Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας την εννοιολογική αναζήτηση της φρόνησης επισημαίνει αυτό που οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ως γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου: «Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου είναι το να μπορεί να σκέφτεται σωστά ποια πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα γι’ αυτόν, όχι, πάντως, έχοντας στο νου του επιμέρους ειδικές περιπτώσεις, π.χ. ποια πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα για την υγεία ή για τη σωματική δύναμη, αλλά ποια πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα για μια καλή και ευτυχισμένη ζωή γενικά» (1140a 5, 28-32).
Κι εδώ ακριβώς ξεκινούν οι παρανοήσεις, αφού η «καλή και ευτυχισμένη ζωή γενικά» τείνει στο ανυπολόγιστο, σε αντίθεση με την εξειδικευμένη γνώση «για την υγεία ή για τη σωματική δύναμη», που από θέση αρχής κάνει το πλαίσιο πολύ πιο συγκεκριμένο. Η φρόνηση εμπεριέχει την ορθή σκέψη («ο φρόνιμος είναι ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να σκέφτεται σωστά» 1140a 5, 34-35), αλλά εν τέλει δεν είναι ούτε κάτι μετρήσιμο ούτε κάτι χειροπιαστό. Εμπεριέχει τη δυνατότητα της πρόβλεψης σε σχέση με τα πράγματα που μεταβάλλονται, ώστε να είναι κανείς σε θέση να προλάβει καταστάσεις ή να επωφεληθεί από αυτές, αλλά με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις επιστήμες ή στις τέχνες.
Επί της ουσίας η φρόνηση δεν αποτελεί στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρότητα της λογικής, όπως ορίζεται από την επιστημονική μεθοδολογία: «Αφού, από τη μια, η επιστημονική γνώση στηρίζεται στην απόδειξη, και απόδειξη δεν υπάρχει για πράγματα που οι βασικές αρχές τους υπόκεινται σε μεταβολή (γιατί σ’ αυτά τα πράγματα υπάρχει γενικά η δυνατότητα της μεταβολής), και αφού, από την άλλη, είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς για πράγματα που είναι εξανάγκης αυτό που είναι, η φρόνηση δεν μπορεί, λέω, να είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη» (1140a 5, 38-40 και 1140b 5, 1-3).
Το ότι δε θα σκεφτεί κανείς «για πράγματα που είναι εξανάγκης αυτό που είναι» έχει να κάνει με τα ζητήματα που κρίνονται υπεράνω σκέψης ως αυτονόητα. Δε χρειάζεται να σκεφτεί κανείς ιδιαίτερα γιατί το χειμώνα πρέπει να φορά χοντρά ρούχα. Κι ο πιο άφρων είναι σε θέση να το καταλάβει. Σε αντίθεση όμως με την επιστήμη, η φρόνηση σχετίζεται με εκείνα τα πράγματα που «υπάρχει γενικά η δυνατότητα μεταβολής», δηλαδή με όλα όσα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να καθορίζονται από την αποδεικτική ισχύ της επιστημονικής σκέψης.
Θα έλεγε κανείς ότι η φρόνηση εμπεριέχει τη σε βάθος κατανόηση τόσο της ζωής και της εξέλιξης της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, όσο και της ψυχολογίας των άλλων ανθρώπων. Είναι αδύνατο να πάρει κανείς σωστές (φρόνιμες) αποφάσεις για τη ζωή του, αν δεν κατανοεί την πορεία των γεγονότων που τον περιβάλλουν ή τις διαθέσεις των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν.
Σε τελική ανάλυση ως φρόνηση μπορεί να οριστεί η δυνατότητα του ανθρώπου να διαβλέπει και να υπηρετεί με επάρκεια το συμφέρον του μέσα σ’ ένα μεταβαλλόμενο κόσμο. Και η έννοια του συμφέροντος δεν τίθεται με τη στυγνή οπτική του αμοραλισμού ή της κερδοσκοπικής αντίληψης που ταυτίζεται με τη συσσώρευση του χρήματος, αλλά με την πληρέστερη σημασία των ορθών επιλογών που θα οδηγήσουν στην ευτυχία.
Ο χρηματιστής-αρπακτικό που κατανοεί τους μηχανισμούς της σύγχρονης οικονομίας κερδίζοντας εκατομμύρια δεν είναι κατ’ ανάγκη και σώφρων, όπως δεν είναι κατ’ ανάγκη και ευτυχισμένος. Σώφρων είναι εκείνος που ξέρει να κρατά τις ισορροπίες αποδίδοντας στα πράγματα τη διάσταση που τους αξίζει. Η θεοποίηση του χρήματος δεν είναι ένδειξη σωφροσύνης, αλλά αποπροσανατολισμού και ανισορροπίας. Είναι η προοπτική της ευτυχίας μέσα από την κατανάλωση ηδονών. Κι αυτή η οπτική τείνει στο έκλυτο, δηλαδή στο ζωώδες.
Γι’ αυτό κι ως πρότυπο σωφροσύνης δεν τίθεται ούτε κάποιος πλούσιος ούτε κάποιος διαπλεκόμενος που αισχροκερδεί με τις πλάτες της εξουσίας, αλλά «ο Περικλής και οι όμοιοί του» καθιστώντας σαφές ότι η φρόνηση δεν μπορεί παρά να είναι αλληλένδετη με την αρετή: «Αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε ότι ο Περικλής και οι όμοιοί του είναι φρόνιμοι: γιατί μπορούν να βλέπουν τι είναι καλό για τους ίδιους και, γενικά, για τους ανθρώπους· τέτοιοι άνθρωποι θεωρούμε ότι είναι όσοι είναι ικανοί να κυβερνούν το σπιτικό τους ή την πόλη τους» (1140b 5, 9-13).
Η φράση «μπορούν να βλέπουν τι είναι καλό για τους ίδιους και, γενικά, για τους ανθρώπους» καθιστά σαφές ότι η φρόνηση είναι αλληλένδετη με τους άλλους. Είναι, δηλαδή, δυνατότητα όχι μόνο ατομικής, αλλά συνολικής ευημερίας. Εκείνος που εκλαμβάνει την άμετρη απόλαυση ηδονών ως μοναδική ευτυχία δεν μπορεί παρά να ταυτίσει τη φρόνηση με την εξασφάλιση της ανεξάντλητης καταναλωτικής δυνατότητας. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ακόμη κι αν κάνει τους πιο πετυχημένα ορθολογικούς υπολογισμούς προκειμένου να κερδίσει, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί σώφρων, αφού σε τελική ανάλυση η ηδονή διαστρέφει την κρίση του.
Ο Αριστοτέλης θα θέσει τα πράγματα στην ορθή τους βάση: «Η ηδονή δηλαδή και η λύπη δεν καταστρέφουν ούτε διαστρέφουν κάθε κρίση (επιπαραδείγματι την κρίση ότι το τρίγωνο έχει ή δεν έχει τις γωνίες του ίσες με δύο ορθές), αλλά μόνο αυτές που σχετίζονται με την (ηθική) πράξη. Γιατί οι αρχές/τα αίτια των (ηθικών) πράξεων είναι ο τελικός σκοπός για τον οποίο αυτές πράττονται. Ο άνθρωπος όμως που έχει διαφθαρεί από την ηδονή ή τη λύπη παύει αμέσως να βλέπει την αρχή· παύει δηλαδή να βλέπει ότι ό,τι επιλέγει και ό,τι πράττει πρέπει να το επιλέγει και να το πράττει για χάρη αυτού του σκοπού ή εξαιτίας του» (1140b 5, 15-22).
Με άλλα λόγια, ο αποδεικτικός λόγος της επιστήμης δε σχετίζεται με τη φρόνηση. Το ότι μπορεί κανείς να καταλάβει και να εφαρμόσει τους κανόνες της τριγωνομετρίας δε σημαίνει ότι διέπεται κι από την αρετή της μεσότητας. Δε σημαίνει, δηλαδή, ότι θα παίρνει κι ορθές αποφάσεις για τη ζωή του χωρίς να παρασύρεται από την ηδονή ή τη λύπη. Είναι πλέον σαφές ότι άλλο επιστήμων κι άλλο σώφρων. Ο επιστήμονας μπορεί να διαφθαρεί από τις ηδονές, ενώ ο σώφρων όχι (αλλιώς δε θα ήταν σώφρων).
Ο επιστήμονας που ασκεί την επιστήμη του χωρίς φρόνηση είναι σε θέση να την υποτάξει στην υπηρεσία των παθών του διαστρέφοντας την ίδια την έννοιά της. Ενδέχεται να την εναποθέσει προς την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού, αρκεί να του υποσχεθούν χρήμα. Η πόλη που αποδέχεται αυτή τη λογική ως κάτι φυσιολογικό είναι η πόλη που έχει μετατρέψει τη διαφθορά των ηδονών σε επικρατούσα αξία. Κι όταν προβάλλονται ως πρότυπα τέτοιου είδους επιστήμονες, τότε η αφροσύνη είναι η κοινωνική αξία που ξεπερνά όλες τις άλλες. Κι αυτή είναι η έσχατη μορφή ισοπέδωσης.
Αφού κατέστη σαφές ότι η φρόνηση δεν αφορά τις επιστήμες, αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός της και από τις τέχνες: «Μεταξύ των πραγμάτων που επιδέχονται μεταβολή μπορούμε να διακρίνουμε αυτά που κατασκευάζονται και αυτά που πράττονται: άλλο πράγμα η κατασκευή κι άλλο η πράξη» (1140a 4, 1-2). Κατανοώντας ότι η φρόνηση δεν αφορά την κατασκευή αλλά την πράξη (δεν ανήκει δηλαδή στην κατασκευαστική αλλά στην πρακτική έξη, που είναι διαφορετικές και δεν εμπεριέχεται η μία στην άλλη), είναι σαφές ότι αυτό που πρέπει να διερευνηθεί αφορά το κατά πόσο οι τέχνες ανήκουν στις κατασκευαστικές ή στις πρακτικές έξεις.
Ο Αριστοτέλης θα φέρει το παράδειγμα του οικοδόμου: «Δεδομένου, τώρα, ότι η οικοδομική είναι μια τέχνη και ουσιαστικά είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει τέχνη που να μην είναι μια έλλογη κατασκευαστική έξη, ούτε καμιά αυτού του είδους έξη που να μην είναι τέχνη, θα πει ότι “τέχνη” και “κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια αληθινή λογική” ταυτίζονται» (1140a 4, 7-11).
Κι όχι μόνο αυτό: «Κάθε τέχνη έχει να κάνει με τη γένεση ενός πράγματος, με την επινόηση των απαραίτητων γι’ αυτό μέσων και την εξέταση του πώς μπορεί να έρθει στην ύπαρξη κάτι από αυτά που μπορούν να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν και που η αρχή τους βρίσκεται στον κατασκευαστή και όχι στο παραγόμενο προϊόν» (1140a 4, 12-15).
Το συμπέρασμα είναι προφανές: «Αφού λοιπόν η κατασκευή και η πράξη είναι δύο διαφορετικά πράγματα, αναγκαστικά η τέχνη πρέπει να έχει σχέση με την κατασκευή, όχι με την πράξη» (1140a 4, 17-19). Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει στην τελική σύνοψη: «Η τέχνη λοιπόν είναι, όπως είπαμε, μια έλλογη κατασκευαστική έξη· αντίθετα, η α-τεχνία είναι μια κατασκευαστική έξη που καθοδηγείται από μια λανθασμένη λογική» (1140a 4, 23-25). Είναι πλέον σαφές ότι η φρόνηση ως πρακτική έξη «δεν μπορεί να είναι τέχνη, γιατί άλλο είναι το γένος της πράξης και άλλο το γένος της κατασκευής» (1140b 5, 4-5).
Οι επιστήμες αφορούν πράγματα που δε μεταβάλλονται και λειτουργούν με βάση την αυστηρότητα της απόδειξης των συλλογισμών, ενώ η φρόνηση αφορά πράγματα που μεταβάλλονται και δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με τον τρόπο που ορίζουν οι επιστήμες. Από την άλλη, οι τέχνες αφορούν πράγματα που μεταβάλλονται, αλλά έχουν να κάνουν με την κατασκευαστική κι όχι με την πρακτική έξη. Αυτό που συσχετίζει τις τρεις αυτές έννοιες (επιστήμη – τέχνες – φρόνηση) είναι η λογική, καθώς όλες διέπονται από την έλλογη δράση. Πέρα από αυτό, όμως, δεν υπάρχει κανένας άλλος συσχετισμός. Από αυτή την άποψη καθίσταται και πάλι σαφές ότι, όπως ένας επιστήμονας (ακόμη και ο καλύτερος του είδους του) δε διέπεται κατ’ ανάγκη από σωφροσύνη, έτσι κι ένας τεχνίτης (ή και καλλιτέχνης), ακόμη κι ο πιο διαπρεπής, δεν είναι κατ’ ανάγκη σώφρων.
Από την άλλη, η φρόνηση δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με τη φιλοσοφία, αφενός γιατί η φιλοσοφία (όπως και η επιστήμη) οφείλει να αποδείξει με αυστηρότητα αυτά που ισχυρίζεται («γνώρισμα του φιλοσόφου είναι να έχει απόδειξη για ορισμένα πράγματα» 1141a 6, 3-4), και αφετέρου γιατί η φιλοσοφία οφείλει να ασχοληθεί με τις καθολικές αλήθειες που διέπουν το σύμπαν, ενώ η φρόνηση με τις πράξεις που θα είναι ωφέλιμες στον άνθρωπο: «Αν λοιπόν το “υγιεινό” και το “καλό” είναι άλλο για τους ανθρώπους και άλλο για τα ψάρια, το “λευκό” όμως και το “ευθύ” έχουν πάντοτε την ίδια σημασία, όλοι θα έλεγαν ότι η φιλοσοφική σοφία είναι πάντοτε η ίδια, η φρόνηση όμως είναι τώρα αυτό και ύστερα ένα άλλο πράγμα. Γιατί φρόνιμο λέει κανείς ότι είναι αυτό που σκέφτεται και μελετάει καλά τα επιμέρους θέματα που σχετίζονται με το ίδιο, – και είναι γι’ αυτό πρόθυμος κανείς να εμπιστευτεί σ’ αυτό τα δικά του επιμέρους θέματα» (1141a 7, 26-30).
Από αυτή την άποψη δε θα ήταν υπερβολή ότι και τα ζώα έχουν κάποιο είδος στοιχειώδους φρόνησης, αφού κι αυτά είναι σε θέση να γνωρίζουν αυτό που τα ωφελεί και να προβαίνουν σε ενέργειες που δείχνουν προνοητικότητα για μελλοντικούς κινδύνους: «Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι λένε ότι φρόνηση έχουν και κάποια ζώα, αυτά δηλαδή που είναι φανερό ότι έχουν κάποια προβλεπτική ικανότητα για τη διαφύλαξη της ζωής τους» (1141a 7, 31-33). Κι αυτός είναι ακόμη ένας διαχωρισμός ανάμεσα στη φρόνηση και τη φιλοσοφία, αφού η φιλοσοφία είναι κάτι απολύτως ξένο για τα ζώα.
Όμως, πέρα από αυτά, με δεδομένο ότι η φρόνηση απαιτεί διαφορετικές πράξεις από τον κάθε άνθρωπο, έχει δηλαδή πολλές εκδοχές σε σχέση με τα συμφέροντα του ανθρώπου που εξυπηρετεί, αν ταυτιζόταν με τη φιλοσοφία, θα έλεγε κανείς ότι και η φιλοσοφία οφείλει να έχει τις αντίστοιχες εκδοχές ανάλογα με τα συμφέροντα αυτών που την εκφράζουν: «αν θα χαρακτήριζε κανείς φιλοσοφική σοφία την ικανότητα ενός ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να υπηρετεί τα δικά του συμφέροντα, τότε θα υπήρχαν πολλές μορφές φιλοσοφικής σοφίας». (1141a 7, 34-35).
Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η φιλοσοφία δε σχετίζεται με τα συμφέροντα του καθενός, αλλά με την ερμηνεία της καθολικότητας που διέπει τον άνθρωπο και τη φύση, τα επίγεια και τα ουράνια, τη ζωή και το θάνατο. Η φιλοσοφία που εκλαμβάνεται ως εργαλείο προώθησης συμφερόντων δεν είναι φιλοσοφία αλλά προπαγανδιστικός μηχανισμός και δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που προτάσσει ο Αριστοτέλης. Οι διαφορετικές φιλοσοφικές απόψεις οφείλουν να τεκμηριωθούν και να βασίζονται στην εντιμότητα της διαφωνίας κι όχι στο υστερόβουλο της μετατροπής του προσωπικού συμφέροντος σε ιδεολογία.
Κι εδώ βρίσκεται και η –κατά τον Αριστοτέλη– διαφορά της φιλοσοφίας με την επιστήμη. Γιατί και η επιστήμη δεν αποβλέπει στο καθολικό, αλλά στο εξατομικευμένο παίρνοντας αναγκαστικά πολλές μορφές ανάλογα με το πού απευθύνεται: «δεν υπάρχει μόνο μία επιστήμη για το καλό όλων συνολικά των ζώων, αλλά διαφορετική για το κάθε ξεχωριστό είδος – εκτός κι αν υπάρχει μία μόνο ιατρική για όλα τα όντα!» (1141a 7, 36-38).
Ο τελικός ορισμός της φιλοσοφίας που ακολουθεί καθιστά σαφές ότι –κατά τον Αριστοτέλη πάντα– πρόκειται για την αποκορύφωση της ανθρώπινης πνευματικότητας: «Από όσα λοιπόν έχουμε πει έγινε πια φανερό ότι η φιλοσοφική σοφία είναι και επιστημονική γνώση και διανοητική αντίληψη των πιο αξιόλογων και των πιο πολύπλοκων από την άποψη της φύσης τους πραγμάτων» (1141b 7, 2-4).
Κι αυτό είναι ένας επιπλέον διαχωρισμός της φιλοσοφίας από τη φρόνηση: «Αυτός είναι ο λόγος που τον Αναξαγόρα, το Θαλή και τους όμοιούς τους οι άνθρωποι τους λένε σοφούς, όχι όμως φρόνιμους, αφού τους βλέπουν να μην ξέρουν τι είναι συμφέρον για τον εαυτό τους· λένε δηλαδή γι’ αυτούς ότι ξέρουν πράγματα μοναδικά, θαυμαστά, δυσνόητα και θεϊκά, που είναι όμως άχρηστα – με το νόημα ότι δεν ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που λέμε “καλό για τον άνθρωπο”» (1141b 7, 4-9).
Η φρόνηση έχει να κάνει με την ορθή σκέψη πάνω σε ζητήματα της καθημερινότητας που ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, ακόμη και απρόβλεπτες ή ακαριαίες: «“Άνθρωπος που σκέφτεται σωστά” είναι γενικά αυτός που, με οδηγό του τους κανόνες της λογικής, βάζει ως στόχο του το καλύτερο για τον άνθρωπο από όσα μπορούν να επιτευχθούν με τις πράξεις. Η φρόνηση, επίσης, δεν έχει ως αντικείμενό της μόνο το γενικό/καθολικό· πρέπει να γνωρίζει και τα επιμέρους, αφού έχει να κάνει με τις πράξεις, και αυτές με επιμέρους περιπτώσεις» (1141b 7, 14-19).
Με άλλα λόγια, η φρόνηση εμπεριέχει και τη γνώση· γιατί δε φτάνει να θέλει κανείς να τρώει υγιεινά, πρέπει και να ξέρει ποιες είναι οι κατάλληλες τροφές γι’ αυτό: «αν ένας άνθρωπος γνωρίζει ότι τα ελαφριά κρέατα είναι ευκολοχώνευτα και υγιεινά, αγνοεί όμως ποια κρέατα είναι ελαφριά, ο άνθρωπος αυτός δεν πρόκειται να κάνει τίποτε καλό για την υγεία του· αντίθετα, αυτός που γνωρίζει ότι τα κρέατα των πουλιών είναι ελαφριά και άρα υγιεινά, αυτός θα βοηθήσει περισσότερο από τον άλλο την υγεία του» (21-24).
Ο φρόνιμος άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει και τα καθολικά (ότι πρέπει να τρώει υγιεινά) και τα επιμέρους (τι πρέπει να φάει). Πρέπει να ξέρει να παίρνει ορθές αποφάσεις που θα τον ωφελήσουν προνοώντας για το μέλλον. Πρέπει να επιλέγει το ορθό χωρίς να παρασύρεται από την ηδονή ή από τη λύπη. Κι αυτός δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε ο επιστήμονας ούτε ο φιλόσοφος. Γιατί η φρόνηση είναι συνυφασμένη με την αρετή και η πραγμάτωσή της δεν αφορά το μορφωτικό ή το διανοητικό επίπεδο, αλλά την ουσιαστική καλλιέργεια. Είναι δηλαδή θέμα παιδείας…
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου