Τρυφή είναι η πολυτέλεια, η μαλθακότητα, η ζωή χωρίς έγνοιες και σκοτούρες. Με άλλα λόγια ό,τι αρέσει σε όλους μας.
Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο βγαίνει από το ρήμα θρύπτω, που σημαίνει κομματιάζω. Η έκφραση θρύμμα και τρύφος ή θρύμματα και τρύφοι ήταν ισοδύναμη με την δική μας γυαλιά καρφιά. Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα του θρύπτω συγγενεύει ετυμολογικά με το γερμανικό triefen, που έχει την σημασία του στάζω. Όταν στάζω, δίνω την εντύπωση ότι το σύνολο που έχω είναι σπασμένο σε μικρά, μικρά κομματάκια, σε θραύσματα.
Πώς από τα κομμάτια προέκυψε η καλοπέραση, έχει αξία να ακούσουμε. Όταν θραύω, σπάζω, θρυψαλίζω, κομματιάζω, μπορώ να το κάνω κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Δηλαδή, το θρύπτω στα κείμενα είχε την έννοια του διαφθείρω. Επομένως και η τρυφή (από το θρυφή με ανομοίωση) ήταν η διαφθορά που προέρχεται από την ραστώνη, την τεμπελιά την καθημερινότητα χωρίς νόημα και εργασία. Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τις υπερβολικές απολαύσεις, τις άγαν τρυφάς, κακόν παίδευμα, κακή ενασχόληση.
Γρήγορα η λέξη, λοιπόν, συνδέθηκε με την φιληδονία, την αγάπη για τις σαρκικές απολαύσεις και την χλιδή.
Στην οικογένεια της τρυφής βρίσκεται και ο τρυφηλός, ο μαλθακός, φιλήδονος, ηδυπαθής και καλοπερασάκιας. Μια άλλη λέξη για την φιληδονία, την άνεση είναι η τρυφηλότητα.
Σε αυτή την γεμάτη χαρές και πανηγύρια ατμόσφαιρα έρχεται και ο Τρύφων ή όπως τον αποκαλούμε εμείς ο Τρύφωνας. Μόνο που τον αδικούμε, λέγοντας ότι του αρέσουν μόνο οι υλικές απολαύσεις. Γιατί ο Τρύφων ονομάζεται έτσι, επειδή είναι γλυκός και τρυφερός, απαλός με καλούς και ευγενικούς τρόπους.
Στην ίδια οικογένεια με τον Τρύφωνα, συνεπώς, βρίσκεται ο τρυφερός και η τρυφερότητα. Υπήρχε και το τρυφεραίνομαι. Αυτό σήμαινε γίνομαι τρυφερός, κάνω τον ιδιότροπο, κάνω νάζια. Εμείς μιλάμε, επίσης, και για τρυφεράδα και τρυφερούδια.
Υπήρχε φυσικά και το τρυφάω – τρυφώ. Περιέγραφε μια κατάσταση που είχε να κάνει με την πολυτελή ζωή, η οποία όμως οδηγεί τον άνθρωπο ενίοτε στο να συμπεριφέρεται τρυφηλώς ή τρυφηλά θα λέγαμε εμείς οι Νεοέλληνες.
Θα εντρυφήσουμε λίγο στην λέξη, θα ασχοληθούμε διεξοδικά, δηλαδή, πηγαίνοντας λίγο πίσω στα παλαιότερα κείμενά μας:
Ο φιλήδονος λεγόταν τρύφαξ, αυτός που φορούσε μαλακά ρούχα τρυφεραμπέχονος, ο αβροδίαιτος, τρυφερόβιος και τρυφητής.
Ένα είδος βοτάνου, η τρυφερομάννα, φύτρωνε ανάμεσα στις πέτρες και ανέβλυζε ένα λευκό υγρό σαν γάλα.
Και λίγο ακόμη: Τρυφερόχειρ, αυτός που είχε απαλά χέρια, ενώ τρυφερόχρως, εκείνος που είχε απαλό δέρμα.
Κι ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης που σάρκαζε τα ήθη της εποχής έπλαθε καινούργιες λέξεις. Μία από αυτές ήταν η τρυφοκαλάσιρις, ένα ωραίο και απαλό γυναικείο φόρεμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου