθέτει αυτή την παραδοχή της απόστασης και της διαφοράς. Η ψυχική απόσταση εξάλλου είναι αυτή που επιτρέπει την συνύπαρξη του ζευγαριού, γιατί ο ένας βιώνει την παρουσία του άλλου, ο οποίος όμως είναι απών λόγω του ότι είναι διαφορετικός. Κι εκεί ξαναοδηγούμαστε, κατά κάποιο τρόπο, στην πρότερη μοναξιά μας, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Είναι μια μοναξιά την οποία πολεμήσαμε και κατανοήσαμε. Είχαμε το θάρρος να αντικρίσουμε την πραγματικότητα. Θάρρος που σημαίνει ότι διαθέτουμε μια βαθιά κατανόηση που αποτρέπει τη διάλυση του δεσμού, που άλλωστε θα ήταν μια παιδική αντίδραση. Το θάρρος του να βλέπουμε πως έχουν τα πράγματα σημαίνει πως μπορούμε να δεχτούμε τη διαφορά, να ζήσουμε μ'αυτήν.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αρνούμενοι να αφεθούμε στον έρωτα,
στερούμε από τον εαυτό μας τη χρυσή ευκαιρία για αυτογνωσία.
Μόνο όταν δεχτούμε τη συναισθηματική μας ζωή όπως είναι, μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας.
Για να διακρίνω το φως και τη δύναμή μου, πρέπει να κοιτάξω ερευνητικά μέσα στο σκοτάδι μου...
Έχει τελικά πόνο ο Ερωτας?
Μόνο Όταν το νοιώσουμε θα καταλάβουμε...
Μαρία Ιωσηφίδου
Το πιο ακαταμάχητο πάθος, ο έρωτας, παραμένει ακόμα και σήμερα μεγάλο μυστήριο.
Κάποιες φορές φτάνει στα όρια της αρρώστιας και άλλες γίνεται πηγή έμπνευσης.
Ο ερωτοχτυπημένος ανεβαίνει στα ουράνια και την ίδια στιγμή βυθίζεται στην κατάθλιψη.
Εκτός από έντονο συναίσθημα, η λέξη «πάθος» σημαίνει κατ’ ουσίαν ταλαιπωρία και πόνο.
Επί αιώνες, τα πάθη, με τον έρωτα να δεσπόζει,
θεωρούνταν αδυναμίες αντίθετες προς τη λογική.
Κι όμως, πρόκειται για ένα καταπληκτικό σχέδιο καλά δουλεμένο από τη μητέρα φύση,
η οποία επινόησε και εξέλιξε το τέχνασμα του ερωτικού πάθους...
Η ερωτική εμπειρία, είναι από τις πιο σπουδαίες και για πολλούς η πλέον σημαντική εμπειρία της ζωής του ανθρώπου.
Μια βαθύτερη σκέψη πάνω στον έρωτα δεν μπορεί παρά να είναι ένας στοχασμός πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ανικανοποίητο, η νοσταλγία, το αίσθημα της μοναξιάς, η επιθυμία για ολοκλήρωση και τελειότητα, ο ψυχικός πόνος.
Εκείνο που κυρίως γοητεύει στον έρωτα είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του, η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα, η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατέλειωτο των πόθων τους. Το αγαπημένο πρόσωπο, εξιδανικεύεται, θεοποιείται, λατρεύεται, γίνεται στήριγμα της φαντασίας. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών είναι να κάνουμε τον άλλο υποχείριο και να απογοητευόμαστε όταν τον βλέπουμε στην πραγματικότητά του.
Οι απογοητεύσεις του έρωτα που στρέφεται προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, η αγωνία της εγκατάλειψης που μας κατακυριεύει όταν παύει η αγάπη, είναι, μια ευκαιρία για ωρίμανση, όχι μόνο γιατί επιτρέπουν έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας, αλλά, και γιατί επιτρέπουν να αναπτυχθούν πιο ώριμες σχέσεις με τον κόσμο. Στον έρωτα δεν είναι σπάνιο, μαζί με το αίσθημα της ένωσης με τον εραστή, να νιώθουμε και το αίσθημα της συμφιλίωσης με όλους τους ανθρώπους και με το σύμπαν, ένα αίσθημα παγκόσμιας αγάπης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ερωτικής εμπειρίας είναι η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο. Η παρουσία ή προσέγγιση του άλλου μας αιχμαλωτίζουν με ένταση και αμεσότητα που δεν συναντιούνται σε άλλες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερωτική σχέση «μαγεύει» τον ερωτευμένο και τον βασανίζει με την έμμονη ιδέα της εικόνας του άλλου. Αυτό το βίωμα έχει έναν αιφνίδιο, εξωπραγματικό, σχεδόν καταναγκαστικό χαρακτήρα.
Αντικρίζοντας το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωτευμένος νιώθει ένα αίσθημα απίστευτης πληρότητας και συγχρόνως έχει την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή ζούσε σε κατάσταση στέρησης. Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου είναι πηγή ευεξίας που μοιάζει να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Στην πραγματικότητα όμως, ο έρωτας ζει και τρέφεται απ'αυτό που συμβαίνει σε μας, μέσα μας. Το πρόσωπο στο οποίο έχει προσηλωθεί το βλέμμα και η επιθυμία μου αποκτά για μένα μοναδική σημασία. Μόνο εκείνο μπορεί να ανακαλέσει τις πιο ενδόμυχες, και ιδιαίτερες διαστάσεις μου. Η ζωτικότητα που δοκιμάζουμε όταν αγαπούμε πηγάζει από την ανανεωμένη διάθεση για «αναζήτηση» που προκαλεί και τρέφει το πάθος.
Η αναστάτωση και η επιθυμία που προκαλεί η όψη του άλλου μαρτυρούν πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ενωθούμε ξανά με αυτό που έμοιαζε χαμένο και που τώρα εμφανίζεται με καινούργια και ακόμη πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά.. Από τη συνάντηση δύο μοναδικοτήτων δεν μπορεί παρά να προκύψει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη σχέση. Να γιατί, όταν εκείνη η σχέση τελειώσει, είναι δικαιολογημένη η νοσταλγία, ο πόνος για κάτι που χάθηκε οριστικά, αφού καμιά νέα συνάντηση δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναζωντανέψει εκείνη την ίδια εμπειρία.
Όταν στη ζωή βρεθούμε να βιώνουμε μια εμπειρία στην οποία ένα άτομο ξένο προς εμάς γίνεται πηγή έκστασης, τότε βρισκόμαστε σε «οριακή κατάσταση». Τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι ότι η ευτυχία μου περνάει μέσα από ένα άλλο ανθρώπινο ον, εγκαταλείπομαι σ'αυτό, οφείλω να τρέμω και από φόβο, γιατί παραδίνοντας τον εαυτό μου στα χέρια του βρίσκομαι στο έλεός του. Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που μας αφοπλίζει απέναντι στη ζωή και μας επιβάλλει πρωτότυπες, άγνωστες έως τότε και προσωπικές επιλογές και αποφάσεις.. Από τη μια δοκιμάζει ο ερωτευμένος μια κατάσταση ανανέωσης, σχεδόν μια αναγέννηση, και από την άλλη βιώνει το τέλος μιας πλευράς της προσωπικότητάς του εκείνης που δεν ήταν ζωτικά και ριζικά συνυφασμένη με την ύπαρξή του. Χαρακτηριστικό του έρωτα είναι η βίαιη ρήξη του αμυντικού ναρκισσιστικού πυρήνα του ατόμου. Το άτομο αποσπάται από τη μοναξιά του για να ξαναέρθει σε επαφή με ζωογόνες πλευρές του εαυτού του, απωθημένες έως εκείνη τη στιγμή.
Το ερώτημα είναι πως προκύπτουν όλα αυτά, πως συμβαίνει να γίνεται σημαντική μια μορφή. Τα μάτια που μας σαγηνεύουν με τη μυστηριώδη γοητεία τους είναι τα μάτια που μας κοιτούσαν όταν ήμαστε μικρά παιδιά, τότε που δεν είχαμε ακόμη συνείδηση της ατομικής μας υπόστασης. Με την πάροδο ωστόσο του χρόνου αυτός ο δεσμός με το παρελθόν δεν έχει πια μεγάλη σημασία, αυτό που μετράει είναι ότι εκείνη τη δεδομένη στιγμή εκείνη η χειρονομία, εκείνα τα μαλλιά, εκείνη η φωνή, εκείνα τα χέρια έχουν για μένα τεράστια σημασία, «είναι» η ομορφιά που ψάχνω και που συμπίπτει με την επιθυμία μου που αφυπνίζεται από τον άλλο. Αυτή είναι η εμπειρία που βιώνουμε.
Στη ερωτική διάσταση εκστασιαζόμαστε όχι από το πλάσμα που έχουμε απέναντί μας, αλλά από τη σκέψη που αυτό προκάλεσε. Σκέψεις που ενυπάρχουν στον άνθρωπο, αλλά που μόνο ένα πρόσωπο κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια. Η βίαιη εμφάνιση του φαντασιακού μας κόσμου χάρη στον άλλο, που είναι ένας και μοναδικός, εξηγεί το λόγο για τον οποίο στην ερωτική σχέση κανένας δεν είναι ανταλλάξιμος. Η όποια καθυστέρηση απ'τη μεριά του αγαπημένου προσώπου, η αργοπορία του σε ένα ραντεβού ή στο τηλεφώνημα, ή το να μην κατορθώσουμε να έχουμε νέα για το αγαπημένο πρόσωπο, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε την αιτία γι'αυτό, μας βάζει σε κατάσταση αφόρητης αγωνίας. Αυτή τη στιγμή του πόνου που προκαλεί η απουσία του άλλου, της πληγής που ανοίγει το αντικείμενο της αγάπης, της έντασης του πόθου που μόνο το αγαπημένο πρόσωπο μπορεί να προκαλέσει, ο ερωτευμένος αισθάνεται ξαφνικά ότι είναι ζωντανός.
Ένα μοντέλο τεσσάρων σταδίων του έρωτα είναι το ακόλουθο:
- Έλξη. Αυτό το στάδιο είναι αποτέλεσμα περασμένων εμπειριών και ιδιοτήτων των εξωτερικών χαρακτηριστικών, με την εξωτερική ομορφιά να προεδρεύει όλων.
- Εξέταση. Οι σύντροφοι εξετάζουν το βαθμό της κοινωνικής τους εναρμόνισης όσον αφορά το κοινωνικό και οικονομικό τους υπόβαθρο, την πνευματική τους εναρμόνιση, τη μόρφωση και τους τομείς ενδιαφερόντων - όπως και τη συναισθηματική τους εναρμόνιση ή αίσθηση άνεσης με τη συντροφιά του άλλου. Σε αυτό το στάδιο οι σύντροφοι προσπαθούν να παρουσιάσουν την εικόνα τους με τα πιο θετικά χρώματα.
- Αυτοαποκάλυψη. Σε αυτό το στάδιο δημιουργείται η οικειότητα, όπου προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα (θετικά κι αρνητικά), αποκαλύπτονται στο σύντροφο.
- Αμοιβαίες προσδοκίες και ικανοποίηση αναγκών. Σε αυτό το στάδιο, κάθε σύντροφος μαθαίνει τις προσδοκίες του άλλου και κάνει μια συνειδητή προσπάθεια να ανταποκριθεί σε αυτές, όποιος κι αν είναι ο χαρακτήρας τους, οικονομικός, κοινωνικός, συναισθηματικός ή ερωτικός.
Η ερωτική διάσταση συνοδεύεται πάντα με μια θανάσιμη αγωνία και φέρει μαζί μ'αυτήν ένα αίσθημα ενοχής. Ο ψυχολόγος ερμηνεύει αυτό το αίσθημα ενοχής με το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε εμπειρίες στενά συνδεδεμένες, συμπληρωματικές αλλά δραματικά συγκρουόμενες: την απαγόρευση και την παράβαση. Το να αγαπούμε και να μας αγαπούν σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις απαγορεύσεις που έχουν επιβάλει οι άνθρωποι.
Όποιος βιώνει προσωρινά τη μεταμόρφωση που συνοδεύει την ερωτική εμπειρία ξέρει ότι μόνο το status quo τίθεται υπό αμφισβήτηση, ενώ το σύνολο σ'αυτή την αλλαγή βλέπει μια απαράδεκτη ανατροπή και γι'αυτό επιστρατεύει τις απαγορεύσεις, εξωθώντας τους ερωτευμένους στην παράβαση.
Κάθε φορά που, μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες, αρνούμαστε μια ερωτική εμπειρία δεν κάνουμε άλλο από το να υποτασσόμαστε σε νόμους του συνόλου με τους οποίους έχουμε πλέον ταυτιστεί, που τους έχουμε εσωτερικεύσει. Έχοντας αφομοιώσει τη δομή που δεν επιτρέπει να ικανοποιούμε ελεύθερα τις επιθυμίες μας, υποχωρούμε στις εξωτερικές πιέσεις με αποτέλεσμα να καταπνίγουμε τις ανάγκες μας - και τις φαντασιώσεις που διεγείρει η επιθυμία - από ευπείθεια προς μια απαγόρευση που ενώ προέρχεται από τα έξω μοιραία πλέον φωλιάζει μέσα μας, χωρίς καν να το ξέρουμε.
Προς τι όμως η απαγόρευση; Όταν ταυτιστούμε μ'αυτήν, εσωτερικεύοντάς την, βοηθάει στο να προληφθεί η αγωνία, το άγχος και να αποφευχθεί το δυσάρεστο αίσθημα του φταίχτη που τον πιάνουν να κάνει κάτι επιλήψιμο. Για να προστατευτούμε από τις ενοχές συμμορφωνόμαστε με την απαγόρευση που με τη σειρά της συγκρατεί την ένταση της επιθυμίας. Κι ωστόσο ο πόθος είναι αυτός που μας δίνει τα εφόδια ν'αντιμετωπίσουμε με καινούργια δύναμη τη ζωή, που μας ανοίγει το δρόμο για καινούργιες αξίες και καινούργιες έννοιες. Κάτι ή κάποιος μέσα μας μας λέει ότι μπαίνουμε σε ξένα χωράφια, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο η απαγόρευση συνοδεύεται από την αμυδρή ενδεχομένως και συγκρατημένη, αλλά πάντως επίμονη αίσθηση ότι έχουμε το κουράγιο να την παραβιάσουμε.
Η κοινωνία, εννέα στις δέκα φορές εμφανίζει τον έρωτα - πάθος σαν παράνομο ερωτικό δεσμό, σαν μοιχεία. Η λογοτεχνία εμφανίζει τη μοιχεία σαν μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των δυτικών. Λίγα είναι τα μυθιστορήματα που δεν κάνουν κάποια αναφορά σ'αυτήν.
Ψυχική δύναμη είναι η ικανότητα να πολεμούμε ό,τι αντιμάχεται την πορεία εξέλιξης και τη στιγμή που διακρίνοντας το εμπόδιο αισθανθούμε ότι έχουμε την ενέργεια να το εξουδετερώσουμε, τότε η ψυχή αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι πραγματικά υπάρχω γιατί, αν μη τι άλλο, χρησιμεύω στον εαυτό μου. Έχοντας όμως επωμιστεί την ευθύνη του προσανατολισμού, η συνείδηση της ύπαρξής μου περνά αναπόφευκτα απ'το μονοπάτι της ανησυχίας και φοβάμαι μήπως χαθώ. Ο έρωτας και ο φόβος πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Όταν απουσιάζει ο φόβος η ερωτική μας διάσταση έχει τελειώσει ή δεν έχει υπάρξει ποτέ. Θα έλεγα λοιπόν ότι το ανθρώπινο ον έχει την αίσθηση του εαυτού του όταν καταφέρει να παρανομήσει. Αν μπορέσει να ξεπεράσει την απαγόρευση που φέρει εντός του, μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, αλλά μόνο τότε αισθάνεται ότι είναι άνθρωπος κι ότι ζει.
Επιστρέφοντας στις πρώτες εμπειρίες του βρέφους, εκείνες που δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη, αλλά που έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον υπό διαμόρφωση εσωτερικό του κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το άγχος και ο φόβος του αποχωρισμού είναι ένα συνεχώς επανερχόμενο θέμα που ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης. Είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού, δομικού κενού.
Όλοι μας έχουμε το αίσθημα της έλλειψης κι αυτό είναι κάτι που μας ωθεί στην αναζήτηση της πλήρωσης του κενού σε βαθμό που μπορούμε ακόμη και να σκεφτούμε ότι οι εξωτερικές εικόνες είναι αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων, δημιούργημα της φαντασίας μας στην προσπάθεια να βρούμε τη χαμένη ολότητα. Η κατάσταση της μόνιμης ανάγκης, το αίσθημα της έλλειψης που μας ωθεί στην αναζήτηση του άλλου για την αποκατάσταση της ολότητας, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο μια συνεχή υπόσχεση για διαφοροποίηση και αλλαγή. Όλοι όσοι έχουν την τύχη να ερωτευθούν, συνειδητοποιούν τη μεταμόρφωση που έχει συντελεστεί όταν βγουν από τη συγκεκριμένη ερωτική εμπειρία, ενώ όσο διαρκεί απλώς τη διαισθάνονται. Πρέπει να πούμε όμως ότι χρειάζεται και λίγο θάρρος, γιατί η υπόσχεση για πλήρωση κρύβει και τον κίνδυνο μιας αποτυχίας. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή να προκύψει κάτι που θα παρεμποδίσει τη μεταμόρφωσή μου και τότε ο άλλος από «ζωντανή υπόσχεση» γίνεται ζωντανή μαρτυρία της αδυναμίας μου να μεταμορφωθώ.
Η αποδοχή της έλλειψης είναι ένα άλλο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη η ζωή μας είναι ένας αγώνας για να συλλάβουμε εκείνο το κάτι που μας διαφεύγει και για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε στις πλάτες μας το βάρος της απουσίας του άλλου. Όσο κι αν ο άλλος ανταποκρίνεται στην υποσυνείδητη επιθυμία μας, η ανάγκη για ολότητα είναι τόσο μεγάλη που τίποτε δεν μπορεί να την ικανοποιήσει πραγματικά.
Το πεπρωμένο πάνω στο οποίο δομείται η ζωή μας, είναι να μάθουμε να υπομένουμε τη στέρηση και την απογοήτευση για τον άνθρωπο που έχουμε κοντά μας. Όποιος, κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει ή έχει αντιπροσωπεύσει για μας, εκφράζει μια απουσία. Όσο κι αν αγαπήσουμε έναν άλλο κι όσο κι αν αυτός μπορέσει με τη σειρά του να ανταποδώσει τα αισθήματά μας, η πιθανότητα να τον χάσουμε υπάρχει πάντοτε.
Στην ερωτική διάσταση η απουσία εγκαθιστά τον άλλο αυθαίρετα κυρίαρχο στον εσωτερικό μου κόσμο. Όταν ο άλλος απουσιάζει γεμίζει όλη μας την ύπαρξη. Με την απουσία γίνεται «κυρίαρχη σκέψη».
Αν η επιθυμία είναι εξ ορισμού ανικανοποίητη, όταν αγαπούμε ξανανιώθουμε έντονα το αίσθημα της μοναξιάς. Και στη ζωή και στην ερωτική διάσταση, οι ανάγκη μας σπρώχνει μπροστά, αλλά η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες μας. Ο άνθρωπος στην αδιάκοπη περιπλάνησή του, παραμένει αιωνίως πικραμένος από την εμπειρία του, αλλά το ανικανοποίητο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ωριμάσει. Ξέρουμε πως η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο υπό την ώθηση αυτού που μας λείπει.
Στην ερωτική εμπειρία ο άλλος μας διαφεύγει διαρκώς. Στην ουσία, πρέπει να είμαστε μόνοι, να νιώσουμε τη μοναξιά για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η παρουσία του άλλου. Αμέσως μετά τη γέννηση, το μόνο μέσο που διαθέτουμε για να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο είναι τα μάτια μας που συναντούν άλλα μάτια. Από κει πιστεύω πως ξεκινάει η σαγήνευση μέσω του βλέμματος που αποτελεί και μια από τις κυριότερες συγκινήσεις της ζωής μας. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες τη στιγμή που ως ενήλικες θα συναντήσουν εκείνα τα μάτια θα ξαναζήσουν μια στιγμή που γι'αυτούς υπήρξε θεμελιώδης. Μέσα από το βλέμμα ζουν την τεράστια ένταση της επιθυμίας για επικοινωνία που έμεινε ανικανοποίητη.
Τα μάτια του αγαπημένου προσώπου με το βάθος τους μας συνδέουν με τον κόσμο. Κι εδώ ξανασυναντούμε την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Όπως στην πρώτη νηπιακή ηλικία ο «διάλογος με τα μάτια» δεν στάθηκε ικανός να ικανοποιήσει την ανάγκη μας να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσα από τον άλλο, έτσι και τώρα η εκπομπή μηνυμάτων υπογραμμίζει την μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από τον άλλον κι είναι σαν να βιώνουμε και πάλι μόνο τη μοναξιά μας. Τη στιγμή που ζητώ από τον άλλο να αντιπροσωπεύσει για εμένα όλα όσα εγώ δεν κατάφερα να είμαι, προωθώ έναν ανεπανόρθωτο αποχωρισμό. Είναι σαν να φέρω εξαρχής μια αίσθηση απώλειας κι έτσι προσπαθώντας να κερδίσω τη χαμένη ολότητα βρίσκομαι διαρκώς σε αναζήτηση αυτού που μου λείπει.
Είναι τεράστιο λάθος να πιστέψουμε ότι έχουμε σαγηνευτεί από τον άλλο. Η αλήθεια είναι ότι σαγηνευόμαστε από τις δικές μας εικόνες που ο άλλος καταφέρνει απλώς να ανακαλεί στη μνήμη μας. Όταν πέφτω στην αγκαλιά του άλλου πρόθυμος για όλα, στην πραγματικότητα είμαι έτοιμος για τα πάντα, προκειμένου να κατανοήσω πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο. Ο άλλος είναι μια ευκαιρία, είναι το όργανο και το ερέθισμα, αλλά αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια είναι η δική μου προσωπική, εσωτερική διάσταση.
Ο ερωτευμένος δεν βιώνει μόνο την απώλεια της υποκειμενικότητάς του, θέλει να είναι και αντικείμενο και επιθυμώντας ένα άλλο πρόσωπο με τη σειρά του το καθιστά δικό του αντικείμενο. Ως εκ τούτου, ο ερωτευμένος ζει μονίμως μια θεμελιώδη αντίφαση μια δυναμική σύγκρουση που πυροδοτείται από την επιθυμία του να είναι αντικείμενο και συγχρόνως υποκείμενο. Το σώμα καθίσταται το σύμβολο αυτής της σύγκρουσης. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε τι σημαίνει από ψυχολογική άποψη το να νιώσουμε ότι έχουν πάψει να μας αγαπούν. Είναι σαν να γινόμαστε ξαφνικά αόρατοι. Όταν χάσουμε τα μάτια που μας έχουν ποθήσει, τα χέρια που μας έχουν χαϊδέψει, εκείνη η «διαφορετική» διάσταση που επιβεβαίωσε και εξύψωσε το σώμα μας, τότε αυτό περνάει στην αφάνεια, εκμηδενίζεται.
Όταν μας επιθυμούν, ο τρόπος που αισθανόμαστε τον εαυτό μας δεν συμπίπτει με την προσωπικότητά μας, αλλά με τη σαρκική μας υπόσταση κι αυτή η μεταμόρφωση οφείλεται στον πόθο. Αυτή η εμπειρία εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους κι αυτό εξηγεί γιατί, τουλάχιστον στον δικό μας πολιτισμό, φοβόμαστε τόσο να γίνουμε αντικείμενο πόθου. Όταν συμβεί αυτό, εγκαταλείπουμε την υποκειμενικότητά μας. Αυτή όμως ακριβώς η απώλεια της υποκειμενικότητας είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ζήσουμε μια νέα εμπειρία. Και σ'αυτό το σημείο αρχίζει η σχεδόν απατηλή διαδικασία της ερωτικής σχέσης. Όλοι δοκιμάζουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον άλλο ζώντας τον ως αντικείμενο, αγνοώντας την ψυχική του διάσταση. Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική αιτία γι'αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν την εντύπωση ότι ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, αν εξαιρέσουμε τη μητέρα, ποτέ δεν είχε κανείς το κουράγιο να τους μετατρέψει σε αντικείμενα, δεν υπήρξαν αντικείμενα και άρα δεν είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν την αυτογνωσία τους μέσα από τον άλλον. Πρόκειται για μια μορφή ψυχικής διαταραχής που καθιστά αδύνατη τη μεταφορά του συγκεκριμένου ατόμου σε θέση αντικειμένου. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο. Το αίσθημα αποστροφής που νιώθουμε για κάποιον άνθρωπο μας λέει την ιστορία του, ότι δηλαδή δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει αντικείμενο.
Υπάρχει πάντοτε ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες ψυχικές συνθήκες μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που ασφαλώς έχει τις καταβολές της στην παιδική ηλικία. Η επιθυμία να είμαστε αντικείμενα για κάποιον όπως ήμαστε για τους γονείς τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Αυτό είναι μια πρωτογονική μνήμη που κουβαλούμε πάντοτε μέσα μας.
Ας σκεφτούμε πως ξεκινάει μια σχέση: όλα είναι φαντασίωση. Όταν λέμε στο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει τις δύο μοιραίες λεξούλες «σ'αγαπώ», στην πραγματικότητα βάζουμε τις βάσεις για να του εξιστορήσουμε το μέρος των φαντασιώσεών μας που τον αφορούν. Αυτή η φαντασίωση του έρωτα είναι καθαρά δική μας επινόηση, γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε γνωρίσει την πραγματικότητα του άλλου. Είναι ένα κρίσιμο σημείο για την κατανόηση της φαινομενολογίας αυτής της στιγμής. Ο ερωτευμένος έχει ονειροπολήσει γύρω από το αγαπημένο του πρόσωπο, έχει ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια, έχει πλάσει μια ολόκληρη ιστορία, αλλά όταν δηλώνει τον έρωτά του δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει την δική του εσωτερική ζωή. Έχοντας φτάσει σ'αυτό το κρίσιμο σημείο, θέλει να ζωντανέψει τις φαντασιώσεις και τους πόθους του, να μεταφέρει στο λόγο και στην απτή διάσταση της σχέσης τη συγκίνηση που έχει ζωντανέψει μέσα του, να τη θέσει κάτω από «το βλέμμα του άλλου». Έτσι όμως εκθέτει τον εαυτό του και κινδυνεύει να δεχτεί μια απόρριψη.
Αυτό όμως που πραγματικά μας δίνει ο έρωτας είναι η ψυχολογική ολότητα, γιατί το ψυχολογικό κενό ήταν αυτό που δημιούργησε τις προϋποθέσεις. Στην πραγματικότητα είναι μια μύηση που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να καλυφτεί απόλυτα και παντοτινά το κενό. Απ'τη στιγμή όμως που θα γευτούμε το εξαιρετικό εκείνο αίσθημα της πληρότητας που δίνει η συνεύρεση με τον άλλον, θα ξέρουμε τουλάχιστον που οφείλεται το κενό μας. Οι πρώτες εμπειρίες, είναι πολύ βασικές, γιατί παρέχουν τις πληροφορίες που επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε έξω από μας την αιτία του αισθήματος του ανολοκλήρωτου. Η δραματική, αλλά και πολύ διεγερτική πλευρά αυτής της διαδικασίας μύησης είναι ότι απ'τη στιγμή που θα ξεκινήσει δεν τελειώνει ποτέ. Ο κίνδυνος σ'αυτό το αίσθημα της ολοκλήρωσης έγκειται στο γεγονός ότι είναι δυναμικό και όχι στατικό. Καθώς ωριμάζουμε ψυχολογικά, διαρκώς μεταμορφωνόμαστε και ενδέχεται να φτάσουμε σε κάποιο σημείο όπου να μη μας καλύπτει πλέον το αγαπημένο πρόσωπο, να μη γεμίζει το κενό που νιώθουμε. Αυτό είναι το δραματικό στοιχείο που μονίμως αντιμετωπίζουμε στις ερωτικές μας σχέσεις.
Αν ο άλλος αντιπροσωπεύει κάτι που λείπει από μένα, πρέπει να το αρπάξω, να το κλέψω από τον κόσμο, γιατί αυτό που επιθυμώ δεν μου προσφέρεται αυθόρμητα κι άρα πρέπει να το αποσπάσω με τη δύναμή μου. Μόλις αποκτήσουμε αυτό που μας δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με τρόμο, πόνο και αγωνία την πιθανότητα να το χάσουμε. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς ρίγη και προαισθήματα, αλλά είναι άλλου τύπου. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή της απομάκρυνσης και της επανεύρεσης, από την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το κεκτημένο, να λέμε «είσαι δικός μου για πάντα», ενώ την ίδια στιγμή μια φωνή μέσα μας ψιθυρίζει πως δεν είναι έτσι. Η ουσιαστική σχέση με τον άλλον δεν είναι κάτι που κερδίζεται μια κι έξω, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια.
Μια βαθιά σχέση προϋποθέτει αυτή την παραδοχή της απόστασης και της διαφοράς. Η ψυχική απόσταση εξάλλου είναι αυτή που επιτρέπει την συνύπαρξη του ζευγαριού, γιατί ο ένας βιώνει την παρουσία του άλλου, ο οποίος όμως είναι απών λόγω του ότι είναι διαφορετικός. Κι εκεί ξαναοδηγούμαστε, κατά κάποιο τρόπο, στην πρότερη μοναξιά μας, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Είναι μια μοναξιά την οποία πολεμήσαμε και κατανοήσαμε. Είχαμε το θάρρος να αντικρίσουμε την πραγματικότητα. Θάρρος που σημαίνει ότι διαθέτουμε μια βαθιά κατανόηση που αποτρέπει τη διάλυση του δεσμού, που άλλωστε θα ήταν μια παιδική αντίδραση. Το θάρρος του να βλέπουμε πως έχουν τα πράγματα σημαίνει πως μπορούμε να δεχτούμε τη διαφορά, να ζήσουμε μ'αυτήν.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αρνούμενοι να αφεθούμε στον έρωτα,
στερούμε από τον εαυτό μας τη χρυσή ευκαιρία για αυτογνωσία.
Μόνο όταν δεχτούμε τη συναισθηματική μας ζωή όπως είναι, μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας.
Για να διακρίνω το φως και τη δύναμή μου, πρέπει να κοιτάξω ερευνητικά μέσα στο σκοτάδι μου...
Έχει τελικά πόνο ο Ερωτας?
Μόνο Όταν το νοιώσουμε θα καταλάβουμε...
Μαρία Ιωσηφίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου