Ο D. W. Winnicott γεννήθηκε το 1896 στο Plymouth της Αγγλίας. Σε αυτοβιογραφικά του γραπτά αναφέρει ότι στην παιδική του ηλικία προσπαθούσε διαρκώς να βελτιώσει την ατμόσφαιρα και τη διάθεση της οικογένειάς του, δεδομένου ότι η μητέρα του έπασχε από κατάθλιψη.
Πιθανολογείται ότι η εμπειρία του αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ενασχόλησή του με την ψυχιατρική. Εργάστηκε αρχικά ως παιδίατρος αλλά εκπαιδεύτηκε εν τέλει στην ψυχανάλυση, αποκτώντας τον τίτλο του ψυχαναλυτή παιδιών. Το έργο του ήταν επηρεασμένο από την παρατήρηση των μητέρων και των βρεφών, κατά τη διάρκεια της άσκησης της παιδιατρικής ειδικότητας.
Η βρεφική ηλικία είναι, κατά τον Winnicott, η περίοδος κατά την οποία διαμορφώνεται η ικανότητα του βρέφους να συλλέγει πληροφορίες από το εξωτερικό περιβάλλον και να τις εντάσσει σιγά σιγά στη δική του αίσθηση παντοδυναμίας. Το Εγώ του βρέφους είναι αδύναμο ή οριακά ανύπαρκτο αλλά ενισχύεται μέσω της μητρικής ύπαρξης. Το Εγώ της μητέρας, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τη μητρική φροντίδα, επιτρέπει στο βρέφος να αλληλοεπιδρά παρόλο που δεν είναι ακόμη σε θέση να ελέγχει και να φιλτράρει την αλληλεπίδραση αυτή. Έτσι βοηθάει ώστε να διαμορφωθεί ένα ισχυρό και σταθερό Εγώ του βρέφους.
Τα βρέφη γεννιούνται με ένα δυναμικό, έναν πυρήνα εαυτού, που αφορά στις τάσεις τους όσον αφορά στην ανάπτυξη και την εξέλιξη, ουσιαστικά στην ιδιοσυγκρασία τους. Η ικανοποιητική μητρική-γονεϊκή στάση μπορεί να εξασφαλίσει την ανάπτυξη και υλοποίηση αυτού του δυναμικού προς έναν αληθινό εαυτό. Ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί και η κάλυψη ή μη των βρεφικών αναγκών, καθορίζουν την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του βρέφους.
Βασική έννοια σε όλη τη θεωρία του Winnicott, είναι η έννοια της εξάρτησης: τα ανθρώπινα βρέφη δεν μπορούν να αρχίσουν να υπάρχουν ανεξάρτητα παρά μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Το βρέφος είναι συγχωνευμένο με την εξωτερική πραγματικότητα και κυρίως με τη μητέρα, αγνοώντας τα όρια ανάμεσα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.
Καθήκον λοιπόν της μητέρας είναι να διατηρήσει σταθερή την παρουσία της, παρέχοντας στο βρέφος τα απαραίτητα εργαλεία που θα οδηγήσουν στην αυτονομία του.
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, η συγχώνευση μειώνεται και διάφορα μεταβατικά αντικείμενα, όπως ένα παιχνίδι, χρησιμοποιούνται από το παιδί, ώστε να μπορέσει να απομακρυνθεί από τη μητέρα χωρίς να αναγκαστεί να βιώσει την ολοκληρωτική απομάκρυνσή της. Το παιδί αρχίζει να συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο την ανάγκη για συγκεκριμένη και όχι γενικά μητρική φροντίδα. Στη φάση αυτή, η μητέρα δύναται να καθυστερήσει τη μητρική απόκριση, γιατί το παιδί αρχίζει να μυείται στην αυτονομία.
Το πρωταρχικό μητρικό ενδιαφέρον (maternal preoccupation) είναι ένας όρος του Winnicott, ο οποίος προέκυψε από την παρατήρηση των επιτόκων: διαμορφώνεται κατά τις εβδομάδες πριν και μετά τη γέννηση του παιδιού και αφορά σε μία ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, η οποία επιτρέπει στη μητέρα να δημιουργήσει ένα σταθερό περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας.
Το βρέφος βιώνει την ικανοποίηση των αναγκών του και αναπτύσσει μία αίσθηση παντοδυναμίας, αυταξίας και μοναδικότητας. Με βάση τη θεωρία του Winnicott, οι πρώτοι μήνες της ζωής ενός παιδιού είναι οι πιο κρίσιμοι, καθώς όσοι φροντίζουν το βρέφος οφείλουν οριακά να καταστείλουν το Εγώ τους, προκειμένου να ερμηνεύσουν και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του βρέφους.
Τα χαρακτηριστικά και τα στάδια της αρκετά καλής μητέρας
Γενικά, η “αρκετά καλή μητέρα” και το επαρκές γονεϊκό περιβάλλον, έχουν κατά Winnicott ορισμένα χαρακτηριστικά και περνάνε από ορισμένα στάδια:
1. Η φάση του κρατήματος (holding) αφορά στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού και στη φάση της απόλυτης εξάρτησης. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, η ταύτιση της μητέρας με το παιδί της, της δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζει αυτό που εκείνο νοιώθει, ώστε να του δώσει αυτό που χρειάζεται. Αυτό δημιουργεί στο παιδί ένα αίσθημα εμπιστοσύνης προς στον κόσμο. Το “σωστό” περιβάλλον στη φάση αυτή είναι διευκολυντικό και υποστηρικτικό. Ο Winnicott, βέβαια, συνδέει την έννοια του holding κυρίως με την επαγρυπνούσα μητέρα. Η ανάγκη για «κράτημα» δε συνδέεται βέβαια μόνο με την περίοδο της απόλυτης εξάρτησης από τη μητέρα αλλά επανέρχεται στη ζωή, όποτε προκύπτουν ιδιαίτερα απειλητικές ή αγχωτικές καταστάσεις.
2. Μια αρκετά καλή μητέρα κατέχει επίσης και τη λειτουργία του χειρισμού (handling) του παιδιού: ο όρος αυτός αφορά στο άλλαγμα, το τάισμα, τις καθημερινές φροντίδες, το χειρισμό και το κράτημα του σώματος του βρέφους. Το βρέφος βιώνει μέσω αυτού τη μοναδικότητά του και αρχίζει να αναγνωρίζει το σώμα του αλλά και να το αποδέχεται.
Λάθη που γίνονται κατά τη διάρκεια των σταδίων ανάπτυξης του βρέφους, μπορούν να επηρεάσουν την προσωπικότητά του. Π.χ. μία υπερπροστατευτική μητέρα, που είναι υπερβολικά κοντά στο παιδί της και προτρέχει σε κάθε του βήμα, κινδυνεύει να μην το αφήσει να εξελιχθεί και να νιώσει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την παρουσία της. Το ίδιο τραυματικά βέβαια μπορεί να βιωθεί και ένα εξαιρετικά στερητικό περιβάλλον. Εάν γενικά υπάρχει πρώιμη περιβαλλοντική ανεπάρκεια και πρωτίστως μία αδυναμία της μητέρας να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού, ειδικά στη φάση της απόλυτης εξάρτησης, το παιδί αναπτύσσει έναν ψευδή εαυτό, προσαρμοστικό.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το παιδί αναπτύσσεται και μέσα από την απουσία της μητέρας. Όταν εκείνη απουσιάζει, αναγκάζεται να αναπτύξει ψυχικές δυνατότητες προκειμένου να “επιβιώσει”: βρίσκει έτσι τη μητέρα μέσα του (στροφή επί εαυτού), αναπαριστώντας την.
Kατά τον Winnicott, εν τέλει, η διαφορά του καλού γονέα από τον λιγότερο καλό δεν έγκειται στον αριθμό των λαθών που θα κάνει, αλλά στο πώς θα επεξεργαστεί και θα διορθώσει τα λάθη του.
Ο ανασφαλής γονιός κυνηγάει το τέλειο και αρνείται τα λάθη του, προσπαθώντας να υπερασπιστεί την αξία του. Αντίθετα, ο γονιός που παραδέχεται τα σφάλματα του είναι πιο προσιτός και προθυμότερος να ξαναπροσπαθήσει, ώστε να μην επαναλάβει εκ νέου τα ίδια λάθη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου