Η «ελευθερία» είναι μαγική λέξη. Σημαίνει τη δυνατότητα που έχει κανείς να είναι ο εαυτός του, να είναι σωστός και αληθινός χωρίς επιρροές που μόνο στρεβλώσεις και αναπηρίες προκαλούν, και τη δυνατότητα να ζει κανείς τη ζωή του όπως την αντιλαμβάνεται μακριά από εξωτερικές παρεμβάσεις, έριδες, ενοχλήσεις ακόμα και φόβο. Σημαίνει να ζει κανείς την ιδιωτική του ζωή χωρίς παρείσακτους, σημαίνει ελευθερία σκέψης και επιλογής και τη δυνατότητα ανθρώπων και φυλών να αναπτύσσουν τις κλίσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Η λέξη Ελευθερία σημαίνει όλα αυτά αλλά και πολλά περισσότερα.
Είναι, άραγε, ελεύθερο το βρέφος ή το παιδί της σχολικής ηλικίας; Είναι ελεύθερος ένας ερωτευμένος νέος άνθρωπος ή κάποιος που εκπαιδεύεται στο επάγγελμα που θα ακολουθήσει; Είναι ελεύθεροι οι παντρεμένοι; Εμείς, ως γονείς, είμαστε ελεύθεροι όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι; Είμαστε ελεύθεροι στα γεράματα; Βλέπουμε ότι όλες αυτές οι καταστάσεις έχουν όρια, ίσως να είναι και κουραστικές. Είναι, άραγε, ελεύθερος ο ναυαγός στο ερημονήσι ή ο ερημίτης πάνω στο βουνό; Σίγουρα ο καθένας τους ξεχωριστά είναι ελεύθερος από τις επιρροές των άλλων. Οι μόνοι περιορισμοί που θα αντιμετώπιζε θα προέρχονταν από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν μόνοι μας δεν βλέπαμε τις ατέλειες και τη δύναμή μας, θα περνούσαν απαρατήρητες και δεν θα ξέραμε ποιό είναι το μέτρο μας. Η αλαζονεία μας δεν θα είχε αντιμετωπίσει καμία πρόκληση. Κανείς δεν θα μας είχε επιστήσει την προσοχή σε αυτές. Ίσως κάποιοι ανάμεσά μας να μένουν σε απόσταση από τους άλλους για να αποφεύγουν τις παρεμβάσεις τους ή για να αποφεύγουν τις συγκρίσεις με αυτούς ή ακόμα και για να γλιτώνουν τις πιέσεις και τα προβλήματα που είναι αναπόφευκτα όταν συγχρωτιζόμαστε με άλλους ανθρώπους.
Ο αναχωρητής ή ο ερημίτης έχει ανάγκη να φροντίζει το σώμα του. Χρειάζεται τροφή, ρούχα, ζέστη κλπ, αυτά όμως δεν αποτελούν πρόκληση για τον ίδιο, δεν δικαιώνεται με αυτά, αντίθετα προς άλλους.
Αποδεχόμαστε τις κλιματικές συνθήκες, τις καιρικές συνθήκες, τη γεωγραφική θέση, την εξάρτησή μας από την τροφή, το νερό, τον αέρα, την ανάπαυση κλπ ακόμα και τους περισσότερους περιορισμούς μας. Μπορούμε να αλλάξουμε τόπο ή να αλλάξουμε τις συνθήκες διαβίωσης. Μπορούμε να αγνοήσουμε ό,τι μας περιορίζει αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους άλλους ανθρώπους ούτε να τους αλλάξουμε για να τους κάνουμε να συμβαδίζουν με εμάς. Αυτό είναι κάτι που συχνά επιχειρήθηκε να γίνει με την πειθώ, άλλοτε με ήπιο άλλοτε με βίαιο τρόπο. Όμως, ποιό δικαίωμα έχει κάποιος να προσπαθήσει να αλλάξει τους συνανθρώπους του ξέροντας πως οι όποιες πράξεις του, αναπόφευκτα θα αποτελέσουν παρέμβαση στην ελευθερία τους, τα κοινωνικά τους ήθη, τη θρησκεία τους, τις απόψεις τους και τα πολιτικά τους ιδεώδη; Ποιος έχει το δικαίωμα να ορίζει το κριτήριο και να αποφασίζει τι είναι το επιθυμητό ώστε να το επιβάλει;
Φαίνεται πως είναι αδύνατο ουσιαστικά να δοθούν κατανοητές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Όμως η εξέλιξη μοιάζει να έχει διεργαστεί τρόπους για την ειρηνική ανάπτυξη στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το πρώτο βασικό στοιχείο είναι ο περιορισμός ως προς το τί είναι ελεύθερος να κάνει καθένας ατομικά– μέσα σε αποδεκτά όρια. Τα μακρόχρονα έθιμα προσδιορίζουν τα όρια και «η εξουσία» επιβάλλει την τήρησή τους. Μέσα σε αυτά τα όρια, είναι θεμελιώδης η μέγιστη ατομική ελευθερία για αυτοέκφραση, για τη χρήση του χρόνου, για την εργασία, για τη συνολική οργάνωση της ζωής, της σκέψης κλπ. Αλλά και η «εξουσία» πρέπει να είναι αποδεκτή. Η εξουσία δεν πρέπει να είναι απρόβλεπτη, αλλοπρόσαλλη ή αυθαίρετη.
Πρέπει να επιβάλει το νόμο όχι όμως και να τον κατασκευάζει. Κάθε κοινωνικός νόμος πρέπει να μπορεί να αιτιολογείται και να γεννιέται από την ίδια την Κοινωνία και να μην αποκτά ποτέ απόλυτο και παγιωμένο χαρακτήρα.
Έξω από αυτά τα πλαίσια της ατομικής ελευθερίας κανείς δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα ή την ισχύ να επιβάλει τη θέλησή του στους άλλους, εκτός π.χ. από τους γονείς κατά την ανατροφή των παιδιών τους, όμως, ποιός μπορεί να ορίσει πρακτικούς κανόνες γι’ αυτό, πέρα από την αγάπη και την κατανόηση (και φυσικά πολύ κουράγιο); Η ελευθερία απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη προβλήματα όπως είναι οι «επιτρεπτές» σχέσεις μεταξύ των φύλων και οι επιπτώσεις τους στην κοινότητα. Μέχρι ποιό βαθμό το άτομο προάγει την κοινότητα ή η κοινότητα το άτομο;
Έχουμε δει τί περιορισμούς στην ελευθερία του υφίσταται κάποιος, μόνο και μόνο επειδή είναι αυτός που είναι, και τα αναπόφευκτα εμπόδια που επιβάλλει η κοινωνία. Έχουμε παρατηρήσει διαφορές ως προς τις αντιδράσεις από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, μαζί και ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως ήταν, καθώς λένε, η ευφυΐα του Μάρκου Αντώνιου που «επέπληττε» ο Καίσαρας.
Ο άνθρωπος εξαρτάται από τη φύση. Οι μονάδες της οικογένειας των ανθρώπων είναι αλληλοεξαρτώμενες. Δεν μπορούν να προχωρήσουν από μόνες τους. Κανείς δεν μπορεί να έρθει στον κόσμο ή να ανατραφεί μόνος του. Ως νήπιο, είναι ανήμπορος, απόλυτα εξαρτώμενος. Οι άνθρωποι συναθροίζονται σε κοινότητες για προστασία, για καταμερισμό εργασίας, για να βρουν το ταίρι τους κ.ο.κ. Η κοινότητα δίνει στον άνθρωπο πολλά περισσότερα εκτός από τη φυσική του καλή διαβίωση. Τον κάνει να διαμορφώνει σημαντικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ικανοποιεί και τις άλλες του ανάγκες, όπως, να τον αγαπούν, να τον εκτιμούν, να νοιώθει ασφάλεια ακόμα να δέχεται κριτική και να ελέγχεται. Φροντίζει τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Άλλο τόσο χρειαζόμαστε την παρακίνηση των συνανθρώπων μας για να καλλιεργούμε την σκέψη μας, για να εκφραζόμαστε καθαρά, με άλλα λόγια - να προάγουμε τη νοητική μας ανάπτυξη.
Σωματικά, συναισθηματικά και νοητικά εξαρτώμαστε σε μεγάλο βαθμό από τους άλλους, όπως, όμως, είδαμε, ενώ αποτελούν για μας κίνητρο και μας δίνει χαρά η επαφή μαζί τους, συγχρόνως μας περιορίζουν και μερικές φορές μας προκαλούν δυσαρέσκεια. Στη Θεοσοφική Εταιρεία λέμε ότι τέτοιες δοκιμασίες και καταναγκασμοί είναι το Κάρμα μας, το αποτέλεσμα των πράξεών μας. Εξετάζοντάς τα κάτω από αυτό το πρίσμα ως βοηθήματα ανάπτυξης του χαρακτήρα, θα θέλαμε άραγε πράγματι να αποδεσμευτούμε ακόμα κι αν μπορούσαμε;
Μήπως αρχίζει να διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά ελευθερία, αλλά κι αν υπάρχει, θα την θέλαμε πραγματικά; Ίσως να πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο, να δούμε την ουσιαστική φύση της ύπαρξης, της ατομικής μας ύπαρξης. Σε αυτό το σημείο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μεγάλες δυσκολίες γιατί έχουμε τη δυνατότητα να ξέρουμε για την ύπαρξή μας μόνο βασιζόμενοι σε όσα εμείς οι ίδιοι «γνωρίζουμε». Όσα γνωρίζουμε θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ενσυνείδητη γνώση (υποκείμενο), γνώση ως προς κάτι (αντικείμενο). Θα έλεγε κανείς πως αρχίζουμε να γινόμαστε δυσνόητοι χωρίς λόγο. Πρέπει, όμως, να έχει γίνει ήδη σαφές ότι εκτός από την παρέμβαση των άλλων τα όρια που μας επιβάλλονται από τα δικά μας οχήματα της «ύπαρξης» π.χ. από το σώμα μας και τις φυσικές συνθήκες ή άλλες καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε είναι τα πραγματικά όρια της ατομικής μας ελευθερίας. Πραγματική ελευθερία μπορεί να ισχύσει μόνο για μια απόλυτη και απεριόριστη κατάσταση ύπαρξης. Υποδηλώνει ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις απελευθέρωσης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει κατανοητή η ελευθερία, για να το καταλάβουμε καλύτερα. Η πραγματική ελευθερία γίνεται εσωτερική υποκειμενική κατάσταση. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να ισχύσει μόνο στη συνειδητότητα και, ως προς εμάς τους ανθρώπους, στη μη-αυτοσυνειδητότητα. Πράγμα που σημαίνει επομένως ότι και η συνειδητότητα κλιμακώνεται κατά κάποιο τρόπο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε τί μπορεί να σημαίνει αυτό.
Είμαστε εξοικειωμένοι με την ιδέα των επιπέδων της ύπαρξης: το φυσικό, το συναισθηματικό, το νοητικό κλπ. Αυτό που λέμε είναι ότι για να λειτουργούμε αυτοσυνείδητα σε καθένα από τα εν λόγω επίπεδα εννοείται πως λειτουργούμε με διαφορετικό τρόπο συνειδητότητας σε καθένα από αυτά. Το «αίσθημα» συνειδητότητας, δηλαδή, σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα είναι διαφορετικό. Αποτιμάμε τα πράγματα σε μία πτυχή της συνειδητότητας. Η ανταπόκρισή μας, ως προς το συναίσθημα, σε αυτά τα πράγματα, τα πλάσματα και τους άλλους ανθρώπους λειτουργεί σε μία άλλη πτυχή της συνειδητότητας. Η εμπειρία είναι διαφορετικής τάξης. Έτσι και με τη νοητική δραστηριότητα, την σκέψη και τη μνήμη, όπου δεν υπεισέρχεται τόσο πολύ το συναίσθημα, έχουμε επίγνωση ενός συγκεκριμένου είδους εσωτερικής δραστηριότητας. Η επίγνωση καθενός από αυτά τα είδη εσωτερικής ανταπόκρισης και δραστηριότητας συνιστά απόκτηση γνώσης. Σημειώστε ότι και αυτή αποτελεί εσωτερική δραστηριότητα διαφορετική, όμως, από τη σωματική αντίληψη ή το συναίσθημα ή αυτές καθαυτές τις σκέψεις που για όλα μπορούμε να έχουμε επίγνωση.
Η αντανακλαστική αυτή επίγνωση των αντιδράσεών μας κλπ έχει ονομαστεί αυτοθύμηση ή αυτοεπίγνωση. Τότε λέμε ότι ο άνθρωπος γνωρίζει ακριβώς τί κάνει. Αυτή η κατάσταση αυτοεπίγνωσης την ώρα της δράσης αλλά και της ίδιας της πράξης είναι η απόκτηση γνώσης όπως την εννοούμε εδώ.
Τέτοια απόκτηση γνώσης, λοιπόν, δεν υπόκειται σε περιορισμούς, γιατί δεν εξαρτάται από το πράγμα ή την πράξη που γίνονται γνωστά. Αυτό που γίνεται γνωστό είναι που περιορίζεται ή υπόκειται σε περιορισμούς. Εάν, λοιπόν, θέλουμε να γνωρίσουμε την ελευθερία, πρέπει με κάποιο τρόπο να καλλιεργήσουμε την απόκτηση της γνώσης. Πράγμα που σημαίνει να υψώσουμε την επίγνωσή μας πάνω από την αντικειμενική συνειδητότητα, δηλαδή από τις συνηθισμένες δραστηριότητες ή από το πώς χειριζόμαστε τον εαυτό μας σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας όταν είμαστε ξύπνιοι. Πρόκειται για μια ξεχωριστή ανθρώπινη ικανότητα. Ο Καρλ Γιούνγκ, ο διαπρεπής ψυχολόγος, μας έχει μιλήσει για το περιστατικό κατά το οποίο πηγαίνοντας μια μέρα στη σχολή του, απέκτησε ξαφνικά αυτοεπίγνωση με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο. Είναι η κατάσταση την οποία τόσο ωραία μας περιγράφει ο Δρ. Μόρις Νίκολ στα Ψυχολογικά Ερμηνευτικά Σχόλιά του. Πρέπει να είναι το αποκορύφωμα κάποιας περιόδου προσπάθειας και εξέλιξης. Φαίνεται πως είναι μια ικανότητα που μπορεί να καλλιεργηθεί, αλλά προφανώς όχι σαν αυτοσκοπός. Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, εφόσον είναι αδύνατο να γνωρίζουμε μια εμπειρία προτού την βιώσουμε.
Με θεοσοφικούς όρους συμπεραίνουμε ότι αντιστοιχεί σε αυτό που θα ονομάζαμε «Εγωική» συνειδητότητα. Πρόκειται για μια αντιφατική κατάσταση γιατί κατ’ αυτήν, ενώ είμαστε απελευθερωμένοι από τους περιορισμούς των προσωπικών «οχημάτων» και συνθηκών εφόσον τους έχουμε υπερβεί, ο βαθμός υπέρβασης περιορίζεται στο βαθμό της Εγωικής μας ανάπτυξης ή εξέλιξης.
Μια τέτοια εξέλιξη επιτυγχάνεται με «πνευματική» άσκηση. Όλοι τώρα ξέρουμε τί σημαίνει αυτό, έστω και ακροθιγώς. Σημαίνει σωστή δράση, μέσα σε σωστό πνεύμα. Σημαίνει αφοσίωση, επιμονή και ανιδιοτέλεια.
Η κορύφωσή της στην κατάλληλη στιγμή, που δεν είναι στιγμή της δικής μας επιλογής, είναι μια καινοτομία, φαινομενικά πάντα ξαφνική, που μας οδηγεί σε ένα νέο κόσμο, μια νέα κατάσταση ύπαρξης – μια κατάσταση ελευθερίας όπου βλέπουμε τα πάντα με ένα νέο τρόπο, έναν αποστασιοποιημένο τρόπο χωρίς προσκολλήσεις κι όμως ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για όλα. Βλέπουμε τη φύση επί τω έργω, να δημιουργεί και να ανελίσσεται, ως ζωή, που δρα μπροστά στα μάτια μας, μέσα από την ΑΓΑΠΗ και που τείνει στον ίδιο πάντα σκοπό, όπου όλα συμμετέχουν και όλα είναι αρμονικά. Δεν χωράει ανησυχία ως προς την τελική έκβαση. Όλες οι επιφανειακές ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής μας είναι κούφιοι ήχοι μπροστά στην υπόκρουση αυτής της αδιατάραχτης γαλήνης και συμπόνιας. Και ο ίδιος μας ο εαυτός, έτσι όπως τον ξέραμε πριν, αποτελεί τμήμα αυτής της διαδικασίας, μόνο που τώρα δεν είμαστε πια προσκολλημένοι, είμαστε αδέσμευτοι. Είμαστε μέρος της διαδικασίας αλλά όχι δέσμιοί της. Είμαστε ελεύθεροι και μπορούμε να λέμε, όπως έλεγε ο Μίλτων και μέσα από τη φυλακή, ότι: «τα ψάρια στη βαθιά θάλασσα δεν γνωρίζουν τόση ελευθερία…». Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία.
Ας μην ξεχνάμε ότι «Η Αλήθεια είναι που θα σε απελευθερώσει» αλλά και ότι «Η Αλήθεια μπορεί να επιβιώσει μόνο στην Ελευθερία».
Είναι, άραγε, ελεύθερο το βρέφος ή το παιδί της σχολικής ηλικίας; Είναι ελεύθερος ένας ερωτευμένος νέος άνθρωπος ή κάποιος που εκπαιδεύεται στο επάγγελμα που θα ακολουθήσει; Είναι ελεύθεροι οι παντρεμένοι; Εμείς, ως γονείς, είμαστε ελεύθεροι όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι; Είμαστε ελεύθεροι στα γεράματα; Βλέπουμε ότι όλες αυτές οι καταστάσεις έχουν όρια, ίσως να είναι και κουραστικές. Είναι, άραγε, ελεύθερος ο ναυαγός στο ερημονήσι ή ο ερημίτης πάνω στο βουνό; Σίγουρα ο καθένας τους ξεχωριστά είναι ελεύθερος από τις επιρροές των άλλων. Οι μόνοι περιορισμοί που θα αντιμετώπιζε θα προέρχονταν από τον ίδιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν μόνοι μας δεν βλέπαμε τις ατέλειες και τη δύναμή μας, θα περνούσαν απαρατήρητες και δεν θα ξέραμε ποιό είναι το μέτρο μας. Η αλαζονεία μας δεν θα είχε αντιμετωπίσει καμία πρόκληση. Κανείς δεν θα μας είχε επιστήσει την προσοχή σε αυτές. Ίσως κάποιοι ανάμεσά μας να μένουν σε απόσταση από τους άλλους για να αποφεύγουν τις παρεμβάσεις τους ή για να αποφεύγουν τις συγκρίσεις με αυτούς ή ακόμα και για να γλιτώνουν τις πιέσεις και τα προβλήματα που είναι αναπόφευκτα όταν συγχρωτιζόμαστε με άλλους ανθρώπους.
Ο αναχωρητής ή ο ερημίτης έχει ανάγκη να φροντίζει το σώμα του. Χρειάζεται τροφή, ρούχα, ζέστη κλπ, αυτά όμως δεν αποτελούν πρόκληση για τον ίδιο, δεν δικαιώνεται με αυτά, αντίθετα προς άλλους.
Αποδεχόμαστε τις κλιματικές συνθήκες, τις καιρικές συνθήκες, τη γεωγραφική θέση, την εξάρτησή μας από την τροφή, το νερό, τον αέρα, την ανάπαυση κλπ ακόμα και τους περισσότερους περιορισμούς μας. Μπορούμε να αλλάξουμε τόπο ή να αλλάξουμε τις συνθήκες διαβίωσης. Μπορούμε να αγνοήσουμε ό,τι μας περιορίζει αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους άλλους ανθρώπους ούτε να τους αλλάξουμε για να τους κάνουμε να συμβαδίζουν με εμάς. Αυτό είναι κάτι που συχνά επιχειρήθηκε να γίνει με την πειθώ, άλλοτε με ήπιο άλλοτε με βίαιο τρόπο. Όμως, ποιό δικαίωμα έχει κάποιος να προσπαθήσει να αλλάξει τους συνανθρώπους του ξέροντας πως οι όποιες πράξεις του, αναπόφευκτα θα αποτελέσουν παρέμβαση στην ελευθερία τους, τα κοινωνικά τους ήθη, τη θρησκεία τους, τις απόψεις τους και τα πολιτικά τους ιδεώδη; Ποιος έχει το δικαίωμα να ορίζει το κριτήριο και να αποφασίζει τι είναι το επιθυμητό ώστε να το επιβάλει;
Φαίνεται πως είναι αδύνατο ουσιαστικά να δοθούν κατανοητές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Όμως η εξέλιξη μοιάζει να έχει διεργαστεί τρόπους για την ειρηνική ανάπτυξη στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το πρώτο βασικό στοιχείο είναι ο περιορισμός ως προς το τί είναι ελεύθερος να κάνει καθένας ατομικά– μέσα σε αποδεκτά όρια. Τα μακρόχρονα έθιμα προσδιορίζουν τα όρια και «η εξουσία» επιβάλλει την τήρησή τους. Μέσα σε αυτά τα όρια, είναι θεμελιώδης η μέγιστη ατομική ελευθερία για αυτοέκφραση, για τη χρήση του χρόνου, για την εργασία, για τη συνολική οργάνωση της ζωής, της σκέψης κλπ. Αλλά και η «εξουσία» πρέπει να είναι αποδεκτή. Η εξουσία δεν πρέπει να είναι απρόβλεπτη, αλλοπρόσαλλη ή αυθαίρετη.
Πρέπει να επιβάλει το νόμο όχι όμως και να τον κατασκευάζει. Κάθε κοινωνικός νόμος πρέπει να μπορεί να αιτιολογείται και να γεννιέται από την ίδια την Κοινωνία και να μην αποκτά ποτέ απόλυτο και παγιωμένο χαρακτήρα.
Έξω από αυτά τα πλαίσια της ατομικής ελευθερίας κανείς δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα ή την ισχύ να επιβάλει τη θέλησή του στους άλλους, εκτός π.χ. από τους γονείς κατά την ανατροφή των παιδιών τους, όμως, ποιός μπορεί να ορίσει πρακτικούς κανόνες γι’ αυτό, πέρα από την αγάπη και την κατανόηση (και φυσικά πολύ κουράγιο); Η ελευθερία απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη προβλήματα όπως είναι οι «επιτρεπτές» σχέσεις μεταξύ των φύλων και οι επιπτώσεις τους στην κοινότητα. Μέχρι ποιό βαθμό το άτομο προάγει την κοινότητα ή η κοινότητα το άτομο;
Έχουμε δει τί περιορισμούς στην ελευθερία του υφίσταται κάποιος, μόνο και μόνο επειδή είναι αυτός που είναι, και τα αναπόφευκτα εμπόδια που επιβάλλει η κοινωνία. Έχουμε παρατηρήσει διαφορές ως προς τις αντιδράσεις από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, μαζί και ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως ήταν, καθώς λένε, η ευφυΐα του Μάρκου Αντώνιου που «επέπληττε» ο Καίσαρας.
Ο άνθρωπος εξαρτάται από τη φύση. Οι μονάδες της οικογένειας των ανθρώπων είναι αλληλοεξαρτώμενες. Δεν μπορούν να προχωρήσουν από μόνες τους. Κανείς δεν μπορεί να έρθει στον κόσμο ή να ανατραφεί μόνος του. Ως νήπιο, είναι ανήμπορος, απόλυτα εξαρτώμενος. Οι άνθρωποι συναθροίζονται σε κοινότητες για προστασία, για καταμερισμό εργασίας, για να βρουν το ταίρι τους κ.ο.κ. Η κοινότητα δίνει στον άνθρωπο πολλά περισσότερα εκτός από τη φυσική του καλή διαβίωση. Τον κάνει να διαμορφώνει σημαντικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ικανοποιεί και τις άλλες του ανάγκες, όπως, να τον αγαπούν, να τον εκτιμούν, να νοιώθει ασφάλεια ακόμα να δέχεται κριτική και να ελέγχεται. Φροντίζει τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Άλλο τόσο χρειαζόμαστε την παρακίνηση των συνανθρώπων μας για να καλλιεργούμε την σκέψη μας, για να εκφραζόμαστε καθαρά, με άλλα λόγια - να προάγουμε τη νοητική μας ανάπτυξη.
Σωματικά, συναισθηματικά και νοητικά εξαρτώμαστε σε μεγάλο βαθμό από τους άλλους, όπως, όμως, είδαμε, ενώ αποτελούν για μας κίνητρο και μας δίνει χαρά η επαφή μαζί τους, συγχρόνως μας περιορίζουν και μερικές φορές μας προκαλούν δυσαρέσκεια. Στη Θεοσοφική Εταιρεία λέμε ότι τέτοιες δοκιμασίες και καταναγκασμοί είναι το Κάρμα μας, το αποτέλεσμα των πράξεών μας. Εξετάζοντάς τα κάτω από αυτό το πρίσμα ως βοηθήματα ανάπτυξης του χαρακτήρα, θα θέλαμε άραγε πράγματι να αποδεσμευτούμε ακόμα κι αν μπορούσαμε;
Μήπως αρχίζει να διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά ελευθερία, αλλά κι αν υπάρχει, θα την θέλαμε πραγματικά; Ίσως να πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο, να δούμε την ουσιαστική φύση της ύπαρξης, της ατομικής μας ύπαρξης. Σε αυτό το σημείο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μεγάλες δυσκολίες γιατί έχουμε τη δυνατότητα να ξέρουμε για την ύπαρξή μας μόνο βασιζόμενοι σε όσα εμείς οι ίδιοι «γνωρίζουμε». Όσα γνωρίζουμε θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ενσυνείδητη γνώση (υποκείμενο), γνώση ως προς κάτι (αντικείμενο). Θα έλεγε κανείς πως αρχίζουμε να γινόμαστε δυσνόητοι χωρίς λόγο. Πρέπει, όμως, να έχει γίνει ήδη σαφές ότι εκτός από την παρέμβαση των άλλων τα όρια που μας επιβάλλονται από τα δικά μας οχήματα της «ύπαρξης» π.χ. από το σώμα μας και τις φυσικές συνθήκες ή άλλες καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε είναι τα πραγματικά όρια της ατομικής μας ελευθερίας. Πραγματική ελευθερία μπορεί να ισχύσει μόνο για μια απόλυτη και απεριόριστη κατάσταση ύπαρξης. Υποδηλώνει ότι υπάρχουν διαβαθμίσεις απελευθέρωσης. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει κατανοητή η ελευθερία, για να το καταλάβουμε καλύτερα. Η πραγματική ελευθερία γίνεται εσωτερική υποκειμενική κατάσταση. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να ισχύσει μόνο στη συνειδητότητα και, ως προς εμάς τους ανθρώπους, στη μη-αυτοσυνειδητότητα. Πράγμα που σημαίνει επομένως ότι και η συνειδητότητα κλιμακώνεται κατά κάποιο τρόπο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε τί μπορεί να σημαίνει αυτό.
Είμαστε εξοικειωμένοι με την ιδέα των επιπέδων της ύπαρξης: το φυσικό, το συναισθηματικό, το νοητικό κλπ. Αυτό που λέμε είναι ότι για να λειτουργούμε αυτοσυνείδητα σε καθένα από τα εν λόγω επίπεδα εννοείται πως λειτουργούμε με διαφορετικό τρόπο συνειδητότητας σε καθένα από αυτά. Το «αίσθημα» συνειδητότητας, δηλαδή, σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα είναι διαφορετικό. Αποτιμάμε τα πράγματα σε μία πτυχή της συνειδητότητας. Η ανταπόκρισή μας, ως προς το συναίσθημα, σε αυτά τα πράγματα, τα πλάσματα και τους άλλους ανθρώπους λειτουργεί σε μία άλλη πτυχή της συνειδητότητας. Η εμπειρία είναι διαφορετικής τάξης. Έτσι και με τη νοητική δραστηριότητα, την σκέψη και τη μνήμη, όπου δεν υπεισέρχεται τόσο πολύ το συναίσθημα, έχουμε επίγνωση ενός συγκεκριμένου είδους εσωτερικής δραστηριότητας. Η επίγνωση καθενός από αυτά τα είδη εσωτερικής ανταπόκρισης και δραστηριότητας συνιστά απόκτηση γνώσης. Σημειώστε ότι και αυτή αποτελεί εσωτερική δραστηριότητα διαφορετική, όμως, από τη σωματική αντίληψη ή το συναίσθημα ή αυτές καθαυτές τις σκέψεις που για όλα μπορούμε να έχουμε επίγνωση.
Η αντανακλαστική αυτή επίγνωση των αντιδράσεών μας κλπ έχει ονομαστεί αυτοθύμηση ή αυτοεπίγνωση. Τότε λέμε ότι ο άνθρωπος γνωρίζει ακριβώς τί κάνει. Αυτή η κατάσταση αυτοεπίγνωσης την ώρα της δράσης αλλά και της ίδιας της πράξης είναι η απόκτηση γνώσης όπως την εννοούμε εδώ.
Τέτοια απόκτηση γνώσης, λοιπόν, δεν υπόκειται σε περιορισμούς, γιατί δεν εξαρτάται από το πράγμα ή την πράξη που γίνονται γνωστά. Αυτό που γίνεται γνωστό είναι που περιορίζεται ή υπόκειται σε περιορισμούς. Εάν, λοιπόν, θέλουμε να γνωρίσουμε την ελευθερία, πρέπει με κάποιο τρόπο να καλλιεργήσουμε την απόκτηση της γνώσης. Πράγμα που σημαίνει να υψώσουμε την επίγνωσή μας πάνω από την αντικειμενική συνειδητότητα, δηλαδή από τις συνηθισμένες δραστηριότητες ή από το πώς χειριζόμαστε τον εαυτό μας σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας όταν είμαστε ξύπνιοι. Πρόκειται για μια ξεχωριστή ανθρώπινη ικανότητα. Ο Καρλ Γιούνγκ, ο διαπρεπής ψυχολόγος, μας έχει μιλήσει για το περιστατικό κατά το οποίο πηγαίνοντας μια μέρα στη σχολή του, απέκτησε ξαφνικά αυτοεπίγνωση με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο. Είναι η κατάσταση την οποία τόσο ωραία μας περιγράφει ο Δρ. Μόρις Νίκολ στα Ψυχολογικά Ερμηνευτικά Σχόλιά του. Πρέπει να είναι το αποκορύφωμα κάποιας περιόδου προσπάθειας και εξέλιξης. Φαίνεται πως είναι μια ικανότητα που μπορεί να καλλιεργηθεί, αλλά προφανώς όχι σαν αυτοσκοπός. Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε, εφόσον είναι αδύνατο να γνωρίζουμε μια εμπειρία προτού την βιώσουμε.
Με θεοσοφικούς όρους συμπεραίνουμε ότι αντιστοιχεί σε αυτό που θα ονομάζαμε «Εγωική» συνειδητότητα. Πρόκειται για μια αντιφατική κατάσταση γιατί κατ’ αυτήν, ενώ είμαστε απελευθερωμένοι από τους περιορισμούς των προσωπικών «οχημάτων» και συνθηκών εφόσον τους έχουμε υπερβεί, ο βαθμός υπέρβασης περιορίζεται στο βαθμό της Εγωικής μας ανάπτυξης ή εξέλιξης.
Μια τέτοια εξέλιξη επιτυγχάνεται με «πνευματική» άσκηση. Όλοι τώρα ξέρουμε τί σημαίνει αυτό, έστω και ακροθιγώς. Σημαίνει σωστή δράση, μέσα σε σωστό πνεύμα. Σημαίνει αφοσίωση, επιμονή και ανιδιοτέλεια.
Η κορύφωσή της στην κατάλληλη στιγμή, που δεν είναι στιγμή της δικής μας επιλογής, είναι μια καινοτομία, φαινομενικά πάντα ξαφνική, που μας οδηγεί σε ένα νέο κόσμο, μια νέα κατάσταση ύπαρξης – μια κατάσταση ελευθερίας όπου βλέπουμε τα πάντα με ένα νέο τρόπο, έναν αποστασιοποιημένο τρόπο χωρίς προσκολλήσεις κι όμως ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για όλα. Βλέπουμε τη φύση επί τω έργω, να δημιουργεί και να ανελίσσεται, ως ζωή, που δρα μπροστά στα μάτια μας, μέσα από την ΑΓΑΠΗ και που τείνει στον ίδιο πάντα σκοπό, όπου όλα συμμετέχουν και όλα είναι αρμονικά. Δεν χωράει ανησυχία ως προς την τελική έκβαση. Όλες οι επιφανειακές ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής μας είναι κούφιοι ήχοι μπροστά στην υπόκρουση αυτής της αδιατάραχτης γαλήνης και συμπόνιας. Και ο ίδιος μας ο εαυτός, έτσι όπως τον ξέραμε πριν, αποτελεί τμήμα αυτής της διαδικασίας, μόνο που τώρα δεν είμαστε πια προσκολλημένοι, είμαστε αδέσμευτοι. Είμαστε μέρος της διαδικασίας αλλά όχι δέσμιοί της. Είμαστε ελεύθεροι και μπορούμε να λέμε, όπως έλεγε ο Μίλτων και μέσα από τη φυλακή, ότι: «τα ψάρια στη βαθιά θάλασσα δεν γνωρίζουν τόση ελευθερία…». Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία.
Ας μην ξεχνάμε ότι «Η Αλήθεια είναι που θα σε απελευθερώσει» αλλά και ότι «Η Αλήθεια μπορεί να επιβιώσει μόνο στην Ελευθερία».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου