Από αυτή την άποψη, κάθε επιμέρους ενέργεια (από μόνη της) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί αυτόνομα. Όπως μία ψηφίδα (όσο τέλεια κι αν είναι) δεν μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως αποκομμένη από το υπόλοιπο ψηφιδωτό, έτσι και κάθε επιμέρους ενέργεια της κίνησης είναι καταδικασμένη στο ατελές, εφόσον η κίνηση δεν ολοκληρώσει όλα τα στάδιά της, ώστε να καταδειχθεί συνολικά: «Οι επιμέρους όμως κινήσεις που συναποτελούν τα μέρη της συνολικής διάρκειας της κίνησης είναι όλες τους ατελείς, και διαφέρουν –ως προς το είδος– από τη συνολική κίνηση αλλά και η μία από την άλλη» (1174a 4, 25-26).
Το παράδειγμα που θα τεθεί θα λειτουργήσει διαφωτιστικά: «Η συνένωση των λίθων, επιπαραδείγματι, είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή των ραβδώσεων σε μια κολόνα, και αυτά πάλι είναι κάτι διαφορετικό από την κατασκευή ολόκληρου του ναού· και η μεν κατασκευή του ναού είναι κάτι το τέλειο (γιατί δεν υπάρχει καμιά έλλειψη ως προς το στόχο που τέθηκε από την αρχή), ενώ η κατασκευή της κρηπίδας ή των τριγλύφων είναι πράγματα ατελή (γιατί και η μία και η άλλη αναφέρονται σε ένα μόνο μέρος από το σύνολο)» (1174a 4, 25-31).
Μέχρι, λοιπόν, την πλήρη ολοκλήρωση του ναού δεν υπάρχει τίποτε συνολικό παρά μόνο ατελείς μεμονωμένες ενέργειες. Όλες οι χρονικές στιγμές που εκτυλίσσονται μέχρι την αποπεράτωσή του καταδεικνύουν ακριβώς την ατέλεια του μεμονωμένου, που αποτελεί ψηφίδα της κίνησης, η οποία όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το τέλειο θα αναδειχθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ο ναός θα έχει τελειώσει: «Διαφέρουν λοιπόν ως προς το είδος» (εννοείται οι μεμονωμένες επιμέρους πράξεις – κρηπίδα, τρίγλυφα κλπ), «και δεν είναι δυνατό να έχει κανείς σε μια οποιαδήποτε στιγμή του συνολικού χρόνου της κατασκευής μια κίνηση τέλεια ως προς το είδος· αυτό είναι δυνατό μόνο σε σχέση προς το συνολικό χρόνο που απαιτεί η κατασκευή» (1174a 4, 31-33).
Το ίδιο συμβαίνει και με το βάδισμα: «Το ίδιο και στην περίπτωση της βάδισης, όπως και όλων των άλλων κινήσεων της ίδιας κατηγορίας. Γιατί αν η μετακίνηση είναι μια κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλον, υπάρχουν και σ’ αυτή την περίπτωση διαφορές ως προς το είδος: πέταγμα, βάδιση, πήδημα κ.ο.κ. Και όχι μόνο έτσι, αλλά και στην ίδια τη βάδιση υπάρχουν διαφορές· γιατί η κίνηση από έναν τόπο προς έναν άλλο δεν είναι η ίδια κατά μήκος όλου του σταδίου και σε ένα μέρος του· δεν είναι επίσης το ίδιο να περάσει κανείς αυτή τη γραμμή και να περάσει εκείνη τη γραμμή· γιατί δεν περνάει κανείς απλώς μια γραμμή, αλλά και μια γραμμή που βρίσκεται σε κάποιον τόπο, και αυτή βρίσκεται σε διαφορετικό τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται εκείνη» (1174a 4, 33-39 και 1174b 4, 1-3).
Πέρα από το γεγονός ότι όλες οι κινήσεις δεν είναι ίδιες (άλλο το βάδισμα κι άλλο το πέταγμα) και ότι ακόμη κι αν γίνεται λόγος για κάποια συγκεκριμένη κίνηση και πάλι οι συνθήκες διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο ή το χρόνο (άλλο να βαδίζει κανείς στην πεδιάδα κι άλλο στο βουνό, όπως άλλο να βαδίζει χειμώνα κι άλλο καλοκαίρι), θα πρόσθετε κανείς ότι και η πάσης φύσεως κίνηση είναι η τελική πράξη που καθορίζεται από την αρμονία και το συγχρονισμό των επιμέρους που τη συναποτελούν. Για να βαδίσει κανείς πρέπει να συγχρονίζονται όλα τα μέλη του σώματος και ταυτόχρονα να βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, ώστε να τη φέρουν σε πέρας.
Αν κάποιος έχει χτυπήσει στον αστράγαλο και δεν μπορεί να βαδίσει η ακεραιότητα που μπορεί να έχει το γόνατο δε βοηθά ως προς την επιτέλεση της κίνησης. Για να περπατήσει κανείς πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση και το γόνατο και ο αστράγαλος και (θα έλεγε κανείς) ολόκληρο το σώμα που θα λειτουργήσει υποστηρικτικά. Πολύ περισσότερο για να τρέξει: «Για την κίνηση μιλήσαμε με πολλές λεπτομέρειες σε άλλη μας πραγματεία δεν φαίνεται όμως να είναι τέλεια σε μια οποιαδήποτε στιγμή της, αλλά οι πολλές κινήσεις είναι ατελείς και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, αν βέβαια το “από πού προς τα πού” είναι αυτό που δίνει στην καθεμιά τους την ξεχωριστή της μορφή» (1174b 4, 3-6).
Ενώ, λοιπόν, η κίνηση συναποτελείται από πολλά επιμέρους και είναι τέλεια μόνο τη στιγμή που ολοκληρώνονται όλα, ώστε να λειτουργήσει ως σύνολο, η ηδονή είναι τέλεια κάθε στιγμή καθιστώντας σαφές ότι δε χρειάζεται την ολοκλήρωση των επιμέρους. Είναι, δηλαδή, ένα ενιαίο όλο που ή συμβαίνει ή δε συμβαίνει. Οι προϋποθέσεις που την προξενούν δεν αποτελούν το επιμέρους (όπως στην περίπτωση της κίνησης), γιατί σχετίζονται με την ευρύτερη διαπαιδαγώγηση του καθενός (ηδονή αντλεί κανείς από αυτά που έχει μάθει) και λειτουργούν ακαριαία ως προς τη διέγερσή της. Για παράδειγμα, αυτός που έχει μάθει να εκτιμά τη μουσική νιώθει ηδονή κάθε φορά που την ακούει χωρίς να χρειάζεται να ολοκληρωθεί κάτι επιμέρους, ώστε να φτάσει σ’ αυτήν.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι η ηδονή και η κίνηση πρέπει να διαφέρουν η μια από την άλλη, και ότι η ηδονή πρέπει να ανήκει στα πράγματα που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και είναι τέλεια. Αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει και από το ότι, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει κίνηση παρά μόνο σε συνάρτηση προς το χρόνο, ηδονή μπορεί. Γιατί ό,τι πραγματώνεται εδώ και τώρα, είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 7-11).
Για τη διαφοροποίηση της ηδονής από την κίνηση ο Αριστοτέλης θα προσθέσει: «… όπως είναι γνωστό, το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κίνησης είναι η ταχύτητα και η βραδύτητα, και αν μια κίνηση δεν είναι γρήγορη ή αργή καθαυτή (παράδειγμα η κίνηση του ουρανού), είναι πάντως σε σχέση προς κάτι άλλο· στην ηδονή όμως δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί, ενώ είναι δυνατό να ευχαριστηθούμε γρήγορα, όπως είναι δυνατό να οργισθούμε γρήγορα, δεν είναι δυνατό να ευχαριστούμαστε γρήγορα, ούτε και σε σχέση προς κάποιον άλλο, ενώ είναι δυνατό να βαδίζουμε γρήγορα, να μεγαλώνουμε γρήγορα και όλα τα παρόμοια. Ενώ λοιπόν είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή, δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή, θέλω να πω: να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα» (1173a 3, 37-39 και 1173b 3,1-5).
Κι εδώ βέβαια δε γίνεται λόγος στο πόσο γρήγορα μπορεί να οργιστεί κάποιος ή αν κάποιος οργίζεται γρηγορότερα από κάποιον άλλο. Εξάλλου, αυτό έχει ήδη απαντηθεί, αφού ο οργίλος εξάπτεται πάντα ευκολότερα και γρηγορότερα. Το ζήτημα είναι το ακαριαίο (θα έλεγε κανείς άχρονο) της ηδονής, αφού όλοι οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται στις συνθήκες που τους την προκαλούν (ασχέτως με το χρόνο που τους χρειάζεται για να μπουν στην ουσία της), την αισθάνονται αστραπιαία. Το αστραπιαίο, όμως, της πρόκλησής της δεν την καθιστά στιγμιαία. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα στην επήρειά της, τότε η απόλαυση που εισπράττουν τους κάνει να λειτουργούν αργά, ώστε να την παρατείνουν όσο το δυνατό περισσότερο. Ανυπομονησία τη στιγμή της άντλησης της ηδονής δεν υπάρχει.
Ανυπομονησία μπορεί να υπάρχει (ενδεχομένως) για τη στιγμή της κορύφωσής της, με την έννοια της παρόρμησης προς την κατεύθυνση της πλήρους ευχαρίστησης. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, όταν δηλαδή φτάνει η στιγμή της ολοκληρωτικής ευχαρίστησης, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ταχύτητα. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική αισθάνεται την ηδονή και θέλει αυτό να κρατήσει όσο το δυνατό περισσότερο. Ακόμη κι αν ανυπομονεί να φτάσει η ορχήστρα σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, που κατά τη γνώμη του η απόλαυση κορυφώνεται, αυτό δε σημαίνει ότι επιδιώκει την επιτάχυνση των πραγμάτων. Κι όταν φτάσει εκείνη η στιγμή της κορύφωσης, θα ήθελε η διάρκεια να παραταθεί όσο περισσότερο γίνεται.
Γι’ αυτό και η φράση: «δεν είναι δυνατό να ενεργεί γρήγορα κατά την ηδονή», δηλαδή «να αισθάνεται την ηδονή γρήγορα». Το δεδομένο ότι «είναι δυνατό να αλλάζει κανείς και να περνάει γρήγορα ή αργά στην ηδονή» καθιστά σαφές ότι μπορεί κάποιος να αισθάνεται την ηδονή γρηγορότερα από κάποιον άλλο μέσα στο πλαίσιο των προϋποθέσεων που την προξενούν. Άλλος μπορεί να νιώθει ρίγος από την πρώτη νότα της συμφωνικής κι άλλος να θέλει περισσότερο χρόνο. Το σίγουρο είναι ότι και για τους δύο θα φτάσει η στιγμή του ακαριαίου της κομμένης ανάσας, που καθιστά την ηδονή σχεδόν άχρονη. Κι όταν έρθει αυτή η στιγμή κανείς δε θέλει να περάσει γρήγορα.
Η ηδονή εκλαμβάνεται ως κάτι ακαριαίο, ως μια κορύφωση η οποία δεν τίθεται μέσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο για όλους, που όμως δεν είναι στιγμιαία και που, όταν συμβαίνει, είναι κάτι το τέλειο που πρέπει να παραταθεί. Οι συνθήκες αυτές τη διαφοροποιούν από την κίνηση καθιστώντας τη ένα ενιαίο όλο τέλειο κάθε στιγμή: «Η ηδονή είναι, πράγματι, ένα ενιαίο όλο, και σε καμιά χρονική στιγμή δε θα μπορούσε κανείς να έχει μια ηδονή που η ουσία της θα τελειοποιούνταν, αν διαρκούσε περισσότερο χρόνο. Αυτός είναι και ο λόγος που η ηδονή δεν είναι κίνηση» (1174a 4, 19-22).
Το ότι η ηδονή αποτελεί ένα ενιαίο όλο αποκλείει και την περίπτωση να πρόκειται για γένεση: «δεν είναι σωστό αυτό που λένε ότι η ηδονή είναι κίνηση ή, πολύ περισσότερο, “γένεση”. Γιατί αυτά δε λέγονται για όλα τα πράγματα, αλλά μόνο για τα μεριστά και γι’ αυτά που δεν είναι ένα ενιαίο όλο· δεν υπάρχει, πράγματι, γένεση ούτε της όρασης ούτε του μαθηματικού σημείου ούτε της μονάδας, και ούτε οποιοδήποτε από αυτά είναι κίνηση ή γένεση· ούτε, επομένως, και ενσχέσει με την ηδονή μπορεί κανείς να μιλήσει για κίνηση ή γένεση· γιατί η ηδονή είναι ένα ενιαίο όλο» (1174b 4, 11-16).
Η έννοια του ενιαίου όλου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη γένεση που αφορά τα «μεριστά», δηλαδή αυτά που μπορούν να διαιρεθούν σε επιμέρους. Όπως δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει γένεση της όρασης ή της μονάδας, έτσι δεν μπορούμε να μιλάμε και για τη γένεση της ηδονής, αφού τίθεται με τρόπο αδιάσπαστο, όπως τα μαθηματικά σημεία. Ο Αριστοτέλης φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη γένεση μέσα από την οπτική της σύνθεσης των στοιχείων που θα γεννήσουν κάτι καινούργιο. Το ενιαίο όλο δεν προέρχεται από καμία σύνθεση ακριβώς λόγω της ακαμψίας του ενιαίου του.
Κι όχι μόνο αυτό: «Γένεση από την άλλη, πώς θα μπορούσε να είναι; Γιατί, κατά την κοινή αντίληψη, δε γεννιέται το οτιδήποτε από το οτιδήποτε, αλλά το καθετί διαλύεται σ’ αυτό από το οποίο έχει γεννηθεί. Και τότε η λύπη θα ήταν η φθορά αυτού του οποίου η ηδονή είναι η γένεση» (1173b 3, 5-8).
Με δυο λόγια, αν η ηδονή ήταν γένεση, ποια είναι τα επιμέρους στοιχεία που τη συνέθεσαν; Ή, για να το πούμε αλλιώς, αν πρέπει να τη διαλύσουμε σ’ αυτά που την έχουν συνθέσει, που θα καταλήγαμε; Πάντως τα στοιχεία που γέννησαν την ηδονή, όποια κι αν είναι, δεν μπορεί παρά να φθείρονται από τη λύπη. Γιατί η λύπη είναι το αντίθετο της ηδονής, οπότε θα αντιτίθεται και σε ό,τι την έχει γεννήσει. Τέτοιες σκέψεις, όμως, είναι προφανώς αδιέξοδες. Η ηδονή δεν είναι ούτε κίνηση ούτε γένεση.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη άποψη, που επίσης δε φαίνεται να ευσταθεί: «Λένε, επίσης, ότι η λύπη είναι έλλειψη της φυσικής μας κατάστασης, ενώ η ηδονή η επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση. Όμως τα δύο αυτά, είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με το σώμα. Αν λοιπόν η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, τότε την ηδονή πρέπει να την αισθάνεται αυτό στο οποίο συμβαίνει αυτή η επάνοδος στη φυσική κατάσταση, άρα το σώμα· αυτό όμως από κανέναν δε θεωρείται σωστό, και ούτε άρα η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική κατάσταση, αλλά τη στιγμή που συντελείται αυτή η επάνοδος, αισθάνεται κανείς την ηδονή, ακριβώς όπως αισθάνεται κανείς λύπη τη στιγμή που υφίσταται μια χειρουργική επέμβαση» (1173b 3, 8-15).
Το δεδομένο της λύπης σε μια χειρουργική επέμβαση, ασχέτως αν αυτή συντελεί στην επάνοδο της φυσικής λειτουργίας του σώματος, καταδεικνύει ότι η ηδονή δε σχετίζεται με την αναπλήρωση μιας έλλειψης από τη φύση. Εξάλλου, οι ηδονές δεν είναι μόνο σωματικές. Είναι και πνευματικές και διανοητικές. Σχετίζονται και με το πνεύμα και με τις αισθήσεις. Αλήθεια, ποια φυσική έλλειψη αναπληρώνει ο άνθρωπος που απολαμβάνει μια συμφωνική ορχήστρα;
Για τον Αριστοτέλη η αντίληψη αυτή έχει να κάνει περισσότερο με τη λύπη που προκαλεί οποιαδήποτε στέρηση του σώματος: «Η γνώμη αυτή φαίνεται ότι έχει την αρχή της στις λύπες και στις ηδονές που σχετίζονται με την τροφή· αν, πράγματι, οι άνθρωποι νιώσουν τη σχετική έλλειψη και αισθανθούν πρώτα λύπη γι’ αυτό, ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό όμως δε συμβαίνει με όλες τις ηδονές: δεν προϋποθέτουν καμιά προηγούμενη λύπη οι ηδονές που σχετίζονται με τη μάθηση και τη γνώση, και από τις ηδονές που σχετίζονται με τις αισθήσεις, αυτές που σχετίζονται με την όσφρηση· το ίδιο και πολλά ακούσματα και θεάματα, μνήμες και προσδοκίες. Τίνος λοιπόν πράγματος οι ηδονές αυτές θα είναι η γένεση; Δεν υπήρξε, πράγματι, εδώ κανενός πράγματος η έλλειψη, ώστε να μπορούν αυτές να είναι η αναπλήρωσή του» (1173b 3, 15-24).
Ότι οι ηδονές σχετίζονται και με τις αισθήσεις και με το πνεύμα είναι αναμφισβήτητο. Ο Αριστοτέλης θα καταδείξει τη δική του οπτική: «Δεδομένου ότι κάθε αίσθηση ενεργεί ενσχέσει προς αυτό που είναι το αντικείμενό της· δεδομένου επίσης ότι μια αίσθηση που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί με τέλειο τρόπο ενσχέσει προς το ωραιότερο από τα αντικείμενά της (γιατί αυτό κατά κύριο λόγο είναι, κατά την κοινή αντίληψη, η τέλεια ενέργεια της αίσθησης – και δεν κάνει καμιά απολύτως διαφορά αν πούμε ότι ενεργεί η αίσθηση ή αυτό στο οποίο η αίσθηση έχει την έδρα της), πρέπει να συνάγουμε ότι στην κάθε επιμέρους περίπτωση η καλύτερη ενέργεια είναι όταν το όργανο που βρίσκεται σε καλή κατάσταση ενεργεί ενσχέσει με το πιο εξαιρετικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της. Και αυτή η ενέργεια πρέπει να είναι η πιο τέλεια και η πιο ευχάριστη. Γιατί κάθε αίσθηση έχει την αντίστοιχή της ηδονή –το ίδιο ισχύει και για τη νόηση και για το στοχασμό–, τη μεγαλύτερη όμως ηδονή τη χαρίζει η πιο τέλεια ενέργεια, και πιο τέλεια είναι αυτή που προέρχεται από το ευρισκόμενο σε καλή κατάσταση όργανο και σχετίζεται με το πιο σημαντικό από τα αντικείμενα που εμπίπτουν στο πεδίο της· και η ηδονή κάνει τέλεια την ενέργεια» (1174b 4, 17-28).
Η ηδονή παρουσιάζεται ως η καλύτερη ενασχόληση των αισθήσεων ή του πνεύματος, όταν βρίσκονται σε ακμαία κατάσταση. Είναι το πάντρεμα ανάμεσα στην ποιότητα των αισθήσεων (ή του πνεύματος) και των ενασχολήσεών τους. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο εθισμός θα παίξει ξανά τον καταλυτικό του ρόλο. Γιατί η άριστη αίσθηση απαιτεί και την κατάλληλη παιδεία, ώστε να στραφεί προς τις πράγματι αξιόλογες ενασχολήσεις.
Ο ακροατής που απολαμβάνει τη συμφωνική μουσική δε διαθέτει μόνο την οξύτητα της ακοής (ένας κουφός έχει εκ των προτέρων αποκλειστεί από αυτή την απόλαυση), αλλά και την παιδεία, δηλαδή το σωστό εθισμό, ώστε να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά αξίζει. Ο ακροατής που εισπράττει ηδονή από μουσική ευτελούς ποιότητας είναι ο απαίδευτος, ο οποίος είναι καταδικασμένος στις κατώτερες ηδονές.
Όμως, οι κατώτερες ηδονές δεν μπορούν παρά να οδηγούν στις κατώτερες απολαύσεις. Η ευτελής μουσική δεν αποτελεί πραγματική απόλαυση της ακρόασης, αλλά περισσότερο λειτουργεί ως εκτονωτικός μηχανισμός. Ο λάτρης της υψηλής ποιότητας μουσικής είναι σε θέση να την απολαμβάνει σε καθημερινό επίπεδο μέσα στο σπίτι του με τις συνθήκες και την ένταση που επιθυμεί. Η απόλαυση που εισπράττει καθιστά τη μουσική σύντροφο που πλουτίζει τη ζωή του.
Ο ακροατής της ευτελούς ποιότητας δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, αφού στην ουσία δεν έχει μάθει να το απολαμβάνει. Η μουσική γι’ αυτόν έχει νόημα μόνο μέσω της παρέας που θα συμβάλει στη διασκέδαση. Δεν είναι σύντροφος, αλλά μια υπόκρουση προκειμένου να κάνει κάτι άλλο. Μοιραία, η ζωή του (ως προς το ζήτημα της μουσικής) είναι φτωχότερη.
Με δεδομένο ότι η ηδονή αντλείται από την τέλεια ενέργεια γίνεται αντιληπτό ότι η έλλειψη της τέλειας ενέργειας δεν επιφέρει την ηδονή, αλλά ένα είδος υποκατάστατου που εισπράττεται εσφαλμένα ως ηδονή. Ο απαίδευτος, ως προς τα μουσικά, άνθρωπος αγνοεί την ηδονή της ακρόασης, ακόμη κι αν επιμένει για το αντίθετο.
Το βέβαιο είναι ότι η ηδονή είναι αλληλένδετη με την ίδια την ύπαρξη, αφού ο άνθρωπος θέλει να κάνει αυτά που δίνουν ευχαρίστηση: «Είναι εύλογο λοιπόν που οι άνθρωποι επιδιώκουν και την ηδονή, αφού η ηδονή κάνει τέλεια τη ζωή κάθε ανθρώπου, η οποία είναι κάτι το επιθυμητό και πολύτιμο για τον καθένα. Το ερώτημα, ωστόσο, αν θέλουμε τη ζωή για χάρη της ηδονής ή την ηδονή για χάρη της ζωής, ας το αφήσουμε προς το παρόν έξω από την έρευνά μας· γιατί τα δύο αυτά πράγματα είναι φανερό πως είναι στενά δεμένα μεταξύ τους και δεν επιδέχονται διαχωρισμό, αφού χωρίς ενέργεια δεν υπάρχει ηδονή, και αφού την κάθε ενέργεια την κάνει τέλεια η ηδονή» (1175a 4, 19-26).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου