Αποικιακή ταυτότητα πριν από την κρίση
Οι αποικίες διέφεραν ως προς τα κίνητρα ίδρυσής τους και τη δομή της κοινωνίας τους επηρεάζοντας τις σχέσεις τους με την μητρική χώρα[1]. Εύκολα υποτιμάται ο βαθμός στον οποίο λειτουργούσαν πραγματικά σαν μικρά ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Η Νέα Αγγλία[2], η οποία είχε ιδρυθεί από θρησκευτικές ομάδες με αυστηρές πεποιθήσεις που επεδίωκαν την ηθική τάξη, κατέληξε σε δυναμικές κοινότητες με υψηλό αλφαβητισμό. Οι Μέσες Αποικίες[3] χαρακτηρίζονταν από ποικιλομορφία· η Πενσυλβάνια προωθούσε την ανεκτικότητα, ενώ η Νέα Υόρκη κυριαρχούνταν από ισχυρές οικογένειες και πολιτικές αντιπαλότητες, γεγονός που τις έκανε να φαίνονται στα μάτια των άλλων ύποπτα κοσμοπολίτικες. Αντίθετα, οι Νότιες Αποικίες[4], βασίζονταν στις φυτείες και στη δουλεία, διαμορφώνοντας μια ιεραρχική και λιγότερο ισότιμη κοινωνία.
Για πολλές γενιές, οι Αμερικανοί άποικοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους περήφανους Βρετανούς. Μοιράζονταν τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις πολιτικές παραδόσεις με άξονα την ελευθερία, την τάξη και τα δικαιώματα των Άγγλων. Η αγάπη τους για την Αγγλία δεν ήταν επιφανειακή αλλά βασιζόταν στην πεποίθηση ότι η Βρετανία αποτελούσε κορυφή του πολιτισμού. Παράλληλα διακατέχονταν από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ζώντας στην περιφέρεια μιας περιοχής που έβλεπαν ως απέραντη και πρωτόγονη έρημο, φοβούνταν ότι οι Βρετανοί στο Λονδίνο τους θεωρούσαν καθυστερημένους ή επαρχιώτες. Οι ταξιδιώτες επέστρεφαν με ιστορίες για την εκλεπτυσμένη κουλτούρα της Αγγλίας, τα κομψά ρούχα, την πνευματική ζωντάνια και την κοινωνική λάμψη. Σε σύγκριση με αυτό, ακόμη και οι πιο πλούσιοι άποικοι αισθάνονταν σαν χωριάτες.
Ωστόσο, η αποικιακή κοινωνία διέφερε σε θεμελιώδη σημεία από εκείνη της μητρικής χώρας. Στην Αμερική δεν υπήρχε μια άκαμπτη αριστοκρατία και μια παγιωμένη αγροτική τάξη. Αντ’ αυτής, αναπτύχθηκε μια «μεσαία κοινωνία» χωρίς τα άκρα των Ευρωπαϊκών ταξικών δομών, με αυξημένη ιδιοκτησία γης, ευρύτερη πολιτική συμμετοχή και ρευστά κοινωνικά όρια. Η κοινωνική θέση επιβεβαιωνόταν μέσω της συμπεριφοράς και των συστατικών επιστολών, όχι μέσω κληρονομικών τίτλων. Αυτή η διευθέτηση γεννούσε εξίσου άγχος και φιλοδοξία. Επιπλέον, οι κοινοτικές συμβάσεις ευνοούσαν την δημόσια αντιπαράθεση. Οι άποικοι είχαν συνηθίσει να εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους και να υπερασπίζονται την αυτονομία τους με αποτέλεσμα να συγκρούονται συχνά τόσο για θεολογικά ζητήματα όσο και για θέματα πολιτικής εξουσίας στις τοπικές συνελεύσεις και στις εκκλησιαστικές κοινότητες. Οι εκλογές ήταν θορυβώδεις εκδηλώσεις που περιλάμβαναν δωροδοκίες με αλκοόλ, δημόσια γλέντια και έντονες συζητήσεις.
Η θρησκευτική πολυμορφία, ο εθνοτικός πλουραλισμός και οι δημοκρατικές τάσεις που αναζωπυρώθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Αφύπνισης προώθησαν περαιτέρω τον ατομικισμό και την αντίσταση στον κεντρικό έλεγχο. Η αναγέννηση της ευαγγελικής πίστης, αν και ήταν κατά κύριο λόγο θρησκευτικό κίνημα, ενθάρρυνε πολιτικά ισχυρές νοοτροπίες. Όταν ένας αγρότης μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία μιας καθιερωμένης Εκκλησίας, θα μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία ενός μακρινού Κοινοβουλίου ή ενός Βασιλιά, ακόμα και αν οι άποικοι δεν σκέπτονταν ακόμη με τόσο ριζοσπαστικούς όρους.
Παρά τις διαφορές τους όμως, οι άποικοι παρέμεναν βαθιά προσκολλημένοι στη βρετανική τους ταυτότητα. Η αφοσίωσή τους θα δοκιμαζόταν για πρώτη φορά από τις αλλαγές στην αυτοκρατορική πολιτική.
Η κατάρρευση της αυτοκρατορικής σχέσης
Μέχρι τη δεκαετία του 1760, η Βρετανία αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τις αποικίες της στη Βόρεια Αμερική. Η αυτοκρατορική εποπτεία ήταν χαλαρή και οι τοπικές συνελεύσεις απέκτησαν εκτεταμένη εξουσία επί των εσωτερικών υποθέσεων. Αυτή η «επωφελής παραμέληση» επέτρεψε στους αποίκους να αναπτύξουν μια πολιτική κουλτούρα που διαμορφώθηκε τόσο από την αγγλική παράδοση όσο και από την τοπική αυτονομία. Αυτό δεν οφειλόταν σε κάποια πολιτική στρατηγική, αλλά στην έλλειψη διοικητικών μηχανισμών, πολιτικής βούλησης και γεωγραφικής δυσκολίας. Ο Γαλλοϊνδιανικός Πόλεμος ενίσχυσε πρόσκαιρα την αποικιακή υπερηφάνεια για τη βρετανική ταυτότητα, καθώς οι άποικοι και τα βρετανικά στρατεύματα πολέμησαν δίπλα-δίπλα ενάντια σε έναν κοινό εχθρό. Όμως, μετά το τέλος του πολέμου η ισορροπία μεταβλήθηκε προκαλώντας σοκ στον αποικιακό πληθυσμό, ο οποίος πίστευε ότι είχε εξασφαλίσει τον σεβασμό που οφειλόταν στους πιστούς Βρετανούς υπηκόους. Λίγοι συνειδητοποιούσαν ότι η αντίληψή τους για τα αγγλικά δικαιώματα έμοιαζε μόνο εν μέρει με τις πραγματικές πρακτικές διακυβέρνησης στην ίδια την Αγγλία.
Αντιμετωπίζοντας χρέη και νέες ευθύνες στη Βόρεια Αμερική, ο πρωθυπουργός Τζορτζ Γκρένβιλ εισήγαγε μέτρα αύξησης των εσόδων, όπως τον Νόμο περί της Ζάχαρης (1764)[5] και τον Νόμο περί του Χαρτοσήμου (1765)[6]. Σύμφωνα με την οπτική των Βρετανών επρόκειτο για ήπια μέτρα υπέρ της χρηματοδότησης της άμυνας των αποικιών. Πίστευαν ότι οι άποικοι θα ήταν ευγνώμονες για την προστασία που τους προσέφερε η αυτοκρατορία. Ωστόσο για τους αποίκους οι φόροι αποτελούσαν ένα επικίνδυνο προηγούμενο: το Κοινοβούλιο, στο οποίο δεν είχαν εκπροσώπηση, διεκδικούσε το δικαίωμα να τους φορολογεί άμεσα. Αυτό συνιστούσε παραβίαση της βασικής αρχής ότι μόνο οι τοπικοί εκπρόσωποι μπορούσαν να επιβάλλουν εσωτερικούς φόρους. Το ζήτημα δεν ήταν απλώς οικονομικό, αλλά συνταγματικό.
Ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου ριζοσπαστικοποίησε την αποικιακή πολιτική. Επειδή επηρέαζε δικηγόρους, τυπογράφους, εκδότες, εμπόρους και άλλες ομάδες με επιρροή, που είχαν τα μέσα να αντιδράσουν, η αντίσταση εξαπλώθηκε γρήγορα. Οι ηγέτες των αποικιών συνέταξαν τα Ψηφίσματα της Βιρτζίνιας[7], το Συνέδριο για τον Νόμο περί του Χαρτοσήμου συντόνισε διαμαρτυρίες σε όλες τις αποικίες, και δημοφιλείς ομάδες όπως οι «Γιοι της Ελευθερίας» επιδόθηκαν σε εκστρατείες προπηλακισμού των φοροεισπρακτόρων και εκφοβισμού των βρετανών αξιωματούχων αναγκάζοντάς τους σε παραίτηση. Το Κοινοβούλιο απέσυρε τον Νόμο, αλλά παράλληλα ψήφισε τον Επεξηγηματικό Νόμο, με τον οποίο διεκδικούσε την πλήρη εξουσία να νομοθετεί για τις αποικίες «σε όλες τις περιπτώσεις» υπονομεύοντας τις προσπάθειες για συμφιλίωση.
Ο κύκλος επαναλήφθηκε με τους Δασμούς του Τάουνσεντ (1767)[8], τα μποϊκοτάζ, την αποικιακή προπαγάνδα μετά τη Σφαγή της Βοστώνης (1770)[9] και την αυξανόμενη δυσπιστία και από τις δύο πλευρές. Κάθε αυτοκρατορικό μέτρο έπειθε όλο και περισσότερους αποίκους ότι η Βρετανία σκόπευε να τους στερήσει τα παλιά τους δικαιώματα. Κατά την περίοδο της ψήφισης του Νόμου περί του Τσαγιού[10] του 1773 και των Δυσβάσταχτων Νόμων που οδήγησαν στην Εξέγερση του Τσαγιού στη Βοστώνη[11] και στο Πρώτο Ηπειρωτικό Συνέδριο, πολλοί άποικοι ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι το Κοινοβούλιο επιδίωκε την επιβολή αυθαίρετης εξουσίας.
Ο δρόμος προς την ανεξαρτησία
Αν και οι αποικίες ήταν συνηθισμένες στην περιφερειακή αντιπαλότητα και την αμοιβαία καχυποψία, οι βρετανικές πολιτικές ενίσχυσαν ακούσια την ενότητα. Ο Νόμος περί του Χαρτοσήμου αφορούσε όλες τις αποικίες εξίσου και οι Δυσβάσταχτοι Νόμοι κατά της Μασαχουσέτης έπεισαν τις άλλες αποικίες ότι παρόμοια τιμωρία θα μπορούσε να επιβληθεί και σε αυτές. Τοπικές επιτροπές δημιούργησαν δίκτυα επικοινωνίας, συνδέοντας τους ριζοσπάστες της Νέας Αγγλίας με τους μετριοπαθείς και τους εμπόρους άλλων αποικιών. Η Ηπειρωτική Ένωση, ένα όργανο που δημιούργησε το Πρώτο Ηπειρωτικό Συνέδριο, προέβη σε κινητοποιήσεις και μποϊκοτάζ ενθαρρύνοντας την λαϊκή συμμετοχή σε πρωτοφανή κλίμακα.
Οι βασιλόφρονες παρέμεναν ισχυροί σε πολλές περιοχές, ειδικά στη Νέα Υόρκη, στις Μέσες Αποικίες και σε μέρη του Νότου. Πολλοί φοβούνταν την κοινωνική αναταραχή περισσότερο από την αυτοκρατορική εξουσία. Άλλοι ήλπιζαν σε συμφιλίωση και θεωρούσαν εξτρεμιστές τους ριζοσπάστες ηγέτες. Αλλά ακόμη και οι μετριοπαθείς συμφωνούσαν ότι οι βρετανικές ενέργειες παραβίαζαν τους συνταγματικούς κανόνες.
Η δημοσίευση του μικρού βιβλίου του Τόμας Πέιν Common Sense τον Ιανουάριο του 1776 διέλυσε τις τελευταίες αμφιβολίες. Ο Πέιν διατύπωσε με σαφήνεια την θέση ότι η μοναρχία ήταν μια παράλογη μορφή διακυβέρνησης και ότι το πεπρωμένο της Αμερικής βρισκόταν στην ανεξαρτησία. Τοποθετώντας την ανεξαρτησία στο επίκεντρο της συζήτησης, ο Πέιν επιτάχυνε τη μεταμόρφωση της πολιτικής συνείδησης που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1760.
Όταν συγκλήθηκε το Δεύτερο Ηπειρωτικό Συνέδριο, οι μάχες είχαν ήδη αρχίσει στο Λέξινγκτον, το Κόνκορντ και το Μπάνκερ Χιλ. Το Συνέδριο οργάνωσε έναν Ηπειρωτικό Στρατό υπό τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, έστειλε ειρηνευτική πρόταση στον βασιλιά και ενέκρινε τις στρατιωτικές προετοιμασίες. Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος Γ΄ κήρυξε τις αποικίες σε εξέγερση και προσέλαβε Γερμανούς μισθοφόρους, η ελπίδα για συμφιλίωση κατέρρευσε εντελώς. Οι τοπικές διακηρύξεις ανεξαρτησίας πολλαπλασιάστηκαν σε όλες τις αποικίες. Τον Ιούλιο του 1776, το Ηπειρωτικό Συνέδριο υιοθέτησε επίσημα τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας την οποία συνέταξε κυρίως ο Τόμας Τζέφερσον και επιμελήθηκε το Συνέδριο – μια πράξη τόσο επαναστατική όσο και απαραίτητη κατά την άποψη πολλών Αμερικανών για την υπεράσπιση της συνταγματικής ελευθερίας.
Η διεξαγωγή του πολέμου
Η επανάσταση περιελάμβανε τεράστιες προκλήσεις. Το Ηπειρωτικό Συνέδριο είχε μικρή κεντρική εξουσία, καμία φορολογική αρμοδιότητα και περιορισμένη εμπειρία στον συντονισμό ενός εθνικού στρατού. Οι τοπικές προσηλώσεις συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με τις εθνικές ανάγκες, και οι αμερικανικές δυνάμεις ταλαιπωρούνταν από την έλλειψη προμηθειών. Ο Ουάσιγκτον δυσκολευόταν να επιβάλει στρατιωτική πειθαρχία σε στρατιώτες που ήταν συνηθισμένοι στην ανεξαρτησία της πολιτικής ζωής.
Οι Βρετανοί, εντωμεταξύ, αντιμετώπιζαν τα δικά τους προβλήματα. Η διεξαγωγή του πολέμου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθιστούσε την ανεφοδιαστική αλυσίδα αργή και ακριβή. Η απέραντη αμερικανική ύπαιθρος δεν παρείχε κανέναν κεντρικό στόχο για αποφασιστική νίκη. Επιπλέον, οι Βρετανοί διοικητές υποτιμούσαν συστηματικά την αμερικανική αποφασιστικότητα και υπερτιμούσαν την υποστήριξη των βασιλοφρόνων. Η σκληρή μεταχείριση των αμάχων οδήγησε τους ουδέτερους στο στρατόπεδο των πατριωτών.
Ο πόλεμος εξελίχθηκε σε τέσσερις φάσεις. Η πρώτη φάση επικεντρώθηκε στη Νέα Αγγλία, όπου οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι η επίδειξη δύναμης θα οδηγούσε σε παράδοση. Αφού απέτυχαν να συντρίψουν την αντίσταση, προσπάθησαν να καταλάβουν τη Νέα Υόρκη το 1776, με στόχο να διαιρέσουν τις αποικίες και να απομονώσουν τη Νέα Αγγλία. Οι αιφνιδιαστικές νίκες του Ουάσιγκτον στο Τρέντον και στο Πρίνστον ενίσχυσαν το ηθικό του στρατού, αλλά δεν έθεσαν τέλος στην βρετανική απειλή.
Η καμπή ήρθε το 1777 με τη μάχη της Σαρατόγκα, όπου έξι χιλιάδες άνδρες του βρετανικού στρατού υπό τον στρατηγό Μπουργκόιν παραδόθηκαν. Αυτή η αποφασιστική νίκη έπεισε τη Γαλλία ότι οι Αμερικανοί επαναστάτες είχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Η επακόλουθη γαλλοαμερικανική συμμαχία μετέβαλε τον πόλεμο, προσφέροντας οικονομική υποστήριξη, στρατιωτικό εξοπλισμό και, το πιο σημαντικό, το γαλλικό ναυτικό.
Ο πόλεμος μεταφέρθηκε στον Νότο στην τελική του φάση, όπου οι Βρετανοί ήλπιζαν να εκμεταλλευτούν τη επιρροή των βασιλοφρόνων. Αν και κατέλαβαν αρκετές πόλεις του Νότου, η εκτεταμένη αντίσταση και η επέμβαση του γαλλικού ναυτικού παγίδευσαν τον στρατηγό Κορνουάλις στο Γιορκτάουν το 1781. Η παράδοσή του έθεσε ουσιαστικά τέλος στις μεγάλες εχθροπραξίες. Δύο χρόνια αργότερα, η Συνθήκη του Παρισιού αναγνώρισε την αμερικανική ανεξαρτησία.
Οι επιπτώσεις στην κοινωνία
Η ρητορική της Επανάστασης για την ελευθερία επηρέασε τους σκλάβους, τις γυναίκες και τους ιθαγενείς με άνισο τρόπο. Οι σκλάβοι άκουσαν να μιλάνε για «φυσικά δικαιώματα» και «ελευθερία» και προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την ελευθερία τους μέσω της απόδρασης, της στρατολόγησης στον βρετανικό στρατό ή διεκδικώντας νομικά την απελευθέρωσή τους. Ενώ οι βόρειες πολιτείες άρχισαν τη σταδιακή απελευθέρωση κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, η δουλεία εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο στον Νότο, καθώς η ελίτ των λευκών επανέκτησε τον έλεγχο.
Ο πολιτικός ρόλος των γυναικών επεκτάθηκε κατά τη διάρκεια της αντίστασης και των κινητοποιήσεων και σε ορισμένα μέρη απέκτησαν προσωρινά το δικαίωμα ψήφου, όπως στο Νιου Τζέρσεϊ. Συνολικά η Επανάσταση αναβάθμισε την κοινωνική σημασία των γυναικών αν και δεν τους παραχώρησε πολιτική ισότητα.
Τις πιο καταστροφικές συνέπειες υπέστησαν τα έθνη των ιθαγενών. Πολλά έθνη συμμάχησαν με τους Βρετανούς, ελπίζοντας να περιορίσουν την επέκταση προς τα δυτικά. Μετά την ήττα των Βρετανών, οι Αμερικανοί τα αντιμετώπισαν ως κατακτημένους λαούς, καταλαμβάνοντας τη γη τους και αγνοώντας την κυριαρχία τους. Οι πόλεμοι και οι εκτοπισμοί εντάθηκαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την Επανάσταση αναδεικνύοντας το χάσμα ανάμεσα στα ιδεώδη της Διακήρυξης και την εφαρμογή τους στην πραγματική ζωή.
Αν και η επίτευξη της ισότητας θα απαιτούσε μεταγενέστερους αγώνες, ωστόσο το ιδρυτικό όραμα της Διακήρυξης, βασισμένο στις αρχές του Διαφωτισμού, αποτελούσε μια ριζοσπαστική απόρριψη όλων των ιεραρχικών συστημάτων όπου είτε οι ηγεμόνες παραχωρούσαν δικαιώματα είτε η αξία του ανθρώπου εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση ή τη φύση του. Θεμελιώνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία την πολιτική εξουσία στα εγγενή και καθολικά δικαιώματα του ανθρώπου, η Διακήρυξη αναδείχθηκε σε σύμβολο ελπίδας, καλώντας τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που πιστεύουν στο συνταγματικό σύστημα και την κληρονομιά του, να συμμετάσχουν σε έναν πολιτισμό που διαμορφώνεται από τα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία και την επιδίωξη της ευτυχίας.
Οι νέες κυβερνήσεις και τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας
Η ανεξαρτησία απαιτούσε νέους θεσμούς. Μεταξύ του 1776 και των αρχών της δεκαετίας του 1780, κάθε «κράτος» συνέταξε δικό του σύνταγμα. Επηρεασμένα από τις αρχές της Επανάστασης, τα περισσότερα υιοθέτησαν διμερή νομοθετικά σώματα, αδύναμες εκτελεστικές εξουσίες, ετήσιες εκλογές και διακηρύξεις δικαιωμάτων. Η Πενσυλβάνια προχώρησε ακόμη περισσότερο, ιδρύοντας ένα μονομερές νομοθετικό σώμα και καταργώντας τα περιουσιακά κριτήρια για την ψήφο.
Σε εθνικό επίπεδο, το Ηπειρωτικό Συνέδριο συνέταξε τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας. Τα Άρθρα δημιούργησαν μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση – ουσιαστικά μια χαλαρή «ένωση φιλίας» μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Το Συνέδριο δεν είχε φορολογική εξουσία, δεν μπορούσε να ρυθμίζει το εμπόριο και δεν είχε εκτελεστική ή δικαστική εξουσία. Αν και αυτή η δομή αντανακλούσε τους φόβους για μια κεντρική εξουσία, γρήγορα αποδείχθηκε ανεπαρκής. Η οικονομική αστάθεια, οι αντιπαραθέσεις για την αποπληρωμή του πολεμικού χρέους, οι διακρατικές, εμπορικές και διασυνοριακές διαφορές, οι εξωτερικές απειλές και γεγονότα όπως η Εξέγερση του Σέις και η Συνωμοσία του Νιούμπεργκ[12] υπογράμμισαν την ανάγκη για μια ισχυρότερη ένωση.
Από την κρίση στο Σύνταγμα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1780, πολλοί φεντεραλιστές[13] –συμπεριλαμβανομένων των Τζορτζ Ουάσιγκτον, Αλεξάντερ Χάμιλτον, Τζον Άνταμς και Τζέιμς Μάντισον– φοβούνταν ότι η Συνομοσπονδία θα αποτύγχανε. Οι διαμάχες μεταξύ των πολιτειών οδήγησαν στην ανάγκη για περιφερειακές διασκέψεις στο Μάουντ Βέρνον και την Αννάπολη, οι οποίες τελικά κατέληξαν στη σύγκληση της Συνέλευσης της Φιλαδέλφειας του 1787.
Ο Μάντισον είχε προετοιμάσει το Σχέδιο της Βιρτζίνιας, το οποίο πρότεινε την πλήρη κατάργηση των Άρθρων και την ίδρυση μιας εθνικής κυβέρνησης βασισμένης στην λαϊκή κυριαρχία, με ξεχωριστά νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά όργανα. Οι εκπρόσωποι συζήτησαν την εκπροσώπηση, τη φύση της εκτελεστικής εξουσίας, τον ρόλο της δικαστικής εξουσίας και το ζήτημα της δουλείας. Το Σύνταγμα που προέκυψε αντιπροσώπευε μια σειρά συμβιβασμών, αλλά δημιούργησε ένα θεμελιωδώς νέο πολιτικό πλαίσιο – μια δημοκρατία βασισμένη σε μια ισχυρότερη εθνική κυβέρνηση, η οποία όμως εξακολουθούσε να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτειών. Οι αντιφεντεραλιστές πέτυχαν μια σημαντική νίκη εξασφαλίζοντας την προσθήκη ενός Χάρτη Δικαιωμάτων – ενός καταλόγου εξουσιών που η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να ασκήσει εναντίον του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σύμφωνα με μια από τις πιο γνωστές ιστορίες από τα πρώτα χρόνια των Ηνωμένων Πολιτειών, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στο σπίτι του Τόμας Τζέφερσον, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, παρατηρώντας τα πορτρέτα του Φράνσις Μπέικον, του Ισαάκ Νεύτωνα και του Τζον Λοκ που κρέμονταν στον τοίχο, ρώτησε ποιοι ήταν αυτοί. Ο Τζέφερσον απάντησε ότι ήταν η προσωπική του «τριάδα των σημαντικότερων ανδρών που είχε ποτέ γεννήσει ο κόσμος», οι οποίοι ενσάρκωναν τα υψηλότερα επιτεύγματα της επιστήμης, της λογικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Μετά από μια παύση, ακολούθησε η γεμάτη ειρωνεία απάντηση του Χάμιλτον, ότι «ο σημαντικότερος άνθρωπος που έζησε ποτέ ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας».
Ο Τόμας Τζέφερσον και ο Αλεξάντερ Χάμιλτον εκπροσώπησαν δύο αντίθετες αντιλήψεις για τη νέα Αμερικανική Δημοκρατία δημιουργώντας το πρώτο κομματικό σύστημα της Αμερικής. Σύμφωνα με τον Χάμιλτον οι συνταγματικοί μηχανισμοί και το κράτος δικαίου προστάτευαν την δημοκρατία από τους δημαγωγούς. Σύμφωνα με τον Τζέφερσον οι ίδιοι θεσμοί έπρεπε να είναι υπόλογοι απέναντι στους πολίτες, επειδή η εξουσία χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση προκαλεί την οργή που τροφοδοτεί την δημαγωγία[14]. Σε αυτή τη σύνθεση βρίσκεται η άμυνα ενάντια στην απλότητα του λαϊκισμού και την κατασταλτική ισχύ του αυταρχισμού.
Το 2026 οι ΗΠΑ θα γιορτάσουν τα διακόσια πενήντα χρόνια από την γέννησή τους. Δεδομένου ότι η μέση διάρκεια ζωής των δημοκρατιών σπάνια υπερβαίνει τους δύο αιώνες, αυτό το ορόσημο αποτελεί λόγο για εορτασμό αλλά και για ανησυχία. Θα συνεχίσει η δημοκρατία να υπάρχει για άλλα διακόσια πενήντα χρόνια;
Η Ομιλία του Γκέτισμπεργκ
Η Ομιλία του Γκέτισμπεργκ είναι η πιο διάσημη ομιλία του Προέδρου Αβραάμ Λίνκολν και μία από τις πιο διάσημες ομιλίες της αμερικανικής ιστορίας. Εκφωνήθηκε κατά τα εγκαίνια του Στρατιωτικού Νεκροταφείου στο Γκέτισμπεργκ της Πενσυλβανίας λίγους μήνες μετά την αιματηρή μάχη του Γκέτισμπεργκ. Με την ομιλία αυτή ο Λίνκολν μετέτρεψε τον Εμφύλιο Πόλεμο από μία σύγκρουση για την διατήρηση της Ένωσης σε ηθικό αγώνα για την ισότητα και τη δημοκρατία. Υπάρχουν πέντε γνωστά χειρόγραφα της ομιλίας, το καθένα με μικρές διαφορές. Η μετάφραση που ακολουθεί βασίζεται στο αντίγραφο Bliss.
Πριν από ογδόντα επτά χρόνια, οι πατέρες μας ανέδειξαν σε αυτήν την ήπειρο ένα νέο έθνος, γεννημένο στην Ελευθερία και προσηλωμένο στην αρχή ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι.
Τώρα έχουμε εμπλακεί σε έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, που θέτει σε δοκιμασία αν αυτό το έθνος, ή οποιοδήποτε άλλο έθνος που στηρίχθηκε και πίστεψε σε τέτοιες αρχές, μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμη.
Συγκεντρωθήκαμε σε ένα σπουδαίο πεδίο μάχης αυτού του πολέμου. Ήρθαμε να αφιερώσουμε ένα τμήμα αυτού του πεδίου, ως τόπο τελικής ανάπαυσης για εκείνους που εδώ έδωσαν τη ζωή τους ώστε να υπάρξει αυτό το έθνος. Είναι απολύτως δίκαιο και πρέπον να το πράξουμε.
Αλλά, υπό μία ευρύτερη έννοια – δεν μπορούμε να αφιερώσουμε – δεν μπορούμε να καθαγιάσουμε – δεν μπορούμε να ιεροποιήσουμε – αυτή τη γη. Οι γενναίοι άνδρες, ζωντανοί και νεκροί, που αγωνίστηκαν εδώ, το έχουν ήδη καθαγιάσει πολύ πάνω από τις φτωχές μας δυνάμεις να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε. Ο κόσμος θα προσέξει ελάχιστα και δεν θα θυμάται για πολύ τι λέμε εμείς εδώ, αλλά δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει όσα έκαναν αυτοί εδώ.
Είναι μάλλον δικό μας καθήκον, των ζωντανών, να αφιερωθούμε εδώ στο ανολοκλήρωτο έργο που εκείνοι που πολέμησαν εδώ έχουν έως σήμερα τόσο γενναιοφρόνως ξεκινήσει. Είναι μάλλον δικό μας καθήκον να αφιερωθούμε στο μεγάλο έργο που έχουμε μπροστά μας – ώστε από αυτούς τους τιμημένους νεκρούς να αντλήσουμε ακόμη μεγαλύτερη αφοσίωση για τον σκοπό για τον οποίον εκείνοι έδωσαν το τελευταίο ύψιστο παράδειγμα αφοσίωσης – ώστε εμείς εδώ να αποφασίσουμε αμετάκλητα ότι αυτοί οι νεκροί δεν πέθαναν μάταια – ότι αυτό το έθνος, με τη βοήθεια του Θεού, θα γνωρίσει μια νέα αναγέννηση της Ελευθερίας – και ότι αυτή η κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό, δεν θα χαθεί από τη γη.
Αβραάμ Λίνκολν
19 Νοεμβρίου 1863
Ο φάρος της δημοκρατίας σβήνει
Επί σχεδόν 250 χρόνια η Αμερική προωθούσε την ελευθερία και την ισότητα στο εξωτερικό, ακόμα και όταν η ίδια δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί σε αυτά τα ιδανικά. Όχι πια.
Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ίσοι». Λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευσή τους τον Ιούλιο του 1776, αυτά τα λόγια διαδόθηκαν σε όλο τον κόσμο. Τον Αύγουστο, μια εφημερίδα του Λονδίνου αναδημοσίευσε ολόκληρη την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Ακολούθησε το Εδιμβούργο. Λίγο μετά, κυκλοφόρησε στη Μαδρίτη, στο Λέιντεν, στη Βιέννη και στην Κοπεγχάγη.
Σύντομα, άλλοι αξιοποίησαν το κείμενο με πιο ουσιαστικούς τρόπους. Ο ίδιος ο Τόμας Τζέφερσον συνέβαλε στη σύνταξη της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, που εξήγγειλαν οι Γάλλοι επαναστάτες το 1789. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αϊτής, του 1804, βασίστηκε στα αμερικανικά και γαλλικά προηγούμενα και έκανε έκκληση για την οικοδόμηση μιας «αυτοκρατορίας της ελευθερίας στη χώρα που μας γέννησε». Τις επόμενες δεκαετίες, διακηρύξεις ανεξαρτησίας εξαγγέλθηκαν στην Ελλάδα, τη Λιβερία (ο συντάκτης είχε γεννηθεί στη Βιρτζίνια) και μια σειρά από νέες λατινοαμερικανικές χώρες. Το 1918, ο Τόμας Μασάρικ, ο πρώτος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, υπέγραψε μια Διακήρυξη Κοινών Στόχων των Ανεξάρτητων Κρατών της Κεντρικής Ευρώπης στο Κτίριο της Ανεξαρτησίας στη Φιλαδέλφεια, χρησιμοποιώντας το μελανοδοχείο των Ιδρυτών.
Με την ευκαιρία αυτή, χτύπησε ένα ομοίωμα της Καμπάνας της Ελευθερίας, όχι επειδή το είχε ζητήσει κάποιος Αμερικανός πρόεδρος ή αξιωματούχος, αλλά επειδή ο Μασάρικ είχε εμπνευστεί από την ιστορία της ίδρυσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Επικαλέστηκε τη Διακήρυξη όχι λόγω πίεσης από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά εξαιτίας των λέξεων του Τζέφερσον και του νοήματός τους. Από το 1776, οι Αμερικανοί προωθούν τη δημοκρατία απλώς επειδή υπάρχουν. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου περιλαμβάνονται στα ιδρυτικά μας κείμενα. Το όνειρο της απεξάρτησης από μια αποικιακή αυτοκρατορία είναι επίσης ενσωματωμένο σε αυτά. Οι προσδοκίες μας πάντα ενέπνεαν τους άλλους, ακόμα και όταν εμείς οι ίδιοι δεν τις ικανοποιούσαμε.
Τον 20ό αιώνα, περάσαμε από την απλή δημιουργία των δημοκρατικών ιδανικών στην προώθηση και διάδοσή τους ως ζήτημα πολιτικής. Το κάναμε αυτό εν μέρει επειδή η γλώσσα της δημοκρατίας είναι στο DNA μας, και όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυταρχικούς ηγέτες και δυνάστες, την χρησιμοποιούμε. Ο Γούντροου Ουίλσον, όταν υποστήριξε την συμμετοχή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε ότι η Αμερική πρέπει να υπερασπίζεται τις «αρχές της ειρήνης και της δικαιοσύνης» ενάντια στην «εγωιστική και αυταρχική εξουσία». Το 1940, ο Φραγκλίνος Ντ. Ρούσβελτ αναφερόταν στην Αμερική ως ένα «οπλοστάσιο της δημοκρατίας» αποφασισμένο να βοηθήσει τους Βρετανούς συμμάχους ενάντια στους Ναζί: «Κανένας δικτάτορας, κανένας συνδυασμός δικτατόρων, δεν θα αποδυναμώσει αυτή την αποφασιστικότητα.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συνδέσαμε λέξεις όπως ελευθερία και δικαιώματα όχι μόνο με την πολεμική μας στρατηγική, αλλά και με την εθνική μας ταυτότητα, με τον πολιτισμό μας. Ήμασταν υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, του ελεύθερου Τύπου, του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της τζαζ, και κάναμε εξαγωγή όλων αυτών των πραγμάτων. Πολλοί άνθρωποι τα επιθυμούσαν. Ο Γουίλις Κόνοβερ, παρουσιαστής της νυχτερινής εκπομπής της τζαζ του Voice of America στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, είχε ακροατήριο 30 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. Το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία, που ιδρύθηκε το 1950, συσπείρωσε αντικομμουνιστές διανοούμενους από όλη την Ευρώπη σε ένα ενιαίο κίνημα.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν την γλώσσα μας υποκριτική, και είχαν δίκιο: οι Αμερικανοί ήταν απολύτως ικανοί να υποστηρίζουν δικτατορίες ενώ μιλούσαν για δημοκρατία. Η αντίφαση ανάμεσα στα ιδανικά για τα οποία λέγαμε ότι αγωνιζόμασταν στο εξωτερικό και της ματαίωσής τους στο εσωτερικό ενοχλούσε τόσο τους ξένους όσο και τους Αμερικανούς. Το 1954, το Υπουργείο Δικαιοσύνης υπέβαλε ένα υπόμνημα amicus[15] στην υπόθεση Brown v. Board of Education του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο υποστήριζε την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, μεταξύ άλλων, επειδή οι ρατσιστικοί νόμοι δημιουργούσαν «αμφιβολίες ακόμη και σε φιλικές χώρες ως προς τον βαθμό της αφοσίωσής μας στη δημοκρατική πίστη».
Δημοκρατική πίστη. Επειδή βρισκόταν στο επίκεντρο της εξωτερικής μας πολιτικής, την επιδιώκαμε, ακόμα και αν δεν την εφαρμόζαμε. Το ίδιο έκαναν και άλλοι. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός αυτών των ανθρώπων με δημοκρατικές φιλοδοξίες αυξήθηκε. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το όνειρο της αμερικανικής ελευθερίας και ευημερίας ενίσχυσε τις αρχικά ασταθείς δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης και της Ασίας, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατα ηττημένης Δυτικής Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η πολιτική και οικονομική τους επιτυχία προσέλκυσε και άλλους. Η Ελλάδα και η Ισπανία προσχώρησαν στον κύκλο των δημοκρατιών τη δεκαετία του ’70, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν τη δεκαετία του ’80, η Κεντρική Ευρώπη τη δεκαετία του ’90. Ερωτηθέντες το 1989, τη χρονιά που καταψήφισαν τον κομμουνισμό, τι είδους χώρα ήθελαν να είναι, οι περισσότεροι Πολωνοί απαντούσαν: «Θέλουμε να είμαστε φυσιολογικοί». Και με το «φυσιολογικοί» εννοούσαν μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, ένα καπιταλιστικό κράτος με ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, έναν στενό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εμείς οι Αμερικανοί επίσης εμπνευστήκαμε από τη δική μας γλώσσα. Πάντα θεωρούμε τον μεταπολεμικό ρόλο της Αμερικής στην Ευρώπη ως μια πράξη μεγάλης γενναιοδωρίας, την υπεράσπιση των συμμάχων από τη σοβιετική επιθετικότητα. Αλλά τοποθετώντας τη δημοκρατία στο επίκεντρο της διεθνούς και εθνικής μας ταυτότητας, συμβάλαμε επίσης στην ενίσχυση του δικού μας πολιτικού συστήματος. Τουλάχιστον όλοι οι Αμερικανοί, ακόμη και εκείνοι που βρίσκονται σε διαφορετικές πλευρές των βαθύτερων πολιτισμικών μας διαιρέσεων, είχαν έναν κοινό σκοπό: δεξιοί ή αριστεροί, χριστιανοί ή άθεοι, όλοι μας μπορούσαμε να είμαστε υπέρ της ελευθερίας.
Αν λάβουμε υπόψη πόσο βαθιά διχασμένοι ήμασταν σε τόσα άλλα θέματα, είναι εκπληκτικό το πόσο διακομματική ήταν η εξωτερική μας πολιτική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και πόσους δραστήριους διακομματικούς θεσμούς συγκροτήσαμε για να την προωθήσουμε. Το Radio Free Europe και το Voice of America –και αργότερα το Radio Free Asia και μια σειρά άλλων ξενόγλωσσων ραδιοφωνικών σταθμών– πάντα έχαιραν της υποστήριξης των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, καθώς και όλων των προέδρων από τον Χάρι Τρούμαν και μετά. Από την ίδρυσή του το 1983, το ίδιο ίσχυε και για το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία, το οποίο προέκυψε από την έκκληση του Ρόναλντ Ρήγκαν για νέους θεσμούς που θα «προήγαγαν την υποδομή της δημοκρατίας –το σύστημα του ελεύθερου Τύπου, των συνδικάτων, των πολιτικών κομμάτων, των πανεπιστημίων– που επιτρέπει σε έναν λαό να επιλέγει τον δικό του δρόμο, να αναπτύσσει τη δική του κουλτούρα, να συμφιλιώνει τις διαφορές του με ειρηνικά μέσα». Το Εθνικό Ίδρυμα, το οποίο διοικείται από ένα διακομματικό συμβούλιο, χορηγεί μικρές υποτροφίες σε ομάδες που εποπτεύουν τις εκλογές, προωθούν την ελευθερία του λόγου και καταπολεμούν την κλεπτοκρατία και την αυταρχική προπαγάνδα.
Η δραματική αλλαγή που έχει συντελεστεί σε λίγους μόνο μήνες –από μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στη δημοκρατική πίστη προς την προώθηση μιας πιο κυνικής, πιο αυταρχικής άποψης για τον κόσμο– έχει πλήξει πολύ σοβαρά αυτούς τους θεσμούς. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τραμπ προσπάθησε να κλείσει όλους τους αμερικανικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που εκπέμπουν στο εξωτερικό. Ο πρόεδρος διόρισε την Κάρι Λέικ, η οποία έχασε τις εκλογές τόσο για το Αμερικανικό Κογκρέσο όσο και για την θέση του κυβερνήτη της Αριζόνα, για να ξεκοιλιάσει το Voice of America, και εκείνη το έκανε με ενθουσιασμό, ακυρώνοντας επιδεικτικά ακόμη και τις βίζες των υπαλλήλων, των δημοσιογράφων και των μεταφραστών του VOA, σε ορισμένες περιπτώσεις δίνοντάς τους διορία 30 ημερών να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά από πολλά χρόνια εργασίας για λογαριασμό των Αμερικανών. Αν και το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία έχει συσπειρώσει τους πολλούς υποστηρικτές του στο Κογκρέσο, και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, παραμένει στόχος μιας μικρής ομάδας συνωμοσιολόγων που έχουν επιρροή σε αυτή την κυβέρνηση επειδή έχουν μεγάλο αριθμό ακολούθων στο X ή έχουν εμφανιστεί στο podcast του Τζο Ρόγκαν. Είναι παράξενο να σκεφτόμαστε τον Ρήγκαν ως έναν αφελή ιδεαλιστή, αλλά έτσι φαίνεται τώρα, επειδή ίδρυσε έναν οργανισμό που προωθεί τις δίκαιες εκλογές και το κράτος δικαίου.
Η στροφή ενάντια σε αυτούς τους ιστορικά διακομματικούς θεσμούς, ενάντια στην πεποίθηση ότι οι Αμερικανοί πρέπει να υπερασπίζονται και να προωθούν τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο, και ενάντια στην ίδια τη δημοκρατική πίστη, είναι μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου. Έχουμε έναν πρόεδρο ο οποίος επιτίθεται τακτικά σε δικαστές και δημοσιογράφους, κάνει μπούλινγκ σε διευθύνοντες συμβούλους για να παραδώσουν μετοχές των εταιρειών τους και σε πρυτάνεις πανεπιστημίων για να πληρώσουν αδικαιολόγητα πρόστιμα, στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις σε αμερικανικές πόλεις, δημιουργεί μια νέα μορφή εσωτερικής αστυνομίας και με εκκωφαντικό τρόπο τροφοδοτεί τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην «κόκκινη» και την «μπλε» Αμερική. Στο εξωτερικό, ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πολύ πιο άνετος με τους δικτάτορες παρά με τους δημοκρατικούς συμμάχους. Οι τυφλοί, τιμωρητικοί δασμοί του οδήγησαν το Λεσότο, μια μικρή αφρικανική χώρα, σε οικονομική παρακμή. Οι απαιτήσεις του να καταλάβει τη Γροιλανδία προκάλεσαν πολιτική κρίση στη Δανία, έναν μακροχρόνιο σύμμαχο των ΗΠΑ.
Στη μοναδική αξιοσημείωτη ομιλία του από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο αντιπρόεδρός του απευθυνόμενος σε μια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που περίμεναν μια σοβαρή συζήτηση για την ασφάλεια, επέπληξε τους Ευρωπαίους με μια σειρά από ανέντιμες ή υπερβολικές κατηγορίες εναντίον τους για δήθεν επιθέσεις στην ελευθερία του λόγου. Οι επιθέσεις του ίδιου του Τραμπ εναντίον «ριζοσπαστικών αριστερών δικαστών» και «μέσων ενημέρωσης που διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις» ταξιδεύουν τώρα σε όλο τον κόσμο πολύ πιο γρήγορα από όσο ταξίδεψε η φράση «Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ίσοι». Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει απαγορεύσει τα μέσα ενημέρωσης που διαδίδουν «ψευδείς ειδήσεις» –δηλαδή, ακριβείς πληροφορίες– σχετικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο αυταρχικός πρώην πρόεδρος των Φιλιππίνων, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, χαρακτήρισε το Rappler, ένα διάσημο site ερευνητικής δημοσιογραφίας, «μέσο ψευδών ειδήσεων» για να δυσφημίσει το έργο του. Σε διαφορετικά μεταξύ τους μέρη από την Αίγυπτο έως την Μιανμάρ, η ψευδής κατηγορία των fake news έχει χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει αξιόπιστους δημοσιογράφους.
Όλες αυτές οι αλλαγές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης μεταβολής, μιας επαναστατικής μεταμόρφωσης στον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί παρουσιάζονται στον κόσμο και, κατά συνέπεια, στον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτοί από τους άλλους. Η πιο διαδεδομένη μορφή αμερικανικής κουλτούρας σήμερα δεν είναι τα προγράμματα τζαζ που μεταδίδονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς βραχέων κυμάτων σε όλη την Ευρασία, αλλά οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων που διαδίδουν θεωρίες συνωμοσίας, εξτρεμισμό, διαφημίσεις, πορνογραφία και spam σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αφού ο αντικαθεστωτικός Αλεξάντρ Σολζενίτσιν εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση, η αμερικανική κυβέρνηση διευκόλυνε την άφιξή του στην Αμερική. Τώρα έχουμε διαφορετικούς ήρωες: η κυβέρνηση Τραμπ έκανε ό,τι μπορούσε για να σώσει και να υποδεχθεί τους αδελφούς Τέιτ, οι οποίοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί για σύντομο διάστημα στη Ρουμανία, κατηγορούμενοι για βιασμό στη Μεγάλη Βρετανία. (Οι Τέιτ αρνούνται τις κατηγορίες). Αντί για το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία, τώρα έχουμε το Συνέδριο Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC), ένα είδος κινητής εκδήλωσης και ενοικίασης τρολ. Εθνικιστές από οπουδήποτε –την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Βρετανία, το Μεξικό, την Βραζιλία– μπορούν να πληρώσουν την ομάδα του CPAC για να επισκεφθεί τη χώρα τους και να διοργανώσει μια εκδήλωση των MAGA. Ο Στιβ Μπάνον ή η Κρίστι Νόεμ θα εμφανιστούν, θα εκφωνήσουν μια ορμητική ομιλία μαζί με τα τοπικά ταλέντα και θα τους βοηθήσουν να γίνουν πρωτοσέλιδα. Ένα συνέδριο της CPAC που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Ρζεσζόφ λίγες ημέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των πολωνικών προεδρικών εκλογών είχε ως πρωταγωνίστρια την Νόεμ και χρηματοδοτήθηκε από μια πολωνική εταιρεία κρυπτονομισμάτων που επιθυμεί να αποκτήσει άδεια στις ΗΠΑ.
Η αμερικανική κουλτούρα δεν είναι πλέον συνώνυμη με την επιθυμία για ελευθερία, αλλά με τις συναλλακτικές σχέσεις και τη μυστικότητα: τους αλγόριθμους που καθορίζουν μυστηριωδώς τι βλέπει κανείς, τα χρήματα που συλλέγουν ανώνυμοι δισεκατομμυριούχοι, τις συμφωνίες που συνάπτει ο Αμερικανός πρόεδρος με ηγέτες από όλο τον κόσμο, οι οποίες ωφελούν τον ίδιο και ίσως άλλους των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζουμε. Η Αμερική πάντα συνδεόταν με τον καπιταλισμό, τις επιχειρήσεις και τις αγορές, αλλά σήμερα δεν υπάρχει καμία προσποίηση ότι κάποιος άλλος θα κληθεί να μοιραστεί τον πλούτο. Η USAID έχει εξαφανιστεί, η αμερικανική ανθρωπιστική βοήθεια έχει εξαντληθεί, η διεθνής ιατρική υποδομή της Αμερικής ξηλώθηκε τόσο γρήγορα που άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διαδικασία. Η εικόνα του άσχημου Αμερικανού πάντα ανταγωνιζόταν την εικόνα του γενναιόδωρου Αμερικανού. Τώρα που η τελευταία έχει εξαφανιστεί, οι μόνοι Αμερικανοί που μπορεί να δει κανείς είναι αυτοί που προσπαθούν να σε εξαπατήσουν.
Πιο απρόβλεπτη είναι η επίδραση της αλλαγής στους Αμερικανούς. Αν δεν είμαστε πλέον μια χώρα που έχει στόχο να κάνει τον κόσμο καλύτερο, αλλά μάλλον μια χώρα της οποίας η εξωτερική πολιτική έχει σχεδιαστεί για να αυξήσει τον πλούτο του προέδρου ή να προωθήσει τους φίλους του κυβερνώντος κόμματος στο εξωτερικό, τότε έχουμε λιγότερους λόγους να συνεργαστούμε στο εσωτερικό. Αν προωθούμε τον κυνισμό στο εξωτερικό, θα γίνουμε πιο κυνικοί στο εσωτερικό. Ίσως ήταν πάντα παράλογο να περιμένουμε από τους Αμερικανούς να ανταποκριθούν στα εξαιρετικά ιδανικά που διακήρυξαν τον 18ο αιώνα, αλλά αυτή η γλώσσα διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμασταν τον εαυτό μας. Τώρα ζούμε σε έναν κόσμο όπου η Αμερική καθοδηγείται από ανθρώπους που έχουν εγκαταλείψει εντελώς αυτά τα ιδανικά. Αυτό θα μας αλλάξει όλους, με τρόπους που ίσως δεν μπορούμε ακόμα να δούμε.
Τι θα κάνει η Ευρώπη;
Ο κορυφαίος ιστορικός και γεωπολιτικός αναλυτής Στίβεν Κότκιν περιγράφει τις σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις ως εξής:
Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο επικρατεί γενικευμένη δυσαρέσκεια για την απόδοση των κυβερνήσεων ακόμη κι όταν οι οικονομίες αναπτύσσονται και οι πολίτες αποκομίζουν μέρος των υποσχόμενων ωφελημάτων. Η διάχυτη απαισιόδοξη διάθεση οφείλεται εν μέρει σε ένα βαθύ, αγεφύρωτο πολιτισμικό χάσμα με ασυμβίβαστες θέσεις σε κρίσιμα θέματα, το οποίο διευρύνεται και αντανακλάται στη λειτουργία των ίδιων των κυβερνήσεων.
Η Αριστερά θεωρεί ότι έχει την ιστορική πρωτοκαθεδρία στην οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, το οποίο όμως αδυνατεί να χρηματοδοτήσει λόγω του δημογραφικού. Οι υποσχέσεις της καθίστανται ανεφάρμοστες ακόμη και στις πιο εύπορες χώρες· αδυνατώντας να υλοποιήσει την πρόνοια που εξαγγέλλει, συχνά καταλήγει να τη συρρικνώνει. Έτσι στην πράξη περιορίζεται σε αναδιανομή που διαταράσσει τη δημοσιονομική ισορροπία.
Αντίθετα, η Δεξιά προβάλλει «νατιβιστικές» θέσεις (nativism), άλλοτε σε σκληρή, άλλοτε σε ηπιότερη εθνικιστική εκδοχή. Ο νατιβισμός αποτελεί μια ανεξάντλητη εκλογική δεξαμενή που ενεργοποιεί αφηγήματα «εμείς εναντίον αυτών»: εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί, μετανάστες, Εβραίοι, ο Σόρος, σκοτεινά πρόσωπα, βαθύ κράτος. Το αφήγημα του αντικαπιταλισμού της Αριστεράς δεν εξασφαλίζει ανάλογη εκλογική δυναμική, καθώς κανείς λογικός πολίτης δεν επιθυμεί να χάσει την περιουσία ή το εισόδημά του· ο αντικαπιταλισμός μπορεί να επιβληθεί μόνο διοικητικά. Συνεπώς ο νατιβισμός λειτουργεί ως η αποτελεσματικότερη εκλογική συνταγή χωρίς όμως να παράγει ουσιαστικές πολιτικές. Στην πράξη δεν βελτιώνει την καθημερινότητα, τις ευκαιρίες, την ευημερία ή τη θεσμική λειτουργία· απλώς εξασφαλίζει ψήφους.
Και οι δύο πλευρές επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, τη θεσμική κυριαρχία: η Αριστερά για πολλά χρόνια διεξήγαγε μια ιδεολογική «τζιχάντ» για την κατάληψη των θεσμών, ενώ η Δεξιά επιχειρεί μια «αντεπανάσταση» για την ανακατάληψή τους. Παρά την ένταση, περίπου το 30% των ψηφοφόρων ανήκει στη ακροαριστερά, ένα άλλο 30% στη ακροδεξιά και το 40% δεν τοποθετείται πουθενά, με αποτέλεσμα και η Αριστερά και η Δεξιά να οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Οι κυβερνήσεις αντισταθμίζουν τις αδυναμίες τους με υποκατάστατες μορφές διαχείρισης μέσω δημοσιονομικής ανευθυνότητας. Τα κόμματα επιχειρούν να κατευνάσουν την δυσαρέσκεια των πολιτών υποσχόμενα πόρους που δεν διαθέτουν – είτε μέσω μειώσεων φόρων και επιβολής δασμών είτε μέσω διευρυμένων επιδομάτων. Παρότι οι πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων έχουν σημαντικές βραχυπρόθεσμες συνέπειες για πολλούς ανθρώπους και πολλά ζητήματα, το βαθύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα είναι ότι η ίδια η πολιτική εξουσία των δημοκρατιών υπονομεύεται εγκλωβισμένη σε μια δημοσιονομική λογική τύπου πυραμίδας Ponzi χωρίς τέλος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς –ή αν– οι δημοκρατίες θα διαχειριστούν μια χρεοκοπία που ουσιαστικά έχει ήδη συντελεστεί.
Η ανακατανομή ισχύος είναι αναπόφευκτη επειδή το κόστος της αμερικανικής ηγεμονίας δεν είναι βιώσιμο· σήμερα μάλιστα εξελίσσεται με επιταχυνόμενο και ανώμαλο τρόπο. Δεν πρόκειται για απομονωτισμό των ΗΠΑ, αλλά για οικονομικό εξαναγκασμό. Η προσπάθεια του Τραμπ να επιβάλει νέα ισορροπία ενδέχεται να αποτύχει καθώς λειτουργεί ως το ακούσιο εργαλείο ιστορικών διεργασιών που ο ίδιος δεν κατανοεί. Όπως και οι έξι πτωχεύσεις του στον ιδιωτικό τομέα, έτσι και αυτή η μετάβαση εξελίσσεται ως η έβδομη.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη, με 7% του παγκόσμιου πληθυσμού και 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών. Ωστόσο, το ΑΕΠ της υποχωρεί, ο δημογραφικός της δείκτης είναι καταστροφικός και η αναλογική της βαρύτητα στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται, ενώ οι αντίπαλοί της ενισχύουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Η Ρωσία, παρότι διαθέτει αμελητέο ΑΕΠ σε παγκόσμια κλίμακα, διατηρεί δυσανάλογα μεγάλο στρατιωτικό προϋπολογισμό λόγω υπερβολικής επένδυσης στην καταστολή, σε πλήρη αντίθεση με χώρες όπως η Γερμανία, της οποίας ο στρατός αντιστοιχεί σε χώρα μεγέθους όπως η Κόστα Ρίκα.
Μια Ευρώπη με 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα έπρεπε θεωρητικά να μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της. Αν η Ρωσία το καταφέρνει με μόλις 2%, του παγκόσμιου ΑΕΠ τότε και η Ευρώπη μπορεί – αν και μένει να φανεί αν τελικά θα το πράξει προς όφελος όλων. Το επίσημο δόγμα του Πενταγώνου έχει ήδη περιοριστεί από δύο μεγάλους πολέμους σε δύο θέατρα επί Μπους, σε 1,5 επί Ομπάμα και τελικά σε έναν πόλεμο ανά θέατρο επί Τραμπ.
Ο Κότκιν θεωρεί αβάσιμη τη στρατηγική αποσύνδεσης Ρωσίας-Κίνας ως μέσο διαχείρισης της Κίνας. Το κρίσιμο ερώτημα όμως παραμένει: τι θα κάνει η Ευρώπη;
Stephen Kotkin
Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο επικρατεί γενικευμένη δυσαρέσκεια για την απόδοση των κυβερνήσεων ακόμη κι όταν οι οικονομίες αναπτύσσονται και οι πολίτες αποκομίζουν μέρος των υποσχόμενων ωφελημάτων. Η διάχυτη απαισιόδοξη διάθεση οφείλεται εν μέρει σε ένα βαθύ, αγεφύρωτο πολιτισμικό χάσμα με ασυμβίβαστες θέσεις σε κρίσιμα θέματα, το οποίο διευρύνεται και αντανακλάται στη λειτουργία των ίδιων των κυβερνήσεων.
Η Αριστερά θεωρεί ότι έχει την ιστορική πρωτοκαθεδρία στην οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, το οποίο όμως αδυνατεί να χρηματοδοτήσει λόγω του δημογραφικού. Οι υποσχέσεις της καθίστανται ανεφάρμοστες ακόμη και στις πιο εύπορες χώρες· αδυνατώντας να υλοποιήσει την πρόνοια που εξαγγέλλει, συχνά καταλήγει να τη συρρικνώνει. Έτσι στην πράξη περιορίζεται σε αναδιανομή που διαταράσσει τη δημοσιονομική ισορροπία.
Αντίθετα, η Δεξιά προβάλλει «νατιβιστικές» θέσεις (nativism), άλλοτε σε σκληρή, άλλοτε σε ηπιότερη εθνικιστική εκδοχή. Ο νατιβισμός αποτελεί μια ανεξάντλητη εκλογική δεξαμενή που ενεργοποιεί αφηγήματα «εμείς εναντίον αυτών»: εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί, μετανάστες, Εβραίοι, ο Σόρος, σκοτεινά πρόσωπα, βαθύ κράτος. Το αφήγημα του αντικαπιταλισμού της Αριστεράς δεν εξασφαλίζει ανάλογη εκλογική δυναμική, καθώς κανείς λογικός πολίτης δεν επιθυμεί να χάσει την περιουσία ή το εισόδημά του· ο αντικαπιταλισμός μπορεί να επιβληθεί μόνο διοικητικά. Συνεπώς ο νατιβισμός λειτουργεί ως η αποτελεσματικότερη εκλογική συνταγή χωρίς όμως να παράγει ουσιαστικές πολιτικές. Στην πράξη δεν βελτιώνει την καθημερινότητα, τις ευκαιρίες, την ευημερία ή τη θεσμική λειτουργία· απλώς εξασφαλίζει ψήφους.
Και οι δύο πλευρές επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, τη θεσμική κυριαρχία: η Αριστερά για πολλά χρόνια διεξήγαγε μια ιδεολογική «τζιχάντ» για την κατάληψη των θεσμών, ενώ η Δεξιά επιχειρεί μια «αντεπανάσταση» για την ανακατάληψή τους. Παρά την ένταση, περίπου το 30% των ψηφοφόρων ανήκει στη ακροαριστερά, ένα άλλο 30% στη ακροδεξιά και το 40% δεν τοποθετείται πουθενά, με αποτέλεσμα και η Αριστερά και η Δεξιά να οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Οι κυβερνήσεις αντισταθμίζουν τις αδυναμίες τους με υποκατάστατες μορφές διαχείρισης μέσω δημοσιονομικής ανευθυνότητας. Τα κόμματα επιχειρούν να κατευνάσουν την δυσαρέσκεια των πολιτών υποσχόμενα πόρους που δεν διαθέτουν – είτε μέσω μειώσεων φόρων και επιβολής δασμών είτε μέσω διευρυμένων επιδομάτων. Παρότι οι πολιτικές των εκάστοτε κυβερνήσεων έχουν σημαντικές βραχυπρόθεσμες συνέπειες για πολλούς ανθρώπους και πολλά ζητήματα, το βαθύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα είναι ότι η ίδια η πολιτική εξουσία των δημοκρατιών υπονομεύεται εγκλωβισμένη σε μια δημοσιονομική λογική τύπου πυραμίδας Ponzi χωρίς τέλος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς –ή αν– οι δημοκρατίες θα διαχειριστούν μια χρεοκοπία που ουσιαστικά έχει ήδη συντελεστεί.
Η ανακατανομή ισχύος είναι αναπόφευκτη επειδή το κόστος της αμερικανικής ηγεμονίας δεν είναι βιώσιμο· σήμερα μάλιστα εξελίσσεται με επιταχυνόμενο και ανώμαλο τρόπο. Δεν πρόκειται για απομονωτισμό των ΗΠΑ, αλλά για οικονομικό εξαναγκασμό. Η προσπάθεια του Τραμπ να επιβάλει νέα ισορροπία ενδέχεται να αποτύχει καθώς λειτουργεί ως το ακούσιο εργαλείο ιστορικών διεργασιών που ο ίδιος δεν κατανοεί. Όπως και οι έξι πτωχεύσεις του στον ιδιωτικό τομέα, έτσι και αυτή η μετάβαση εξελίσσεται ως η έβδομη.
Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη, με 7% του παγκόσμιου πληθυσμού και 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών. Ωστόσο, το ΑΕΠ της υποχωρεί, ο δημογραφικός της δείκτης είναι καταστροφικός και η αναλογική της βαρύτητα στην παγκόσμια οικονομία μειώνεται, ενώ οι αντίπαλοί της ενισχύουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Η Ρωσία, παρότι διαθέτει αμελητέο ΑΕΠ σε παγκόσμια κλίμακα, διατηρεί δυσανάλογα μεγάλο στρατιωτικό προϋπολογισμό λόγω υπερβολικής επένδυσης στην καταστολή, σε πλήρη αντίθεση με χώρες όπως η Γερμανία, της οποίας ο στρατός αντιστοιχεί σε χώρα μεγέθους όπως η Κόστα Ρίκα.
Μια Ευρώπη με 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα έπρεπε θεωρητικά να μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό της. Αν η Ρωσία το καταφέρνει με μόλις 2%, του παγκόσμιου ΑΕΠ τότε και η Ευρώπη μπορεί – αν και μένει να φανεί αν τελικά θα το πράξει προς όφελος όλων. Το επίσημο δόγμα του Πενταγώνου έχει ήδη περιοριστεί από δύο μεγάλους πολέμους σε δύο θέατρα επί Μπους, σε 1,5 επί Ομπάμα και τελικά σε έναν πόλεμο ανά θέατρο επί Τραμπ.
Ο Κότκιν θεωρεί αβάσιμη τη στρατηγική αποσύνδεσης Ρωσίας-Κίνας ως μέσο διαχείρισης της Κίνας. Το κρίσιμο ερώτημα όμως παραμένει: τι θα κάνει η Ευρώπη;
Stephen Kotkin
ΤΖΟΝ ΠΩΛ ΤΖΟΟΥΝΣ (ADMIRAL JOHN PAUL JONES 1747 - 1792)
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ THOMAS JONATHAN ''STONEWALL'' JACKSON (1824 - 1863)
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ THOMAS JONATHAN ''STONEWALL'' JACKSON (1824 - 1863)
Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - AMERICAN CIVIL WAR
[15] amicus curiae, θεσμός «φίλων του δικαστηρίου» στις χώρες του common law. Πρόκειται για εθελοντική υποστήριξη της δικαιοσύνης, από νομικά πρόσωπα, οργανισμούς, κράτη, ακόμη και ιδιώτες, που γνωρίζουν τα γεγονότα ή τα επιστημονικά ζητήματα, χωρίς οι ίδιοι να είναι διάδικοι ή παρεμβαίνοντες.
-----------------------------
[1] Οι αποικίες που ανήκαν στον βασιλιά ήταν η Νέα Υόρκη, η Καρολίνα, η Τζόρτζια και η Μασαχουσέτη (η Βιρτζίνια πέρασε στην ιδιοκτησία του στέμματος μετά την χρεοκοπία της εταιρείας Virginia Company)· το Κονέκτικατ και το Ρόουντ Άιλαντ ήταν εταιρικές αποικίες γεγονός που τις καθιστούσε δυνητικά πιο ανεξάρτητες· οι ιδιόκτητες αποικίες όπου ο βασιλιάς παραχωρούσε την ιδιοκτησία σε ιδιώτες ήταν η Πενσυλβάνια των κουάκερων και το Μέριλαντ των καθολικών.
[2] Μασαχουσέτη, Νιου Χάμσαϊρ, Κονέκτικατ, Ρόουντ Άιλαντ, Ντέλαγουερ.
[3] Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσεϊ, Πενσυλβάνια.
[4] Βιρτζίνια, Μέριλαντ, Τζόρτζια, Βόρεια και Νότια Καρολίνα.
[5] Δασμοί επί της ζάχαρης και άλλων εισαγόμενων αγαθών με σκοπό την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
[6] Ο νόμος απαιτούσε να φέρουν χαρτόσημο τα έντυπα υλικά όπως εφημερίδες, νομικά έγγραφα κτλ..
[7] Σύμφωνα με το οποίο μόνο η αποικιακή συνέλευση είχε την εξουσία να φορολογεί τους κατοίκους της Βιρτζίνιας.
[8] Φόροι επί εισαγόμενων αγαθών όπως γυαλί, χαρτί, χρώματα.
[9] Το γεγονός δεν πήρε το όνομά του από την κλίμακα της τραγωδίας –ο αριθμός των νεκρών ήταν πέντε– αλλά από την αποικιακή προπαγανδιστική μηχανή που λειτούργησε άμεσα με μεγάλη δεξιοτεχνία.
[10] Ο νόμος αποσκοπούσε στη διάσωση της χρεοκοπημένης Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και στην πραγματικότητα μείωσε την τιμή του τσαγιού. Ωστόσο οι άποικοι τον ερμήνευσαν ως μια απειλητική απόπειρα δημιουργίας μονοπωλίου και επιβολής φόρου στις τσαγιέρες τους.
[11] Η Βοστώνη αντέδρασε με μια θεατρική επίδειξη αγανάκτησης όταν άνδρες μεταμφιεσμένοι ως Μοϊκανοί ιθαγενείς πέταξαν στη θάλασσα ολόκληρο το φορτίο τσαγιού τριών πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Το Κοινοβούλιο απάντησε θεσπίζοντας τους αποκαλούμενους «Δυσβάσταχτους» Νόμους οι οποίοι επέβαλλαν το κλείσιμο του λιμανιού της Βοστώνης, της αλλαγή της κυβέρνησης της Μασαχουσέτης και έδιναν την δυνατότητα σε βασιλικούς αξιωματούχους που κατηγορούνταν για εγκλήματα να δικάζονται αλλού.
[12] Η εξέγερση αγροτών στη Μασαχουσέτη λόγω οικονομικών δυσχερειών, αφενός και, αφετέρου, η απειλή ανταρσίας απλήρωτων αξιωματικών του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
[13] Ο όρος ήταν μια στρατηγικά επιλεγμένη επωνυμία που μετρίαζε το ισχυρό εθνικιστικό πρόγραμμα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για την επικύρωση του Συντάγματος. Αυτή η ρητορική κίνηση επέτρεψε στους φεντεραλιστές να ορίσουν το πολιτικό κέντρο αποφεύγοντας τον αντιδημοφιλή όρο «εθνικός».
[14] Βλ. Alexander Hamilton, The Federalist No. 1, No. 70, No. 78 και Thomas Jefferson, Letter to William Charles Jarvis (1820); First Inaugural Address (1801).
[1] Οι αποικίες που ανήκαν στον βασιλιά ήταν η Νέα Υόρκη, η Καρολίνα, η Τζόρτζια και η Μασαχουσέτη (η Βιρτζίνια πέρασε στην ιδιοκτησία του στέμματος μετά την χρεοκοπία της εταιρείας Virginia Company)· το Κονέκτικατ και το Ρόουντ Άιλαντ ήταν εταιρικές αποικίες γεγονός που τις καθιστούσε δυνητικά πιο ανεξάρτητες· οι ιδιόκτητες αποικίες όπου ο βασιλιάς παραχωρούσε την ιδιοκτησία σε ιδιώτες ήταν η Πενσυλβάνια των κουάκερων και το Μέριλαντ των καθολικών.
[2] Μασαχουσέτη, Νιου Χάμσαϊρ, Κονέκτικατ, Ρόουντ Άιλαντ, Ντέλαγουερ.
[3] Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσεϊ, Πενσυλβάνια.
[4] Βιρτζίνια, Μέριλαντ, Τζόρτζια, Βόρεια και Νότια Καρολίνα.
[5] Δασμοί επί της ζάχαρης και άλλων εισαγόμενων αγαθών με σκοπό την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
[6] Ο νόμος απαιτούσε να φέρουν χαρτόσημο τα έντυπα υλικά όπως εφημερίδες, νομικά έγγραφα κτλ..
[7] Σύμφωνα με το οποίο μόνο η αποικιακή συνέλευση είχε την εξουσία να φορολογεί τους κατοίκους της Βιρτζίνιας.
[8] Φόροι επί εισαγόμενων αγαθών όπως γυαλί, χαρτί, χρώματα.
[9] Το γεγονός δεν πήρε το όνομά του από την κλίμακα της τραγωδίας –ο αριθμός των νεκρών ήταν πέντε– αλλά από την αποικιακή προπαγανδιστική μηχανή που λειτούργησε άμεσα με μεγάλη δεξιοτεχνία.
[10] Ο νόμος αποσκοπούσε στη διάσωση της χρεοκοπημένης Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και στην πραγματικότητα μείωσε την τιμή του τσαγιού. Ωστόσο οι άποικοι τον ερμήνευσαν ως μια απειλητική απόπειρα δημιουργίας μονοπωλίου και επιβολής φόρου στις τσαγιέρες τους.
[11] Η Βοστώνη αντέδρασε με μια θεατρική επίδειξη αγανάκτησης όταν άνδρες μεταμφιεσμένοι ως Μοϊκανοί ιθαγενείς πέταξαν στη θάλασσα ολόκληρο το φορτίο τσαγιού τριών πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Το Κοινοβούλιο απάντησε θεσπίζοντας τους αποκαλούμενους «Δυσβάσταχτους» Νόμους οι οποίοι επέβαλλαν το κλείσιμο του λιμανιού της Βοστώνης, της αλλαγή της κυβέρνησης της Μασαχουσέτης και έδιναν την δυνατότητα σε βασιλικούς αξιωματούχους που κατηγορούνταν για εγκλήματα να δικάζονται αλλού.
[12] Η εξέγερση αγροτών στη Μασαχουσέτη λόγω οικονομικών δυσχερειών, αφενός και, αφετέρου, η απειλή ανταρσίας απλήρωτων αξιωματικών του Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
[13] Ο όρος ήταν μια στρατηγικά επιλεγμένη επωνυμία που μετρίαζε το ισχυρό εθνικιστικό πρόγραμμα κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για την επικύρωση του Συντάγματος. Αυτή η ρητορική κίνηση επέτρεψε στους φεντεραλιστές να ορίσουν το πολιτικό κέντρο αποφεύγοντας τον αντιδημοφιλή όρο «εθνικός».
[14] Βλ. Alexander Hamilton, The Federalist No. 1, No. 70, No. 78 και Thomas Jefferson, Letter to William Charles Jarvis (1820); First Inaugural Address (1801).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου