Μετά το ξεκαθάρισμα ότι η φιλία έχει άμεση σχέση με την ηθική αρετή (μόνο οι πραγματικά ενάρετοι μπορούν να φτάσουν στο βαθύτερο είδος φιλίας) ο Αριστοτέλης προβαίνει στον άμεσο παραλληλισμό της φιλίας με την αρετή: «Όπως στην περίπτωση των αρετών μιλούμε για καλούς ανθρώπους α) ενσχέσει με τη μόνιμη και σταθερή ιδιότητα του χαρακτήρα τους και β) ενσχέσει με τον τρόπο που εκδηλώνουν αυτή την ιδιότητα του χαρακτήρα τους με συγκεκριμένες ενέργειες, έτσι και στην περίπτωση της φιλίας» (1157b 5, 6-8).
Το ότι η αληθινή φιλία έχει να κάνει με τους ανθρώπους που κατέχουν την ηθική αρετή ο Αριστοτέλης το θεωρεί τόσο θεμελιώδες για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος που προτίθεται να το επαναλάβει: «Η πιο αληθινή λοιπόν φιλία είναι η φιλία των αγαθών ανθρώπων, όπως επανειλημμένα το έχουμε ήδη πει» (1157b 5,27-28)..
Όμως, το πρόταγμα της αληθινής φιλίας που βασίζεται στην αρετή υπερβαίνοντας τα επιφανειακά κίνητρα της απλής ευχαρίστησης ή της ωφέλειας-χρησιμότητας που μπορεί να προκύψει από κάποια γνωριμία, δε σημαίνει ότι τα απαξιώνει. Η άντληση χαράς από μία σχέση είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την περαιτέρω σύσφιξή της, ώστε να εξελιχθεί σε φιλία. Φιλία που δεν εμπεριέχει την ευχαρίστηση (και από τις δύο πλευρές) δεν υφίσταται, αφού κανείς δεν μπορεί να γίνει φίλος με κάποιον που τον δυσαρεστεί.
Κι αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά της αληθινής φιλίας από την επιφανειακή σχέση των ανθρώπων, αφού δεν περιορίζεται στο ανάλαφρο της ευχάριστης συντροφιάς αλλά προχωρά σε κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, που έχει να κάνει με την πραγμάτωση της αρετής, ώστε να μετουσιωθούν οι σχέσεις σε φιλία. Το ότι κάποιος έχει χιούμορ και μπορεί να κάνει τους άλλους να γελάνε (που μπορεί δηλαδή να προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση στην ομήγυρη) δε σημαίνει ότι εκπληρώνει και τις προϋποθέσεις της φιλίας, καθώς, αν δε διέπεται από αρετή, μπορεί να αποδειχθεί ανάξιος της εμπιστοσύνης ή αφερέγγυος ή συμφεροντολόγος ή ακόμη κι επικίνδυνος, εφόσον το φέρουν οι περιστάσεις.
Για τον Αριστοτέλη η ευχαρίστηση της συναναστροφής είναι προϋπόθεση κι όχι επισφράγιση μιας φιλίας. Η επισφράγιση είναι η αρετή που θα ολοκληρώσει τη φιλική σχέση προσδίδοντας εκείνα να χαρακτηριστικά με τα οποία οι άνθρωποι νιώθουν σίγουροι μεταξύ τους. Γι’ αυτό η σταθερή φιλία χρειάζεται χρόνο. Πρέπει κάποιος να νιώθει βεβαιότητα προκειμένου να ανοιχθεί στις σχέσεις του.
Κι αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, η φιλία τίθεται ως μια μορφή κλιμάκωσης των σχέσεων που ξεκινά από το ευχάριστο και το ωφέλιμο και καταλήγει στην κοινή αντίληψη της αρετής. Αν οι σχέσεις δεν προχωρήσουν σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο είναι καταδικασμένες στην επιφάνεια κι ως εκ τούτου κρίνονται δευτερεύουσες και ελάχιστα ανθεκτικές: «Γιατί άξιο να αγαπηθεί και να προτιμηθεί θεωρείται ότι είναι το καθεαυτό αγαθό ή ευχάριστο, και για το κάθε επιμέρους άτομο αυτό που είναι αγαθό ή ευχάριστο γι’ αυτόν τον ίδιο: ο αγαθός άνθρωπος είναι άξιος της αγάπης και της προτίμησης του αγαθού ανθρώπου για τους δύο αυτούς λόγους» (1157b 5, 28-30).
Με άλλα λόγια, η ευχαρίστηση και το ωφέλιμο (από μόνα τους) δεν αρκούν, αλλά δεν είναι και άσχετα με τη διαμόρφωση της δυνατής φιλίας: «Γιατί οι φίλοι που ζουν μαζί, χαίρονται ο ένας τον άλλον και προσφέρουν ο ένας στον άλλον αγαθά» (1157b 5, 8-9). Κι αυτή είναι η χρησιμοθηρική όψη της φιλίας, αφού πρωτίστως πρέπει κανείς να εισπράττει συναισθηματικά προκειμένου να συνάψει κάποια φιλία.
Η ιδιοτέλεια αυτού του είδους δεν υποβαθμίζει τις σχέσεις σε κάτι χρηστικό (η φτήνια της απλής χρηστικότητας αφορά τα κατώτερα είδη φιλίας), αλλά καταδεικνύει την ωφελιμιστική εκδοχή της αρετής, καθώς ο άνθρωπος οφείλει να είναι αγαθός πριν απ’ όλα για τον εαυτό του. Μόνο με την κατάκτηση της αρετής μπορεί κανείς να φτάσει και στην κατάκτηση της φιλίας, δηλαδή στην ύψιστη ευτυχία που πραγματώνεται από τη γνησιότερη μορφή επικοινωνίας.
Γι’ αυτό η φιλία είναι ίσως το σπουδαιότερο αγαθό. Γιατί αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μορφή συνύπαρξης. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση ούτε με τις επαγγελματικές φιλοδοξίες ούτε με την κοινωνική αναρρίχηση ούτε με καμία τέτοιου είδους ωφελιμιστική εκδοχή. Γιατί οι χρησιμότητες αυτού του είδους δε σχετίζονται με τη συναισθηματική ολοκλήρωση, αλλά με την υστεροβουλία του συμφέροντος που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει.
Η γνήσια φιλία δεν καλλιεργείται με κίνητρα ευτελή. Οικοδομείται στη σταθερή βάση της αμοιβαιότητας. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο σταθερό από την αμοιβαιότητα της ευτυχίας: «Οι ευτυχείς και οι ευδαίμονες άνθρωποι τους χρήσιμους φίλους δεν τους χρειάζονται, τους ευχάριστους όμως τους χρειάζονται· θέλουν, πράγματι, να ζουν πάντοτε μαζί με κάποιους, και ενώ μπορούν να αντέξουν ένα δυσάρεστο πράγμα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, κανείς δε θα μπορούσε να το υπομείνει σε μια μεγάλη συνέχεια χρόνου» (1158a 6, 25-28).
Το δυσάρεστο που υπομένει κανείς για χάρη κάποιας ωφέλειας (με το πέρασμα του χρόνου) γίνεται ανυπόφορο. Κι αυτό είναι η απόδειξη ότι το ωφέλιμο (από μόνο του) όχι μόνο δεν αποτελεί παράγοντα φιλίας, αλλά ούτε καν μπορεί να είναι ανεκτό. Η ευχαρίστηση κρίνεται απείρως καθοριστικότερη στην οικοδόμηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Αλλά κι αυτή έχει τα όριά της. Αν δε συνοδευτεί από την αρετή σταδιακά θα ξεφτίσει: «Αυτός είναι ο λόγος που οι ευτυχείς και ευδαίμονες άνθρωποι ψάχνουν να βρουν φίλους ευχάριστους, που, πέρα από το να είναι ευχάριστοι, να είναι και καλοί άνθρωποι· κάτι παραπάνω: καλοί για τους ίδιους· έτσι οι φίλοι τους θα έχουν όλες τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν οι φίλοι» (1158a 6, 29-31).
Η διευκρίνιση «καλοί για τους ίδιους» καταδεικνύει ότι η φιλία χρειάζεται κι άλλες προϋποθέσεις πέρα από την ηθική αρετή. Πράγματι κανείς δεν μπορεί να είναι φίλος με κάποιον, ώστε να τον συναναστρέφεται σε καθημερινή βάση, με μοναδικό κριτήριο ότι είναι καλός ή δίκαιος άνθρωπος. Οπωσδήποτε θα τον εκτιμά γι’ αυτό, αλλά η εκτίμηση δεν αποτελεί από μόνη της εχέγγυο φιλίας. Χρειάζεται κάτι περισσότερο.
Τα κοινά ενδιαφέροντα, τα κοινά βιώματα, η από κοινού αποδοχή του ορθού, η σύμπλευση (δε γίνεται λόγος για πλήρη ταύτιση) σε όλα αυτά που προσδίδουν χαρά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκπλήρωση της σταθερής φιλίας. Όταν δυο άνθρωποι δεν μπορούν να νιώσουν ευχαρίστηση με κοινά πράγματα, είναι σχεδόν αδύνατο να συσφίξουν τις σχέσεις: «πιο πολύ μοιάζει με την πραγματική φιλία αυτή που συνάπτεται για την ευχαρίστηση, όταν και οι δύο πλευρές δέχονται, η μία από την άλλη, τις ίδιες ευχαριστήσεις και χαίρονται η μια την άλλη ή χαίρονται με τα ίδια πράγματα, όπως συμβαίνει π.χ. στις φιλίες των νέων ανθρώπων· σ’ αυτές, πράγματι, τις φιλίες βρίσκει κανείς σε μεγαλύτερο βαθμό τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία που χαρακτηρίζουν τον ελεύθερο άνθρωπο, ενώ η φιλία που βασίζεται στο όφελος προσιδιάζει στους αγοραίους και τους ανελεύθερους ανθρώπους» (1158a 6, 21-25).
Το ότι οι φιλίες των νέων πολλές φορές αποδεικνύονται επιπόλαιες και δεν αντέχουν στο χρόνο έχει να κάνει με τη μεταβλητότητα του χαρακτήρα τους. Οι διαρκείς αλλαγές των προτιμήσεών τους σηματοδοτούν και τις αλλαγές στους ανθρώπους που τους πλαισιώνουν. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν ακυρώνει την ελευθερία των επιλογών τους, αφού σε κάθε περίπτωση συμπεριφέρονται ανυστερόβουλα (κι αν έχουν κάποια υστεροβουλία δεν μπορεί να συγκριθεί με την υστεροβουλία των μεγάλων) συνάπτοντας σχέσεις με κύριο γνώμονα την ευχαρίστηση που αντλούν από τη συναναστροφή.
Η σταθερότητα του χαρακτήρα αποτελεί ακόμη μία προϋπόθεση για τη σταθερή φιλία. Αν ο χαρακτήρας αλλάξει (μαζί με τα ενδιαφέροντα) τότε παύει να εκπληρώνεται το κοινό επικοινωνιακό πλαίσιο της ευχαρίστησης υπονομεύοντας τη φιλία. Το ίδιο κι από την άποψη της ηθικής. Εκείνοι που στην πορεία της ζωής τους διαφθείρονται είτε για το χρήμα είτε για την εξουσία, σχεδόν νομοτελειακά αλλάζουν και φιλικό περιβάλλον, καθώς είναι δύσκολο να γίνουν ανεκτοί από τις παλιές τους γνωριμίες.
Κι αν για τους νέους μπορούμε να πούμε ότι συμπεριφέρονται ανυστερόβουλα σε όλες τους τις αλλαγές, δεν είναι το ίδιο εύκολο να ειπωθεί αυτό και για τους μεγαλύτερους. Η συνήθης υστεροβουλία των αλλαγών τους όχι μόνο τους απομακρύνει από τους παλιούς τους φίλους, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να τους κάνει και απεχθείς: «Αν ήταν λοιπόν σωστό ότι ο φίλος επιθυμεί το καλό του φίλου του για χάρη εκείνου του ίδιου, τότε ο φίλος του θα πρέπει να παραμένει αυτό ακριβώς που είναι» (1159a 7, 10-12).
Η ευχαρίστηση που αντλείται από τους δύο φίλους αποτελεί τη διάδραση των συναισθημάτων, η οποία επιφέρει την πληρότητα. Με άλλα λόγια, η φιλία αποτελεί αμοιβαιότητα ενδιαφέροντος και αγάπης. Κι αυτός είναι ο λόγος που η φιλία είναι περισσότερο έξη κι όχι πάθος: «Το να αγαπάει κανείς φαίνεται ότι είναι πάθος, ενώ η φιλία ότι είναι έξη· γιατί την αγάπη μπορεί κανείς να την έχει το ίδιο και για τα άψυχα πράγματα, η ανταπόδοση όμως της αγάπης προϋποθέτει προτίμηση και επιλογή: αυτή η προτίμηση και επιλογή πηγάζει από μία έξη· το καλό, επίσης, αυτών τους οποίους αγαπούν το θέλουν αυτοί οι άνθρωποι για χάρη εκείνων, και όχι ως αποτέλεσμα πάθους αλλά ως αποτέλεσμα έξης. Και αγαπώντας το φίλο αγαπούν αυτό που είναι αγαθό για τους ίδιους· γιατί ο αγαθός άνθρωπος, όταν γίνει φίλος, γίνεται ένα αγαθό για το φίλο του» (1157b 5, 31-37).
Η αγάπη και το ενδιαφέρον προς το φίλο είναι η ευχαρίστηση που αντλείται από την επίτευξη οποιουδήποτε πράγματος αποτελεί καλό γι’ αυτόν. Είναι, δηλαδή, η ανιδιοτέλεια προς ένα άλλο πρόσωπο που μας συμπληρώνει συναισθηματικά. Η συμπλήρωση όμως «αγαπώντας το φίλο αγαπούν αυτό που είναι καλό για τους ίδιους» είναι η ιδιοτελής πλευρά (αφού τελικά το καλό του φίλου μετατρέπεται και σε δικό μας καλό) που καταδεικνύει ότι οι σχέσεις γίνονται τόσο δυνατές που η έννοια του καλού ταυτίζεται σαν να μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο.
Ο φίλος που φθονεί τις επιτυχίες του φίλου του δεν είναι φίλος, ακριβώς γιατί δε νιώθει αυτή την ταύτιση. Κι αυτή είναι η συναισθηματική διάδραση που μετατρέπει τη φιλία σε έξη. Γιατί μόνο ο ενάρετος είναι σε θέση να ταυτιστεί σε βαθμό που να ξεπεράσει κάθε ανταγωνιστικότητα. Κι αφού κάποιος αποκτά την αρετή με εθισμό, τότε δεν μπορεί παρά να αποκτά και το άμεσο παράγωγό της (τη φιλία) με τον ίδιο τρόπο.
Η διάδραση αυτή καταδεικνύει ότι οι φιλικές σχέσεις αφορούν μόνο τους ανθρώπους κι ότι φιλίες με άψυχα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν: «θα ήταν, πράγματι, γελοίο να θέλει κανείς για το κρασί “το καλό του”, και αν υπάρχει περίπτωση να θέλει κανείς κάτι γι’ αυτό, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το να θέλει να διατηρηθεί αυτό σε καλή κατάσταση, για να το έχει ο ίδιος» (1155b 2, 34-36). Από τη στιγμή που δεν μπορεί να υπάρξει συναισθηματική διάδραση με το κρασί δεν μπορεί να γίνει λόγος και για φιλία.
Ο παραγκωνισμός των φίλων προς όφελος του χρήματος δεν είναι τίποτε άλλο από την προτεραιότητα που δίνει κανείς στη φιλία του κρασιού (ή όποιου άλλου άψυχου πράγματος πρόκειται να αγοράσει) από εκείνη των ανθρώπων. Είναι, δηλαδή, ο ύψιστος παραλογισμός που καταδεικνύει την απόλυτη ανθρώπινη παραπλάνηση. Η θεοποίηση του χρήματος δεν είναι παρά η υπονόμευση των ανθρώπινων σχέσεων. Οι κοινωνίες που κινούνται με τέτοια πρότυπα είναι οι κοινωνίες που ευνοούν τα κατώτερα είδη φιλίας, εκείνα που αποβλέπουν στο χρήσιμο ή στο επιφανειακά ευχάριστο και που αρμόζουν περισσότερο στους ευτελείς και αγοραίους ανθρώπους.
Και βέβαια η φιλία δεν είναι κάτι στατικό ή δεδομένο. Είναι σχέση που τροφοδοτείται διαρκώς. Γι’ αυτό και χρειάζεται καθημερινή επαφή. Καμιά φιλία δε γεννιέται εξ αποστάσεως. Όταν όμως γεννηθεί και στεριώσει μέσα από τη δύναμη των κοινών βιωμάτων που θα ολοκληρώσουν την οικειότητα, η απόσταση δεν είναι εύκολο να τη φθείρει: «όταν όμως ο καθένας τους ζει σε άλλον τόπο, δεν πράττουν, βέβαια, τα έργα της φιλίας, είναι όμως διατεθειμένοι να τα πράττουν· γιατί η τοπική απόσταση δεν αίρει γενικά τη φιλία, αλλά μόνο τη (φιλική) ενέργεια» (1157b 5, 9-12).
Αν, όμως, η χρόνος της απουσίας τραβήξει πολύ, η φιλία μπορεί να ξεθυμάνει και να οδηγηθεί στη λήθη. Η προσωπική επαφή τίθεται ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση της φιλίας. Οι φιλίες που οδηγούνται σε απόσταση πρέπει με κάποιο τρόπο να διατηρούν την επαφή, έστω και σε αραιά χρονικά διαστήματα. Αν αυτό δε συμβεί, τότε τα πράγματα γίνονται εύθραυστα: «Αν, πάντως, η απουσία κρατάει για πολύ χρόνο, τότε φαίνεται ότι κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν και τη φιλία τους· εξού και η ρήση: “Πολλές φιλίες χάλασε η απροσηγορία”» (1157b 5, 12-15).
Και βέβαια, όσο γερνάει ο άνθρωπος τόσο πιο δύσκολα κάνει φίλους: «Μεταξύ των στρυφνών και των ηλικιωμένων ανθρώπων η φιλία γεννιέται λιγότερο συχνά, αφού η άνθρωποι αυτοί είναι πιο δύστροποι και χαίρονται λιγότερο τη συντροφιά των άλλων – αυτά δε θεωρούν οι άνθρωποι πως είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της φιλίας και αυτά που κατά κύριο λόγο γεννούν τη φιλία; Αυτός είναι και ο λόγος που, ενώ οι νέοι άνθρωποι γίνονται γρήγορα φίλοι, οι ηλικιωμένοι όχι» (1158a 6, 2-6).
Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της δυσκολίας των ηλικιωμένων στη φιλία έχει να κάνει και πάλι με την ευχαρίστηση: «Δε φαίνεται, επίσης, να συνάπτουν εύκολα φιλίες ούτε οι ηλικιωμένοι ούτε οι στρυφνοί άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι μέσα στους ανθρώπους αυτούς υπάρχει γενικά λίγη μόνο ευχαρίστηση, και φυσικά κανείς δεν μπορεί να περνάει τις μέρες του μαζί με έναν δυσάρεστο ή έναν όχι ευχάριστο άνθρωπο· πραγματικά, ο καθένας μπορεί να δει καθαρά ότι η φύση αποφεύγει πάρα πολύ ό,τι είναι δυσάρεστο και ότι, αντίθετα, αποζητάει το ευχάριστο» (1157b 5, 15-19).
Το κριτήριο, όμως, που θα καθορίσει από την αρχή την επιλογή του φίλου έχει να κάνει με την ισότητα. Φιλίες που δεν ξεκινούν με ίσους όρους στην ουσία δεν είναι φιλίες, αφού η ανωτερότητα ή κατωτερότητα κάποιου στη συναναστροφή ακυρώνει το αυθόρμητο που θα γεννήσει την οικειότητα: «Το πράγμα γίνεται φανερό, αν υπάρξει μια μεγάλη απόσταση της μιας από την άλλη πλευρά από την άποψη της αρετής ή της κακίας, του πλούτου ή κάποιου άλλου πράγματος: τότε δεν είναι πια φίλοι – ούτε καν την περιμένουν για τον εαυτό τους μια τέτοια φιλία» (1158b 7, 37-39).
Κι αν αυτό δεν είναι αρκετά σαφές, ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: «Το πράγμα είναι φανερό και στην περίπτωση των βασιλιάδων: ούτε και με αυτούς οι άνθρωποι που είναι πολύ κατώτεροί τους περιμένουν ποτέ να γίνουν φίλοι, όπως και οι εντελώς ασήμαντοι άνθρωποι δεν περιμένουν ποτέ να γίνουν φίλοι με τους άριστους ή σοφότατους ανθρώπους. Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι, βέβαια, δυνατό να προσδιορισθεί με ακρίβεια το όριο της υπεροχής ώστε να είναι δυνατή η φιλία: πολλά μπορεί να λείψουν από τη μια πλευρά και η φιλία ακόμη να παραμένει· αν όμως η απόσταση ανάμεσα στις δυο πλευρές γίνει πολύ μεγάλη (σαν την απόσταση π.χ. που χωρίζει το θεό από τον άνθρωπο), τότε δεν υπάρχει πια φιλία» (1159a 7, 1-7).
Το μορφωτικό επίπεδο, οι ταξικές αποστάσεις, οι σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι παίζουν ρόλο καθοριστικό για την επιλογή των φίλων. Ο υπηρέτης δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει φίλος με το βασιλιά, όσο κι αν δημιουργούνται σχέσεις οικειότητας ή εμπιστοσύνης. Με τον ίδιο τρόπο δε θα μπορούσε να γίνει φίλος, με τη βαθύτερη σημασία της λέξης, ένας άνθρωπος υψηλού μορφωτικού επιπέδου με κάποιον που δεν τέλειωσε το δημοτικό. Μπορεί να υπάρχουν σχέσεις συμπάθειας, μπορεί να υπάρχει εκτίμηση κι από τις δυο πλευρές, όχι όμως φιλία. Γιατί οι σχέσεις αυτού του είδους δεν μπορούν να αντέξουν σε επίπεδο καθημερινής συναναστροφής.
Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν είναι εύκολο (θα λέγαμε είναι αδύνατο) να συναφθούν φιλίες στη βάση της εξουσίας. Οι σχέσεις εξουσίας διαστρέφουν τις ανθρώπινες επαφές υποβιβάζοντάς τες σε επίπεδο καθαρά χρησιμοθηρικό. Αυτός που ασκεί την εξουσία (σε οποιοδήποτε επίπεδο) θέλει ανθρώπους που να εκτελούν αυτά που ίδιος θεωρεί σωστά. Όση οικειότητα ή όση εκτίμηση κι αν υπάρχει είναι αδύνατο να επικαλυφθεί η αρχή της ανωτερότητας που διαμορφώνει τα όρια. Σε τελική ανάλυση αυτό που επιχειρείται να συγκαλυφθεί είναι η εξάρτηση. Και δε χρειάζονται επεξηγήσεις για τη σχέση του αφεντικού με τους υπαλλήλους, γιατί, όσο κι αν εξαρτάται από αυτούς, εκείνοι εξαρτώνται περισσότερο.
Κι όσο πιο αυθαίρετα ή απολυταρχικά ασκείται η εξουσία, τόσο πιο απίθανο είναι το ενδεχόμενο να γεννηθούν φιλίες. Ο τύραννος δεν μπορεί να έχει φίλους. Μόνο κόλακες, πρόθυμους να προσφέρουν ευχαρίστηση για προσωπικά οφέλη. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Οι άνθρωποι της εξουσίας είναι φανερό ότι έχουν φίλους που μοιράζονται σε δύο κατηγορίες: κάποιοι από αυτούς τους είναι χρήσιμοι και κάποιοι άλλοι ευχάριστοι» (1158a 6, 31-33).
Και θα συμπληρώσει: «γιατί οι άνθρωποι της εξουσίας ούτε ευχάριστους ανθρώπους αναζητούν, που να είναι όμως και φορείς της αρετής, ούτε και ανθρώπους που να τους είναι χρήσιμοι σε όμορφες πράξεις· ίσα ίσα: επιθυμώντας το ευχάριστο ψάχνουν να βρουν ανθρώπους χαριτολόγους, και από την άλλη ανθρώπους που να είναι ικανοί να εκτελέσουν ό,τι τους διατάξουν οι ίδιοι – όλα όμως αυτά δεν είναι δυνατό να βρεθούν να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο» (1158a 6, 33-37).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου