2. Επίθετα σε -(σ)ιμος
§ 307. Ανάμεσα στα επίθετα σε -μος αξιοσημείωτα είναι μόνον όσα λήγουν σε -(σ)ιμος· το -ιμος προήλθε από τα κάλλιμος (Όμ.) = καλός, κύδιμος [1] (στο μεθομηρικό έπος) = κυδρός 'φημισμένος', φαίδιμος (Όμ.) = φαιδρός 'φωτεινός' και παρόμοιες περιπτώσεις, όπου το -ι- στο σχηματισμό της λέξης αντιπροσωπεύει ένα επίθημα σε r· πρβ. § 226 σχετικά με το φαιδ(ρ)ύνειν, § 126 σχετικά με τα καλλι- και κυδι- στα σύνθετα.
Από τα ρηματικά αφηρημένα ουσιαστικά σε -σις προέκυψε το -σι-μος: χρήσιμος (κλασ.) από το χρῆσις, θηράσιμος 'που μπορεί να θηρευθεί' (Αισχύλ.) από το θηρᾶν (το θήρασις δεν παραδίδεται· ήταν εύκολο να σχηματιστεί οποιαδήποτε στιγμή, αλλά ήταν περιττό πλάι στο θήρα), φύξιμον 'καταφύγιο' (Όμ.) από το φύξις 'φυγή'. Από κει το -ιμος μεταφέρθηκε και σε άλλα ρηματικά ονόματα, γεγονός που ευνοήθηκε από την παράλειψη στα αττικά του χαρακτήρα ι των αφηρημένων σε -σις (κλίση -εως, -ει, -εις, -εων, -εσι): μάχιμος (κλασ.) από το μάχη, ἐδώδιμος 'φαγώσιμος' (κλασ.) από το ἐδωδή 'φαγητό'· από όχι ρηματικά ονόματα π.χ. αἴσιμος 'πρέπων' (Όμ.) από το αἶσα, νόμιμος 'σύμφωνος με τις συνήθειες, νόμιμος' (κλασ.) από το νόμος.
Ως προς τη σημασία το -(σ)ιμος είναι συνήθως παράλληλο με τα ρηματικά επίθετα σε -τος, καθώς πέρα από την παθητική ιδιότητα δηλώνει και το συμβάν, αν και σπανιότερα: στάσιμος 'αυτός που στέκεται, ακίνητος' (κλασ.) από το στάσις.
§ 308. Την ίδια "παθητική" σημασία έχει το -ιμαῖος, που πάντως δεν ανάγεται σε ουσιαστικά σε -ιμη, αλλά αποτελεί συνδυασμό των -αῖος και -ιμος· στα λίγα παραδείγματα που μαρτυρούνται ήδη στην κλασική εποχή ανήκουν τα ὑποβολιμαῖος από τα ὑποβολή ὑπόβολος, ἐπιστολιμαῖος 'επιστολικός' από το ἐπιστολή.
------------------------
[1] Το κυδάλιμος στον Όμηρο είναι μάλλον συμφυρμός από το *κύδαλος και κύδιμος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου