ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΛΑΙΣΙΩΝ
Τη θεωρία αυτή των υπερκείμενων πλαισίων την επινόησα λίγο-πολύ εγώ ο ίδιος, και έχει -όπως την αντιλαμβάνομαι- άμεση σχέση με τον τίτλο αυτού του άρθρου.
Όλοι μας, κάποια στιγμή στη ζωή μας, συνειδητοποιήσα με ότι στο πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβαινε ό,τι μας αφορούσε, δεν ήμαστε παρά ένα τόσοδα σημαδάκι.
Αισθανθήκαμε σαν ένα σκουπιδάκι, ένα τίποτα δίπλα στο γενικό πλαίσιο που συγκέντρωνε στην πραγματικότητα όλα αυτά που βλέπαμε από τους άλλους και την ιστορία. Όλοι νιώσαμε κάποτε σαν ένας ασήμαντος κόκκος άμμου σ’ ένα άφθαστο σύμπαν.
Κι αρχίσαμε ν’ αντιλαμβανόμαστε πως είχαμε να υποστούμε πολλά, αν θέλαμε πραγματικά να μπούμε στον δρόμο της ανάπτυξης. Οπότε, με περισσότερη ή λιγότερη προσπάθεια, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, αρχίσαμε την πορεία. Στην αρχή έτσι, μονομιάς, χωρίς στάσεις… Ώσπου μια μέρα, εδώ πάνω-κάτω, γλιστρήσαμε και βρεθήκαμε πάλι στην αρχή.
Για να συνεχίσουμε, έπρεπε να ξαναρχίσουμε, Και μάθαμε, άνευ διδασκάλου, ότι τον δρόμο πρέπει τον κάνεις κλιμακωτά.
Δύο βήματα μπρος, ένα βήμα πίσω. Τρία βήματα μπρος, ένα ή δύο πίσω.
Έτσι, με υπομονή, δουλειά, επιμέλεια και αυταπάρνηση βαδίσαμε όλον τον δρόμο του πλαισίου μας· τον δρόμο της δικής μας ανάπτυξης, με κατεύθυνση προς τα πάνω.
Ώσπου, κάποια μέρα, φτάσαμε ψηλά. Η ημέρα αυτή, αν σας έτυχε να τη ζήσετε, είναι καταπληκτική, και οπωσδήποτε θα νιώσατε πραγματικά υπέροχα.
Κοιτάζετε τον δρόμο που διανύσατε, συνειδητοποιείτε τι περάσατε, υποφέρατε και χάσατε στη διαδρομή, και ανακαλύπτετε ότι, παρόλ’ αυτά, δεν σας μένει καμιά αμφιβολία πως ό,τι έγινε άξιζε τον κόπο αφού ήταν για να βρεθείτε εδώ. Γιατί είναι οπωσδήποτε μια ικανοποίηση να βρίσκεσαι εδώ ψηλά, λίγο πιο πάνω από πολλούς άλλους, αλλά το σημαντικότερο είναι που τώρα πια ξέρεις πως είσαι πολύ πιο πάνω από κείνο το μικροσκοπικό σημαδάκι που ήσουν κάποτε.
Είναι ωραίο να βρίσκεσαι εδώ. Πολύ ωραίο.
Οι άλλοι, οι οποίοι ακολουθώντας τη δική τους πορεία στο πλαίσιο περνάνε από δω, από κει ή λίγο παραπέρα, σε κοιτάνε, αντιλαμβάνονται ότι έφτασες, σε ξανακοιτάνε, σε χειροκροτούν και σου λένε: «Καταπληκτικό! Θαυμάσιο! Πώς έφτασες ώς εδώ; Πώς τα κατάφερες;»
Κι εσύ απαντάς:
«… δεν ξέρω…» για να κρύψεις πίσω απ’ την ταπεινοφροσύνη, την αδυναμία σου ν’ απαντήσεις.
Αυτοί, όμως, επιμένουν:
«Είσαι απίθανος! Έλα, πες μας κι εμάς…»
Κι εσύ αισθάνεσαι μοναδικός, με το χειρότερο από τα ματαιόδοξα κομμάτια του εγώ σου να νιώθει ανακούφιση που βρίσκεται από πάνω. Το εγώ, εξηγεί στους άλλους:
«Καλά, λοιπόν. Πρώτα πρέπει να κάνετε αυτό, μετά πρέπει να πάτε από κεί…»
Περνάει ο καιρός, και συνειδητοποιείς πως αυτό το σημείο, εδώ που σε χειροκροτούν, είναι μεν θαυμάσιο, αλλά δεν μπορεί κανείς να μένει έτσι, ακίνητος, για πάντα.
Και τότε, αρχίζεις να περνάς από άλλα σημεία του πλαισίου. Πας κι έρχεσαι, γιατί τώρα ελέγχεις και χειρίζεσαι ολόκληρο το πλαίσιο με μεγαλύτερη ευκολία. Μπορείς να χαμηλώνεις, να μπαίνεις, να κατεβαίνεις και να ξαναγυρίζεις. Περνάς από κάθε σημείο του πλαισίου και ξανανεβαίνεις, και όλοι οι άλλοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό.
Τότε, συνειδητοποιείς ότι σου μένουν λίγα χιλιοστά ακόμη από το πλαίσιο για να μεγαλώσεις, και σκέφτεσαι.
«Και γιατί όχι;…. Αν τελικά δεν μου κοστίζει τίποτα..»
Και προχωράς ακόμη λίγο, μέχρι που ακουμπάς το πάνω όριο του πλαισίου.
Και το πλήθος ουρλιάζει έξαλλο. Κι εσύ αισθάνεσαι να πονάς λιγάκι στο λαιμό, κολλημένος όπως είσαι στο ταβάνι του πλαισίου.
Ο κόσμος φωνάζει
«Ζήτωωωω!!»
Τότε… εκείνη τη στιγμή… ποτέ νωρίτερα, κάνεις την ανακάλυψη: βλέπεις κάτι που ποτέ δεν είχες προσέξει μέχρι τότε. Συνειδητοποιείς ότι στο ταβάνι υπάρχει μια κρυφή οδός, κάτι σαν καταπακτή που βγάζει έξω από το πλαίσιο. Ένα άνοιγμα που δεν φαινόταν από μακριά, που δεν το βλέπει κανείς παρά μονάχα όταν βρεθεί εκεί ψηλά, με το κεφάλι κολλημένο στο ταβάνι.
Ανοίγεις λοιπόν την πόρτα —λίγο, τόσο δα—, και κοιτάζει
Δεν είχες προβλέψει τίποτα απ’ όσα βλέπει
Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς είναι πως η πόρτα έχει ένα ελατήριο, και μόλις την αφήσεις, ξανακλείνει αμέσως μόνη της.
Το δεύτερο, είναι πολλές φορές συγκλονιστικό: η πόρτα που ανακάλυψες οδηγεί σ’ ένα άλλο πλαίσιο, κάτι που κανείς ποτέ δεν είχε αναφέρει.
Είναι η πρώτη σου είδηση. Είχες πάντα την εντύπωση πως το πρώτο πλαίσιο ήταν το μοναδικό, και το σημείο όπου βρισκόσουν το μεγαλύτερό σου κατόρθωμα.
«Aαα… ώστε υπάρχει κι άλλο πλαίσιο πάνω απ’ αυτό.» Σκέφτεσαι.
«Άρα, μπορεί κανείς να συνεχίσει!… Για φαντάσου! Πολύ ενδιαφέρον!
Τότε, λοιπόν, βγάζεις το κεφάλι έξω από την πόρτα και βλέπεις ότι το πλαίσιο στο οποίο έφτασες τώρα είναι ίδιο με το άλλο, ή λίγο μεγαλύτερο.
Σχεδόν ενστικτωδώς, κοιτάζεις απ’ την άλλη μεριά και βλέπεις ότι από την πλευρά του καινούργιου πλαισίου, η πόρτα δεν έχει χερούλι. Πράγμα που σημαίνει, και το καταλαβαίνεις γρήγορα, πως αν αποφασίσεις να προχωρήσεις, το ελατήριο θα κλείσει την πόρτα και δεν θα μπορείς να γυρίσεις πίσω. Και τότε, λες δυνατά:
«Όχι, δεν τρελάθηκα.»
Ξανακλείνεις την πόρτα και μένεις εκεί ικανοποιημένος από τον εαυτό σου, μία ώρα, δύο ώρες, τρεις μέρες, τρία χρόνια… δεν έχει σημασία πόσον καιρό.
Και μια μέρα συνειδητοποιείς ότι βαριέσαι απίστευτα. Έχεις την αίσθηση πως όλα είναι ίδια, δεν υπάρχει τίποτα καινούργια να κάνεις, άρα μπορείς να προχωρήσεις.
Τότε, λοιπόν, ανοίγεις ξανά την πόρτα και περνάς μέσα το σώμα σου λίγο παραπάνω. Κρατάς την πόρτα ανοιχτή με το πόδι, και λες σ’ εκείνους που βρίσκονται πίσω σου:
«Εσείς… ακολουθήστε με. Πάμε να εξερευνήσουμε το άλλο πλαίσιο.»
Όσοι σ’ ακούνε, και δεν είναι πολλοί, ρωτούν με απορία:
«Ποιο άλλο πλαίσιο; Τι λες;»
Προσπαθείς να τους εξηγήσεις:
«Αυτό που ανακάλυψα… Είναι μετά απ’ αυτό εδώ, αφού περάσεις την πόρτα…»
«Ποια πόρτα; Αφού δεν υπάρχει πόρτα. Τι είναι αυτά που λες; Για τι πράγμα μιλάς;» λένε όλοι.»
Είναι φυσικό. Δεν μπορούν να καταλάβουν. Και τότε, έχεις ν΄ αντιμετωπίσεις τη μεγάλη πρόκληση: αν βρεις το θάρρος να προχωρήσεις στο επόμενο πλαίσιο, θα πρέπει να προχωρήσεις μόνος σου. Κανένας από τους φίλους που έκανες ὡς τώρα δεν μπορεί να περάσει την πόρτα μαζί σου. Ο κάθε ένας θα το κάνει μόνος του, όταν έρθει η ώρα του – που δεν είναι τώρα, γιατί τώρα είναι η δική σου ώρα. Μόνο η δική σου.
«Μόνος μου, δεν προχωράω» είναι η τελική σου απόφαση.»
Γιατί πονάει να τους αφήσεις όλους απ’ αυτήν τη μεριά. Να αφήσεις πίσω σου αυτούς που αγαπάς κι αυτούς που σ’ αγαπάνε;
«Σας περιμένω» τους υπόσχεσαι χωρίς εκείνοι να το ξέρουν.»
Ωστόσο, η ώρα περνάει, έχει πιαστεί ο λαιμός σου και πονάει, ενώ η πλήξη γίνεται ανυπόφορη.
Αλλά αντέχεις.
Και ψάχνεις να βρεις παρηγοριά.
Και απωθείς κάποιες σκέψεις και πολλές παρορμήσεις. Και βαριέσαι τη ζωή σου, που για τους άλλους μοιάζει υπέροχη.
Και δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Και τα πάντα χάνουν το νόημα και τη σημασία τους.
Ώσπου, μια μέρα, εντελώς απροσδόκητα, αυθόρμητα, κάνεις το βήμα. Περνάς την πόρτα, αυτή κλείνει πίσω σου – όπως ήξερες ότι θα γίνει-, και βρίσκεσαι μέσα στο καινούργιο πλαίσιο,
Αυτοί που έμειναν πίσω σε θεωρούν πρότυπό τους. Σου ζητούν συμβουλή, τους τη δίνεις. Σου λένε τα προβλήματά τους κι εσύ τ’ ακούς. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να καταλάβει τα δικά σου. Είσαι, απλώς, σε άλλο πλαίσιο.
Αυτό δεν είναι πλεονέκτημα, είναι γεγονός. Εκείνοι από το προηγούμενο πλαίσιο σε χειροκροτούν ακόμη περισσότερο και σε ζητωκραυγάζουν, εσύ όμως ούτε που τους ακούς. Ίσως γιατί, τώρα πια, δεν χρειάζεσαι τόσο τον θαυμασμό τους.
Κοιτάζεις μπροστά σου το καινούργιο πλαίσιο. Αισθάνεσαι ένα περίεργο déjà vu.
Είσαι πάλι εδώ.
Είσαι μόνος σου.
Μόνος, θλιμμένος, φοβισμένος, και ώρες ώρες απελπισμένος.
Γιατί όλ’ αυτά; Για έναν απλό λόγο:
Νιώθεις ξανά ένα ασήμαντο σκουπιδάκι. Ακόμα χειρότερα, ένα σκουπιδάκι με συνείδηση και ανάμνηση ότι έχεις υπάρξει σχεδόν Θεός. «Εκεί με χειροκροτούσαν όλοι. Εδώ δεν με γνωρίζει κανείς.» «Παλιά είχα δίπλα μου όλους τους φίλους μου. Εδώ, κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέω.»
«Έχασα ό,τι είχα για να κερδίσω αυτό, που το μόνο καλό που έχει είναι η προοπτική.»
Πότε πότε -γιατί να το αρνηθείς;-, εμφανίζεται ένα είδος μεταμέλειας. Κάποια στιγμή, όταν άρχισες να βγαίνεις απ’ το πλαίσιο, οι καλύτεροί σου φίλοι σου είπαν: πού πας;»
«Καλά δεν είσαι εδώ;»
«Μείνε εδώ που είσαι.»
Ίσως έπρεπε να τους είχες ακούσει. Μπορεί να βιάστηκες.
Τους απάντησες:
«Δεν καταλαβαίνετε. Κάνετε λάθος».
Μπορεί να μην έκαναν λάθος.
Μετά τη μεταμέλεια, κατηγορείς τον εαυτό σου. Εκείνοι συνεχίζουν να περνάνε καλά εκεί που είναι, κι εσύ εδώ στενοχωριέσαι.
Πέρασες οικειοθελώς από τη μέγιστη δόξα που σε έκανε το είδωλο όλων, στο να ξαναγίνεις μια μικροσκοπική κουκίδα μέσα σ’ αυτό το καινούργιο πλαίσιο.
Ποιος έκανε, λοιπόν, λάθος;
Στο σημείο αυτό, εγώ νομίζω πως κανείς δεν κάνει λάθος. Εδώ, δεν πρόκειται για σωστές και λάθος επιλογές.
Υπάρχουν στιγμές, υπάρχουν ώρες, υπάρχουν ευκαιρίες σε κάθε προσωπική μας ιστορία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου