Η αποδοχή είναι ένας από τους τρεις βασικότερους πυλώνες της αγάπης.
Όταν δεν μας αποδέχονται στην ολότητά μας, όταν εμείς δεν αποδεχόμαστε τον άλλο όπως είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αγάπη.
Δυστυχώς, αν και θεωρείται δεδομένη η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, και το αντίστροφο δεν είναι πάντα αληθές. Αγαπάμε όπως έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε. Κι αν αυτός ο τρόπος ήταν ελλειμματικός, ή στρεβλώθηκε, το ίδιο θα αναπαράγουμε.
Η έλλειψη αποδοχής του παιδιού από τον γονιό, φαίνεται να είναι, βάση της κλινικής μου εμπειρίας, η πιο σημαντική αιτία ενδογενούς κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή. Μοιάζει σαν ένα κομμάτι του εαυτού να ταυτίζεται με τον απορριπτικό γονιό και να λειτουργεί πάντα εις βάρος της ζωής. Από την άλλη, φαίνεται τα παιδιά που δεν έγιναν αποδεκτά κατά την παιδική ηλικία να επιλέγουν συντρόφους αργότερα οι οποίοι τους απορρίπτουν ή δεν τους δέχονται όπως πραγματικά είναι.
Συνέπεια της μη αποδοχής είναι συνήθως η συμμόρφωση και ο αυτοευνουχισμός-δηλαδή το «κόψιμο» μέσω του μηχανισμού της μόνωσης, των στοιχείων που δεν γίνονται αποδεκτά, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της δυσφορίας, της οποίας σπάνια γίνονται αντιληπτά τα αίτια, και της στενο-χώριας. Η δυσφορία εκφράζεται ήδη από την παιδική ηλικία με διάφορους τρόπους-πχ. Πρόκληση, γκρίνια, κακοτροπία και κορυφώνεται στην εφηβεία με μεγαλύτερη ένταση. Το αίσθημα του πνιξίματος και της πίεσης μπορούν επίσης να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, αφού το παιδί δεν έχει τα λεκτικά εργαλεία ακόμη για να μπορέσει να επεξεργαστεί επαρκώς αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ήρθαν από την οικογένεια για να εγκατασταθούν για πάντα, αν δεν καταφέρει να τα συνειδητοποιήσει και να τα επεξεργαστεί ως ενήλικας.
Μια σχέση αγάπης είναι σαν ένα ευρύχωρο σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να αισθάνεται άνετα αφού είναι ο εαυτός του, τον αποδέχονται, τον κατανοούν, τον εμπιστεύονται και τον σέβονται ως πολύτιμη ύπαρξη.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι ο σύντροφος δεν είναι όπως θα θέλαμε αλλά «μπορεί να αλλάξει με τον καιρό». Τι σημαίνει αυτό αν όχι την επιθυμία, να πετσοκόψει στοιχεία της ταυτότητάς του και να αποκτήσει νέα, αυτά που επιθυμούμε; Φυσικά το ιδανικό δεν υπάρχει στην πράξη παρά μόνο ως ιδέα. Γι αυτό και δεν υπάρχουν ιδανικά παιδιά, ούτε ιδανικοί άλλοι, παρά μόνο στη σφαίρα του φαντασιακού και του παραμυθιού.
Παλιά θεωρούσαν ότι το παιδί είναι μία λευκή σελίδα, tabula rasa, ένα ζυμάρι που πλάθεται και που δεν φέρει τίποτε το ατομικό. Ο Ρουσσό με το έργο του «Αιμίλιος» το 1762, προκάλεσε επανάσταση ανατρέποντας τις παλαιότερες ιδέες. Το παιδί δεν είναι ένας μικρός ενήλικας. Έχει δικές του ανάγκες σύμφωνα με το αναπτυξιακό του στάδιο, τη γονιδιακή ταυτότητα, τον προσωπικό ρυθμό και την προσωπικότητά του.
Η προσδοκία του γονιού εμφανίζεται πριν τη γέννηση του παιδιού. Τότε που το φαντασιώνει και το περιεχόμενο αυτής της φαντασίωσης εμπλέκεται στην παιδαγωγική που θα ακολουθήσει αργότερα. Φυσικά, δεν είναι επιβλαβές να φαντασιώνει κανείς το αγέννητο παιδί του, αλλά και ούτε αποφεύγεται. Από την άλλη, είναι πολύ θετική η φαντασίωση ενός καλού μέλλοντος για το παιδί.
Η επιθυμία του γονιού ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά γίνεται αντιληπτή ακόμη και χωρίς να ειπωθεί. Ήδη από την βρεφική ηλικία τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας. Και ως την εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες.
Η αντίληψη της διαφορετικότητας του παιδιού, ως αυτόνομου ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, είναι δύκολη και προαπαιτεί την ψυχική ωριμότητα του γονιού.
Η μη αποδοχή κλιμακώνεται από την ολοκληρωτική απόρριψη, μέσω της γονεϊκής εγκατάλειψης, ως την άρνηση και μη αποδοχή μέρους του παιδιού. Τέτοια είναι η μη αποδοχή επιλογών του παιδιού τους, όπως ,του συντρόφου, του επαγγέλματος, του τρόπου ζωής, του θρησκεύματος και των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και στοιχείων της προσωπικότητας. Οι γονείς αυτοί συνήθως παρεμβαίνουν κριτικά απέναντι στους φίλους που επιλέγει το παιδί, την επαγγελματική του επιλογή. Συνήθως, του επιβάλλουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να ακολουθήσει δρόμους που δεν ακολούθησαν εκείνοι γιατί κάποιος άλλος, ή η ζωή δεν τους το επέτρεψε. Βλέπουν το παιδί σαν προέκταση του εαυτού τους και ζουν μέσα από τη ζωή του. Δεν διακρίνουν την επιθυμία του, ή την αρνούνται.
Πολλές φορές το παιδί έρχεται στη ζωή πρόωρα και σε κακή εποχή για τους γονείς. Μπορεί να το θέλει μόνο ο ένας από τους δυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μη αποδοχή ξεκινά ήδη από τη σύλληψη. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί που έχουν τέτοια προϊστορία αισθάνονται ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ή ότι η ζωή τους είναι ένα λάθος. Δυσβάσταχτες σκέψεις!
Η ενηλικίωση αυτού του παιδιού θα αργήσει πολύ να έρθει. Γιατί, σε σχέση με ένα άλλο παιδί που το αποδέχονται, θα πρέπει να σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο για να καταλάβει ότι έχει δικαίωμα να αισθάνεται και να επιθυμεί διαφορετικά από τους γονείς του. Θα προσπαθήσει πολλά χρόνια να τους πείσει να αποδεχθούν την ταυτότητά του, στην ουσία ζητώντας την αγάπη τους. Μερικές φορές αυτές οι προσπάθειες δεν σταματούν ποτέ, ως το θάνατο του γονέα.
Οι γονείς από την άλλη, αποδέχονται ευκολότερα ό,τι θεωρούν ως θετικές πλευρές του παιδιού τους και δυσκολότερα τις άλλες, ή τις μειονεξίες του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ζευγάρι επιστημόνων με παιδί 10 χρονών με δυσλεξία, που προτιμούν να τον αποκαλούν «τεμπέλη» πλήττοντας την αυτοεκτίμηση και το ναρκισσισμό του, παρά να δεχθούν ότι το παιδί τους έχει μία νοητική ιδιαιτερότητα και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και λογοθεραπείας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαγενεολογική συνέχεια του επαγγέλματος, που συνήθως είναι κερδοφόρο. Βλέπουμε λοιπόν συχνά γιατρούς ή δικηγόρους πολλών γενεών να κρατούν το ίδιο γραφείο για αιώνες. Το παιδί που θα σπάσει αυτή την αλυσίδα για να ακολουθήσει το δικό του δρόμο δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από (το παράδοξο) αίσθημα ενοχής και προδοσίας απέναντι στη γενιά του. Μόνο αν οι γονείς το αγαπούν πραγματικά μπορούν να το βοηθήσουν να βρει τον δρόμο του-ο οποίος μπορεί ακόμη και να είναι και η συνέχεια της αλυσίδας, αλλά αυτό θα πρέπει να έχει προκύψει από την καθαρή επιθυμία του ίδιου.
Αποδοχή σημαίνει επίσης και την ικανότητα αντίληψης της ιδιαίτερης αναπτυξιακής φάσης του παιδιού. Αυτό σημαίνει, ότι είναι θετικό να του δίνουμε ερεθίσματα, αλλά να μην το πιέζουμε «να φορέσει μεγαλύτερα παπούτσια» από την ηλικία του, δηλαδή να έχει επιτεύγματα μεγαλύτερης ηλικίας. Από την άλλη, μία καθυστέρηση σε έναν αναπτυξιακό τομέα, συνήθως σημαίνει ότι έχει άλλους ρυθμούς, και αν κάπου καθυστερεί σε κάτι άλλο θα υπερτερεί.
Ακόμη και στην περίπτωση σημαντικής νοητικής καθυστέρησης, η καθαρή αντίληψη και αποδοχή του γεγονότος από τον γονιό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εξέλιξη του παιδιού.
Παιδιά που έχουν γίνει αποδεκτά από τους γονείς θα έχουν ευτυχισμένες σχέσεις και θα ξέρουν να αγαπούν, αλλά και να αγαπιούνται.
Όταν δεν μας αποδέχονται στην ολότητά μας, όταν εμείς δεν αποδεχόμαστε τον άλλο όπως είναι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αγάπη.
Δυστυχώς, αν και θεωρείται δεδομένη η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά, και το αντίστροφο δεν είναι πάντα αληθές. Αγαπάμε όπως έχουμε μάθει να αγαπιόμαστε. Κι αν αυτός ο τρόπος ήταν ελλειμματικός, ή στρεβλώθηκε, το ίδιο θα αναπαράγουμε.
Η έλλειψη αποδοχής του παιδιού από τον γονιό, φαίνεται να είναι, βάση της κλινικής μου εμπειρίας, η πιο σημαντική αιτία ενδογενούς κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή. Μοιάζει σαν ένα κομμάτι του εαυτού να ταυτίζεται με τον απορριπτικό γονιό και να λειτουργεί πάντα εις βάρος της ζωής. Από την άλλη, φαίνεται τα παιδιά που δεν έγιναν αποδεκτά κατά την παιδική ηλικία να επιλέγουν συντρόφους αργότερα οι οποίοι τους απορρίπτουν ή δεν τους δέχονται όπως πραγματικά είναι.
Συνέπεια της μη αποδοχής είναι συνήθως η συμμόρφωση και ο αυτοευνουχισμός-δηλαδή το «κόψιμο» μέσω του μηχανισμού της μόνωσης, των στοιχείων που δεν γίνονται αποδεκτά, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση της δυσφορίας, της οποίας σπάνια γίνονται αντιληπτά τα αίτια, και της στενο-χώριας. Η δυσφορία εκφράζεται ήδη από την παιδική ηλικία με διάφορους τρόπους-πχ. Πρόκληση, γκρίνια, κακοτροπία και κορυφώνεται στην εφηβεία με μεγαλύτερη ένταση. Το αίσθημα του πνιξίματος και της πίεσης μπορούν επίσης να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ψυχοσωματικών εκδηλώσεων, αφού το παιδί δεν έχει τα λεκτικά εργαλεία ακόμη για να μπορέσει να επεξεργαστεί επαρκώς αυτά τα συναισθήματα, τα οποία ήρθαν από την οικογένεια για να εγκατασταθούν για πάντα, αν δεν καταφέρει να τα συνειδητοποιήσει και να τα επεξεργαστεί ως ενήλικας.
Μια σχέση αγάπης είναι σαν ένα ευρύχωρο σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί κάποιος να αισθάνεται άνετα αφού είναι ο εαυτός του, τον αποδέχονται, τον κατανοούν, τον εμπιστεύονται και τον σέβονται ως πολύτιμη ύπαρξη.
Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι ο σύντροφος δεν είναι όπως θα θέλαμε αλλά «μπορεί να αλλάξει με τον καιρό». Τι σημαίνει αυτό αν όχι την επιθυμία, να πετσοκόψει στοιχεία της ταυτότητάς του και να αποκτήσει νέα, αυτά που επιθυμούμε; Φυσικά το ιδανικό δεν υπάρχει στην πράξη παρά μόνο ως ιδέα. Γι αυτό και δεν υπάρχουν ιδανικά παιδιά, ούτε ιδανικοί άλλοι, παρά μόνο στη σφαίρα του φαντασιακού και του παραμυθιού.
Παλιά θεωρούσαν ότι το παιδί είναι μία λευκή σελίδα, tabula rasa, ένα ζυμάρι που πλάθεται και που δεν φέρει τίποτε το ατομικό. Ο Ρουσσό με το έργο του «Αιμίλιος» το 1762, προκάλεσε επανάσταση ανατρέποντας τις παλαιότερες ιδέες. Το παιδί δεν είναι ένας μικρός ενήλικας. Έχει δικές του ανάγκες σύμφωνα με το αναπτυξιακό του στάδιο, τη γονιδιακή ταυτότητα, τον προσωπικό ρυθμό και την προσωπικότητά του.
Η προσδοκία του γονιού εμφανίζεται πριν τη γέννηση του παιδιού. Τότε που το φαντασιώνει και το περιεχόμενο αυτής της φαντασίωσης εμπλέκεται στην παιδαγωγική που θα ακολουθήσει αργότερα. Φυσικά, δεν είναι επιβλαβές να φαντασιώνει κανείς το αγέννητο παιδί του, αλλά και ούτε αποφεύγεται. Από την άλλη, είναι πολύ θετική η φαντασίωση ενός καλού μέλλοντος για το παιδί.
Η επιθυμία του γονιού ιδιαίτερα από τα μικρά παιδιά γίνεται αντιληπτή ακόμη και χωρίς να ειπωθεί. Ήδη από την βρεφική ηλικία τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις των γονιών, ιδιαίτερα της μητέρας. Και ως την εφηβεία, τα παιδιά προσπαθούν να ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες.
Η αντίληψη της διαφορετικότητας του παιδιού, ως αυτόνομου ατόμου με τα δικά του χαρακτηριστικά, είναι δύκολη και προαπαιτεί την ψυχική ωριμότητα του γονιού.
Η μη αποδοχή κλιμακώνεται από την ολοκληρωτική απόρριψη, μέσω της γονεϊκής εγκατάλειψης, ως την άρνηση και μη αποδοχή μέρους του παιδιού. Τέτοια είναι η μη αποδοχή επιλογών του παιδιού τους, όπως ,του συντρόφου, του επαγγέλματος, του τρόπου ζωής, του θρησκεύματος και των πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και στοιχείων της προσωπικότητας. Οι γονείς αυτοί συνήθως παρεμβαίνουν κριτικά απέναντι στους φίλους που επιλέγει το παιδί, την επαγγελματική του επιλογή. Συνήθως, του επιβάλλουν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να ακολουθήσει δρόμους που δεν ακολούθησαν εκείνοι γιατί κάποιος άλλος, ή η ζωή δεν τους το επέτρεψε. Βλέπουν το παιδί σαν προέκταση του εαυτού τους και ζουν μέσα από τη ζωή του. Δεν διακρίνουν την επιθυμία του, ή την αρνούνται.
Πολλές φορές το παιδί έρχεται στη ζωή πρόωρα και σε κακή εποχή για τους γονείς. Μπορεί να το θέλει μόνο ο ένας από τους δυο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μη αποδοχή ξεκινά ήδη από τη σύλληψη. Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί που έχουν τέτοια προϊστορία αισθάνονται ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, ή ότι η ζωή τους είναι ένα λάθος. Δυσβάσταχτες σκέψεις!
Η ενηλικίωση αυτού του παιδιού θα αργήσει πολύ να έρθει. Γιατί, σε σχέση με ένα άλλο παιδί που το αποδέχονται, θα πρέπει να σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο για να καταλάβει ότι έχει δικαίωμα να αισθάνεται και να επιθυμεί διαφορετικά από τους γονείς του. Θα προσπαθήσει πολλά χρόνια να τους πείσει να αποδεχθούν την ταυτότητά του, στην ουσία ζητώντας την αγάπη τους. Μερικές φορές αυτές οι προσπάθειες δεν σταματούν ποτέ, ως το θάνατο του γονέα.
Οι γονείς από την άλλη, αποδέχονται ευκολότερα ό,τι θεωρούν ως θετικές πλευρές του παιδιού τους και δυσκολότερα τις άλλες, ή τις μειονεξίες του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ζευγάρι επιστημόνων με παιδί 10 χρονών με δυσλεξία, που προτιμούν να τον αποκαλούν «τεμπέλη» πλήττοντας την αυτοεκτίμηση και το ναρκισσισμό του, παρά να δεχθούν ότι το παιδί τους έχει μία νοητική ιδιαιτερότητα και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης και λογοθεραπείας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαγενεολογική συνέχεια του επαγγέλματος, που συνήθως είναι κερδοφόρο. Βλέπουμε λοιπόν συχνά γιατρούς ή δικηγόρους πολλών γενεών να κρατούν το ίδιο γραφείο για αιώνες. Το παιδί που θα σπάσει αυτή την αλυσίδα για να ακολουθήσει το δικό του δρόμο δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από (το παράδοξο) αίσθημα ενοχής και προδοσίας απέναντι στη γενιά του. Μόνο αν οι γονείς το αγαπούν πραγματικά μπορούν να το βοηθήσουν να βρει τον δρόμο του-ο οποίος μπορεί ακόμη και να είναι και η συνέχεια της αλυσίδας, αλλά αυτό θα πρέπει να έχει προκύψει από την καθαρή επιθυμία του ίδιου.
Αποδοχή σημαίνει επίσης και την ικανότητα αντίληψης της ιδιαίτερης αναπτυξιακής φάσης του παιδιού. Αυτό σημαίνει, ότι είναι θετικό να του δίνουμε ερεθίσματα, αλλά να μην το πιέζουμε «να φορέσει μεγαλύτερα παπούτσια» από την ηλικία του, δηλαδή να έχει επιτεύγματα μεγαλύτερης ηλικίας. Από την άλλη, μία καθυστέρηση σε έναν αναπτυξιακό τομέα, συνήθως σημαίνει ότι έχει άλλους ρυθμούς, και αν κάπου καθυστερεί σε κάτι άλλο θα υπερτερεί.
Ακόμη και στην περίπτωση σημαντικής νοητικής καθυστέρησης, η καθαρή αντίληψη και αποδοχή του γεγονότος από τον γονιό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εξέλιξη του παιδιού.
Παιδιά που έχουν γίνει αποδεκτά από τους γονείς θα έχουν ευτυχισμένες σχέσεις και θα ξέρουν να αγαπούν, αλλά και να αγαπιούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου