Ο Καρυωτάκης σε αυτό το τελευταίο πεζό του έγραψε την παραπάνω φράση έχοντας ήδη αποφασίσει μέσα του να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο. Ίσως σαν μια post mortem προβολή της δικής του απάντησης στον κόσμο που δεν τον χώρεσε («Εφώναζα στην ερημιά») και «εκδίκησης» για τους δυνάστες της κατσαπλιάδικης γραφειοκρατίας, μέσω ενός βίαιου συλλογικού υποκειμένου, για την ηθική και άλλη ποιότητα του οποίου όμως ποτέ δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο τη χαρακτηρίσαμε παράδοξη, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στην ωδή του «Εις Ανδρέαν Κάλβον» καταλήγει:
Κάθαρσις,
Βέβαια. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιότ [: cheviot, μάλλινο ἀγγλικὸ ὕφασμα] –πάφ, πάφ, πάφ, πάφ– «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἰπῶ, «κύριε Ἄλφα».
Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνία, κι ὅταν ἀντίκρυζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θἆχα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτὸς ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα...».
Ἔπρεπε, πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ [: χαρούμενη] ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχτῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν’ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».
Ἀλλὰ πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπείρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ ληστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλῶσσα. Ἡ ψαῦσις [τὸ ἄγγιγμα] τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καὶ μιὰ μέρα, ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση: «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ...».
Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθῇ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.
Κανάγιες!
Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.
Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἑνετικὸ φρούριο [τῆς Πρέβεζας]. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστρες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπῆκα σ’ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημιά. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἧβρε ἡ νύχτα...
Βέβαια. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιότ [: cheviot, μάλλινο ἀγγλικὸ ὕφασμα] –πάφ, πάφ, πάφ, πάφ– «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἰπῶ, «κύριε Ἄλφα».
Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνία, κι ὅταν ἀντίκρυζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θἆχα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτὸς ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα...».
Ἔπρεπε, πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ [: χαρούμενη] ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχτῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν’ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».
Ἀλλὰ πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπείρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ ληστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλῶσσα. Ἡ ψαῦσις [τὸ ἄγγιγμα] τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καὶ μιὰ μέρα, ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση: «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ...».
Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθῇ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.
Κανάγιες!
Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.
Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἑνετικὸ φρούριο [τῆς Πρέβεζας]. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστρες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπῆκα σ’ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημιά. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἧβρε ἡ νύχτα...

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου