Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει από το πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι ο πλούτος πρέπει να έχει όρια.
Το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης για το Σωκράτη κρίνεται απαραίτητο στην τάξη των φυλάκων γιατί με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η απόλυτη ενότητα. Από τη στιγμή που οι γυναίκες είναι κοινές για όλους – και κατ’ επέκταση και τα παιδιά, αφού, μ’ αυτό τον τρόπο, κανείς δε θα γνωρίζει ποιος είναι ο δικός του απόγονος – η τάξη των φυλάκων θα μετατρεπόταν σε μια μεγάλη οικογένεια, θα αποκτούσε δηλαδή τόσο ισχυρούς δεσμούς, που θα εξασφάλιζαν την όσο το δυνατό μεγαλύτερη σύμπλευση και αρμονία. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημείο που ξεκινάν οι αντιρρήσεις του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η απόλυτη ενότητα, που επιτυγχάνεται με τέτοιου είδους μεθοδεύσεις, δεν είναι παρά η απαρχή της ομοιομορφίας που θα μετατρέψει την πόλη σε οικία, σηματοδοτώντας αυτομάτως την αναίρεσή της: «Είναι εντούτοις φανερό ότι καθώς η πόλη προχωράει και ενοποιείται όλο και περισσότερο δεν είναι πλέον πόλη. Διότι η πόλη από την ίδια της τη φύση είναι ένα πλήθος ανθρώπων, όταν όμως γίνει μία (ενν. μια συμπαγής ενότητα), τότε από πόλη θα γίνει οικία κι από οικία άτομο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι μία οικία έχει μεγαλύτερη ενότητα από την πόλη και ένα άτομο από την οικία. Και αν ακόμη λοιπόν κάποιος μπορούσε να ενοποιήσει (ενν. κατ’ αυτόν τον τρόπο) την πόλη, αυτό δεν πρέπει να γίνει, γιατί έτσι θα καταστρέψει την πόλη».
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι στόχος της πόλης είναι η απόλυτη ενοποίησή της, είναι σα να παραδεχόμαστε ότι στόχος της πόλης είναι να γίνει οικογένεια. Όμως η πόλη είναι η ολοκλήρωση της οικογένειας μέσα στην εξελικτική πορεία των ανθρωπίνων σχέσεων. Το να λέμε ότι η πόλη πρέπει να μετατραπεί σε οικογένεια είναι σα να λέμε ότι η εξελικτική πορεία πρέπει να γυρίσει προς τα πίσω. Η πόλη είναι η ολοκλήρωση της οικογένειας γιατί παρέχει τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια. Και η αυτάρκεια πετυχαίνεται μέσα από το πλήθος των ανθρώπων που συνυπάρχουν και που φυσικά προσφέρουν τη διαφορετικότητά τους: «Η πόλη όμως δεν αποτελείται μόνο από πολλούς ανθρώπους αλλά συγχρόνως και από ανθρώπους που έχουν διαφορετικές δυνατότητες και ικανότητες. Από όμοιους δηλαδή ανθρώπους δε δημιουργείται πόλη». Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η ομοιομορφία που πιθανά υπάρχει στην οικογένεια – φυσικά δε μιλάμε για ταύτιση αλλά για τη γενικότερη έννοια της ομοιότητας ανάμεσα σε ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με τις ίδιες οικογενειακές αρχές (οι εξαιρέσεις με το αγκάθι και το ρόδο δεν ανατρέπουν τη συνολική εικόνα) – αυτομάτως θα περάσει και στην πόλη, εφόσον μετατραπεί κι αυτή σε οικογένεια. Όμως η πόλη πλάθεται μέσα από τις αντιθέσεις. Από τις διαφορετικές κλίσεις και προτεραιότητες του καθενός. Ως ένα βαθμό, ακόμη και μέσα από τις συγκρούσεις των συμφερόντων. Από τις ζυμώσεις και τη σκέψη που θα παραχθεί υπό το καθεστώς των διεκδικήσεων και της αμφισβήτησης. Γιατί μόνο έτσι θα επιτευχθεί αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει αυτάρκεια. Φυσικά, προϋπόθεση όλων αυτών είναι να μην ξεπερνιούνται τα όρια. Κι αυτός είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης που οφείλει να εκτελεί το καθήκον της στο ακέραιο θεωρώντας όλους τους ανθρώπους ίσους: «Γι’ αυτό ακριβώς η εξισωτική δικαιοσύνη διασώζει τις πόλεις, όπως ελέχθη ήδη στα Ηθικά». Η πολιτεία οφείλει να μερινά ώστε να είναι όλοι ίσοι, ποτέ όμως ίδιοι.
Αναφορικά με την κοινοκτημοσύνη των παιδιών ο Αριστοτέλης προτάσσει το ακαθόριστο των σχέσεων που θα διαμορφωθούν μέσα στην κοινωνία και την πιθανότητα του ανάρμοστου, όταν αγνοείται η καθαυτό προέλευση του καθενός: «Εξάλλου δεν είναι εύκολο για ανθρώπους που οικοδομούν την κοινωνία αυτής της μορφής να αποφύγουν τις δυσκολίες, όπως είναι π.χ. οι τραυματισμοί, ακούσιοι ή εκούσιοι φόνοι, έριδες και ύβρεις. Αυτές οι πράξεις είναι ανεπίτρεπτες, όταν διαπράττονται εις βάρος πατεράδων, μανάδων και άλλων στενών συγγενών, όχι όμως τόσο, όταν διαπράττονται εις βάρος μη συγγενών. Ωστόσο αυτά συμβαίνουν κατά λογική αναγκαιότητα συχνότερα μεταξύ αγνώστων παρά μεταξύ γνωστών». Προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Πλάτωνας προτείνει αυτού του είδους την κοινοκτημοσύνη ακριβώς για την αποφυγή τέτοιων φαινομένων, ο Αριστοτέλης τα θεωρεί αναπόφευκτα – προφανώς λόγω της ανθρώπινης φύσης – και προβάλλει την ηθική διάσταση στην εξ’ αίματος αδικοπραγία, που μοιραία μπορεί να συμβεί υπό το καθεστώς της άγνοιας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης δικαιολογεί – πόσο μάλλον ευλογεί – την αδικία σε βάρος αγνώστων. Διαχωρίζει όμως ξεκάθαρα το ηθικό βάρος που έχει κάθε είδους αδίκημα σε βάρος συγγενών. Ο Πλάτωνας περνώντας το μήνυμα ότι όλοι είναι μια οικογένεια προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο ηθικό βάρος στα αδικήματα, αφού όλα, από θέση αρχής, αφορούν συγγενικά πρόσωπα. (Μιλάμε πάντα για την τάξη των φυλάκων μόνο, δηλαδή των φιλοσόφων, που, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οφείλουν να κυβερνούν την πόλη). Για να μην υπεισέλθουμε στις υποψίες που θα δημιουργηθούν καθώς όλοι θα μπαίνουν στη λογική της εικασίας σχετικά με το ποιο είναι το εξ’ αίματος παιδί τους. Η αναζήτηση του προσωπικού απόγονου με παρατήρηση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και των πιθανών ομοιοτήτων κρίνεται σχεδόν αναπόφευκτη: «Εξάλλου δεν είναι δυνατόν να μη συμβεί κάποιοι να υποψιαστούν ποιοι είναι αδέρφια τους, παιδιά τους, πατεράδες και μανάδες τους. Διότι με βάση τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς θα αντιληφθούν οπωσδήποτε τις ενδείξεις για τη μεταξύ τους σχέση. Και αυτό λένε ορισμένοι που ασχολούνται με τη γεωγραφία ότι συμβαίνει πραγματικά. Λένε π. χ. ότι για κάποιους κατοίκους της άνω Λιβύης οι γυναίκες ανήκουν από κοινού σε όλους τους άντρες, όμως τα παιδιά κατανέμονται ανάλογα με την ομοιότητα (ενν. με τους πατεράδες τους)».
Ωστόσο, το σπουδαιότερο επιχείρημα του Αριστοτέλη ενάντια στην κοινοκτημοσύνη των παιδιών αφορά την αντίληψη ότι τελικά όχι μόνο δε θα φέρει την ενότητα και τη συνοχή, αλλά – σε απόλυτη αντιστροφή – τη διάλυση μέσω της αδιαφορίας: «Εκτός αυτού έχει και άλλο ελάττωμα αυτή η άποψη. Ελάχιστα δηλαδή φροντίζουμε γι’ αυτό που ανήκει σε πάρα πολλούς. Οι άνθρωποι φροντίζουν δηλαδή πάρα πολύ για τα δικά τους, ενώ για τα κοινά φροντίζουν λιγότερο, ή τόσο μόνον, όσον αφορά τον καθένα ως άτομο. Εκτός άλλων λόγων, μάλλον παραμελούν τα κοινά, επειδή νομίζουν ότι κάποιος άλλος θα φροντίσει γι’ αυτά, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις υπηρεσίες του σπιτιού, όπου οι πολλοί υπηρέτες προσφέρουν χειρότερες υπηρεσίες από τους λίγους. Κάθε πολίτης έχει, ας υποθέσουμε, χίλιους γιους, και αυτοί δεν είναι γιοι του κάθε πολίτη χωριστά, αλλά ο οποιοσδήποτε γιος είναι γιος του οποιουδήποτε χωρίς καμιά διάκριση. Το αποτέλεσμα θα είναι να αδιαφορήσουν γι’ αυτούς όλοι εξίσου».
Ο Αριστοτέλης προβάλλει την έννοια της ιδιοκτησίας ως κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τίποτε αν δεν είναι ή αν δεν πρόκειται να γίνει δικό του. Γιατί η ιδιοκτησία ταυτίζεται άμεσα με την έννοια του συμφέροντος κι ως εκ τούτου υποδαυλίζει και την έννοια της ευθύνης. «Διότι δύο είναι κυρίως τα πράγματα που κάνουν τους ανθρώπους να φροντίζουν γι’ αυτά και να τα αγαπούν: αυτά που μας ανήκουν και αυτά που αγαπάμε». Θα λέγαμε ότι η έννοια της αγάπης σχεδόν ταυτίζεται με την ιδιοκτησία. Πώς να αγαπήσει κανείς κάτι αν δε του ανήκει; Όμως η ιδιοκτησία δεν είναι παρά η πραγμάτωση του εγωισμού, αφού δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καταργήσει κάθε ανιδιοτέλεια. Ο άνθρωπος, σε όλη την πορεία της ιστορίας του, φάνηκε πολύ επιρρεπής στον πειρασμό της ιδιοκτησίας. Η ανθρώπινη παρουσία είναι γεμάτη φρικαλεότητες. Οι άνθρωποι που αντιστέκονται σ’ αυτό και που αρνούνται να τσαλαπατήσουν τους άλλους για να κερδίσουν παραπάνω, είναι αυτοί που ονομάζονται ηθικοί, τίμιοι, ευσυνείδητοι, έντιμοι κλπ. Όμως ακόμα κι αυτοί που καταφέρνουν κι επιβάλλονται στο αίσθημα του ατομικού ωφελιμισμού αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα των άλλων (και που κατά τον Αριστοτέλη είναι αυτοί που έχουν την ηθική αρετή), είναι απολύτως απρόθυμοι να παραχωρήσουν την περιουσία τους και προφανώς θα γίνουν έξαλλοι αν κάποιος προσπαθήσει να τους την αρπάξει. Με άλλα λόγια, οι ηθικές αρχές δε σημαίνει ότι αναιρούν το αίσθημα της ιδιοκτησίας.
Το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης για το Σωκράτη κρίνεται απαραίτητο στην τάξη των φυλάκων γιατί με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί η απόλυτη ενότητα. Από τη στιγμή που οι γυναίκες είναι κοινές για όλους – και κατ’ επέκταση και τα παιδιά, αφού, μ’ αυτό τον τρόπο, κανείς δε θα γνωρίζει ποιος είναι ο δικός του απόγονος – η τάξη των φυλάκων θα μετατρεπόταν σε μια μεγάλη οικογένεια, θα αποκτούσε δηλαδή τόσο ισχυρούς δεσμούς, που θα εξασφάλιζαν την όσο το δυνατό μεγαλύτερη σύμπλευση και αρμονία. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημείο που ξεκινάν οι αντιρρήσεις του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η απόλυτη ενότητα, που επιτυγχάνεται με τέτοιου είδους μεθοδεύσεις, δεν είναι παρά η απαρχή της ομοιομορφίας που θα μετατρέψει την πόλη σε οικία, σηματοδοτώντας αυτομάτως την αναίρεσή της: «Είναι εντούτοις φανερό ότι καθώς η πόλη προχωράει και ενοποιείται όλο και περισσότερο δεν είναι πλέον πόλη. Διότι η πόλη από την ίδια της τη φύση είναι ένα πλήθος ανθρώπων, όταν όμως γίνει μία (ενν. μια συμπαγής ενότητα), τότε από πόλη θα γίνει οικία κι από οικία άτομο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι μία οικία έχει μεγαλύτερη ενότητα από την πόλη και ένα άτομο από την οικία. Και αν ακόμη λοιπόν κάποιος μπορούσε να ενοποιήσει (ενν. κατ’ αυτόν τον τρόπο) την πόλη, αυτό δεν πρέπει να γίνει, γιατί έτσι θα καταστρέψει την πόλη».
Αν λοιπόν δεχτούμε ότι στόχος της πόλης είναι η απόλυτη ενοποίησή της, είναι σα να παραδεχόμαστε ότι στόχος της πόλης είναι να γίνει οικογένεια. Όμως η πόλη είναι η ολοκλήρωση της οικογένειας μέσα στην εξελικτική πορεία των ανθρωπίνων σχέσεων. Το να λέμε ότι η πόλη πρέπει να μετατραπεί σε οικογένεια είναι σα να λέμε ότι η εξελικτική πορεία πρέπει να γυρίσει προς τα πίσω. Η πόλη είναι η ολοκλήρωση της οικογένειας γιατί παρέχει τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια. Και η αυτάρκεια πετυχαίνεται μέσα από το πλήθος των ανθρώπων που συνυπάρχουν και που φυσικά προσφέρουν τη διαφορετικότητά τους: «Η πόλη όμως δεν αποτελείται μόνο από πολλούς ανθρώπους αλλά συγχρόνως και από ανθρώπους που έχουν διαφορετικές δυνατότητες και ικανότητες. Από όμοιους δηλαδή ανθρώπους δε δημιουργείται πόλη». Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη η ομοιομορφία που πιθανά υπάρχει στην οικογένεια – φυσικά δε μιλάμε για ταύτιση αλλά για τη γενικότερη έννοια της ομοιότητας ανάμεσα σε ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με τις ίδιες οικογενειακές αρχές (οι εξαιρέσεις με το αγκάθι και το ρόδο δεν ανατρέπουν τη συνολική εικόνα) – αυτομάτως θα περάσει και στην πόλη, εφόσον μετατραπεί κι αυτή σε οικογένεια. Όμως η πόλη πλάθεται μέσα από τις αντιθέσεις. Από τις διαφορετικές κλίσεις και προτεραιότητες του καθενός. Ως ένα βαθμό, ακόμη και μέσα από τις συγκρούσεις των συμφερόντων. Από τις ζυμώσεις και τη σκέψη που θα παραχθεί υπό το καθεστώς των διεκδικήσεων και της αμφισβήτησης. Γιατί μόνο έτσι θα επιτευχθεί αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει αυτάρκεια. Φυσικά, προϋπόθεση όλων αυτών είναι να μην ξεπερνιούνται τα όρια. Κι αυτός είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης που οφείλει να εκτελεί το καθήκον της στο ακέραιο θεωρώντας όλους τους ανθρώπους ίσους: «Γι’ αυτό ακριβώς η εξισωτική δικαιοσύνη διασώζει τις πόλεις, όπως ελέχθη ήδη στα Ηθικά». Η πολιτεία οφείλει να μερινά ώστε να είναι όλοι ίσοι, ποτέ όμως ίδιοι.
Αναφορικά με την κοινοκτημοσύνη των παιδιών ο Αριστοτέλης προτάσσει το ακαθόριστο των σχέσεων που θα διαμορφωθούν μέσα στην κοινωνία και την πιθανότητα του ανάρμοστου, όταν αγνοείται η καθαυτό προέλευση του καθενός: «Εξάλλου δεν είναι εύκολο για ανθρώπους που οικοδομούν την κοινωνία αυτής της μορφής να αποφύγουν τις δυσκολίες, όπως είναι π.χ. οι τραυματισμοί, ακούσιοι ή εκούσιοι φόνοι, έριδες και ύβρεις. Αυτές οι πράξεις είναι ανεπίτρεπτες, όταν διαπράττονται εις βάρος πατεράδων, μανάδων και άλλων στενών συγγενών, όχι όμως τόσο, όταν διαπράττονται εις βάρος μη συγγενών. Ωστόσο αυτά συμβαίνουν κατά λογική αναγκαιότητα συχνότερα μεταξύ αγνώστων παρά μεταξύ γνωστών». Προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Πλάτωνας προτείνει αυτού του είδους την κοινοκτημοσύνη ακριβώς για την αποφυγή τέτοιων φαινομένων, ο Αριστοτέλης τα θεωρεί αναπόφευκτα – προφανώς λόγω της ανθρώπινης φύσης – και προβάλλει την ηθική διάσταση στην εξ’ αίματος αδικοπραγία, που μοιραία μπορεί να συμβεί υπό το καθεστώς της άγνοιας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης δικαιολογεί – πόσο μάλλον ευλογεί – την αδικία σε βάρος αγνώστων. Διαχωρίζει όμως ξεκάθαρα το ηθικό βάρος που έχει κάθε είδους αδίκημα σε βάρος συγγενών. Ο Πλάτωνας περνώντας το μήνυμα ότι όλοι είναι μια οικογένεια προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο ηθικό βάρος στα αδικήματα, αφού όλα, από θέση αρχής, αφορούν συγγενικά πρόσωπα. (Μιλάμε πάντα για την τάξη των φυλάκων μόνο, δηλαδή των φιλοσόφων, που, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οφείλουν να κυβερνούν την πόλη). Για να μην υπεισέλθουμε στις υποψίες που θα δημιουργηθούν καθώς όλοι θα μπαίνουν στη λογική της εικασίας σχετικά με το ποιο είναι το εξ’ αίματος παιδί τους. Η αναζήτηση του προσωπικού απόγονου με παρατήρηση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και των πιθανών ομοιοτήτων κρίνεται σχεδόν αναπόφευκτη: «Εξάλλου δεν είναι δυνατόν να μη συμβεί κάποιοι να υποψιαστούν ποιοι είναι αδέρφια τους, παιδιά τους, πατεράδες και μανάδες τους. Διότι με βάση τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς θα αντιληφθούν οπωσδήποτε τις ενδείξεις για τη μεταξύ τους σχέση. Και αυτό λένε ορισμένοι που ασχολούνται με τη γεωγραφία ότι συμβαίνει πραγματικά. Λένε π. χ. ότι για κάποιους κατοίκους της άνω Λιβύης οι γυναίκες ανήκουν από κοινού σε όλους τους άντρες, όμως τα παιδιά κατανέμονται ανάλογα με την ομοιότητα (ενν. με τους πατεράδες τους)».
Ωστόσο, το σπουδαιότερο επιχείρημα του Αριστοτέλη ενάντια στην κοινοκτημοσύνη των παιδιών αφορά την αντίληψη ότι τελικά όχι μόνο δε θα φέρει την ενότητα και τη συνοχή, αλλά – σε απόλυτη αντιστροφή – τη διάλυση μέσω της αδιαφορίας: «Εκτός αυτού έχει και άλλο ελάττωμα αυτή η άποψη. Ελάχιστα δηλαδή φροντίζουμε γι’ αυτό που ανήκει σε πάρα πολλούς. Οι άνθρωποι φροντίζουν δηλαδή πάρα πολύ για τα δικά τους, ενώ για τα κοινά φροντίζουν λιγότερο, ή τόσο μόνον, όσον αφορά τον καθένα ως άτομο. Εκτός άλλων λόγων, μάλλον παραμελούν τα κοινά, επειδή νομίζουν ότι κάποιος άλλος θα φροντίσει γι’ αυτά, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις υπηρεσίες του σπιτιού, όπου οι πολλοί υπηρέτες προσφέρουν χειρότερες υπηρεσίες από τους λίγους. Κάθε πολίτης έχει, ας υποθέσουμε, χίλιους γιους, και αυτοί δεν είναι γιοι του κάθε πολίτη χωριστά, αλλά ο οποιοσδήποτε γιος είναι γιος του οποιουδήποτε χωρίς καμιά διάκριση. Το αποτέλεσμα θα είναι να αδιαφορήσουν γι’ αυτούς όλοι εξίσου».
Ο Αριστοτέλης προβάλλει την έννοια της ιδιοκτησίας ως κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τίποτε αν δεν είναι ή αν δεν πρόκειται να γίνει δικό του. Γιατί η ιδιοκτησία ταυτίζεται άμεσα με την έννοια του συμφέροντος κι ως εκ τούτου υποδαυλίζει και την έννοια της ευθύνης. «Διότι δύο είναι κυρίως τα πράγματα που κάνουν τους ανθρώπους να φροντίζουν γι’ αυτά και να τα αγαπούν: αυτά που μας ανήκουν και αυτά που αγαπάμε». Θα λέγαμε ότι η έννοια της αγάπης σχεδόν ταυτίζεται με την ιδιοκτησία. Πώς να αγαπήσει κανείς κάτι αν δε του ανήκει; Όμως η ιδιοκτησία δεν είναι παρά η πραγμάτωση του εγωισμού, αφού δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καταργήσει κάθε ανιδιοτέλεια. Ο άνθρωπος, σε όλη την πορεία της ιστορίας του, φάνηκε πολύ επιρρεπής στον πειρασμό της ιδιοκτησίας. Η ανθρώπινη παρουσία είναι γεμάτη φρικαλεότητες. Οι άνθρωποι που αντιστέκονται σ’ αυτό και που αρνούνται να τσαλαπατήσουν τους άλλους για να κερδίσουν παραπάνω, είναι αυτοί που ονομάζονται ηθικοί, τίμιοι, ευσυνείδητοι, έντιμοι κλπ. Όμως ακόμα κι αυτοί που καταφέρνουν κι επιβάλλονται στο αίσθημα του ατομικού ωφελιμισμού αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα των άλλων (και που κατά τον Αριστοτέλη είναι αυτοί που έχουν την ηθική αρετή), είναι απολύτως απρόθυμοι να παραχωρήσουν την περιουσία τους και προφανώς θα γίνουν έξαλλοι αν κάποιος προσπαθήσει να τους την αρπάξει. Με άλλα λόγια, οι ηθικές αρχές δε σημαίνει ότι αναιρούν το αίσθημα της ιδιοκτησίας.
Ο Αριστοτέλης προβάλλει την έννοια της ιδιοκτησίας ως κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο άνθρωπος δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τίποτε αν δεν είναι ή αν δεν πρόκειται να γίνει δικό του.
Φυσικά εδώ τίθεται το ζήτημα της παιδείας. Ο άνθρωπος αυτό που μαθαίνει αυτό και αναπαράγει. Μέσα στο πλαίσιο του πιο άκρατου ωφελιμισμού θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς την παραχώρηση της περιουσίας από τους πολίτες. Θα ήταν τρέλα. Και σ’ αυτό συμφωνεί και ο Αριστοτέλης που υποστηρίζει ότι η παιδεία με το διαρκή και σωστό εθισμό θα ωθήσει τους ανθρώπους στην ηθική αρετή διαμορφώνοντας το χαρακτήρα τους. Το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης όμως δεν το εντάσσει μέσα στο διαμορφωτικό πρόγραμμα της παιδείας. Δεν ισχυρίζεται δηλαδή ότι η παιδεία πρέπει να ωθήσει τους νέους προς την άρνηση της ιδιοκτησίας στρέφοντάς τους στην κοινοκτημοσύνη ως αντίδοτο του εγωισμού. Αντιθέτως υποστηρίζει την ιδιοκτησία αναγνωρίζοντας ότι θα κινητοποιήσει την ανθρώπινη δράση. Προφανώς, για τον Αριστοτέλη η ιδιοκτησία, ως προέκταση του εγωισμού, είναι σύμφωνη με τη φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγεί από τον εγωισμό του. Ο εγωισμός τίθεται ως προέκταση της αυτοσυντήρησης. Αν ο άνθρωπος, ως είδος, δεν είχε εγωισμό, ενδεχομένως δε θα επιβίωνε. Ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει τον εαυτό του: «Διότι η αγάπη κάθε ανθρώπου προς τον εαυτό του είναι πράγμα φυσικό και όχι μάταιο». Κατ’ επέκταση πρέπει να διαχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους. Να έχει ατομικά όρια. Κι αυτά ακριβώς τα όρια της ατομικότητας δεν καθορίζονται μόνο μέσα από τη διασφάλιση των συναισθημάτων της προσωπικής αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας κλπ, αλλά και από την έννοια του προσωπικού χώρου που αναγκαστικά θα πάρει και υλικές διαστάσεις, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την υλοποίηση της ιδέας «δικό μου», δηλαδή από την ανάγκη της αποκλειστικότητας, που μόνο ως ανάγκη περιφρούρησης του εγώ μπορεί να ερμηνευτεί. Η απόλυτη ενότητα που ζητά ο Πλάτωνας – μέσω του Σωκράτη – για την πόλη είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γιατί ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια. Ο άνθρωπος δε θέλει την απόλυτη ένωση. Θέλει τη συνύπαρξη. Κι εδώ ακριβώς βρίσκονται οι λεπτές ισορροπίες της συνύπαρξης, που από τη μια οφείλουν να δράσουν κοινωνικά κι από την άλλη να διασφαλίσουν την ατομικότητα. Κι αυτό ορίζεται από τα όρια της ιδιοκτησίας. Δηλαδή τα όρια του εγωισμού: «η φιλαυτία δικαίως κατακρίνεται. Όμως φιλαυτία δεν είναι η αγάπη του εαυτού μας, αλλά η υπερβολική αγάπη, όπως ακριβώς και η φιλαργυρία, γιατί όλοι οι άνθρωποι τα αγαπούν αυτά (ενν. τον εαυτό τους και τα χρήματα)».
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει από το πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι ο πλούτος πρέπει να έχει όρια. Τα όρια του πλούτου δεν αφορούν μόνο την καταπολέμηση της απληστίας – ο άμετρος πλούτος γεννά την απληστία ακριβώς γιατί χάνονται τα όρια – αλλά και τη διασφάλιση της δικαιότερης μοιρασιάς των αγαθών, δηλαδή της δικαιότερης διανομής της ιδιοκτησίας. Στο δεύτερο βιβλίο τονίζει ότι η ιδιοκτησία δεν πρέπει καθόλου να λειτουργεί με αυστηρότητα ή με επίδειξη ή με επιβολή προς τους άλλους. Αντιθέτως εισάγει τον όρο «κοινή χρήση»: «Βεβαίως η χρήση (της ατομικής περιουσίας) θα γίνεται με βάση την αρετή σύμφωνα με την παροιμία που λέει ότι “τα πράγματα των φίλων είναι κοινά”. Σε ορισμένες δε πολιτείες έχει ήδη σχεδιαστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό το σύστημα, διότι ακριβώς δεν είναι αδύνατο, και μάλιστα στις ευνομούμενες πολιτείες ορισμένα στοιχεία αυτού του συστήματος αποτελούν ήδη πραγματικότητα, ενώ κάποια άλλα θα μπορούσαν να γίνουν. Διότι όταν έχει ο καθένας την περιουσία του, ένα μέρος το διαθέτει στους φίλους του και ένα άλλο το παραδίδει σε κοινή χρήση, όπως π.χ. στη Λακωνία χρησιμοποιεί ο καθένας τους δούλους του άλλου σαν να είναι δικοί του, καθώς επίσης και τα άλογα και τους σκύλους, και αν χρειαστεί εφόδια, χρησιμοποιεί τα προϊόντα των αγρών, όταν βρίσκεται στην ύπαιθρο. Είναι λοιπόν φανερό ότι είναι προτιμότερο η περιουσία να είναι ιδιόκτητη, αλλά να τη χρησιμοποιούν από κοινού». Αν λοιπόν η κατάργηση του εγωισμού με την εκμηδένιση της ιδιοκτησίας είναι αντίθετη με τον άνθρωπο και κρίνεται υπερβολική, επίσης υπερβολική είναι και η χρήση της ιδιοκτησίας με την απόλυτη έννοια του όρου, γιατί λειτουργεί απομονωτικά και διαλύει κάθε έννοια αλληλεγγύης. Η ιδιοκτησία χρειάζεται μέτρο όχι μόνο ως προς το μέγεθός της, αλλά και ως προς τη χρήση της. Κι αυτές είναι οι Αριστοτελικές ισορροπίες που στοχεύουν στην κοινωνική αρμονία επιδιώκοντας τη μεσότητα. Ούτε το απόλυτο της εξάλειψης ούτε όμως και το άκρο της φιλαυτίας που θα θεοποιήσει την ατομικότητα. Γιατί η αρμονική συνύπαρξη θέλει τον άνθρωπο ικανοποιημένο και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Φυσικά εδώ τίθεται το ζήτημα της παιδείας. Ο άνθρωπος αυτό που μαθαίνει αυτό και αναπαράγει. Μέσα στο πλαίσιο του πιο άκρατου ωφελιμισμού θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς την παραχώρηση της περιουσίας από τους πολίτες. Θα ήταν τρέλα. Και σ’ αυτό συμφωνεί και ο Αριστοτέλης που υποστηρίζει ότι η παιδεία με το διαρκή και σωστό εθισμό θα ωθήσει τους ανθρώπους στην ηθική αρετή διαμορφώνοντας το χαρακτήρα τους. Το ζήτημα της κοινοκτημοσύνης όμως δεν το εντάσσει μέσα στο διαμορφωτικό πρόγραμμα της παιδείας. Δεν ισχυρίζεται δηλαδή ότι η παιδεία πρέπει να ωθήσει τους νέους προς την άρνηση της ιδιοκτησίας στρέφοντάς τους στην κοινοκτημοσύνη ως αντίδοτο του εγωισμού. Αντιθέτως υποστηρίζει την ιδιοκτησία αναγνωρίζοντας ότι θα κινητοποιήσει την ανθρώπινη δράση. Προφανώς, για τον Αριστοτέλη η ιδιοκτησία, ως προέκταση του εγωισμού, είναι σύμφωνη με τη φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγεί από τον εγωισμό του. Ο εγωισμός τίθεται ως προέκταση της αυτοσυντήρησης. Αν ο άνθρωπος, ως είδος, δεν είχε εγωισμό, ενδεχομένως δε θα επιβίωνε. Ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει τον εαυτό του: «Διότι η αγάπη κάθε ανθρώπου προς τον εαυτό του είναι πράγμα φυσικό και όχι μάταιο». Κατ’ επέκταση πρέπει να διαχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους. Να έχει ατομικά όρια. Κι αυτά ακριβώς τα όρια της ατομικότητας δεν καθορίζονται μόνο μέσα από τη διασφάλιση των συναισθημάτων της προσωπικής αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης, της ισότητας κλπ, αλλά και από την έννοια του προσωπικού χώρου που αναγκαστικά θα πάρει και υλικές διαστάσεις, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την υλοποίηση της ιδέας «δικό μου», δηλαδή από την ανάγκη της αποκλειστικότητας, που μόνο ως ανάγκη περιφρούρησης του εγώ μπορεί να ερμηνευτεί. Η απόλυτη ενότητα που ζητά ο Πλάτωνας – μέσω του Σωκράτη – για την πόλη είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Γιατί ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια. Ο άνθρωπος δε θέλει την απόλυτη ένωση. Θέλει τη συνύπαρξη. Κι εδώ ακριβώς βρίσκονται οι λεπτές ισορροπίες της συνύπαρξης, που από τη μια οφείλουν να δράσουν κοινωνικά κι από την άλλη να διασφαλίσουν την ατομικότητα. Κι αυτό ορίζεται από τα όρια της ιδιοκτησίας. Δηλαδή τα όρια του εγωισμού: «η φιλαυτία δικαίως κατακρίνεται. Όμως φιλαυτία δεν είναι η αγάπη του εαυτού μας, αλλά η υπερβολική αγάπη, όπως ακριβώς και η φιλαργυρία, γιατί όλοι οι άνθρωποι τα αγαπούν αυτά (ενν. τον εαυτό τους και τα χρήματα)».
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη ξεκαθαρίσει από το πρώτο βιβλίο των «Πολιτικών» ότι ο πλούτος πρέπει να έχει όρια. Τα όρια του πλούτου δεν αφορούν μόνο την καταπολέμηση της απληστίας – ο άμετρος πλούτος γεννά την απληστία ακριβώς γιατί χάνονται τα όρια – αλλά και τη διασφάλιση της δικαιότερης μοιρασιάς των αγαθών, δηλαδή της δικαιότερης διανομής της ιδιοκτησίας. Στο δεύτερο βιβλίο τονίζει ότι η ιδιοκτησία δεν πρέπει καθόλου να λειτουργεί με αυστηρότητα ή με επίδειξη ή με επιβολή προς τους άλλους. Αντιθέτως εισάγει τον όρο «κοινή χρήση»: «Βεβαίως η χρήση (της ατομικής περιουσίας) θα γίνεται με βάση την αρετή σύμφωνα με την παροιμία που λέει ότι “τα πράγματα των φίλων είναι κοινά”. Σε ορισμένες δε πολιτείες έχει ήδη σχεδιαστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτό το σύστημα, διότι ακριβώς δεν είναι αδύνατο, και μάλιστα στις ευνομούμενες πολιτείες ορισμένα στοιχεία αυτού του συστήματος αποτελούν ήδη πραγματικότητα, ενώ κάποια άλλα θα μπορούσαν να γίνουν. Διότι όταν έχει ο καθένας την περιουσία του, ένα μέρος το διαθέτει στους φίλους του και ένα άλλο το παραδίδει σε κοινή χρήση, όπως π.χ. στη Λακωνία χρησιμοποιεί ο καθένας τους δούλους του άλλου σαν να είναι δικοί του, καθώς επίσης και τα άλογα και τους σκύλους, και αν χρειαστεί εφόδια, χρησιμοποιεί τα προϊόντα των αγρών, όταν βρίσκεται στην ύπαιθρο. Είναι λοιπόν φανερό ότι είναι προτιμότερο η περιουσία να είναι ιδιόκτητη, αλλά να τη χρησιμοποιούν από κοινού». Αν λοιπόν η κατάργηση του εγωισμού με την εκμηδένιση της ιδιοκτησίας είναι αντίθετη με τον άνθρωπο και κρίνεται υπερβολική, επίσης υπερβολική είναι και η χρήση της ιδιοκτησίας με την απόλυτη έννοια του όρου, γιατί λειτουργεί απομονωτικά και διαλύει κάθε έννοια αλληλεγγύης. Η ιδιοκτησία χρειάζεται μέτρο όχι μόνο ως προς το μέγεθός της, αλλά και ως προς τη χρήση της. Κι αυτές είναι οι Αριστοτελικές ισορροπίες που στοχεύουν στην κοινωνική αρμονία επιδιώκοντας τη μεσότητα. Ούτε το απόλυτο της εξάλειψης ούτε όμως και το άκρο της φιλαυτίας που θα θεοποιήσει την ατομικότητα. Γιατί η αρμονική συνύπαρξη θέλει τον άνθρωπο ικανοποιημένο και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Αν ο άνθρωπος, ως είδος, δεν είχε εγωισμό, ενδεχομένως δε θα επιβίωνε. Ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει τον εαυτό του: «Διότι η αγάπη κάθε ανθρώπου προς τον εαυτό του είναι πράγμα φυσικό και όχι μάταιο».
Όμως η κοινοκτημοσύνη, ως εξολόθρευση του εγωισμού στο όνομα της ενότητας, δεν μπορεί παρά να χαλαρώσει και την έννοια της φιλίας. Γιατί όλα υφίστανται μόνο μέσα απ’ την ύπαρξη του αντιθέτου. Η φιλία δεν είναι τίποτε άλλο από τη ματαίωση του εγωισμού δια της συντροφικότητας. Είναι η καθημερινή επανάσταση των ανθρώπων, που θέλουν (ιδιοτελώς) να εισπράξουν τη συναισθηματική ολοκλήρωση τσαλαπατώντας τον εγωισμό τους. Σ’ ένα σχήμα οξύμωρο ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να συνδεθεί με τους άλλους μέσα σε συνθήκες απόλυτης ανιδιοτέλειας, για να εισπράξει (απολύτως ιδιοτελώς) την ψυχική ευφορία της απαλλαγής από την ιδιοτέλεια. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος, όντας απολύτως εγωιστής, θέλει να νιώσει το προσωπικό του ξεγύμνωμα αποκηρύσσοντας τον εγωισμό του. Αν ο εγωισμός, – είτε ως ζήλια, είτε ως ανταγωνιστικότητα, είτε ως προϋπόθεση υπεροχής, είτε ως συμφέρον, είτε ως οποιαδήποτε μορφή μπορούμε να τον φανταστούμε – μπει ανάμεσα στους φίλους, τότε δεν είναι φίλοι. Όμως, για να φτάσει ο άνθρωπος στο υπέρτατο δόσιμο προς τον άλλον, δηλαδή στην αποκήρυξη του εγωισμού, πρέπει, πρωτίστως, ο εγωισμός να υφίσταται. Η έννοια της πλήρους ενότητας που πρεσβεύει η Πλατωνική Πολιτεία, αν υποθέσουμε ότι μπορεί να επιτευχθεί, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καταστήσει όλες τις σχέσεις ίδιες, σε μια ισοπέδωση που μοιραία θα οδηγήσει στην απάθεια. Γιατί όταν όλοι, εξ’ ορισμού, είναι αφοσιωμένοι φίλοι, τότε αναγκαστικά δεν υπάρχουν φίλοι: «στην πόλη η φιλία αναγκαστικά μέσα από μια τέτοια σχέση θα καταστεί χαλαρή με αποτέλεσμα ελάχιστα να γίνεται χρήση της φράσης “δικός μου” είτε από την πλευρά του γιου προς τον πατέρα είτε του πατέρα προς το γιο. Όπως δηλαδή λίγη γλυκιά ουσία, αν αναμιχθεί με πολύ νερό, κάνει το κράμα άγευστο, έτσι συμβαίνει και με την αμοιβαία εμπιστοσύνη που εκφράζεται μ’ αυτές τις λέξεις. Σε μια τέτοια πολιτεία είναι ελάχιστα αναγκαίο να φροντίζει είτε ο πατέρας τους γιους είτε ο γιος τον πατέρα είτε ο ένας αδερφός τον άλλον». Ο Αριστοτέλης, σε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, θα υποδείξει στον Πλάτωνα ότι είναι προτιμότερο για την Πολιτεία του να θεσμοθετήσει την κοινοκτημοσύνη στους χειρώνακτες γεωργούς που θα διοικούνται παρά στους φύλακες – φιλοσόφους που θα διοικούν: «Φαίνεται όμως ότι η κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των παιδιών είναι περισσότερο χρήσιμη στους γεωργούς, παρά στους φύλακες. Διότι η φιλία θα είναι ασθενέστερη, όταν θα είναι κοινές οι γυναίκες και τα παιδιά. Και ακριβώς τέτοιοι (ενν. με ασθενικούς δεσμούς φιλίας) πρέπει να είναι οι αρχόμενοι, για να πειθαρχούν και να μην επιχειρούν επαναστάσεις».
Όμως η κοινοκτημοσύνη, ως εξολόθρευση του εγωισμού στο όνομα της ενότητας, δεν μπορεί παρά να χαλαρώσει και την έννοια της φιλίας. Γιατί όλα υφίστανται μόνο μέσα απ’ την ύπαρξη του αντιθέτου. Η φιλία δεν είναι τίποτε άλλο από τη ματαίωση του εγωισμού δια της συντροφικότητας. Είναι η καθημερινή επανάσταση των ανθρώπων, που θέλουν (ιδιοτελώς) να εισπράξουν τη συναισθηματική ολοκλήρωση τσαλαπατώντας τον εγωισμό τους. Σ’ ένα σχήμα οξύμωρο ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να συνδεθεί με τους άλλους μέσα σε συνθήκες απόλυτης ανιδιοτέλειας, για να εισπράξει (απολύτως ιδιοτελώς) την ψυχική ευφορία της απαλλαγής από την ιδιοτέλεια. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος, όντας απολύτως εγωιστής, θέλει να νιώσει το προσωπικό του ξεγύμνωμα αποκηρύσσοντας τον εγωισμό του. Αν ο εγωισμός, – είτε ως ζήλια, είτε ως ανταγωνιστικότητα, είτε ως προϋπόθεση υπεροχής, είτε ως συμφέρον, είτε ως οποιαδήποτε μορφή μπορούμε να τον φανταστούμε – μπει ανάμεσα στους φίλους, τότε δεν είναι φίλοι. Όμως, για να φτάσει ο άνθρωπος στο υπέρτατο δόσιμο προς τον άλλον, δηλαδή στην αποκήρυξη του εγωισμού, πρέπει, πρωτίστως, ο εγωισμός να υφίσταται. Η έννοια της πλήρους ενότητας που πρεσβεύει η Πλατωνική Πολιτεία, αν υποθέσουμε ότι μπορεί να επιτευχθεί, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να καταστήσει όλες τις σχέσεις ίδιες, σε μια ισοπέδωση που μοιραία θα οδηγήσει στην απάθεια. Γιατί όταν όλοι, εξ’ ορισμού, είναι αφοσιωμένοι φίλοι, τότε αναγκαστικά δεν υπάρχουν φίλοι: «στην πόλη η φιλία αναγκαστικά μέσα από μια τέτοια σχέση θα καταστεί χαλαρή με αποτέλεσμα ελάχιστα να γίνεται χρήση της φράσης “δικός μου” είτε από την πλευρά του γιου προς τον πατέρα είτε του πατέρα προς το γιο. Όπως δηλαδή λίγη γλυκιά ουσία, αν αναμιχθεί με πολύ νερό, κάνει το κράμα άγευστο, έτσι συμβαίνει και με την αμοιβαία εμπιστοσύνη που εκφράζεται μ’ αυτές τις λέξεις. Σε μια τέτοια πολιτεία είναι ελάχιστα αναγκαίο να φροντίζει είτε ο πατέρας τους γιους είτε ο γιος τον πατέρα είτε ο ένας αδερφός τον άλλον». Ο Αριστοτέλης, σε μια ανεπαίσθητη ειρωνεία, θα υποδείξει στον Πλάτωνα ότι είναι προτιμότερο για την Πολιτεία του να θεσμοθετήσει την κοινοκτημοσύνη στους χειρώνακτες γεωργούς που θα διοικούνται παρά στους φύλακες – φιλοσόφους που θα διοικούν: «Φαίνεται όμως ότι η κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των παιδιών είναι περισσότερο χρήσιμη στους γεωργούς, παρά στους φύλακες. Διότι η φιλία θα είναι ασθενέστερη, όταν θα είναι κοινές οι γυναίκες και τα παιδιά. Και ακριβώς τέτοιοι (ενν. με ασθενικούς δεσμούς φιλίας) πρέπει να είναι οι αρχόμενοι, για να πειθαρχούν και να μην επιχειρούν επαναστάσεις».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου