Για τις κατοικίες των αρχαίων Ελλήνων, πλουσίων και φτωχών, έχουμε γνώσεις ελιππείς ή ασαφείς ή αντιφατικές. Εντούτοις, πρόκειται για ένα θέμα που κινεί το ενδιαφέρον όχι μόνο του επιστήμονα αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα, αλλά και του κάθε ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί.
Σε γενικές γραμμές, η κατασκευή των σπιτιών γίνεται από φτηνά υλικά και η διάταξή τους είναι απλή και φυσική. Τα δωμάτια έβλεπαν σε εσωτερικές αυλές. Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια μικρή πλακόστρωτη αυλή. Η είσοδος ήταν συνήθως στη βόρεια πλευρά. Λόγω κλίματος, το σπίτι δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος κοινωνικών συναναστροφών. Μόνο κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν τα σπίτια να είναι προσεγμένα, κάτι που ως τότε συνέβαινε μόνο στους μεγάλους ναούς, στα δημόσια κτίρια και στα ανάκτορα.
Από τη γεωμετρική εποχή έχουμε ελάχιστα παραδείγματα, επειδή καταστράφηκαν οι περισσότερες κατασκευές. Μερικές υπάρχουν στο Εμποριό της Χίου και στα Βρουλιά της Ρόδου. Κτίσματα ανεξάρτητα ή σε παράλληλες σειρές συνιστούν μονόχωρα ή δίχωρα σπίτια με πρόδομο, κίονες και παραστάδες, θυμίζοντας μυκηναϊκό μέγαρο, με πρόχειρη όμως κατασκευή. Οι πρώτοι πυρήνες παρουσιάζουν τη βασική δομή που αναφέρεται στον Βιτρούβιο, δηλαδή τον τύπο της προστάδος (προστάς=προθάλαμος: βρισκόταν μπροστά από το κύριο δωμάτιο, τον “οίκο”) και εκείνον της παστάδος.
Από τα αρχαϊκά χρόνια, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού σπιτιού είναι η αυλή ή το αίθριο και η διάταξη των δωματίων με κέντρο και κύρια πηγή φωτισμού και αερισμού αυτόν τον υπαίθριο ή ημιυπαίθριο (όταν είχε στοά) χώρο.
Όπως μαθαίνουμε από τα γραπτά μνημεία, αυτή η τάση ενδοστρέφειας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τότε δομή της ελληνικής οικογένειας, στην κοινωνική θέση της γυναίκας και στην επιθυμία του άνδρα για απόλαυση της ιδιωτικής ζωής: Επιστρέφει στο σπίτι κουρασμένος μετά από την εργασία του στην πόλη και τη συνεχή παρουσία του στον χώρο της αγοράς και σε άλλους ανοιχτούς (και μη) δημόσιους χώρους, τρώει το φαγητό που έχει ετοιμαστεί και μετά κοιμάται. Ο ρόλος των δύο φύλων ήταν με σαφήνεια καθορισμένος. Η γυναίκα, αν δεν έβγαινε έξω για αγορές σχετικές με την οικιακή δραστηριότητα, έμενε στο σπίτι. Οι κοινωνικές δραστηριότητες όπου επιτρεπόταν η παρουσία της ήταν γάμοι ή κηδείες και άλλες συναφείς εκδηλώσεις. Πολλά σπίτια διέθεταν τον ειδικό χώρο των γυναικών, τον γυναικωνίτη, που είχε περισσότερα δωμάτια από τον χώρο των ανδρών, ενώ ο ανδρωνίτης ή ανδρώνας περιοριζόταν σε ένα δωμάτιο με προθάλαμο ή προστάδα. Ο χώρος ήταν ανάλογος με την ώρα παραμονής: Όσο περισσότερο έμενε το άτομο μέσα στο σπίτι, τόσο περισσότερο χώρο χρησιμοποιούσε. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε αυτό ότι η γυναίκα ήταν ευνοημένη επειδή χρησιμοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ούτως ή άλλως, είχε την ευθύνη για ολόκληρο το σπίτι. Η κυρίαρχη παρουσία της συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του σπιτιού με αξιοσημείωτη και μοναδική πρακτική λειτουργικότητα, με εκμετάλλευση των φυσιολογικών παραμέτρων, όπως του φωτισμού, και με εσωτερική ζωή.
Η λειτουργική διάρθρωση του αρχαιοελληνικού σπιτιού δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ένα σύγχρονο σπίτι. Το σπίτι της Ολύνθου με τα πολλά χρώματα δίνει ολοκληρωμένη εικόνα του κλασικού σπιτιού. Εξωτερικά μοιάζει με κλειστό οικοδόμημα, με μοναδικό άνοιγμα μια πόρτα στην ανατολική πλευρά. Μόλις αφήσουμε την είσοδο, μπαίνουμε στον θυρώνα. Αριστερά μας, βρίσκεται ο πιθεών (αποθήκη ή κελάρι) και δεξιά ο ανδρών, με προθάλαμο και κύριο δωμάτιο, που κοσμείται με μωσαϊκό δάπεδο και θρανία. Εδώ δειπνεί ο οικοδεσπότης με τους φίλους του, αφού πια κλείσει η αγορά. Βγαίνοντας από τον θυρώνα, περνάμε στην αυλή, στην οποία υπάρχει ο βωμός των οικιακών θεοτήτων: του Διός Ερκείου ή της Εστίας. Αριστερά, ο υπαίθριος χώρος επεκτείνεται. Δυτικά της αυλής βρίσκεται το οπτάνιο (=κουζίνα) και το λουτρό, ενώ ανοιχτά προς τον Νότο υπάρχουν οι θάλαμοι (τα υπνοδωμάτια), οι οποίοι αναπτύσσονται κατά μήκος της παστάδος.
Οι λειτουργικές αρετές αυτού του σπιτιού εντυπωσιάζουν τον σημερινό μελετητή. Η σύνθεση των χώρων γίνεται με κριτήριο το πρόγραμμα της καθημερινής ζωής. Οι διάφοροι χώροι, και αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό, ομαδοποιούνται σε ζώνες: λειτουργίες της ημέρας (εργασία, επισκέψεις, οικογενειακό εντευκτήριο, γεύματα κ.τλ.) και της νύχτας (επίσημα γεύματα στον ανδρώνα, ανάπαυση και ύπνος στους θαλάμους κ.τλ.) αλλά και σε ζώνες όπου είναι σαφής η κοινωνική διαφοροποίηση των δύο φύλων ως στάση ζωής.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για τον εκδημοκρατισμό του κλασικού σπιτιού με την έννοια της ισομοιρίας (παροχή ίσου εμβαδού στους πολίτες, άρα διατήρηση δημοκρατικής ισότητας). Αυτό το θέμα μελετήθηκε εκτενώς από τους Γερμανούς ερευνητές Χόπφνερ και Σβάντνερ, στο βιβλίο τους “Wohnen in der klassischen Polis – Haus und Stadt im klassischen Griechenland” (=Zώντας στην κλασική πόλη – σπίτι και πόλη στην κλασική Ελλάδα). Η ισομοιρία ήταν ενδεχομένως ο στόχος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε το σπίτι του στρατηγού Μιλτιάδη να μη διαφέρει από εκείνα των μη διασήμων γειτόνων του όπως έγραψε ο Δημοσθένης. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να έχουμε ακριβή στοιχεία για τα σπίτια των “ανδρών επιφανών”, αλλά δυστυχώς διαθέτουμε ελάχιστα. Εκτός από αυτήν την αναφορά για τον Μιλτιάδη, υπάρχει απλή αναφορά στο σπίτι του Αριστείδη και του Αλκιβιάδη, για το οποίο διαθέτουμε και την πληροφορία ότι είχε ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Όμως δεν έχει σωθεί απολύτως τίποτα από τα σπίτια αυτά. Δεν φαίνεται όμως να διήρκεσε πολύ η προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου, αφού βλέπουμε μετά την ισομοιρία των οικοπέδων να γίνονται ακόμη πιο πολυτελείς οι κατοικίες των πλουσίων, μερικοί από τους οποίους ήταν διάσημοι και αναφέρονται και στους πλατωνικούς διαλόγους, όπως ο Κριτίας. Δηλαδή, όπως λέμε σήμερα, γίνονταν “οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι”.
Διαχρονικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού σπιτιού, με απαρχή τον πολιτισμό του Αιγαίου, είναι η εκμετάλλευση των φυσικών παραμέτρων, δηλαδή του εδάφους, του κλίματος και του προσανατολισμού. Αυτή η τακτική μεταφερόταν για πολλά χρόνια ως πρακτική εμπειρία από γενιά σε γενιά. Την πρώτη της θεωρητική διατύπωση αποκτά η συγκεκριμένη τακτική στο έργο “Περί Ανέμων, Υδάτων και Τόπων” του Ιπποκράτη, καθώς και στα έργα του Αριστοτέλη και του Ξενοφώντα.
Στην αναπαράσταση ενός άλλου κλασικού υποδείγματος σπιτιού από τη Μαρώνεια της Θράκης επιβεβαιώνονται αυτές οι προδιαγραφές, που μεταξύ άλλων οδηγούν και στην κατάλληλη κλίση της στέγης σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα μπαίνουν στο σπίτι και το θερμαίνουν, ενώ το καλοκαίρι δεν εισέρχονται στα δώματια και συνεπώς υπάρχει δροσιά. Πρόκειται για τις οικοδομικές προδιαγραφές του περίφημου σπιτιού του Σωκράτη, οι οποίες στηρίζονται στη γνώση των αστρονομικών και μετεωρολογικών φαινομένων, της τροχιάς του ήλιου στις 21 Δεκεμβρίου τον χειμώνα και στις 21 Ιουνίου το καλοκαίρι. Βάσει αυτών των δεδομένων, επιλέγονταν οι θέσεις των οικισμών και ο προσανατολισμός των σπιτιών. Οι έρευνες έδειξαν ότι υπάρχουν αρχαίες ελληνικές πόλεις των οποίων τα ανεμολόγια είχαν ελεγχθεί ώστε να επιλεγούν οι πόλεις αυτές αποκλειστικά ως χώροι οικισμού.
Οι αρχιτεκτονικές αυτές εμπειρίες μένουν αθάνατες. Περίτρανη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι τις συναντάμε και στο Βυζάντιο, στην “Εξάβιβλο” του Αρμενόπουλου, σε ένα σπίτι του 11ου αιώνα μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, στον βυζαντινό και μεσοβυζαντινό οικισμό στη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής, ακόμη μέχρι και το 1847 μ.Χ., όταν ο Γεώργιος Γαζής μιλάει πολύ απλά για τις αρχές των κλασικών Ελλήνων περί υγείας και ευημερίας του σπιτιού, χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ γραπτά μνημεία της κλασικής αρχαιότητας. Σχεδόν μοιάζουν να ξαναζούν οι άνθρωποι στα αρχαία σπίτια σε αυτές τις αναφορές. Εδώ εντοπίζεται και η προσφορά του Ιππόδαμου Μιλήσιου στην αρχαιότητα: όχι στην εισαγωγή του καννάβου, που ήταν ήδη γνωστός, αλλά στη συστηματοποίηση και στη μεταφορά των φυσικών παραμέτρων του οικείν, από τη θεωρία στην πολεοδομική πράξη. Εξάλλου, οι λεξικογράφοι Ησύχιος και Φώτιος ονομάζουν τον Ιππόδαμο μετεωρολόγο και όχι αρχιτέκτονα, διότι ασχολείται με την επίδραση των μετεωρολογικών φαινομένων στην υγιεινή των σπιτιών.
Αθήναι
Οι πρώτοι άνθρωποι έφτασαν στην Αθήνα κατά το τέλος των νεολιθικών χρόνων, μεταξύ 4500 και 4000 π.Χ. Τα διάσπαρτα ίχνη τους μαρτυρούν ότι διάλεξαν για μόνιμη εγκατάστασή τους την περιοχή του βράχου της Ακρόπολης. Στην αρχή, πιθανότατα δεν θέλησαν να κατοικήσουν στην κορυφή, αλλά γνωρίζουμε από ανασκαφές ότι είχαν διασκορπιστεί στη νότια και στη βόρεια κλιτύ του βράχου. Κατά καιρούς, ίσως να εγκαταστάθηκαν μερικοί και στα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικό στοιχείο προκειμένου για την ίδρυση οικισμού, αντλούνταν από τα 21 ρηχά πηγάδια βάθους τριών έως τεσσάρων μέτρων που είχαν ανοίξει στη βορειοδυτική πλευρά του βράχου, εκεί που αργότερα υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα.
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερά θεμελιωμένη βάση, ενώ οι τοίχοι και οι στέγες ήταν κατασκευασμένα από κλαδιά δέντρων αλειμμένα με λάσπη. Στο μοναδικό δωμάτιό τους, υπήρχε η εστία, που ζέσταινε τον χώρο και χρησίμευε στο μαγείρεμα του φαγητού.
Άλλη ομάδα ανθρώπων εγκαταστάθηκε στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, ο οποίος αργότερα ισοπεδώθηκε, για να χτιστεί επάνω του ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από τα σπίτια αυτά δεν σώθηκε τίποτε απολύτως διότι κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση, αλλά η μορφή και η θέση του λόφου αναδεικνύουν την ιδανική τοποθεσία για την ίδρυση οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποτάμι και πεδινή έκταση στην περιφέρεια της τοποθεσίας με εύφορο χώμα που προοριζόταν για καλλιέργεια. Ανατολικά, ο λόφος του Ολυμπιείου είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε, διότι ένας του κάτοικος βρέθηκε θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής. Ο τάφος αυτός κι άλλος ένας στον Κεραμεικό, το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας, φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματα ότι οι κάτοικοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους κυκλαδικούς οικισμούς της υπόλοιπης Αττικής και ότι ακολουθούσαν πολλά δικά τους έθιμα.
Από τα λίγα αυτά ευρήματα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού Κόλπου, της Αίγινας και της Κέας. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις των πρώτων αυτών Αθηναίων με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Η πρώτη εποχή του χαλκού, δηλαδή από το 3200 ως το 2000 π.Χ., βρίσκει τους κατοίκους να είναι ακόμη έντονα επηρεασμένοι από τον νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό παραμένουν κλεισμένοι στον οικισμό τους αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με ολόκληρη πλέον την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες. Εννοείται πάλι, ότι ούτε από εκείνα τα σπίτια έχουν σωθεί ίχνη, αλλά τα κεραμεικά της εποχής μαρτυρούν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να κατοικούν στις παλιές θέσεις που είχαν επιλέξει, ενώ άλλοι διαμένουν και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο. Στην αρχαία αγορά υπήρχε ένα μονοπάτι με διεύθυνση προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος. Το μονοπάτι αυτό έγινε αργότερα δρόμος.
Μετά τα ελάχιστα και φτωχά αυτά κατάλοιπα κατοικιών, εντύπωση προκαλεί ο εμφανώς μεγαλύτερος αριθμός των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου, δηλαδή από το 2000 ως το 1600 π.Χ. Τα σπίτια, τα πηγάδια, οι εστίες, οι αποθέτες, οι τάφοι και τα κεραμεικά είναι όλα ευρήματα κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Βόρεια του Ερεχθείου ανακαλύφθηκε στρώμα κατοίκησης.
Στη νότια κλιτύ, σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο αποθέτες, ταφή σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμένους, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο απλοί τάφοι, και χαμηλότερα (προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου) ένας μεγάλος τάφος και δύο μικρότεροι. Παντού βρέθηκαν κεραμεικά, όχι μόνο εκεί, αλλά και στο Ολυμπιείο και στους πρόποδες του Αρείου Πάγου (εκεί βρέθηκαν και δύο αποθέτες που ήταν κατά τα φαινόμενα τμήμα μεγάλης κατοικίας).
Σε κανέναν οικισμό δεν κατοικούν οι άνθρωποι κλεισμένοι στον τόπο τους, αλλά αναπτύσσουν εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής την έκταση των επικοινωνιών τους.
Στα υστεροελλαδικά χρόνια στην Αθήνα, δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά έθιμα κατοίκησης, έστω αυτά τα λίγα που γνωρίζουμε, παρά την πολιτισμική αλλαγή. Επικρατούν ίδιες μορφές διάκοσμου με τα μυκηναϊκά σπίτια, για τα οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν σαφώς περισσότερες πληροφορίες. Οι κάτοικοι της υστεροελλαδικής Αθήνας μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη στην κουζίνα (και όχι μόνο) και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα και την Κρήτη, που τώρα ακριβώς αρχίζει να στέλνει μερικά προϊόντα της στην Αθήνα. Η έκταση του οικισμού δεν είναι σαφώς καθορισμένη, τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι άρχισαν να χτίζονται σπίτια και μακρύτερα, δηλαδή οι κάτοικοι δεν δημιουργούσαν μόνο ένα συγκρότημα κατοικιών, αλλά περισσότερα. Ο οικισμός, του οποίου τα περισσότερα ίχνη βρίσκονται γύρω από τη στοά του Αττάλου, γενικά παρουσιάζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη, ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία. Όμως η κατοπινή επέκταση του οικισμού δηλώνει ότι ο οικισμός είχε πάψει πια να είναι ενιαίος και συνεχής, επειδή το διαρκώς αυξανόμενο μέγεθός του ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Για να προσεγγίζουμε πιο σωστά την πραγματικότητα, θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή “κατά κώμας”, όπως θα έγραφε και ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα στα δυτικά της Ακρόπολης, άλλα στα ανατολικά του Μουσείου, άλλα κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπιείο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι υπήρχε ποιοτική αντιστοιχία στον τρόπο οικοδόμησης των κατοικιών.
Εδώ κρίνουμε απαραίτητη μια ενδιαφέρουσα σημείωση ιστορικής αξίας: η “κατά κώμας” οργάνωση του πληθυσμού οδηγεί στον συλλογισμό ότι η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ήναι, είναι πολύ πιο παλιά από τα ιστορικά χρόνια και εκφράζει πληθυντικό αριθμό. Ίσως ο πληθυντικός αναφέρεται σε αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που στο σύνολό τους απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι. Η διαίρεση διατηρείται και στα ιστορικά χρόνια και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν για τη θέση παλιότερα ονόματα όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Δημιουργούνται νέοι οικισμοί. Οι Αθηναίοι μετακινήθηκαν προς τις παραθαλάσσιες περιοχές. Οι οικισμοί που ίδρυσαν εκεί, τα σημερινά Αλυκή Βούλας, Βάρκιζα, Φάληρο, ευημερούν. Στα παλιά σπίτια έμεναν οι πιο συντηρητικοί και εξακολούθησαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό. Αραιά και σπάνια είναι τα εισαγόμενα από τη μακρινή γη Χαναάν προϊόντα, αλλά οι σχέσεις με την Κρήτη πολύ πιο τακτικές. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα με την Κρήτη και τον Μινώταυρο ειδικότερα, όμως δεν υπάρχει ουσιαστική μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το βόρειο τμήμα της Αθήνας, το οποίο έχει εύκολη πρόσβαση στην Ακρόπολη, χρησιμοποιείται εντονότερα. Οι κάτοικοι κυκλοφορούν στο μονοπάτι που αργότερα γνωρίζουμε ως Περίπατο.
Οι Κρητικοί είχαν χάσει για πολλά χρόνια κάθε μνήμη νομαδικού κράτους και της κυκλικής νομαδικής καλύβας που ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος κατοικιών τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα ευρήματα που υπάρχουν στη διάθεσή μας: εάν όμως υποθέσουμε ότι οι λίγοι κυκλικοί τύμβοι, που χρονολογούνται από το 2700 ως το 2000 π.Χ., απηχούν τις παραδόσεις του θρησκευτικού συντηρητισμού, τότε μόνο θα μπορέσουμε να υποθέσουμε ότι τελικά δεν είχε χαθεί απόλυτα η νομαδική ζωή. Παρ’ όλο που είναι κάπως αποσυντεθειμένα, τα ευρήματα της Κνωσού δείχνουν ότι η αρχική μορφή των κατοικιών ήταν κυκλική και υπήρχε περίφραξη από βέργες που είχαν χρωματικά επιχρίσματα. Αλλά αυτό είναι απλώς μια εικασία που γίνεται επειδή οι μελέτες έχουν καταδείξει ότι η κατάσταση στην Κρήτη έμοιαζε με αυτήν της Αιγύπτου. Τα σπίτια εκεί ήταν κατά τα φαινόμενα κυκλικά, αλλά πολύ καιρό πριν από τις δυναστείες, δηλαδή γύρω στο 4700 π.Χ., οπότε και τα σχέδια με καμπύλες άρχισαν να εγκαταλείπονται και γίνεται εμφανής η προτίμηση προς το τετραγωνικό σπίτι: Άλλωστε, τα σπίτια στην Κρήτη είχαν ήδη αρχίσει να κατασκευάζονται με βάση σχεδίου το τετράγωνο.
Κατά τη μετάβαση από την Προνεολιθική εποχή στην Πρωτομινωική Περίοδο 1 ή Προανακτορική Περίοδο δεν έχουμε να σημειώσουμε σημαντικές μεταβολές στην Κρήτη. Για παράδειγμα, μια τυπική μορφή σπιτιού αποτελούνταν από δύο δωμάτια: ένα είδος αίθουσας υποδοχής, που έβλεπε έξω κι ένα εσωτερικό υπνοδωμάτιο, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από τα ελάχιστα ίχνη κατοικιών. Εξάλλου, οι σπηλιές ακόμη εξακολουθούσαν να χρησιμεύουν ως κατοικίες.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 2 συνεχίζεται η σπανιότητα των ευρημάτων, με μοναδικό άξιο λόγου εύρημα το σπίτι ανατολικά του χωριού Βασιλική στο Λασίθι της Ανατολικής Κρήτης. Η ανασκαφή του έγινε από Αμερικανούς. Βρίσκεται στην κορυφή ελαιόφυτου λόφου.
Στην Πρωτομινωική Περίοδο 3 δεν έχουμε τίποτα ουσιαστικότερο να επισημάνουμε, εκτός από ευρήματα καλυβών ευτελέστερου υλικού. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι.
Ασφαλώς θα υπήρχαν και άλλοι τύποι κατοικιών, όπως αυτή της Μαγκασάς, της οποίας η μορφή είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Αυτή η μορφή έχει διατηρηθεί σε οστεοφυλάκια στο ανατολικό Παλαίκαστρο ή στη νησίδα Μόχλο.
Καθώς ο πολιτισμός εξελισσόταν, και συγκεκριμένα κατά τη μετάβαση από την Πρωτομινωική στη Μεσομινωική Περίοδο, μερικοί αρχαιολόγοι υπέθεσαν ότι μια διείσδυση νέων φύλων ήταν το αίτιο απότομης ανέλιξης και ωριμότητας των εικαστικών τεχνών. Η Κρήτη ακτινοβολεί ως την Αίγυπτο, ενώ μειώνεται η επαφή με την Ανατολή.
Τα σπίτια άρχισαν να περιλαμβάνουν επιπρόσθετα δωμάτια, τα οποία και επεκτείνονταν σε μεγαλύτερης έκτασης χώρους, αρχίζοντας να θυμίζουν το συνονθύλευμα παρατιθέμενων χώρων που συνέθεταν τον λαβύρινθο του Μινώταυρου (επί παραδείγματι, η αγροτική έπαυλη στο Βαθύπετρο). Καθώς με τέτοια περίπλοκα σχέδια ήταν αδύνατον να μπαίνει στο σπίτι φυσικό φως από παντού, χρησιμοποιήθηκαν οι κεντρικές αυλές και επιπρόσθετες πηγές φωτός. Η σχετική τάση ήταν να κατασκευάζονται πλατιές αλλά όχι βαθιές μονάδες χώρου με δύο ή περισσότερες πόρτες. Στα πιο απαιτητικά σπίτια (παραδείγματα πλούσιων σπιτιών ανιχνεύονται στα Γουρνιά ή στο Παλαίκαστρο) ακόμη και το 2000 π.Χ. ξύλινοι κίονες επέτρεπαν τη διάνοιξη δωματίων με μεγαλύτερο βάθος σε όλους του ορόφους εκτός από το ισόγειο. Είναι αυτονόητο ότι αυτές οι περιπεπλεγμένες και ακανόνιστες διατάξεις μπορούσαν να εφαρμοστούν επειδή οι στέγες ήταν επίπεδες. Μερικά από αυτά τα σπίτια διέθεταν και εσωτερικά κλιμακοστάσια. Στις πόλεις, όπου οι χώροι ήταν κάπως πιο περιορισμένοι, τα σπίτια ήταν ισοϋψή. Τα πλακίδια από φαγεντιανή που βρέθηκαν στην Κνωσό ανήκουν σε σπίτια διώροφα ή ακόμη και τριώροφα, με επίπεδο δώμα, χτισμένα πριν από το 1700 π.Χ. που έγινε η μεγάλη καταστροφή. Τα ισόγεια ήταν άδεια και διέθεταν μία ή δύο πόρτες συμμετρικά τοποθετημένες. Παράθυρα είχαν όλοι οι όροφοι εκτός από το ισόγειο. Εκτός από την Κρήτη, τέτοια σπίτια, με τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, έχουν βρεθεί στην Κόρινθο, στον Ορχομενό, στην Ολυμπία, στο Λιανοκλάδι, στο Ναύπλιο, στα Σπάτα, στην Αθήνα κοντά στον Άρειο Πάγο και κοντά στην Αρχαία Αγορά, καθώς και στη Μυτιλήνη, στη Μήλο, στην Πάρο και στην Αμοργό.
Για την Κνωσό, καθώς και τη Φαιστό και τα Μάλια, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρχαν κοντά στα ανάκτορα επαύλεις οι οποίες ήταν εξαρτημένες από τον ανακτορικό πυρήνα και χρησίμευαν ως κατοικίες των προσώπων που είχαν υπηρεσία στα ανάκτορα ή ήταν ανώτεροι στρατιωτικοί, ιερείς ή διοικητικοί υπάλληλοι. Για τα σπίτια κοντά στα Μάλια έχουμε σχέδια, τα οποία είναι μάλλον φανταστικά.
Άλλες αγρεπαύλεις ή κατοικίες πλουσίων, που αποτελούσαν το διοικητικό σώμα της μινωικής κοινωνίας, βρίσκονται κατά κανόνα μόνο στην ύπαιθρο. Μερικές από αυτές είναι πολύ αξιόλογες.
Η έπαυλη που ανέδειξαν οι ανασκαφές ανατολικά του Ηρακλείου, όχι μακριά από την πόλη, στην Αμνισό, φαίνεται ότι βρισκόταν σε σπουδαίο σημείο, επειδή εκεί κοντά θα πρέπει να υπήρχε ολόκληρη πόλη. Αυτός ο ισχυρισμός είναι μάλλον σωστός, διότι η Αμνισός ήταν το επίνειο της Κνωσού, στις εκβολές του Καιράτου ποταμού. Προχωρώντας από την είσοδο προς το εσωτερικό σε έναν διάδρομο σε σχήμα S, μπαίνουμε σε έναν μικρό χώρο που θα ήταν θυρωρείο ή φυλάκιο. Δίπλα στο δωμάτιο αυτό ήταν το μαγειρείο. Βγαίνοντας από εκεί στις πλακόστρωτες αυλές, μπαίνουμε στον κύριο χώρο του σπιτιού μέσω του πολυθύρου. Το πολύθυρο είναι χαρακτηριστικό σημείο της μινωικής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από την παράπλευρη παράθεση ίσων ανοιγμάτων, χωριζομένων με ιδιότυπη κάτοψη πεσσών, μορφής διπλού Τ. Με το πολύθυρο επιτυγχάνεται ο φωτισμός και ο αερισμός του εσωτερικού. Στο κοίλωμα των πεσσών αναδιπλώνονται τα φύλλα της πόρτας, που μπορούν να κλείσουν κατά περιστάσεις, π.χ. όταν έχει κρύο. Υπήρχαν κι άλλοι χώροι προς δυσμάς του εξετασθέντος τμήματος, οι οποίοι θα ήταν ποικίλων χρήσεων.
Η έπαυλη που ανέδειξαν οι ανασκαφές ανατολικά του Ηρακλείου, όχι μακριά από την πόλη, στην Αμνισό, φαίνεται ότι βρισκόταν σε σπουδαίο σημείο, επειδή εκεί κοντά θα πρέπει να υπήρχε ολόκληρη πόλη. Αυτός ο ισχυρισμός είναι μάλλον σωστός, διότι η Αμνισός ήταν το επίνειο της Κνωσού, στις εκβολές του Καιράτου ποταμού. Προχωρώντας από την είσοδο προς το εσωτερικό σε έναν διάδρομο σε σχήμα S, μπαίνουμε σε έναν μικρό χώρο που θα ήταν θυρωρείο ή φυλάκιο. Δίπλα στο δωμάτιο αυτό ήταν το μαγειρείο. Βγαίνοντας από εκεί στις πλακόστρωτες αυλές, μπαίνουμε στον κύριο χώρο του σπιτιού μέσω του πολυθύρου. Το πολύθυρο είναι χαρακτηριστικό σημείο της μινωικής αρχιτεκτονικής. Αποτελείται από την παράπλευρη παράθεση ίσων ανοιγμάτων, χωριζομένων με ιδιότυπη κάτοψη πεσσών, μορφής διπλού Τ. Με το πολύθυρο επιτυγχάνεται ο φωτισμός και ο αερισμός του εσωτερικού. Στο κοίλωμα των πεσσών αναδιπλώνονται τα φύλλα της πόρτας, που μπορούν να κλείσουν κατά περιστάσεις, π.χ. όταν έχει κρύο. Υπήρχαν κι άλλοι χώροι προς δυσμάς του εξετασθέντος τμήματος, οι οποίοι θα ήταν ποικίλων χρήσεων.
Μία άλλη τέτοια έπαυλη βρίσκεται στη θέση Νίρου Χάνι ή Κοκκίνη Χάνι, αλλιώς Αρμυλίδες, προς τα ανατολικά, σχεδόν επί της εθηνικής οδού προς τον Άγιο Νικόλαο. Πολύ νωρίς ο Κρητικός αρχιτέκτονας αντιλήφθηκε ότι η εφαρμογή της ορθής γωνίας είχε σοβαρά πλεονεκτήματα έναντι κάθε άλλης, γιατί οι χώροι έπαυαν να έχουν μορφολογικές ασάφειες. Αυτό αναμφίβολα προέρχεται από την έμφυτη στον άνθρωπο ύπαρξη της έννοιας της γεωμετρίας. Η ευθύγραμμη τοιχοποιία εκτελείται σύντομα και με μεγάλη ευχέρεια. Απόκλιση από την ευθεία δικαιολογείται όταν αδήριτες τοπογραφικές ανάγκες την επιβάλλουν. Το φαινόμενο της απόκλισης είναι σύνηθες και πασιφανές στις λαϊκές κατασκευές της περιοχής, αλλά και σε περιόδους τέχνης όπου η τήρηση απόλυτης κανονικότητας δεν υπερέβαινε ορισμένα χαμηλά και πολύ ελαστικά όρια, σύμφωνα με άλλες γενικότερες και βαθύτερης σημασίας κοσμοθεωρίες. Έτσι, στο Νίρου Χάνι επαναλαμβάνονται αυτά τα στοιχεία, οι κλίμακες, οι χώροι υποδοχής, οι αποθήκες με τους πίθους κ.λπ., σε μια φαινομενική αταξία. Σε ένα από τα δωμάτια υπάρχει ένα χτιστό θρανίο. Σε δωμάτια ιδιαίτερης σημασίας, το δάπεδο γίνεται πλουσιότερο, αποτελούμενο από πλακόστρωση γυψολίθων. Τα σχέδια είναι απλά γεωμετρικά και η διακοσμητική των υλικών διαφοροποιείται. Σε άλλο χώρο, ορθομαρμάρωση καλύπτει την κοινή λιθοδομή. Η γενική κατασκευή των τοίχων είναι απο αργολιθοδομή που καλύπτεται από κονίαμα.
Κλείνοντας, αναφερόμαστε στο συγκρότημα κατοικιών της Τυλίσου, μινωικής πόλης δυτικά του Ηρακλείου. Οι χώροι παρατίθενται και δεν συντίθενται. Καθένας συγκολλάται στον προηγούμενο χωρίς έλλογη λειτουργικότητα. Ως ένα σημείο, η παραθετική συνάρτηση προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στη μελέτη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα, με νοοτροπία επίλυσής τους προσεγγίζουσα τη μινωική. Ιδιαίτερα, παρατηρούμε ότι στο εσωτερικό των σπιτιών της Τυλίσου διατάσσονται κατά τις ανάγκες οι αυλές ή οι φωταγωγοί, παρέχοντας το απαραίτητο φως και τον αέρα στους πολύ σημαντικούς παράπλευρους χώρους, τα λεγόμενα κατά πρωθύστερο σχήμα στον Όμηρο “μέγαρα”, δηλαδή τις αίθουσες όπου διέμενε ο κύριος του σπιτιού και τις αίθουσες επισκέψεων. Απαραίτητοι χώροι ήταν οι αποθήκες. Βορειοανατολικά, υπήρχε μια κυκλική δεξαμενή που συνέλεγε όμβρια ύδατα, καθώς και τα ύδατα που μεταφέρονταν από τα υδραγωγεία και από την πηγή του Αγίου Μάμαντος, όπως την ξέρουμε σήμερα. Οι πλακοστρώσεις των διαδρόμων και των αυλών ήταν από ψηφιδωτό με ευρείς αρμούς, φτιαγμένο με κόκκινο γύψινο κονίαμα.
Μυκήνες
Πιθανότατα μια εισβολή από την κεντρική ελλαδική περιοχή ήταν η αιτία που ώθησε στην κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού πριν από το 1400 π.Χ. και τελικά στη μυκηναϊκή επικράτηση, αφού όλο το Αιγαίο περιήλθε στη μυκηναϊκή κυριαρχία. Ο σχεδόν ενιαίος μυκηναϊκός πολιτισμός, πέρα από τις κατά τόπους μορφολογικές διαφοροποιήσεις, επικάλυψε τους προκατόχους του στην Κρήτη και στα υπόλοιπα νησιά. Ύστερα, οι άποικοι τον εισήγαγαν στις ακτές της Μικράς Ασίας και στην Κύπρο. Δυστυχώς, μια καταστροφή το 1260 π.Χ. εσήμανε και το τέλος της ευημερίας. Οι Μυκήνες, παρ’ όλο που υπέστησαν ασυνήθιστα σοβαρές ζημιές, παραμένουν στα ίδια αξιολογικά επίπεδα με άλλες πόλεις που συγκέντρωναν στους κόλπους τους εξουσία.
Η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική των τριών τελευταίων αιώνων της εποχής του χαλκού έχει να παρουσιάσει εξαιρετική αντίθεση με όλα τα άλλα είδη στην κυρίως Ελλάδα και η διαφοροποίηση αυτή την καθιστά μεγαλειώδη.
Τα σπίτια της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 1 και της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου 2, όπως έδειξαν οι σχετικές ανασκαφές, οικοδομήθηκαν με τις ίδιες αρχές όπως τα σπίτια των μεσοελλαδικών χρόνων. Οι φυσικές ανοιχτές τοποθεσίες ήταν αρκετά αναπεπταμένες ώστε να περικλείουν είτε πολλά σπίτια είτε ένα μεγάλο ανάκτορο. Σίγουρα όμως άλλος χώρος προοριζόταν για να περιλαμβάνει τις κατοικίες, άλλος την αγορά, άλλος τις βιοτεχνίες. Κάθε χώρος είχε τον ακριβή προσδιορισμό του.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι το εσωτερικό του σπιτιού των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων είχε μεγάλες επιρροές από τη μινωική αρχιτεκτονική κατοικίας. Κάτι τέτοιο παρατηρήθηκε κυρίως στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 1 και στην Ύστερη Ελλαδική Περίοδο 2, αλλά κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού: μοιάζει δηλαδή η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική να αποτίει φόρο τιμής στον προηγούμενο μεγάλο αυτόν πολιτισμό. Οι καλλιτέχνες θα πρέπει να είχαν έρθει από την Κρήτη μετά την κατάρρευση, για να δημιουργήσουν με μινωική τεχνική, αλλά μυκηναϊκή αισθητική. Το υλικό ήταν συνήθως πλίνθοι που είχαν ξεραθεί στον ήλιο πάνω σε βάση χαλικιών που τα είχαν κολλήσει σε πηλό. Ένα πλαίσιο κάθετων και οριζόντιων δοκών ενίσχυαν τους τοίχους. Για το ισόγειο και για τα δωμάτια που προορίζονταν μόνο για ενδοοικογενειακή χρήση, όχι δηλαδή για επισκέψεις ή επίσημες εκδηλώσεις, η επιφάνεια των τοίχων προστατευόταν με κάποια μονωτική επάλειψη, συνήθως από αργιλλόχωμα ενισχυμένο με άχυρο. Στα επίσημα δωμάτια, χρησιμοποιούσαν άσβεστοκονίαμα και διακοσμούσαν τους τοίχους με τοιχογραφίες. Οπουδήποτε είχε χρησιμοποιηθεί ξύλο, ήταν γυμνό, δηλαδή, χωρίς επιπλέον υλικό για επικάλυψη. Τα δάπεδα ήταν συνήθως από ασβεστοκονίαμα και μερικές φορές ζωγραφισμένα. Τα παράθυρα ήταν μικρά. Οι πόρτες ήταν ξύλινες και δίφυλλες. Ξύλινοι και λίθινοι κίονες υποβάσταζαν τις πάντοτε επίπεδες στέγες. Το λουτρό ήταν από πηλό. Υπήρχαν θρανία στις αίθουσες αναμονής και στους εξώστες, καθώς και μαγκάλια που έκαιγαν ξυλάνθρακα στην κουζίνα ή στην εστία. Η αίθουσα αναμονής και η εστία είναι μάλλον τα αντιπροσωπευτικότερα σημεία του σπιτιού. Τα περισσότερα καλλιτεχνικά χαραστηριστικά βάσει των οποίων έχουν δημιουργηθεί είναι μινωικά. Υπάρχει, εντούτοις, ένα χαρακτηριστικό που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη Συρία ή τη Μικρά Ασία, και αυτό είναι η χρήση τεράστιων ογκόλιθων στα κατώφλια των κύριων διαδρόμων (αν και δείγματα τέτοιου είδους γνωρίζουμε ότι εκτός από τη Συρία και τη Μικρά Ασία έχουν βραθεί και σε περιοχές της Κρήτης όπως τα Μάλια και η Φαιστός). Πάνω στους ογκόλιθους υπήρχαν ξύλινες στρόφιγγες επικαλυμμένες με φύλλα χαλκού. Με τις στρόφιγγες αυτές άνοιγαν οι πόρτες.
Αρκετές πληροφορίες διαθέτουμε και για τα σπίτια της Υστεροελλαδικής Περιόδου 3. Οι φτωχοί εξακολούθησαν να ζουν σε καλύβες με ένα ή δύο δωμάτια, χτισμένα συνήθως με πλίνθους που είχαν ξεραθεί στον ήλιο. Οι ανασκαφές όμως έφεραν στο φως και πολλά μεγαλύτερα σπίτια. Για το χτίσιμό τους, χρησιμοποιούσαν τις ίδιες πλίνθους, που ήταν εύχρηστες και φτηνές. Πάντως, τα μεγαλύτερα σπίτια και οι επαύλεις ανήκαν στους διαδόχους και κληρονόμους των βασιλικών οικογενειών.
Για την παρεμπόδιση της εισροής καπνού από το περιβάλλον μέσα στο σπίτι, υπάρχει η θεωρία ότι τα θολωτά σπίτια με αψίδα θα πρέπει να είχαν έναν κενό χώρο προς την άκρη του θόλου που να κρατούσε τον καπνό προς τα έξω και επομένως να πρστατευόταν τουλάχιστον το ισόγειο.
Η εστία καταλάμβανε κεντρική θέση στο σπίτι και την περιτριγύριζαν κίονες. Οι κίονες προσέδιδαν ιερότητα στον χώρο. Ο διάκοσμος ήταν απόλυτα επηρεασμένος από την κρητική τέχνη. Βέβαια, τα κρητικά σπίτια δεν είχαν εστίες, οι οποίες είναι το σήμα κατατεθέν για κάθε μυκηναϊκό σπίτι.
Ένα άλλο τυπικό χαραστηριστικό αυτών των σπιτιών για το οποίο έχουμε κάποια στοιχεία είναι η αίθουσα αναμονής. Η αίθουσα αυτή ήταν κατασκευή της οποίας η σύλληψη ήταν κυρίως μινωικής ή μικρασιατικής τέχνης. Η πιθανότερη εκδοχή είναι η πρώτη. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι στα περισσότερα σπίτια των χρόνων που ακολούθησαν έπαψε να υπάρχει αυτό το δωμάτιο.
Το “Σπίτι με τις κεκλιμένες διόδους” και το “Νότιο Σπίτι”, όπως ονομάστηκαν δύο συγκεκριμένα σπίτια που ανέδειξαν οι ανασκαφές στις Μυκήνες, πρέπει να ανήκαν σε άτομα της μεσαίας τάξης. Και στα δύο υπήρχε ένα δωμάτιο με πολλά λατρευτικά αντικείμενα. Τα δωμάτια αυτά λειτουργούσαν ως δημόσια ιεροφυλάκια και διέθεταν επίσης βωμό. Εκεί διεξάγονταν και ορισμένες λατρευτικές τελετές. Και τα δύο σπίτια χωρίζονταν σε τέσσερα τμήματα με διασταυρούμενους περίπου στο κέντρο της κατοικίας τοίχους. Ένας ανοιχτός εξώστης καταλάμβανε περίπου τη μισή πρόσοψη κάθε σπιτιού. Υπήρχαν διάδρομοι που κατέληγαν σε πόρτα και στο μπροστινό και στο πίσω του εξώστη, αλλά το δωμάτιο στην πίσω πλευρά ήταν ούτως ή άλλως ασήμαντο, ενώ το μπροστινό μέρος ήταν ένα είδος αίθουσας αναμονής επισκεπτών, σχεδιασμένη με αρχιτεκτονική που προσιδίαζε σε τεχνική μεγάρου. Αυτά τα σχέδια μάλλον ήταν κυκλαδικής προέλευσης, αφού οι Κυκλάδες είχαν προηγουμένως επηρεαστεί από την τέχνη της μινωικής Κρήτης. Σε ένα άλλο σπίτι, το “Σπίτι με τα Είδωλα”, βρέθηκε ένα ακανόνιστα διατεταγμένο ιεροφυλάκιο, το οποίο αναγνωρίστηκε από τη ζωγραφική που το διακοσμούσε και από τα πήλινα γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στον χώρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτού του είδους τα ιεροφυλάκια βρίσκονταν συνήθως στα οχυρωμένα παλάτια των Μυκηνών, σαν ένα επιπλέον μέτρο ισχυροποίησης του άβατου χαρακτήρα των παλατιών, προστασίας της ιερότητας των ναϋδρίων ως αυτόνομων θρησκευτικών χώρων και διασφάλισης της τάξης και της ηρεμίας των ενοίκων.
Ο Όμηρος αποδεικνύει την ιστορική αλήθεια για τα μυκηναϊκά σπίτια
Οι κατοικίες ήταν κατεστραμμένες για εκατό χρόνια, δηλαδή από τον δωδέκατο ως τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να μετακινηθούν στα αναπτύγματα που γνωρίζουμε ως πόλεις-κράτη. Τα ομηρικά έπη διατήρησαν εκπληκτικά ένα διάσπαρτο αρχείο της μυκηναϊκής ζωής. Το αρχείο αυτό είναι εντυπωσιακά ακριβές, ειδικά οι αρχιτεκτονικές περιγραφές, σύμφωνα και με τις πραγματικές επιστημονικές ανακαλύψεις της ιστορίας για την εποχή αυτή. Κατά τα φαινόμενα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Όμηρος ενσωμάτωσε στο έργο του το πληροφοριακό υλικό από τραγούδια των χρόνων ανάμεσα στην εποχή του χαλκού και του σιδήρου, κυρίως πιο κοντά στην πρώτη. Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι οι απτές υλικές αποδείξεις είναι ελάχιστες, αλλά η διασταύρωση των στοιχείων του Ομήρου με αυτά των τραγουδιών και άλλων γραπτών μνημείων της εποχής δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών. Άλλωστε, τα γραπτά μνημεία αποτελούν περίτρανη απόδειξη ιστορικών πραγματικοτήτων. Η λέξη “οίκος” εμφανίζεται στον Όμηρο πρώτη φορά στην Οδύσσεια, και συγκεκριμένα στον 18ο στίχο της ιθ’ ραψωδίας. Σε επιπλώσεις, ο Όμηρος αναφέρει χρήση γυαλισμένου ξύλου. Λέει ότι τα λουτρά βρίσκονταν πάντα στο ισόγειο και οι γυναικωνίτες πάντα σε πάνω όροφο. Οι γυναικωνίτες διέθεταν δική τους εστία. Στο δώμα των σπιτιών άφηναν τα φαγητά για να ζεσταθούν με τον ήλιο. Το πολύτιμο γαλάζιο υλικό που λέει ο Όμηρος ότι ακτινοβολούσε πρέπει να ήταν ένα είδος εφυάλωσης. Το υλικό αυτό έδινε λάμψη στις χαραγμένες παραστάσεις των διαζωμάτων και των ζωφόρων. Οι τοίχοι μερικές φορές καλύπτονταν με χρυσάφι ή ασήμι ή χαλκό: ο ποιητής δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε ότι “λαμποκοπούσαν σαν τον ήλιο και το φεγγάρι”.
Πέρα από την αξιολατρευτη αρχιτεκτονική δομή των αρχαίων Ελλήνων ,όταν κάποιοι ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΙ ζούσαν ακόμα σε σκηνές και τσαντηρια , θα ήθελα να αναφέρω ότι σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στον Τίμαιο, Αιγύπτιοι ιερείς της Ίσιδος αποκάλυψαν στον Σόλωνα που τους επισκέφτηκε ότι σύμφωνα με τα αρχεία τους, υπήρχε πόλη ακμάζουσα με το όνομα «Αθήνα» πριν από το 9600 π.Χ.
ΑπάντησηΔιαγραφή