ΞΕΝ Απομν 2.3.9.–2.3.14
Ανακτώντας την αδελφική αγάπη
Ο Σωκράτης υποδεικνύει στον Χαιρεκράτη, που βρισκόταν σε φιλονικία με τον αδελφό του, τον Χαιρεφώντα, τον τρόπο για την αναθέρμανση των σχέσεών τους.
[2.3.9] καὶ ὁ Σωκράτης
ἔφη· Θαυμαστά γε λέγεις, ὦ Χαιρέκρατες, εἰ κύνα μέν, εἴ
σοι ἦν ἐπὶ προβάτοις ἐπιτήδειος ὢν καὶ τοὺς μὲν ποιμένας
ἠσπάζετο, σοὶ δὲ προσιόντι ἐχαλέπαινεν, ἀμελήσας ἂν
τοῦ ὀργίζεσθαι ἐπειρῶ εὖ ποιήσας πραΰνειν αὐτόν, τὸν δὲ
ἀδελφὸν φὴς μὲν μέγα ἀγαθὸν εἶναι ὄντα πρὸς σὲ οἷον δεῖ,
ἐπίστασθαι δὲ ὁμολογῶν καὶ εὖ ποιεῖν καὶ εὖ λέγειν οὐκ
ἐπιχειρεῖς μηχανᾶσθαι ὅπως σοι ὡς βέλτιστος ᾖ. [2.3.10] καὶ ὁ
Χαιρεκράτης, Δέδοικα, ἔφη, ὦ Σώκρατες, μὴ οὐκ ἔχω ἐγὼ
τοσαύτην σοφίαν ὥστε Χαιρεφῶντα ποιῆσαι πρὸς ἐμὲ οἷον
δεῖ. Καὶ μὴν οὐδέν γε ποικίλον, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὐδὲ
καινὸν δεῖ ἐπ’ αὐτόν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, μηχανᾶσθαι, οἷς δὲ
καὶ σὺ ἐπίστασαι αὐτὸς οἴομαι ἂν αὐτὸν ἁλόντα περὶ πολλοῦ
ποιεῖσθαί σε. [2.3.11] Οὐκ ἂν φθάνοις, ἔφη, λέγων, εἴ τι ᾔσθησαί
με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν. Λέγε
δή μοι, ἔφη, εἴ τινα τῶν γνωρίμων βούλοιο κατεργάσασθαι,
ὁπότε θύοι, καλεῖν σε ἐπὶ δεῖπνον, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον
ὅτι κατάρχοιμ’ ἂν τοῦ αὐτός, ὅτε θύοιμι, καλεῖν ἐκεῖνον. [2.3.12] Εἰ
δὲ βούλοιο τῶν φίλων τινὰ προτρέψασθαι, ὁπότε ἀποδημοίης,
ἐπιμελεῖσθαι τῶν σῶν, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον ὅτι πρότερος
ἂν ἐγχειροίην ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἐκείνου, ὁπότε ἀποδημοίη.
[2.3.13] Εἰ δὲ βούλοιο ξένον ποιῆσαι ὑποδέχεσθαι σεαυτόν, ὁπότε
ἔλθοις εἰς τὴν ἐκείνου, τί ἂν ποιοίης; Δῆλον ὅτι καὶ τοῦτον
πρότερος ὑποδεχοίμην ἄν, ὁπότε ἔλθοι Ἀθήναζε· καὶ εἴ γε
βουλοίμην αὐτὸν προθυμεῖσθαι διαπράττειν μοι ἐφ’ ἃ ἥκοιμι,
δῆλον ὅτι καὶ τοῦτο δέοι ἂν πρότερον αὐτὸν ἐκείνῳ ποιεῖν.
[2.3.14] Πάντ’ ἄρα σύγε τὰ ἐν ἀνθρώποις φίλτρα ἐπιστάμενος πάλαι
ἀπεκρύπτου· ἢ ὀκνεῖς, ἔφη, ἄρξαι, μὴ αἰσχρὸς φανῇς, ἐὰν
πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ
ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους
κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν. εἰ μὲν οὖν ἐδόκει
μοι Χαιρεφῶν ἡγεμονικώτερος εἶναι σοῦ πρὸς τὴν φιλίαν
ταύτην, ἐκεῖνον ἂν ἐπειρώμην πείθειν πρότερον ἐγχειρεῖν τῷ
σὲ φίλον ποιεῖσθαι· νῦν δέ μοι σὺ δοκεῖς ἡγούμενος μᾶλλον
ἂν ἐξεργάσασθαι τοῦτο.
***
Και ο Σωκράτης είπε· Παράδοξα βέβαια πράγματα λέγεις, ω Χαιρεκράτη, αν τον μεν σκύλλον σου, αν είχες σκύλλον διά τα πρόβατα κατάλληλον και τους μεν ποιμένας σου ηγάπα, εναντίον σου δε, όταν επλησίαζες, αγρίευε, παραμελών την οργήν σου θα προσεπάθεις, αφού τον καλοπιάσης, να τον καταπραΰνης, ο δε αδελφός σου, λέγεις μεν, ότι είναι μέγα αγαθόν, όταν είναι προς σε αληθινός αδελφός ομολογών δε, ότι ηξεύρεις καλά να ευεργετής και να επαινής, δεν επιχειρείς να μεταχειρισθής κάθε μέσον, διά να σου είναι όσον το δυνατόν ωφελιμώτατος. Και ο Χαιρεκράτης· φοβούμαι, είπεν, ω Σωκράτη, μήπως δεν έχω εγώ τόσην πολλήν επιτηδειότητα, ώστε να κάμω τον Χαιρεφώντα να διάκειται προς εμέ όπως πρέπει. ― Και όμως τίποτε πανούργον, είπεν ο Σωκράτης, ούτε καινοφανές πρέπει να επινοήσης δι' αυτόν, καθώς μου φαίνεται, νομίζω δε, ότι αυτός ελκυσθείς από τα όσα και συ ο ίδιος γνωρίζεις, πολύ θα ήθελε σε τιμά. ― Λέγε ταχέως, είπεν, εάν με έχης αντιληφθή, ότι ηξεύρω κανένα μέσον ελκυστικόν, το οποίον εγώ έχω λησμονήσει, ότι το γνωρίζω. ― Λέγε μου λοιπόν, είπεν, εάν κανένα εκ των γνωστών σου ήθελες να τον αναγκάσης, οσάκις θυσιάζει, να σε καλή εις δείπνον, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι θα έκαμνα αρχήν από το να καλώ εκείνον εγώ ο ίδιος οσάκις θυσιάζω. ― Εάν δε θα ήθελες να προτρέψης κανένα εκ των φίλων σου, οσάκις ήθελες αποδημεί, να φροντίζη διά τους ιδικούς σου, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι πρώτος θα επεχείρουν να φροντίζω διά τους ιδικούς του, οσάκις ήθελεν αποδημεί αυτός. ― Εάν δε θα ήθελες να κάμης ένα ξένον να σε υποδέχεται, οσάκις ήθελες μεταβή εις την πόλιν του, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι και αυτόν πρώτος θα τον υπεδεχόμην, οσάκις ήθελεν έλθει εις τας Αθήνας· και αν βέβαια θα ήθελον να προθυμήται αυτός να με βοηθή να φέρνω εις πέρας εκείνα, διά τα οποία θα μετέβαινα εις την πόλιν του, είναι φανερόν, ότι και αυτό θα έπρεπε πρώτος εγώ να το κάμω εις εκείνον. ― Πάντα λοπόν συ τα εις τους ανθρώπους ελκυστικά μέσα γνωρίζων ανέκαθεν τα απέκρυπτες· ή φοβείσαι, είπε, να κάμης την αρχήν, μήπως εξευτελισθής, εάν πρώτος τον αδελφόν σου ευεργετής; Και όμως μεγίστου επαίνου τουλάχιστον άξιος νομίζεται, ότι είναι εκείνος, ο οποίος προλαμβάνει τους μεν εχθρούς του να κακοποιή τους δε φίλους του να ευεργετή. Εάν μεν λοιπόν μου εφαίνετο ότι ο Χαιρεφών είναι επιτηδειότερος από σε δι' αυτήν την συμφιλίωσιν, εκείνον θα προσεπάθουν να πείσω πρώτος να επιχειρή να σε καταστήση φίλον του· τώρα δε μου φαίνεσαι συ, ότι, αν κάμης την αρχήν, περισσότερον θα το κατορθώσης.
Και ο Σωκράτης είπε· Παράδοξα βέβαια πράγματα λέγεις, ω Χαιρεκράτη, αν τον μεν σκύλλον σου, αν είχες σκύλλον διά τα πρόβατα κατάλληλον και τους μεν ποιμένας σου ηγάπα, εναντίον σου δε, όταν επλησίαζες, αγρίευε, παραμελών την οργήν σου θα προσεπάθεις, αφού τον καλοπιάσης, να τον καταπραΰνης, ο δε αδελφός σου, λέγεις μεν, ότι είναι μέγα αγαθόν, όταν είναι προς σε αληθινός αδελφός ομολογών δε, ότι ηξεύρεις καλά να ευεργετής και να επαινής, δεν επιχειρείς να μεταχειρισθής κάθε μέσον, διά να σου είναι όσον το δυνατόν ωφελιμώτατος. Και ο Χαιρεκράτης· φοβούμαι, είπεν, ω Σωκράτη, μήπως δεν έχω εγώ τόσην πολλήν επιτηδειότητα, ώστε να κάμω τον Χαιρεφώντα να διάκειται προς εμέ όπως πρέπει. ― Και όμως τίποτε πανούργον, είπεν ο Σωκράτης, ούτε καινοφανές πρέπει να επινοήσης δι' αυτόν, καθώς μου φαίνεται, νομίζω δε, ότι αυτός ελκυσθείς από τα όσα και συ ο ίδιος γνωρίζεις, πολύ θα ήθελε σε τιμά. ― Λέγε ταχέως, είπεν, εάν με έχης αντιληφθή, ότι ηξεύρω κανένα μέσον ελκυστικόν, το οποίον εγώ έχω λησμονήσει, ότι το γνωρίζω. ― Λέγε μου λοιπόν, είπεν, εάν κανένα εκ των γνωστών σου ήθελες να τον αναγκάσης, οσάκις θυσιάζει, να σε καλή εις δείπνον, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι θα έκαμνα αρχήν από το να καλώ εκείνον εγώ ο ίδιος οσάκις θυσιάζω. ― Εάν δε θα ήθελες να προτρέψης κανένα εκ των φίλων σου, οσάκις ήθελες αποδημεί, να φροντίζη διά τους ιδικούς σου, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι πρώτος θα επεχείρουν να φροντίζω διά τους ιδικούς του, οσάκις ήθελεν αποδημεί αυτός. ― Εάν δε θα ήθελες να κάμης ένα ξένον να σε υποδέχεται, οσάκις ήθελες μεταβή εις την πόλιν του, τι θα έκαμνες; ― Είναι φανερόν, ότι και αυτόν πρώτος θα τον υπεδεχόμην, οσάκις ήθελεν έλθει εις τας Αθήνας· και αν βέβαια θα ήθελον να προθυμήται αυτός να με βοηθή να φέρνω εις πέρας εκείνα, διά τα οποία θα μετέβαινα εις την πόλιν του, είναι φανερόν, ότι και αυτό θα έπρεπε πρώτος εγώ να το κάμω εις εκείνον. ― Πάντα λοπόν συ τα εις τους ανθρώπους ελκυστικά μέσα γνωρίζων ανέκαθεν τα απέκρυπτες· ή φοβείσαι, είπε, να κάμης την αρχήν, μήπως εξευτελισθής, εάν πρώτος τον αδελφόν σου ευεργετής; Και όμως μεγίστου επαίνου τουλάχιστον άξιος νομίζεται, ότι είναι εκείνος, ο οποίος προλαμβάνει τους μεν εχθρούς του να κακοποιή τους δε φίλους του να ευεργετή. Εάν μεν λοιπόν μου εφαίνετο ότι ο Χαιρεφών είναι επιτηδειότερος από σε δι' αυτήν την συμφιλίωσιν, εκείνον θα προσεπάθουν να πείσω πρώτος να επιχειρή να σε καταστήση φίλον του· τώρα δε μου φαίνεσαι συ, ότι, αν κάμης την αρχήν, περισσότερον θα το κατορθώσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου