ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε ανάγκη από μεγάλες ποσότητες εξωτικών
ειδών πολυτελείας, όπως πολυτίμους λίθους, μετάξι και μπαχαρικά, που έρχονταν
από την Ινδία και από χώρες ακόμη πιο μακρυνές και εξωτικές της Άπω Ανατολή,
όπως η Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα) και τα νησιά των μπαχαρικών στο πέλαγος της
Ινδονησίας. Ήδη κατά την εποχή του Χριστού, οι δύο κόσμοι της Ανατολής και της
Δύσεως διασυνδέονταν με ένα πολύπλοκο δίκτυο χερσαίων εμπορικών οδών, που τις
διέσχιζαν εμπορικά καραβάνια, όπως ο περίφημος δρόμος του μεταξιού που συνέδεε
την Κίνα με την Μεσόγειο, αλλά και θαλασσίων, που συνέδεαν την Αίγυπτο μέσω
Ερυθράς θαλάσσης με τον Ινδικό Ωκεανό.
Οι πολύτιμοι λίθοι, τα αρώματα και τα μπαχαρικά της ανατολής
έπιαναν καλές τιμές και μάλιστα πολύ υψηλές στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου
και αποτελούσαν απαραίτητη πολυτέλεια για τους Ρωμαίους πλουσίους της εποχής.
Οι Ρωμαίοι έμποροι αναγκάζονταν να εμπορεύονται αυτά τα προϊόντα
πληρώνοντας το ακριβό αντίτιμο σε χρυσό και άργυρο. Μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη η
εκροή πολυτίμων μετάλλων από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ώστε να αναγκάσει τον
αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37 μ.Χ.), σύμφωνα με την μαρτυρία του Ρωμαίου ιστορικού
Τακίτου, να λάβει μέτρα περιορισμού της πολυτελούς διαβιώσεως των πλουσίων
Ρωμαίων. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρό αρνητικό εμπορικό έλλειμμα
στις εμπορικές της συναλλαγές με τις χώρες της Ανατολής.
Μία άλλη ιδιαιτέρως αναπτυγμένη και προσοδοφόρα πλευρά των εμπορικών
δικτύων στον Ινδικό Ωκεανό ήταν η μεταφορά και εμπορία σπάνιων αρωμάτων της
Ανατολής, ιδίως από την περιοχή της Αραβίας. Αρώματα όπως μύρο, θυμίαμα για τις
ιερές τελετουργίες προς τιμήν των αρχαίων θεών εισήγοντο από τις χώρες της
Ανατολής. Ιστορικές και αρχαιολογικές ενδείξεις φανερώνουν την ύπαρξη κρατών
στην Αραβική χερσόνησο, την “ευδαίμονα Αραβία”, όπως την αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι,
που εστήριζαν την οικονομία τους στο εμπόριο αρωμάτων, όπως λ.χ. το βασίλειο
στην περιοχή της Υεμένης, απ’ όπου προήρχετο και η μυθική βασίλισσα του
Σαβά.
Ενώ οι χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι ήσαν σταθεροί και καθορισμένοι (δρόμος του
μεταξιού, δρόμος των καραβανιών), στον Ινδικό Ωκεανό οι θαλάσσιες οδοί
επηρεάζοντο από τις καιρικές συνθήκες και τους εποχιακούς μουσώνες. Πολλές φορές
τα εμπορικά πλοία αναγκάζονταν να πλέουν πλησίον των ακτών του Περσικού Κόλπου,
να περιπλέουν τις ακτές της Αραβικής Χερσονήσου για να εισέλθουν στην Ερυθρά
Θάλασσα μεταφέροντας το πολύτιμό τους εμπόρευμα.
Οι Άραβες και Ινδοί έμποροι κρατούσαν για τον εαυτόν τους τα μυστικά των
θαλασσίων ταξιδίων στον Ινδικό Ωκεανό διότι ήθελαν να κρατήσουν το εμπορικό
μονοπώλιο.
Ωστόσο, ¨Έλληνες ναυτικοί και εξερευνητές κατόρθωσαν να πλεύσουν στα νερά
του Ινδικού Ωκεανού και να καταγράψουν τα θαλάσσια ρεύματα, τους ανέμους, να
χαρτογραφήσουν τις ακτές και να μεταφέρουν τις πολύτιμες γνώσεις τους στην Δύση.
Για παράδειγμα, ο πλοίαρχος Εύδοξος ο Κυζικηνός έκανε δύο ταξίδια ερευνητικά από
την Ερυθρά Θάλασσα ως τον Ινδικό Ωκεανό (περίπου 115 π.Χ.). Λίγο αργότερα, ο
Έλληνας πλοίαρχος Ίππαλος ανακάλυψε τρόπο να αποφύγει τον περίπλου των ακτών
της Αραβίας, και εκμεταλλευόμενος τα θαλάσσια ρεύματα, να βρει μία πιο σύντομη
θαλάσσια διαδρομή ως τις ακτές του Μάλαμπαρ στην Ινδία.
Περί το 70 μ.Χ., ένας ανώνυμος Έλληνας πλοίαρχος εξ Αιγύπτου συνέθεσε ένα
ταξιδιωτικό έργο με τίτλο “Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης“. Στο έργο αυτό ο
ανώνυμος Έλληνας πλοίαρχος και ταξιδευτής περιγράφει με ακρίβεια και λεπτομέρεια
λιμάνια και πόλεις, ακτές και χώρες, τους κατοίκους των παρακτίων πόλεων, καθώς
και οδηγίες πλεύσεως από την Ερυθρά Θάλασσα προς νότον, στις θαλάσσιες ακτές της
Ανατολικής Αφρικής μέχρι την Ζανζιβάρη και περιγράφει το εμπόριο του
ελεφαντόδοντος, του κέρατος του ρινόκερου, που εθεωρείτο ως φάρμακο αφροδισιακό
(εξ αυτού προήρχετο ένα φαρμακευτικό παρασκεύασμα, μία αλοιφή).
Επίσης, στο ίδιο έργο έχουμε περιγραφές των σημαντικών εμπορικών λιμένων
της Ευδαίμονος Αραβίας (σημερινής Υεμένης, κόλπος του Άντεν) ως την Ινδία.
φαίνεται πως αυτός ο ανώνυμος Έλληνας ταξιδευτής προχώρησε ακόμη ανατολικότερα,
καθώς μας περιγράφει το εμπόριο εξωτικών ειδών όπως το πιπέρι και η κανέλλα, τα
διαμάντα και τα ζαφείρια των Ινδικών χωρών, όπως και το μετάξι από την
Κίνα.
Μέσω αυτών των Ελλήνων θαλασσοπόρων τα μυστικά των θαλασσίων εμπορικών οδών
του Ινδικού Ωκεανού έγιναν γνωστά στους δυτικούς και άνοιξε ο δρόμος για Έλληνες
και Ρωμαίους εμπόρους να ταξιδεύσουν σε αυτά τα μέρη (έχουν βρεθεί αρχαιολογικά
ευρήματα με Ελληνικές επιγραφές και Ρωμαϊκά νομίσματα σε νήσους εντός του
Περσικού Κόλπου και σε πόλεις – εμπορικούς σταθμούς της νοτίου Ινδίας). Οι
Ρωμαίοι για να εκμεταλλευθούν περισσότερο τις ευκαιρίες που προσέφερε το εμπόριο
στον Ινδικό Ωκεανό, ίδρυσαν μία εμπορική πόλη – αποικία στις ακτές της
νοτιοανατολικής Ινδίας, κοντά στο Ποντισερύ, στους χρόνους του Οκταβιανού
Αυγούστου (1ος αι μ.χ.) και εξήγαγαν κρασί, ελαιόλαδο, και αντικείμενα τέχνης
και οικιακής χρήσεως υψηλής ποιότητος, έναντι της εισαγωγής πολυτίμων λίθων
υφασμάτων και αρωμάτων.
Το θαλάσσιο εμπόριο του Ελληνορωμαϊκού κόσμου με την Ινδία και την Άπω
Ανατολή γνώρισε άνθιση κατά τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. όταν Έλληνες, Σύριοι
και Ρωμαίοι έμποροι σύντομα ανέπτυξαν εμπορικά δίκτυα όχι μόνον με τις
παραλιακές πόλεις, αλλά προχώρησαν και στην Ινδική ενδοχώρα. Μάλιστα, εγένοντο
δεκτοί στις αυλές τοπικών ηγεμόνων, οι οποίοι έστειλαν μάλιστα και πρεσβείες σε
Ρωμαίους αυτοκράτορες όπως οι Αδριανός και Αντωνίνος Πίος.
Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος ήλθε σε επαφή με αυτές τις μακρυνές χώρες, με
εξωτικούς πολιτισμούς, όπως της Ινδίας, Κίνας, Μαλαισίας. Η ανάπτυξη ενός ευρέος
και σταθερού εμπορικού δικτύου στον Ινδικό Ωκεανό και δια μέσου της Ερυθράς
θαλάσσης, έφερε σε επαφή και επικοινωνία τον Μεσογειακό χώρο με χώρες μακρυνές
όπως η Ινδία, η Κίνα και η νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η επικοινωνία άνοιξε οδούς
για εμπορικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου