Σύγκρουση Ελλήνων οπλιτών της Αρχαϊκής περιόδου. Αγγειογραφία.
Για τους Σπαρτιάτες, ο φόνος των πιο επικίνδυνων δουλοπάροικων τους δεν ήταν αδικαιολόγητο έγκλημα, επειδή θεωρούσαν ότι οι είλωτες ήταν ένας «δορύκτητος» πληθυσμός, με τον οποίο βρίσκονταν μονίμως σε εμπόλεμη κατάσταση. Επομένως θεωρούσαν τους φονευμένους είλωτες ως απώλειες του εχθρού στον αναφερομενο αέναο πόλεμο, συνεχιζόμενο επί αιώνες μετά την κατάκτηση της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Παλαιότερα πιστευόταν ότι η κρυπτεία λειτουργούσε μόνο ως μέτρο ασφαλείας του κράτους. Όπως αποδείχθηκε, λειτουργούσε εξίσου ως πράξη μυήσεως τον εκπαιδευόμενων στην φυσική εξόντωση των εχθρών, ένα είδος εμβάπτισης του πολεμιστή στο «πρώτο αίμα». Στην πραγματικότητα, η κρυπτεία δεν εφαρμοζόταν συνεχώς, παρά μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχαν βάσιμες υποψίες για επανάσταση των ειλώτων. Αν εφαρμοζόταν μονίμως, θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: τις διαρκείς ειλωτικές εξεγέρσεις. Οι είλωτες παρέμεναν ένας σκληροτράχηλος πληθυσμός λόγω της σκληρής ζωής που διήγαν, και όχι τόσο απόλεμοι όσο θεωρούνται. Ειδικά εκείνοι της Μεσσηνίας ήταν πιο απειλητικοί επειδή η περιοχή τους βρισκόταν μακριά από την Σπάρτη. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Grundy σχετικά με τους Μεσσήνιους είλωτες «η Σπάρτη κρατούσε έναν λύκο από τον λαιμό». Ιδιαίτερα επίφοβοι ήταν και οι είλωτες της κάτω κοιλάδας του Ευρώτα, οι παλαιοί Αχαιοί του Έλους.
Αεροφωτογραφία της αρχαίας Σπάρτης.
-
Δεν είναι γνωστό τι έκαναν οι νέοι των ομάδων της κρυπτείας σε ειρηνικές περιόδους. Μάλλον ήταν υπεύθυνοι για την διατήρηση της τάξης στην ύπαιθρο και για την περισυλλογή πληροφοριών για πιθανές μυστικές κινήσεις των ειλώτων.
Μετά τα 20 χρόνια του, ο Σπαρτιάτης πολίτης-οπλίτης ενηλικιωνόταν επίσημα, εφόσον είχε περάσει τα στάδια της εκπαίδευσης και του επιτρεπόταν να αφήσει τα μαλλιά του να μακρύνουν. Συνέχιζε να κοιμάται και να σιτίζεται στα «συσκήνια», στους στρατώνες. Δεν γινόταν εξαίρεση ούτε για όσους είχαν δημιουργήσει δική τους οικογένεια. Σε αυτούς επιτρεπόταν να κοιμούνται στο σπίτι με την σύζυγο τους μόνο για λίγες ημέρες του χρόνου, αν και σε αρκετές περιπτώσεις πήγαιναν στις οικίες τους κρυφά για λίγη ώρα. Κάθε ομάδα των συσκηνίων ονομαζόταν «συσκηνία» και αποτελείτο από δεκαπέντε άντρες. Αυτές οι ομάδες αποτελούσαν ταυτόχρονα τις μικρότερες μονάδες της σπαρτιατικής στρατιωτικής οργάνωσης. Τα μέλη εξέλεγαν με ψηφοφορία τους νέους πολεμιστές που θα συμμετείχαν στην ομάδα τους, όταν οι θέσεις της χήρευαν από θανάτους ή αποχωρήσεις παλαιμάχων. Αυτή η ψηφοφορία ήταν μυστική και έπρεπε να συγκεντρώσει τη θετική ψήφο όλων ανεξαιρέτως των μελών της συσκηνίας. Μια αρνητική ψήφος σήμαινε την απόρριψη του υποψήφιου για είσοδο στην πολεμική ομάδα. Επομένως, ο υποψήφιος έπρεπε να αντιπροσωπεύει πλήρως το πρότυπο του Σπαρτιάτη. Καμμία ομάδα δεν ήθελε έναν νέο πολεμιστή που υστερούσε έναντι αυτών των προδιαγραφών και που μπορούσε να είναι επικίνδυνος για την επιβίωση όλων των συμπολεμιστών του κατά την διάρκεια της μάχης. Έτσι, αν ένας νέος πολεμιστής απορριπτόταν επανειλημμένα από μερικές συσκηνίες στις οποίες επιδίωκε την είσοδο του, ήταν πιθανό να μην αποκτήσει ποτέ του πολιτικά δικαιώματα.
Οι πολεμιστές των συσκηνιών διαβιούσαν μαζί, μέρα και νύχτα, σε ιδιαίτερες κατοικίες («ανδρεία» ή «συσσίτια»), συνέτρωγαν σε ιδιαίτερα μέρη («συσσίτια» ή «φιδίτια»), συζητούσαν και διασκέδαζαν με τραγούδια και χορούς. Μαζί με τους άνδρες των συσκηνίων επιτρεπόταν να σιτίζονται και έφηβοι, έτσι ώστε να διδάσκονται από τις εμπειρότερους άνδρες. Δεν είναι γνωστή η ηλικία κατά την οποία ο Σπαρτιάτης μπορούσε να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι του με τη σύζυγο και τα τέκνα του. Είναι γνωστό ότι δεν του επιτρεπόταν να πάει στην Αγορά και να συνομιλήσει με τους άλλους πολίτες πριν κλείσει τα τριάντα χρόνια ζωής. Μάλλον αυτή ήταν η ηλικία κατά την οποία εγκατέλειπε τους στρατώνες.
Ελληνες μισθοφόροι στην υπηρεσία των Περσών, της εποχής του Ξενοφώντος. Παρατηρείστε στο βαθύτερο πλάνο τον βοηθητικό συνοδό των μαχίμων, μία υπηρεσία την οποία στον σπαρτιατικό στρατό αναλάμβαναν οι είλωτες. Οι Σπαρτιάτες υπήρξαν οι πιο περιζήτητοι μισθοφόροι της εποχής τους (πίνακας του Ρώσου εικονογράφου A. Karatchuk)
-
Η στρατιωτική ζωή και η συνεχής εκπαίδευση δεν σταματούσε ούτε τότε. Μέχρι την ηλικία των 60 ετών, ο Σπαρτιάτης θεωρείτο διαθέσιμος για εκστρατεία εκτός της πόλης. Αλλά επρόκειτο για ένα ηλικιακό όριο που δεν τηρείτο στην ουσία, αφού είναι γνωστά παραδείγματα Σπαρτιατών αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας που πολέμησαν σε μάχες ή εκστράτευσαν πέραν των συνόρων του κράτους τους. Οι στρατιωτικές ασκήσεις των ενηλίκων ήταν τόσο σκληρές έτσι ώστε γίνονταν συχνά αιματηρές. Όπως διατείνονταν οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες, οι ασκήσεις τους ήταν αιματηρές προκειμένου να είναι οι μάχες τους αναίμακτες. Η εξάσκηση στον σχηματισμό της οπλιτικής φάλαγγας, στην διατήρηση της υπό πίεση και στον ωθισμό, ήταν συνεχής. Ο Πλούταρχος (Βίος Λυκούργου) παρατηρεί ότι οι οπλίτες της Σπάρτης ήταν οι μόνοι άνδρες του κόσμου που καλοδέχονταν τον πόλεμο, ως ξεκούραση από τις ασκήσεις εν όψη πολέμου! Στις ημέρες μας, οι Σπαρτιάτες θεωρούνται από τους περισσότερους ειδικούς ως το πρώτο σώμα πραγματικών επίλεκτων στρατιωτών στην παγκόσμια Ιστορία.
Για τον Σπαρτιάτη «όμοιο» (καθαυτό πολίτη) δεν υπήρχε καμία επαγγελματική απασχόληση, πέρα από την καλλιέργεια της πολεμικής τέχνης. Ήταν εξολοκλήρου αφοσιωμένος στην συνεχή προετοιμασία για πόλεμο. Οι γεωργικές και οι άλλες εργασίες γίνονταν από τους είλωτες, ενώ οι περίοικοι ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, όπως οι πολίτες των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών της εποχής τους. Οι Σπαρτιάτες και οι οικογένειες τους ζούσαν από τα εισοδήματα των κλήρων τους. Κάθε μήνα, ο «όμοιος» ήταν υποχρεωμένος να παραδίδει για τα προαναφερόμενα συσσίτια, έναν αιγινητικό μέδιμνο αλεύρι (26 κιλά), οκτώ χοές κρασί (9-14,5 κιλά), πέντε μνας τυρί (9,5 κιλά), 2,5 μνας σύκα (5 κιλά) και 10 αιγινητικούς οβολούς για άλλες ανάγκες. Αυτοί που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν αυτές τις ποσότητες, διαγράφονταν από τη συσκηνία τους και έχαναν τα πολιτικά δικαιώματα τους. Αυτή ήταν η τύχη των νεότερων γιων ενός Σπαρτιάτη «ομοίου» (εκτός δηλαδή του πρωτοτοκου). Αυτοί δεν κληρονομούσαν δικούς τους κλήρους από τους οποίους μπορούσαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια. Άλλη τέτοια περίπτωση ήταν οι «όμοιοι» των οποίων οι κλήροι βρίσκονταν σε περιοχές που έχασε κάποια στιγμή η Σπάρτη, όπως συνέβη πχ το 369 π.Χ. με την απώλεια της Μεσσηνίας. Τότε οι μισοί «όμοιοι» έχασαν τους κλήρους τους. Όλοι αυτοί οι Σπαρτιάτες υποβιβάζονταν στην τάξη των Λακεδαιμόνιων «υπομειόνων» (Σπαρτιάτες μη-πολίτες). Στην ίδια κατηγορία ανήκαν οι νέοι Σπαρτιάτες των οποίων οι αιτήσεις για είσοδο σε κάποια συσκηνία απορρίφθηκαν, αυτοί των οποίων ο κλήρος δεν ήταν πλέον αρκετά πλούσιος έτσι ώστε να τους παράσχει τη μηνιαία εισφορά τους στα συσσίτια, και όσοι δείλιασαν στον πόλεμο. Οι υπομείονες αναφέρονται για πρώτη φορά στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. αλλά η ύπαρξη τους είναι βέβαιη από την αρχή της καθιέρωσης του συστήματος του Λυκούργου. Φαίνεται ότι ήταν λίγοι μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα αλλά από τότε ο αριθμός τους άρχισε να αυξάνεται γοργά.
Ο ποταμός Ευρώτας κοντά στη Σπάρτη.
-
Από την άλλη πλευρά, η σπαρτιατική κοινωνία δεν ήταν τόσο άκαμπτη και στιβαρή, όσο έχει θεωρηθεί. Όταν δεν εξασκείτο, ο Σπαρτιάτης διασκέδαζε με συμπόσια, χορούς, τραγούδι, κυνήγι, συμμετοχή σε εορτές και συνδιαλέξεις στην Αγορά. Άνδρες που γνώριζαν όσο κανένας άλλος το σκληρό πρόσωπο του πολέμου, γνώριζαν εξίσου καλά πως να χαίρονται την ζωή. Οι πολίτες της Σπάρτης απέρριπταν μόνο τα υλικά αγαθά και τις ανέσεις, τα οποία θεωρούσαν –δικαιολογημένα– ως διαφθορείς των ανθρώπων. Παρά το ότι ήταν στην ουσία πλούσιοι γαιοκτήμονες, η ζωή τους συνολικά, ήταν πιο λιτή και φτωχική από αυτήν ενός μέσου Έλληνα οποιουδήποτε άλλου ελληνικού κράτους.
Αλίμονο σε όποιον Σπαρτιάτη έδινε στους συμπολεμιστές του έστω και υποψία δειλίας στη μάχη. Και περισσότερο σε αυτόν που θα υποχωρούσε στη μάχη, ακόμη και αν ήθελε να αποφύγει έναν αδικαιολόγητο θάνατο που δεν θα είχε κάποιο ουσιαστικό όφελος για την πόλη. Στην υπόλοιπη ζωή του θα αντιμετώπιζε κάθε είδους μειώσεις, πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές, που έφταναν ή ξεπερνούσαν τα όρια του εξευτελισμού. Επρόκειτο για την κατεξοχήν έκφραση σκληρότητας της σπαρτιατικής κοινωνίας, που δεν συγχωρούσε το παράπτωμα της υστέρησης έναντι του βασικού κανόνα της πόλης. Ο «τρέσας» –αυτός που τρέμει από φόβο – όπως συνήθιζαν να ονομάζουν σκωπτικά όσους έδειξαν αυτή την υστέρηση, γνώριζε τη γενική περιφρόνηση. Τα «φαρμακερά» πειράγματα και η κοινωνική απομόνωση τον συνόδευαν παντού. Ήταν υποχρεωμένος από τους νόμους, να φοράει ρούχα από χρωματιστά τεμάχια υφάσματος ραμμένα σε αυτά και να έχει ξυρισμένα τα μισά γένια του. Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να τον κτυπήσει ατιμώρητα και κανείς δεν του έδινε την κόρη του ως σύζυγο. Αυτή η κατάσταση αγαμίας επέφερε και πρόστιμο από την πόλη του, επειδή την στερούσε από νέους πολεμιστές. Επιπροσθέτως έχανε τα πολιτικά δικαιώματα του, με ότι άλλο συνεπαγόταν αυτό ως προς την επιβίωση του. Αποκλειόταν ακόμη και από την δυνατότητα να κάνει επίσημες νομικά συμφωνίες ή συμβόλαια. Ακόμη και αν ο τρέσας δεν αποκλειόταν από το πολιτικό σώμα, οι ταπεινώσεις του δεν σταματούσαν. Οι συμπολεμιστές του θεωρούσαν ντροπή να τον έχουν ως σύσκηνο τους ή να γυμνάζονται παλεύοντας μαζί του. Στον πυρρίχη (πολεμικό χορό) έστελναν τον τρέσα στις χειρότερες θέσεις. Όταν ο τελευταίος συναντούσε στον δρόμο τους συμπολίτες του, ακόμη και τους νεότερους, ήταν υποχρεωμένος να παραμερίζει μπροστά τους. Το φάσμα μιας τέτοιας ζωής εξηγεί εν μέρει το απίστευτο θάρρος του Σπαρτιάτη οπλίτη, ακόμη και όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα «κύματα» των εκατοντάδων χιλιάδων Ασιατών στο στενό των Θερμοπυλών, ακόμη και όταν γνώριζε ότι ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος. Όπως αναφέρθηκε, αυτοί που υστερούσαν υποβιβάζονταν στην τάξη των υπομειόνων. Έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα, τον κλήρο τους, έπαυαν γενικά να είναι «όμοιοι» και αποτελούσαν ελεύθερους Λακεδαιμόνιους που δεν ανήκαν πλέον στην κυβερνώσα τάξη και που βρίσκονταν πιο χαμηλά στην εκτίμηση της από τους περιοίκους.
Κορινθιακό κράνος από ανασκαφές. Ηταν αγαπητό στους Σπαρτιάτες έως ότου αντικαταστάθηκε από τον λακωνικό πιλόσχημο τύπο ο οποίος τελικά επικράτησε.
-
Εντούτοις, ο «τρέσας» είχε την ευκαιρία να επανορθώσει και να ανακτήσει τα δικαιώματα του, περισσότερο σε κρίσιμες στιγμές για την πόλη. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η ευκαιρία που δόθηκε στους επιζώντες από την σπαρτιατική συμφορά στο νησί της Σφακτηρίας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (425 π.Χ.). Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, οι επιζώντες αντιμετωπίστηκαν από τους συμπολίτες τους ως δειλοί, παρότι ο θάνατος τους θα ήταν ανούσιος. Αλλά δεν έχασαν τελείως την θέση τους ως Σπαρτιάτες και τους επιτράπηκε να «επανορθώσουν». Έπειτα από πράξεις ανδραγαθίας και αυταπάρνησης, οι οπλίτες της Σφακτηρίας αποκαταστάθηκαν πάλι στα δικαιώματα τους. Προφανώς αυτή η πολιτική έχει σχέση με την ολιγανθρωπία που ήδη αντιμετώπιζαν οι «όμοιοι» της Σπάρτης. Η συντριβή στην Σφακτηρία είχε κιόλας κοστίσει ένα μεγάλο ποσοστό αυτών σε νεκρούς και αιχμαλώτους.
Ένα ιστορικό παράλληλο έχουμε στην ιταλική μιμήτρια της Σπάρτης, τη Ρώμη, η οποία συνήθιζε επίσης να τιμωρεί σκληρά όσους υστερούσαν στις μάχες. Ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη μετά την καταστροφή του ρωμαϊκού στρατού στις Κάννες (216 π.Χ.) από τον Καρχηδόνιο Αννίβα. Τότε οι αρχές της Ρώμης, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, θεώρησαν σιωπηρά (και αδικαιολόγητα) ως λιπόψυχους τους Ρωμαίους στρατιώτες που επέζησαν της μάχης. Σχημάτισαν με αυτούς δύο λεγεώνες, τις οποίες έστειλαν δυσμενώς για στρατιωτική υπηρεσία στην Σικελία, απορρίπτοντας επανειλημμένα το αίτημα τους να ξαναπολεμήσουν για την πατρίδα τους στο ιταλικό έδαφος (η Σικελία δεν θεωρείτο τότε ιταλικό έδαφος αλλά μία περιοχή-μεγαλόνησο Ελλήνων αλλοεθνών). Τελικά η Σύγκλητος τους επέτρεψε να πολεμήσουν στο αφρικανικό έδαφος, κατά τη ρωμαϊκή εισβολή στην Καρχηδονία, όπου και διέπρεψαν στην μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.). Μόνο τότε τους επιτράπηκε η επιστροφή στην Ιταλία, μετά από 14 χρόνια ουσιαστικής εξορίας. Οι τιμωρίες της Ρώμης σε όσους άνδρες της υστέρησαν σε αποφασιστικές μάχες, παρότι ισοδυναμούσαν με εξορία, δεν ήταν οπωσδήποτε τόσο σκληρές όσο αυτές που επέβαλε η Σπάρτη στους δικούς της κατηγορούμενους για κάτι ανάλογο. Η σπαρτιατική «ποινή» ισοδυναμούσε με ανοιχτό ισόβιο εξευτελισμό τους, τιμωρία πολύ χειρότερη από την εξορία.
Τελετή Βοηδρομιων προς τιμήν του Απόλλωνα από Σπαρτιάτες. Αναπαράσταση από τον Αυστραλιανό Ιστορικό Σύλλογο Ancient Hoplitikon
Ο στιγματισμός όσων Σπαρτιατών υποχωρούσαν στη μάχη, δείχνει ίσως μια κοινωνία αδικαιολόγητα σκληρή και ψυχικά άκαμπτη. Όμως οι πολίτες της Σπάρτης είχαν έναν τουλάχιστον σοβαρό λόγο για αυτήν την αμείλικτη αντίδραση απέναντι σε ένα κατά τα άλλα ανθρώπινο συναίσθημα, όπως είναι ο φόβος του θανάτου. Αυτός ο λόγος αφορά το σύστημα μάχης της φάλαγγας των οπλιτών. Η οπλιτική ασπίδα, παρά την ισχύ της, άφηνε ακάλυπτο το δεξιό πλευρό του οπλίτη. Λόγω της πυκνής παράταξης (που χρησιμοποιείτο συνήθως), το πλευρό αυτό καλυπτόταν από την ασπίδα του συμπολεμιστή του ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά του. Ομοίως, το ακάλυπτο δεξιό του τελευταίου προστατευόταν από την ασπίδα του επόμενου οπλίτη, που βρισκόταν στα δεξιά αυτού, κ.ο.κ. Το κράνος, ο θώρακας και οι περικνημίδες των οπλιτών φέρονταν για την ατομική προστασία τους. Όμως η ασπίδα ήταν το σημαντικότερο αμυντικό όπλο, επειδή ήταν απαραίτητη για την προστασία ολόκληρης της φάλαγγας, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του. Αν κάποιος οπλίτης εγκατέλειπε την παράταξη ρίχνοντας την ασπίδα του («ρίψασπις»), θα άφηνε εκτεθειμένο το δεξιό πλευρό του συμπολεμιστή προς τα αριστερά του. Αυτός θα έπρεπε να μετακινήσει την ασπίδα του για να προστατεύσει ολόκληρη την επιφάνεια του στήθους του, αφήνοντας εκτεθειμένο τον επόμενο οπλίτη προς τα αριστερά. Το ίδιο θα έκανε ο επόμενος οπλίτης, κ.ο.κ. Επομένως θα δινόταν κίνηση σε μία αντίδραση τύπου «ντόμινο», που θα αποσάρθρωνε και θα διέλυε την φάλαγγα. Η προστασία του δεξιού πλευρού κάθε οπλίτη από τον διπλανό του, εξασφάλιζε την απόλυτη συνοχή και το αδιάρρηκτο της οπλιτικής φάλαγγας. Ο «ρίψασπις» μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή και τον αποδεκατισμό ολόκληρης της σπαρτιατικής (ή όποιας άλλης νοτιοελληνικής) παράταξης.
Το εκπαιδευτικό αλλά και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Σπάρτης στόχευε πάνω από όλα στην πλήρη ομοιογένεια των πολιτών-οπλιτών της, στο να ενεργούν στη μάχη με μια κοινή σκέψη. Η υψηλότατου επιπέδου στρατιωτική εκπαίδευση, και γενικά ο τρόπος ζωής του Σπαρτιάτη, ήταν η βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η φονική μηχανή που υπήρξε η σπαρτιατική φάλαγγα οπλιτών. Αυτή η αντίληψη της ζωής μετέτρεψε τους Σπαρτιάτες σε «χειροτέχνες του πολέμου και θεράποντες του Άρεως».
-
ΠΗΓΕΣ
(1) Ξενοφών: ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(2) Πλούταρχος : ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ
(3) Αριστοτέλης : ΠΟΛΙΤΙΚΑ
(4) Διόδωρος ο Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
(5) Chrimes K.M.T. : SPARTA. A RE-EXAMINATION OF THE EVIDENCE
-----------
Στα 18 του ο Σπαρτιάτης έφηβος γινόταν «είρην», δηλαδή ενήλικος άνδρας και πολίτης. Έως τα 19 του υπηρετούσε ως «πρωτείρας», δηλαδή αρχηγός μιας ίλης. Το τελευταίο στάδιο της εκπαίδευσης του ήταν η «κρυπτεία», η υπηρεσία στις ομάδες εξόντωσης επικίνδυνων ειλώτων, για εκφοβισμό των υπολοίπων. Οι Σπαρτιάτες που βρίσκονταν σε ηλικία περίπου 20 ετών εντάσσονταν σε μυστικές ομάδες, που περιπολούσαν τη νύχτα στην ύπαιθρο. Ήταν οπλισμένοι μόνο με εγχειρίδια και σκότωναν όσους είλωτες συναντούσαν να κυκλοφορούν. Λόγω της μυστικότητας της δραστηριότητας αυτής, κατά την διάρκεια της ημέρας οι νεαροί Σπαρτιάτες κρύβονταν σε απόμερα ορμητήρια. Μερικές φορές επιτίθονταν και κατά την ημέρα στους είλωτες που εργάζονταν στα χωράφια, σκοτώνοντας όσους είχαν θεωρηθεί από τις αρχές ως ύποπτοι για υποκίνηση εξέγερσης. Για να μην υπάρχει άγος έναντι των θεών λόγω των φόνων της κρυπτείας, το κράτος κατά καιρούς κήρυσσε επίσημα τον πόλεμο στους είλωτες. Ετσι ο πόλεμος της Σπάρτης των «Σκοτεινών Αιώνων» και της Γεωμετρικής Περιόδου εναντίον των Αχαιών της κοιλάδας του Ευρώτα και εναντίον των Δωριέων και Προδωριέων της κοιλάδας του Παμίσου, από τους οποίους κατάγονταν συνολικά οι είλωτες, είχε καταστεί αέναος. Στην ουσία τερματίστηκε λίγο πριν το 200 π.Χ., όταν απελευθερώθηκαν και οι τελευταίοι είλωτες.Για τους Σπαρτιάτες, ο φόνος των πιο επικίνδυνων δουλοπάροικων τους δεν ήταν αδικαιολόγητο έγκλημα, επειδή θεωρούσαν ότι οι είλωτες ήταν ένας «δορύκτητος» πληθυσμός, με τον οποίο βρίσκονταν μονίμως σε εμπόλεμη κατάσταση. Επομένως θεωρούσαν τους φονευμένους είλωτες ως απώλειες του εχθρού στον αναφερομενο αέναο πόλεμο, συνεχιζόμενο επί αιώνες μετά την κατάκτηση της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Παλαιότερα πιστευόταν ότι η κρυπτεία λειτουργούσε μόνο ως μέτρο ασφαλείας του κράτους. Όπως αποδείχθηκε, λειτουργούσε εξίσου ως πράξη μυήσεως τον εκπαιδευόμενων στην φυσική εξόντωση των εχθρών, ένα είδος εμβάπτισης του πολεμιστή στο «πρώτο αίμα». Στην πραγματικότητα, η κρυπτεία δεν εφαρμοζόταν συνεχώς, παρά μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχαν βάσιμες υποψίες για επανάσταση των ειλώτων. Αν εφαρμοζόταν μονίμως, θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: τις διαρκείς ειλωτικές εξεγέρσεις. Οι είλωτες παρέμεναν ένας σκληροτράχηλος πληθυσμός λόγω της σκληρής ζωής που διήγαν, και όχι τόσο απόλεμοι όσο θεωρούνται. Ειδικά εκείνοι της Μεσσηνίας ήταν πιο απειλητικοί επειδή η περιοχή τους βρισκόταν μακριά από την Σπάρτη. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Grundy σχετικά με τους Μεσσήνιους είλωτες «η Σπάρτη κρατούσε έναν λύκο από τον λαιμό». Ιδιαίτερα επίφοβοι ήταν και οι είλωτες της κάτω κοιλάδας του Ευρώτα, οι παλαιοί Αχαιοί του Έλους.
Αεροφωτογραφία της αρχαίας Σπάρτης.
-
Δεν είναι γνωστό τι έκαναν οι νέοι των ομάδων της κρυπτείας σε ειρηνικές περιόδους. Μάλλον ήταν υπεύθυνοι για την διατήρηση της τάξης στην ύπαιθρο και για την περισυλλογή πληροφοριών για πιθανές μυστικές κινήσεις των ειλώτων.
Μετά τα 20 χρόνια του, ο Σπαρτιάτης πολίτης-οπλίτης ενηλικιωνόταν επίσημα, εφόσον είχε περάσει τα στάδια της εκπαίδευσης και του επιτρεπόταν να αφήσει τα μαλλιά του να μακρύνουν. Συνέχιζε να κοιμάται και να σιτίζεται στα «συσκήνια», στους στρατώνες. Δεν γινόταν εξαίρεση ούτε για όσους είχαν δημιουργήσει δική τους οικογένεια. Σε αυτούς επιτρεπόταν να κοιμούνται στο σπίτι με την σύζυγο τους μόνο για λίγες ημέρες του χρόνου, αν και σε αρκετές περιπτώσεις πήγαιναν στις οικίες τους κρυφά για λίγη ώρα. Κάθε ομάδα των συσκηνίων ονομαζόταν «συσκηνία» και αποτελείτο από δεκαπέντε άντρες. Αυτές οι ομάδες αποτελούσαν ταυτόχρονα τις μικρότερες μονάδες της σπαρτιατικής στρατιωτικής οργάνωσης. Τα μέλη εξέλεγαν με ψηφοφορία τους νέους πολεμιστές που θα συμμετείχαν στην ομάδα τους, όταν οι θέσεις της χήρευαν από θανάτους ή αποχωρήσεις παλαιμάχων. Αυτή η ψηφοφορία ήταν μυστική και έπρεπε να συγκεντρώσει τη θετική ψήφο όλων ανεξαιρέτως των μελών της συσκηνίας. Μια αρνητική ψήφος σήμαινε την απόρριψη του υποψήφιου για είσοδο στην πολεμική ομάδα. Επομένως, ο υποψήφιος έπρεπε να αντιπροσωπεύει πλήρως το πρότυπο του Σπαρτιάτη. Καμμία ομάδα δεν ήθελε έναν νέο πολεμιστή που υστερούσε έναντι αυτών των προδιαγραφών και που μπορούσε να είναι επικίνδυνος για την επιβίωση όλων των συμπολεμιστών του κατά την διάρκεια της μάχης. Έτσι, αν ένας νέος πολεμιστής απορριπτόταν επανειλημμένα από μερικές συσκηνίες στις οποίες επιδίωκε την είσοδο του, ήταν πιθανό να μην αποκτήσει ποτέ του πολιτικά δικαιώματα.
Οι πολεμιστές των συσκηνιών διαβιούσαν μαζί, μέρα και νύχτα, σε ιδιαίτερες κατοικίες («ανδρεία» ή «συσσίτια»), συνέτρωγαν σε ιδιαίτερα μέρη («συσσίτια» ή «φιδίτια»), συζητούσαν και διασκέδαζαν με τραγούδια και χορούς. Μαζί με τους άνδρες των συσκηνίων επιτρεπόταν να σιτίζονται και έφηβοι, έτσι ώστε να διδάσκονται από τις εμπειρότερους άνδρες. Δεν είναι γνωστή η ηλικία κατά την οποία ο Σπαρτιάτης μπορούσε να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι του με τη σύζυγο και τα τέκνα του. Είναι γνωστό ότι δεν του επιτρεπόταν να πάει στην Αγορά και να συνομιλήσει με τους άλλους πολίτες πριν κλείσει τα τριάντα χρόνια ζωής. Μάλλον αυτή ήταν η ηλικία κατά την οποία εγκατέλειπε τους στρατώνες.
Ελληνες μισθοφόροι στην υπηρεσία των Περσών, της εποχής του Ξενοφώντος. Παρατηρείστε στο βαθύτερο πλάνο τον βοηθητικό συνοδό των μαχίμων, μία υπηρεσία την οποία στον σπαρτιατικό στρατό αναλάμβαναν οι είλωτες. Οι Σπαρτιάτες υπήρξαν οι πιο περιζήτητοι μισθοφόροι της εποχής τους (πίνακας του Ρώσου εικονογράφου A. Karatchuk)
-
Η στρατιωτική ζωή και η συνεχής εκπαίδευση δεν σταματούσε ούτε τότε. Μέχρι την ηλικία των 60 ετών, ο Σπαρτιάτης θεωρείτο διαθέσιμος για εκστρατεία εκτός της πόλης. Αλλά επρόκειτο για ένα ηλικιακό όριο που δεν τηρείτο στην ουσία, αφού είναι γνωστά παραδείγματα Σπαρτιατών αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας που πολέμησαν σε μάχες ή εκστράτευσαν πέραν των συνόρων του κράτους τους. Οι στρατιωτικές ασκήσεις των ενηλίκων ήταν τόσο σκληρές έτσι ώστε γίνονταν συχνά αιματηρές. Όπως διατείνονταν οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες, οι ασκήσεις τους ήταν αιματηρές προκειμένου να είναι οι μάχες τους αναίμακτες. Η εξάσκηση στον σχηματισμό της οπλιτικής φάλαγγας, στην διατήρηση της υπό πίεση και στον ωθισμό, ήταν συνεχής. Ο Πλούταρχος (Βίος Λυκούργου) παρατηρεί ότι οι οπλίτες της Σπάρτης ήταν οι μόνοι άνδρες του κόσμου που καλοδέχονταν τον πόλεμο, ως ξεκούραση από τις ασκήσεις εν όψη πολέμου! Στις ημέρες μας, οι Σπαρτιάτες θεωρούνται από τους περισσότερους ειδικούς ως το πρώτο σώμα πραγματικών επίλεκτων στρατιωτών στην παγκόσμια Ιστορία.
Για τον Σπαρτιάτη «όμοιο» (καθαυτό πολίτη) δεν υπήρχε καμία επαγγελματική απασχόληση, πέρα από την καλλιέργεια της πολεμικής τέχνης. Ήταν εξολοκλήρου αφοσιωμένος στην συνεχή προετοιμασία για πόλεμο. Οι γεωργικές και οι άλλες εργασίες γίνονταν από τους είλωτες, ενώ οι περίοικοι ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, όπως οι πολίτες των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών της εποχής τους. Οι Σπαρτιάτες και οι οικογένειες τους ζούσαν από τα εισοδήματα των κλήρων τους. Κάθε μήνα, ο «όμοιος» ήταν υποχρεωμένος να παραδίδει για τα προαναφερόμενα συσσίτια, έναν αιγινητικό μέδιμνο αλεύρι (26 κιλά), οκτώ χοές κρασί (9-14,5 κιλά), πέντε μνας τυρί (9,5 κιλά), 2,5 μνας σύκα (5 κιλά) και 10 αιγινητικούς οβολούς για άλλες ανάγκες. Αυτοί που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν αυτές τις ποσότητες, διαγράφονταν από τη συσκηνία τους και έχαναν τα πολιτικά δικαιώματα τους. Αυτή ήταν η τύχη των νεότερων γιων ενός Σπαρτιάτη «ομοίου» (εκτός δηλαδή του πρωτοτοκου). Αυτοί δεν κληρονομούσαν δικούς τους κλήρους από τους οποίους μπορούσαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια. Άλλη τέτοια περίπτωση ήταν οι «όμοιοι» των οποίων οι κλήροι βρίσκονταν σε περιοχές που έχασε κάποια στιγμή η Σπάρτη, όπως συνέβη πχ το 369 π.Χ. με την απώλεια της Μεσσηνίας. Τότε οι μισοί «όμοιοι» έχασαν τους κλήρους τους. Όλοι αυτοί οι Σπαρτιάτες υποβιβάζονταν στην τάξη των Λακεδαιμόνιων «υπομειόνων» (Σπαρτιάτες μη-πολίτες). Στην ίδια κατηγορία ανήκαν οι νέοι Σπαρτιάτες των οποίων οι αιτήσεις για είσοδο σε κάποια συσκηνία απορρίφθηκαν, αυτοί των οποίων ο κλήρος δεν ήταν πλέον αρκετά πλούσιος έτσι ώστε να τους παράσχει τη μηνιαία εισφορά τους στα συσσίτια, και όσοι δείλιασαν στον πόλεμο. Οι υπομείονες αναφέρονται για πρώτη φορά στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. αλλά η ύπαρξη τους είναι βέβαιη από την αρχή της καθιέρωσης του συστήματος του Λυκούργου. Φαίνεται ότι ήταν λίγοι μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα αλλά από τότε ο αριθμός τους άρχισε να αυξάνεται γοργά.
Ο ποταμός Ευρώτας κοντά στη Σπάρτη.
-
Από την άλλη πλευρά, η σπαρτιατική κοινωνία δεν ήταν τόσο άκαμπτη και στιβαρή, όσο έχει θεωρηθεί. Όταν δεν εξασκείτο, ο Σπαρτιάτης διασκέδαζε με συμπόσια, χορούς, τραγούδι, κυνήγι, συμμετοχή σε εορτές και συνδιαλέξεις στην Αγορά. Άνδρες που γνώριζαν όσο κανένας άλλος το σκληρό πρόσωπο του πολέμου, γνώριζαν εξίσου καλά πως να χαίρονται την ζωή. Οι πολίτες της Σπάρτης απέρριπταν μόνο τα υλικά αγαθά και τις ανέσεις, τα οποία θεωρούσαν –δικαιολογημένα– ως διαφθορείς των ανθρώπων. Παρά το ότι ήταν στην ουσία πλούσιοι γαιοκτήμονες, η ζωή τους συνολικά, ήταν πιο λιτή και φτωχική από αυτήν ενός μέσου Έλληνα οποιουδήποτε άλλου ελληνικού κράτους.
Αλίμονο σε όποιον Σπαρτιάτη έδινε στους συμπολεμιστές του έστω και υποψία δειλίας στη μάχη. Και περισσότερο σε αυτόν που θα υποχωρούσε στη μάχη, ακόμη και αν ήθελε να αποφύγει έναν αδικαιολόγητο θάνατο που δεν θα είχε κάποιο ουσιαστικό όφελος για την πόλη. Στην υπόλοιπη ζωή του θα αντιμετώπιζε κάθε είδους μειώσεις, πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές, που έφταναν ή ξεπερνούσαν τα όρια του εξευτελισμού. Επρόκειτο για την κατεξοχήν έκφραση σκληρότητας της σπαρτιατικής κοινωνίας, που δεν συγχωρούσε το παράπτωμα της υστέρησης έναντι του βασικού κανόνα της πόλης. Ο «τρέσας» –αυτός που τρέμει από φόβο – όπως συνήθιζαν να ονομάζουν σκωπτικά όσους έδειξαν αυτή την υστέρηση, γνώριζε τη γενική περιφρόνηση. Τα «φαρμακερά» πειράγματα και η κοινωνική απομόνωση τον συνόδευαν παντού. Ήταν υποχρεωμένος από τους νόμους, να φοράει ρούχα από χρωματιστά τεμάχια υφάσματος ραμμένα σε αυτά και να έχει ξυρισμένα τα μισά γένια του. Κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να τον κτυπήσει ατιμώρητα και κανείς δεν του έδινε την κόρη του ως σύζυγο. Αυτή η κατάσταση αγαμίας επέφερε και πρόστιμο από την πόλη του, επειδή την στερούσε από νέους πολεμιστές. Επιπροσθέτως έχανε τα πολιτικά δικαιώματα του, με ότι άλλο συνεπαγόταν αυτό ως προς την επιβίωση του. Αποκλειόταν ακόμη και από την δυνατότητα να κάνει επίσημες νομικά συμφωνίες ή συμβόλαια. Ακόμη και αν ο τρέσας δεν αποκλειόταν από το πολιτικό σώμα, οι ταπεινώσεις του δεν σταματούσαν. Οι συμπολεμιστές του θεωρούσαν ντροπή να τον έχουν ως σύσκηνο τους ή να γυμνάζονται παλεύοντας μαζί του. Στον πυρρίχη (πολεμικό χορό) έστελναν τον τρέσα στις χειρότερες θέσεις. Όταν ο τελευταίος συναντούσε στον δρόμο τους συμπολίτες του, ακόμη και τους νεότερους, ήταν υποχρεωμένος να παραμερίζει μπροστά τους. Το φάσμα μιας τέτοιας ζωής εξηγεί εν μέρει το απίστευτο θάρρος του Σπαρτιάτη οπλίτη, ακόμη και όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα «κύματα» των εκατοντάδων χιλιάδων Ασιατών στο στενό των Θερμοπυλών, ακόμη και όταν γνώριζε ότι ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος. Όπως αναφέρθηκε, αυτοί που υστερούσαν υποβιβάζονταν στην τάξη των υπομειόνων. Έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα, τον κλήρο τους, έπαυαν γενικά να είναι «όμοιοι» και αποτελούσαν ελεύθερους Λακεδαιμόνιους που δεν ανήκαν πλέον στην κυβερνώσα τάξη και που βρίσκονταν πιο χαμηλά στην εκτίμηση της από τους περιοίκους.
Κορινθιακό κράνος από ανασκαφές. Ηταν αγαπητό στους Σπαρτιάτες έως ότου αντικαταστάθηκε από τον λακωνικό πιλόσχημο τύπο ο οποίος τελικά επικράτησε.
-
Εντούτοις, ο «τρέσας» είχε την ευκαιρία να επανορθώσει και να ανακτήσει τα δικαιώματα του, περισσότερο σε κρίσιμες στιγμές για την πόλη. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η ευκαιρία που δόθηκε στους επιζώντες από την σπαρτιατική συμφορά στο νησί της Σφακτηρίας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (425 π.Χ.). Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, οι επιζώντες αντιμετωπίστηκαν από τους συμπολίτες τους ως δειλοί, παρότι ο θάνατος τους θα ήταν ανούσιος. Αλλά δεν έχασαν τελείως την θέση τους ως Σπαρτιάτες και τους επιτράπηκε να «επανορθώσουν». Έπειτα από πράξεις ανδραγαθίας και αυταπάρνησης, οι οπλίτες της Σφακτηρίας αποκαταστάθηκαν πάλι στα δικαιώματα τους. Προφανώς αυτή η πολιτική έχει σχέση με την ολιγανθρωπία που ήδη αντιμετώπιζαν οι «όμοιοι» της Σπάρτης. Η συντριβή στην Σφακτηρία είχε κιόλας κοστίσει ένα μεγάλο ποσοστό αυτών σε νεκρούς και αιχμαλώτους.
Ένα ιστορικό παράλληλο έχουμε στην ιταλική μιμήτρια της Σπάρτης, τη Ρώμη, η οποία συνήθιζε επίσης να τιμωρεί σκληρά όσους υστερούσαν στις μάχες. Ένα τέτοιο περιστατικό συνέβη μετά την καταστροφή του ρωμαϊκού στρατού στις Κάννες (216 π.Χ.) από τον Καρχηδόνιο Αννίβα. Τότε οι αρχές της Ρώμης, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, θεώρησαν σιωπηρά (και αδικαιολόγητα) ως λιπόψυχους τους Ρωμαίους στρατιώτες που επέζησαν της μάχης. Σχημάτισαν με αυτούς δύο λεγεώνες, τις οποίες έστειλαν δυσμενώς για στρατιωτική υπηρεσία στην Σικελία, απορρίπτοντας επανειλημμένα το αίτημα τους να ξαναπολεμήσουν για την πατρίδα τους στο ιταλικό έδαφος (η Σικελία δεν θεωρείτο τότε ιταλικό έδαφος αλλά μία περιοχή-μεγαλόνησο Ελλήνων αλλοεθνών). Τελικά η Σύγκλητος τους επέτρεψε να πολεμήσουν στο αφρικανικό έδαφος, κατά τη ρωμαϊκή εισβολή στην Καρχηδονία, όπου και διέπρεψαν στην μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.). Μόνο τότε τους επιτράπηκε η επιστροφή στην Ιταλία, μετά από 14 χρόνια ουσιαστικής εξορίας. Οι τιμωρίες της Ρώμης σε όσους άνδρες της υστέρησαν σε αποφασιστικές μάχες, παρότι ισοδυναμούσαν με εξορία, δεν ήταν οπωσδήποτε τόσο σκληρές όσο αυτές που επέβαλε η Σπάρτη στους δικούς της κατηγορούμενους για κάτι ανάλογο. Η σπαρτιατική «ποινή» ισοδυναμούσε με ανοιχτό ισόβιο εξευτελισμό τους, τιμωρία πολύ χειρότερη από την εξορία.
Τελετή Βοηδρομιων προς τιμήν του Απόλλωνα από Σπαρτιάτες. Αναπαράσταση από τον Αυστραλιανό Ιστορικό Σύλλογο Ancient Hoplitikon
Ο στιγματισμός όσων Σπαρτιατών υποχωρούσαν στη μάχη, δείχνει ίσως μια κοινωνία αδικαιολόγητα σκληρή και ψυχικά άκαμπτη. Όμως οι πολίτες της Σπάρτης είχαν έναν τουλάχιστον σοβαρό λόγο για αυτήν την αμείλικτη αντίδραση απέναντι σε ένα κατά τα άλλα ανθρώπινο συναίσθημα, όπως είναι ο φόβος του θανάτου. Αυτός ο λόγος αφορά το σύστημα μάχης της φάλαγγας των οπλιτών. Η οπλιτική ασπίδα, παρά την ισχύ της, άφηνε ακάλυπτο το δεξιό πλευρό του οπλίτη. Λόγω της πυκνής παράταξης (που χρησιμοποιείτο συνήθως), το πλευρό αυτό καλυπτόταν από την ασπίδα του συμπολεμιστή του ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά του. Ομοίως, το ακάλυπτο δεξιό του τελευταίου προστατευόταν από την ασπίδα του επόμενου οπλίτη, που βρισκόταν στα δεξιά αυτού, κ.ο.κ. Το κράνος, ο θώρακας και οι περικνημίδες των οπλιτών φέρονταν για την ατομική προστασία τους. Όμως η ασπίδα ήταν το σημαντικότερο αμυντικό όπλο, επειδή ήταν απαραίτητη για την προστασία ολόκληρης της φάλαγγας, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του. Αν κάποιος οπλίτης εγκατέλειπε την παράταξη ρίχνοντας την ασπίδα του («ρίψασπις»), θα άφηνε εκτεθειμένο το δεξιό πλευρό του συμπολεμιστή προς τα αριστερά του. Αυτός θα έπρεπε να μετακινήσει την ασπίδα του για να προστατεύσει ολόκληρη την επιφάνεια του στήθους του, αφήνοντας εκτεθειμένο τον επόμενο οπλίτη προς τα αριστερά. Το ίδιο θα έκανε ο επόμενος οπλίτης, κ.ο.κ. Επομένως θα δινόταν κίνηση σε μία αντίδραση τύπου «ντόμινο», που θα αποσάρθρωνε και θα διέλυε την φάλαγγα. Η προστασία του δεξιού πλευρού κάθε οπλίτη από τον διπλανό του, εξασφάλιζε την απόλυτη συνοχή και το αδιάρρηκτο της οπλιτικής φάλαγγας. Ο «ρίψασπις» μπορούσε να προκαλέσει την καταστροφή και τον αποδεκατισμό ολόκληρης της σπαρτιατικής (ή όποιας άλλης νοτιοελληνικής) παράταξης.
Το εκπαιδευτικό αλλά και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Σπάρτης στόχευε πάνω από όλα στην πλήρη ομοιογένεια των πολιτών-οπλιτών της, στο να ενεργούν στη μάχη με μια κοινή σκέψη. Η υψηλότατου επιπέδου στρατιωτική εκπαίδευση, και γενικά ο τρόπος ζωής του Σπαρτιάτη, ήταν η βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η φονική μηχανή που υπήρξε η σπαρτιατική φάλαγγα οπλιτών. Αυτή η αντίληψη της ζωής μετέτρεψε τους Σπαρτιάτες σε «χειροτέχνες του πολέμου και θεράποντες του Άρεως».
-
ΠΗΓΕΣ
(1) Ξενοφών: ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
(2) Πλούταρχος : ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ
(3) Αριστοτέλης : ΠΟΛΙΤΙΚΑ
(4) Διόδωρος ο Σικελιώτης : ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
(5) Chrimes K.M.T. : SPARTA. A RE-EXAMINATION OF THE EVIDENCE
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου