Το ότι η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής έχει ήδη καταδειχθεί, αφού η ψυχή που δεν ενεργεί, που μένει δηλαδή σε διαρκή παθητική αδράνεια σε σχέση με ό,τι συμβαίνει γύρω της, είναι αδύνατο να ευτυχήσει. Ωστόσο, ο προσδιορισμός ενέργεια, από μόνος του, δεν είναι αρκετός, αφού θα μπορούσε να πει κανείς ότι και η δυστυχία μπορεί επίσης να προέλθει από την ενέργεια, η οποία είναι εσφαλμένη. Πρέπει λοιπόν να συμπληρωθεί ότι δεν πρόκειται απλά για ενέργεια, αλλά για τη σωστή ενέργεια που συμπορεύεται με τους κανόνες της αρετής.
Κατ’ επέκταση, η αρετή που θα υποδείξει τη σωστή ενέργεια για την κατάκτηση της ευτυχίας, είναι η ύψιστη αρετή που ξεπερνά όλες τις άλλες: «Αν, τώρα, η ευδαιμονία είναι ενέργεια κατά τους κανόνες της αρετής, είναι λογικό η αρετή αυτή να είναι η ανώτερη από όλες τις άλλες· αυτή τότε, δεν μπορεί παρά να είναι η αρετή αυτού που είναι το καλύτερο μέσα μας» (1177a 7, 14-15).
Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι εννοεί ο Αριστοτέλης ως ό,τι «καλύτερο μέσα μας», η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Είτε λοιπόν αυτό είναι ο νους είτε κατιτί άλλο, που κατά την κοινή παραδοχή έχει εκ φύσεως την αρχή και την ηγεμονία, αλλά και την ικανότητα να σκέφτεται πράγματα ωραία και θεϊκά (είτε όντας το ίδιο κάτι το θεϊκό είτε όντας το πιο θεϊκό μέσα μας στοιχείο), αυτού του στοιχείου η ενέργεια κατά τους κανόνες της δικής του αρετής πρέπει να είναι η τέλεια ευδαιμονία. Ότι η ενέργεια αυτή έχει να κάνει με τις νοητικές και πνευματικές ενασχολήσεις, το έχουμε ήδη πει» (1177a 7, 16-21).
Κι αυτό για δύο λόγους: «Πρώτον, γιατί η ενέργεια αυτή είναι ανώτερη από όλες τις άλλες (όχι μόνο γιατί ο νους είναι το ανώτερο από όλα τα πράγματα που υπάρχουν μέσα μας, αλλά και γιατί τα πράγματα με τα οποία ασχολείται ο νους είναι τα πιο σημαντικά από αυτά που μπορούμε να γνωρίσουμε). Δεύτερον γιατί είναι η πιο συνεχής από όλες τις ενέργειές μας (μπορούμε, πράγματι, να επιδιδόμαστε στις νοητικές και πνευματικές ενασχολήσεις πιο συνεχώς από ό,τι σε οποιαδήποτε πράξη)» (1177a 7, 23-26).
Αν, λοιπόν, η ευτυχία έχει να κάνει με την ενέργεια του καλύτερου πράγματος που έχουμε μέσα μας, τότε δεν μπορεί παρά να αφορά τις νοητικές δυνατότητες, καθώς η νόηση είναι το πολυτιμότερο πλεονέκτημα του ανθρώπου, το οποίο τον διαφοροποιεί από τα ζώα. Από αυτή την άποψη, η τέλεια ενέργεια, που θα οδηγήσει στην ύψιστη ευτυχία, είναι ενέργεια του νου που κρίνεται ύψιστη και ανεξάντλητη.
Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα προτείνει τη φιλοσοφία ως υπέρτατη ανθρώπινη ευτυχία: «η ενασχόληση με τη φιλοσοφία θεωρείται ότι χαρίζει απολαύσεις θαυμαστές για την καθαρότητα, τη σταθερότητα και τη διάρκειά τους, και είναι λογικό η ζωή, γενικά, να είναι πιο ευχάριστη γι’ αυτούς που κατέχουν ήδη τη γνώση παρά γι’ αυτούς που την επιδιώκουν» (1177a 7, 29-31).
Η προτίμηση του Αριστοτέλη προς τη φιλοσοφία δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως απόρριψη οποιασδήποτε άλλης πνευματικής ενασχόλησης, όπως για παράδειγμα της τέχνης, αλλά ως προτροπή για πνευματικές αναζητήσεις. Η υπεροχή του πνεύματος θα επιφέρει και την υπεροχή στην άντληση της ηδονής από την άσκησή του.
Οι μη πνευματικές απολαύσεις αφορούν τη ζωώδη πλευρά του ανθρώπου και η εμμονή προς αυτές (τροφή, έρωτας κλπ) είναι η υποτίμηση του ανθρώπου που τον μετατρέπει σε κατοικίδιο. Τα ζώα μπορούν να νιώθουν υπέρτατη ηδονή, όταν εκπληρώνουν τις βιολογικές τους ανάγκες. Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτά.
Από τη στιγμή που η διαφορετικότητά του έγκειται στη νόηση, τότε από εκεί πηγάζει και η διαφορετικότητα στην αντίληψη της ηδονής, δηλαδή της ευτυχίας. Γι’ αυτό οι σωματικές απολαύσεις δεν μπορούν να εκληφθούν ως υπέρτατη ευτυχία που θα μετατραπεί σε νόημα ύπαρξης. Για τα ζώα αυτό μπορεί να είναι αρκετό, αφού η διανοητική τους κατωτερότητα σηματοδοτεί και την κατωτερότητα των ηδονών που είναι σε θέση να απολαύσουν. Για τον άνθρωπο, όμως, όχι.
Εκείνος που απορρίπτει τις πνευματικές ηδονές εκπροσωπεί τη ρηχότητα των ενασχολήσεων που δεν είναι τίποτε άλλο από τη ρηχότητα της ευτυχίας που θα εισπράξει. Κι αυτό προφανώς δε θα το μάθει ποτέ, αφού έχει μάθει να μετράει την ευτυχία στο μέτρο των αγαθών που μπορεί να καταναλώσει. Γι’ αυτό ο αληθινά ευδαίμων του φαίνεται ακατανόητος.
Ο Αριστοτέλης επικαλείται τον Αναξαγόρα: «Και ο Αναξαγόρας φαίνεται ότι ήταν της γνώμης ότι ο ευδαίμων άνθρωπος δε χρειάζεται ούτε πλούσιος να είναι ούτε άνθρωπος της εξουσίας· γι’ αυτό και είπε ότι δε θα τον παραξένευε καθόλου αν ο ευδαίμων άνθρωπος φαινόταν στα μάτια των πολλών ένας περίεργος και αλλόκοτος άνθρωπος» (1179a 8,16-18).
Η εμμονή στην υλιστική αντίληψη της ευτυχίας (που περιορίζεται στις σαρκικές ηδονές ή τον πλούτο) είναι η εμμονή στο ζωώδες που αδυνατεί να κατανοήσει το μέγεθος της ευτυχίας που δε θα απολαύσει ποτέ, όπως ο σκύλος αδυνατεί να καταλάβει την ηδονή του αφεντικού του μπροστά σε ένα έργο τέχνης. Όπως η ανθρώπινη ευτυχία είναι αδιανόητη για το σκύλο, έτσι και η ύψιστη ευτυχία των πνευματικών ηδονών είναι αδιανόητη γι’ αυτούς που επιδίδονται αποκλειστικά στις επιφανειακές ηδονές των παροδικών απολαύσεων. Το να υιοθετεί η κοινωνία τις υλιστικές αντιλήψεις ως αναντίρρητη πρόταση ευτυχίας είναι σαν να παραδειγματίζεται το αφεντικό από την ευτυχία του σκύλου.
Για τον Αριστοτέλη οι πνευματικές ηδονές είναι ανεξάντλητες κι απύθμενες. Μπροστά τους η υλιστική εκδοχή της ευτυχίας κρίνεται παιδαριώδης. Κι αυτό γιατί ο φιλόσοφος έχει ανακαλύψει τη θεϊκή υπόσταση που κρύβει μέσα του: «Αν λοιπόν ο νους είναι, σε σύγκριση με τη φύση του ανθρώπου, κάτι το θεϊκό, θεϊκή θα είναι και η σύμφωνη με αυτόν ζωή σε σύγκριση με τη συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή» (1177b 7, 34-36).
Ασφαλώς, όσοι γοητεύονται εξασκώντας τη διανοητική αρετή δεν πρέπει να επηρεάζονται από τις συμβουλές εκείνων που αγνοούν αυτά τα ζητήματα. Γιατί εκείνοι εκπροσωπούν την κατωτερότητα του θνητού σε σχέση με την αθανασία του θείου: «Κι ούτε πρέπει να υπακούμε σ’ εκείνους που μας συμβουλεύουν, ως άνθρωποι που είμαστε, να σκεφτόμαστε ανθρώπινα πράγματα και ως θνητοί θνητά· ίσα ίσα, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να συμπεριφερόμαστε ως αθάνατοι, και να κάνουμε το παν ώστε να συμμορφώνουμε τη ζωή μας προς αυτό που είναι το πιο σημαντικό μέσα μας» (1177b 7, 36-40).
Κι ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Θα ήταν λοιπόν παράλογο για έναν άνθρωπο να μην επιλέγει τη ζωή του εαυτού του, αλλά τη ζωή ενός άλλου. Αυτό λοιπόν που είπαμε πρωτύτερα, θα βρει και εδώ εφαρμογή: αυτό που προσιδιάζει στον καθένα είναι εκ φύσεως το πιο σημαντικό και το πιο ευχάριστο γι’ αυτόν – άρα και για τον άνθρωπο η σύμφωνη με το νου ζωή, αφού ο νους είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο άνθρωπος. Αυτή, επομένως, η ζωή είναι και ευδαιμονέστατη» (1178a 7, 4-9).
Σε τελική ανάλυση, οι πνευματικές ηδονές έχουν να κάνουν με τη βαθύτερη φύση του ανθρώπου, αφού μόνο ο άνθρωπος είναι σε θέση να τις απολαύσει. Θα έλεγε κανείς ότι του έχουν τεθεί σαν θεϊκός προορισμός. Εκείνοι που τις αγνοούν είναι οι άνθρωποι που έχουν χάσει τον προορισμό τους. Γι’ αυτό και δε θα νιώσουν ποτέ τη θεϊκή ηδονή μέσα τους αρκούμενοι στις ασχολίες των θνητών, όπως ακριβώς και τα ζώα: «Άλλη μια απόδειξη είναι και το ότι τα υπόλοιπα ζώα δεν έχουν μερτικό στην ευδαιμονία, τελείως στερημένα καθώς είναι από αυτού του είδους την ενέργεια» (1178b 8, 29-31).
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αμφισβητείται η ευχαρίστηση του ζώου που μπορεί να κοιμηθεί ζεστό και χορτασμένο. Όμως, η ευχαρίστηση αυτού του είδους (που για το ζώο μπορεί να σηματοδοτεί την ύψιστη ευτυχία) είναι κατώτερη, ευθέως ανάλογη με την κατωτερότητα των δυνατοτήτων του – σε σχέση με τον άνθρωπο.
Η ευδαιμονία του πνεύματος παρουσιάζεται ως κάτι ανώτερο από όλες τις άλλες αρετές: «Δεύτερη στη σειρά ευδαιμονίας είναι η σύμφωνη με τις άλλες αρετές ζωή. Γιατί η σύμφωνη με τις άλλες αρετές ενέργειες προσιδιάζουν απολύτως στον άνθρωπο. Πράξεις, πράγματι, δικαιοσύνης, πράξεις ανδρείας, πράξεις, γενικά, που σχετίζονται με τις διάφορες μορφές αρετής κάνουμε οι άνθρωποι σε όλες τις μεταξύ μας σχέσεις, τηρώντας στις συναλλαγές και στα συμβόλαια, στις στιγμές ανάγκης, στις κάθε λογής πράξεις μας, αλλά και στα πάθη μας, το μέτρο που ταιριάζει στον καθένα – είναι φανερό ότι όλα αυτά είναι ενέργειες που προσιδιάζουν απολύτως στον άνθρωπο» (1178a 8, 10-16).
Ιεραρχώντας τις διανοητικές και τις ηθικές αρετές ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η ευτυχία του ανθρώπου αφορά πρωτίστως τις πρώτες και εν συνεχεία τις δεύτερες, αφού η δικαιοσύνη και η ανδρεία συγκαταλέγονται δεύτερες στη σειρά της ευδαιμονίας. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν πρέπει να εκληφθεί ως απαξίωση των ηθικών αρετών.
Η σημασία τους είναι αδιαπραγμάτευτη για την ανθρώπινη ευτυχία, αφού χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατο να υπάρξει πόλη κι ευτυχία εκτός πόλης δεν υφίσταται. Ο άνθρωπος ως φύσει πολιτικό ον ταυτίζει την ευτυχία με τη συνύπαρξη. Η προτεραιότητα που δίνεται στις διανοητικές αρετές αφορά περισσότερο την ατομική οπτική της ευτυχίας έχοντας, όμως, ως δεδομένη την ένταξη του ατόμου στο σύνολο.
Θα έλεγε κανείς ότι η ηθική αρετή είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της διανοητικής αρετής, αφού οι διανοητικές δυνατότητες του ανθρώπου, αν αποκοπούν από το πλαίσιο των ηθικών κανόνων, μπορούν να αποδειχθούν καταστροφικές μετατρέποντάς τον στο πιο άγριο και το πιο ανόσιο ον. Στο πρώτο βιβλίο από τα «Πολιτικά» του ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «… ο άνθρωπος γεννιέται έχοντας ως εφόδιο τις δυνατότητές του για διανοητικές και ηθικές αρετές. Αυτά όμως μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατεξοχήν και για αντίθετους σκοπούς. Γι’ αυτό ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και άγριο ζώο και σχετικά με τις σαρκικές και γαστριμαργικές απολαύσεις το χειρότερο απ’ όλα» (1253a 34-39).
Από αυτή την άποψη, γίνεται σαφές το αλληλένδετο της διανοητικής και της ηθικής αρετής, αφού η δεύτερη είναι η πυξίδα που θα οδηγήσει τις πρώτες προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αυτό εννοείται ως σμίξιμο με το θεϊκό, αφού η διανοητική αρετή που τίθεται στο πλευρό της κακίας κάθε άλλο παρά θεϊκή υπόσταση μπορεί να έχει. Ο Αριστοτέλης σπεύδει να συμπληρώσει: «Στο βαθμό όμως που είναι άνθρωπος και ζει μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους θέλει, επίσης, να πράττει και τις πράξεις που είναι σύμφωνες με την (ηθική) αρετή» (1178b 8, 7-8).
Κι εδώ βρίσκεται ο ορισμός της υπέρτατης ευτυχίας που συνδυάζει τόσο τις διανοητικές όσο και τις ηθικές αρετές. Οι διανοητικές τίθενται ως κάτι το θεϊκό που απογειώνει τη ζωή των ανθρώπων, ενώ οι ηθικές ως κάτι το ανθρώπινο που χωρίς αυτό αναιρείται η συνύπαρξη, την οποία ο άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη.
Γι’ αυτό και η προσέγγιση των θεών σχετίζεται περισσότερο με τη λειτουργία των διανοητικών αρετών: «Όλοι μας δεχόμαστε ότι οι θεοί είναι μακάριοι και ευδαίμονες σε ύψιστο βαθμό. Τι λογής λοιπόν πράξεις πρέπει να τους αποδώσουμε; Πράξεις δικαιοσύνης; Δε θα φαινόταν όμως γελοίοι οι θεοί, αν έκαναν συναλλαγές και συνήπταν συμβόλαια, αν έδιναν πίσω τις παρακαταθήκες και αν έκαναν άλλα τέτοια πράγματα;» (1178b 8, 11-15).
Η ηθική αρετή δεν αρμόζει στους θεούς. Είναι καθαρά υπόθεση των ανθρώπων. Στους θεούς αρμόζει η μακαριότητα των διανοητικών αρετών: «… όλοι μας πιστεύουμε ότι οι θεοί ζουν και, άρα, ενεργούν. Αν λοιπόν από ένα ζωντανό ον αφαιρέσουμε το να πράττει, πολύ περισσότερο το να δημιουργεί, τι μένει εκτός από το θεωρητικό/φιλοσοφικό στοχασμό; Λογικό συμπέρασμα: Η ενέργεια του θεού, μια ενέργεια που ξεπερνάει όλες τις άλλες σε μακαριότητα, θα πρέπει να έχει καθαρά θεωρητικό/πνευματικό χαρακτήρα. Και από τις ανθρώπινες λοιπόν ενέργειες αυτή που συγγενεύει με αυτή στο μέγιστο βαθμό θα πρέπει να είναι η πιο σχετική με την ευδαιμονία» (1178b 8, 22-28).
Η προσέγγιση της θεϊκής μακαριότητας ως πνευματική κατάσταση καταδεικνύει επακριβώς τον τρόπο που η ευδαιμονία των πνευματικών ηδονών αποτελεί ένωση με το θείο. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να απαρνηθεί τις σωματικές ηδονές ή να στραφεί στον ασκητισμό προς αναζήτηση της ύψιστης μακαριότητας. Κάτι τέτοιο θα ήταν κατάφωρη υπερβολή, που περισσότερο θα έβλαπτε παρά θα ωφελούσε τον άνθρωπο.
Ο Αριστοτέλης δεν αρνήθηκε ποτέ την αξία των υλικών αγαθών που θα διευκολύνουν τη ζωή του ανθρώπου συμβάλλοντας με το δικό τους τρόπο στην ευτυχία του. Μπορεί η ύψιστη ευτυχία να πραγματώνεται με τις πνευματικές ηδονές που αποτελούν ένωση με το θεό, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες.
Αναζήτηση πνευματικών ηδονών με πείνα δεν υφίσταται, όπως και ευτυχία έξω από το πλαίσιο της συνύπαρξης. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Όντας όμως άνθρωπος θα χρειαστεί να έχει και την ευτυχία των εξωτερικών αγαθών, γιατί η φύση του ανθρώπου δεν είναι αυτάρκης για την άσκηση του θεωρητικού/φιλοσοφικού στοχασμού· πρέπει επιπλέον να υπάρχει η υγεία του σώματος, η τροφή και όλες οι υπόλοιπες ανέσεις. Μη φανταστούμε όμως ότι, επειδή η ευτυχία δεν είναι δυνατό να υπάρξει δίχως τα εξωτερικά αγαθά, θα χρειαστούν πολλά και μεγάλα πράγματα για να είναι κανείς ευτυχής· γιατί δεν είναι η υπερβολή που μας κάνει αυτάρκεις, ούτε είναι αυτή που μας κάνει να ενεργούμε σωστά: και δίχως να είναι κανείς κύριος της στεριάς και της θάλασσας μπορεί κανείς να πράττει ωραίες πράξεις» (1178b 8, 38-41 και 1179a 8, 1-6).
Τα υλικά αγαθά δεν απαξιώνονται, αλλά αποκτούν τις διαστάσεις που τους αξίζει. Είναι αναγκαία προκειμένου να καλύψει κανείς τις ανθρώπινες ανάγκες του και να επιχειρήσει το άλμα προς το θείο. Η μετατροπή των υλικών αγαθών από μέσο σε τελικό προορισμό του ανθρώπου είναι ο αποπροσανατολισμός που αναγκαστικά θα φθείρει την ευτυχία.
Ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί το Σόλωνα: «Ο Σόλωνας είχε ασφαλώς δώσει το σωστό ορισμό, όταν έλεγε ότι ευδαίμονες είναι οι άνθρωποι που έχουν μέτρια εξωτερικά αγαθά, που έκαναν όμως πανέμορφες –όπως εκείνος τις πίστευε– πράξεις και έζησαν τη ζωή τους με σωφροσύνη· γιατί και με λίγα μέσα μπορεί κανείς να κάνει αυτά που πρέπει» (1179a 8, 11-15).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου