Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ

ΞΕΝ Αγ 2.9–2.16

Η μάχη της Κορώνειας

Μετά την ανάκλησή του από τη Μ. Ασία (βλ. σχετικά ΞΕΝ Αγ 1.36–1.38) ο Αγησίλαος πέρασε τον Ελλήσποντο και τη Μακεδονία, αντιμετώπισε με επιτυχία το περίφημο θεσσαλικό ιππικό, που παρενοχλούσε το στράτευμά του όσο βρισκόταν στη Θεσσαλία, και έφτασε στη Βοιωτία. Κοντά στην Κορώνεια συγκεντρώθηκαν οι δυνάμεις του αντιλακωνικού συνασπισμού (Αθηναίοι, Θηβαίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι, Λοκροί κ.ά.), ενώ ο Αγησίλαος ενισχύθηκε από τους Φωκείς, τους κατοίκους του Ορχομενού και κάποιους συμπατριώτες του (394 π.Χ).


[2.9] καὶ μέντοι
οὐκ ἐψεύσθη. διηγήσομαι δὲ καὶ τὴν μάχην· καὶ γὰρ ἐγένετο
οἵαπερ οὐκ ἄλλη τῶν ἐφ’ ἡμῶν. συνῇσαν μὲν γὰρ εἰς τὸ κατὰ
Κορώνειαν πεδίον οἱ μὲν σὺν Ἀγησιλάῳ ἀπὸ τοῦ Κηφισοῦ,
οἱ δὲ σὺν τοῖς Θηβαίοις ἀπὸ τοῦ Ἑλικῶνος. ἑώρων δὲ τάς
τε φάλαγγας ἀλλήλων μάλα ἰσοπάλους, σχεδὸν δὲ καὶ οἱ
ἱππεῖς ἦσαν ἑκατέρων ἰσοπληθεῖς. εἶχε δὲ [ὁ] Ἀγησίλαος
μὲν τὸ δεξιὸν τοῦ μεθ’ ἑαυτοῦ, Ὀρχομένιοι δὲ ἔσχατοι ἦσαν
αὐτῷ τοῦ εὐωνύμου. οἱ δ’ αὖ Θηβαῖοι αὐτοὶ μὲν δεξιοὶ ἦσαν,
Ἀργεῖοι δ’ αὐτοῖς τὸ εὐώνυμον εἶχον. [2.10] συνιόντων δὲ τέως
μὲν σιγὴ πολλὴ ἦν ἀπ’ ἀμφοτέρων· ἡνίκα δὲ ἀπεῖχον ἀλ-
λήλων ὅσον στάδιον, ἀλαλάξαντες οἱ Θηβαῖοι δρόμῳ ὁμόσε
ἐφέροντο. ὡς δὲ τριῶν ἔτι πλέθρων ἐν μέσῳ ὄντων ἀντ-
εξέδραμον ἀπὸ τῆς Ἀγησιλάου φάλαγγος ὧν Ἡριππίδας
ἐξενάγει [2.11] (ἦσαν δ’ οὗτοι τῶν τε ἐξ οἴκου αὐτῷ συστρατευσα-
μένων καὶ τῶν Κυρείων τινές), καὶ Ἴωνες δὲ καὶ Αἰολεῖς καὶ
Ἑλλησπόντιοι ἐχόμενοι. καὶ πάντες οὗτοι τῶν συνεκδρα-
μόντων τε ἐγένοντο καὶ εἰς δόρυ ἀφικόμενοι ἐτρέψαντο τὸ
καθ’ ἑαυτούς. Ἀργεῖοι μέντοι οὐκ ἐδέξαντο τοὺς ἀμφ’ Ἀγη-
σίλαον, ἀλλ’ ἔφυγον ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα. κἀνταῦθα οἱ μέν
τινες τῶν ξένων ἐστεφάνουν ἤδη τὸν Ἀγησίλαον, ἀγγέλλει
δέ τις αὐτῷ ὅτι Θηβαῖοι τοὺς Ὀρχομενίους διακόψαντες
ἐν τοῖς σκευοφόροις εἰσί. καὶ ὁ μὲν εὐθὺς ἐξελίξας τὴν
φάλαγγα ἦγεν ἐπ’ αὐτούς· οἱ δ’ αὖ Θηβαῖοι ὡς εἶδον τοὺς
συμμάχους πρὸς τῷ Ἑλικῶνι πεφευγότας, διαπεσεῖν βουλό-
μενοι πρὸς τοὺς ἑαυτῶν ἐχώρουν ἐρρωμένως. [2.12] ἐνταῦθα δὴ
Ἀγησίλαον ἀνδρεῖον μὲν ἔξεστιν εἰπεῖν ἀναμφιλόγως, οὐ
μέντοι εἵλετό γε τὰ ἀσφαλέστατα· ἐξὸν γὰρ αὐτῷ παρέντι
τοὺς διαπίπτοντας ἑπομένῳ χειροῦσθαι τοὺς ὄπισθεν οὐκ
ἐποίησε τοῦτο, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις.
καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦντο, ἐμάχοντο, ἀπέ-
κτεινον, ἀπέθνῃσκον. καὶ κραυγὴ μὲν οὐδεμία παρῆν, οὐ
μὴν οὐδὲ σιγή, φωνὴ δέ τις ἦν τοιαύτη οἵαν ὀργή τε καὶ
μάχη παράσχοιτ’ ἄν. τέλος δὲ τῶν Θηβαίων οἱ μὲν
διαπίπτουσι πρὸς τὸν Ἑλικῶνα, πολλοὶ δ’ ἀποχωροῦντες
ἀπέθανον. [2.13] ἐπειδὴ δὲ ἡ μὲν νίκη σὺν Ἀγησιλάῳ ἐγένετο,
τετρωμένος δ’ αὐτὸς προσηνέχθη πρὸς τὴν φάλαγγα, προσ-
ελάσαντές τινες τῶν ἱππέων λέγουσιν αὐτῷ ὅτι τῶν πολε-
μίων ὀγδοήκοντα σὺν τοῖς ὅπλοις ὑπὸ τῷ ναῷ εἰσι, καὶ ἠρώ-
των τί χρὴ ποιεῖν. ὁ δὲ καίπερ πολλὰ τραύματα ἔχων πάν-
τοσε καὶ παντοίοις ὅπλοις ὅμως οὐκ ἐπελάθετο τοῦ θείου,
ἀλλ’ ἐᾶν τε ἀπιέναι ὅποι βούλοιντο ἐκέλευε καὶ ἀδικεῖν οὐκ
εἴα, καὶ προπέμψαι ἐπέταξε τοὺς ἀμφ’ αὐτὸν ἱππεῖς ἔστε ἐν
τῷ ἀσφαλεῖ ἐγένοντο. [2.14] ἐπεί γε μὴν ἔληξεν ἡ μάχη, παρῆν
δὴ θεάσασθαι ἔνθα συνέπεσον ἀλλήλοις τὴν μὲν γῆν αἵματι
πεφυρμένην, νεκροὺς δὲ κειμένους φιλίους καὶ πολεμίους
μετ’ ἀλλήλων, ἀσπίδας δὲ διατεθρυμμένας, δόρατα συν-
τεθραυσμένα, ἐγχειρίδια γυμνὰ κολεῶν, τὰ μὲν χαμαί, τὰ
δ’ ἐν σώματι, τὰ δ’ ἔτι μετὰ χεῖρας. [2.15] τότε μὲν οὖν (καὶ
γὰρ ἦν ἤδη ὀψέ) συνελκύσαντες τοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς
εἴσω φάλαγγος ἐδειπνοποιήσαντο καὶ ἐκοιμήθησαν· πρῲ
δὲ Γῦλιν τὸν πολέμαρχον παρατάξαι τε ἐκέλευσε τὸ
στράτευμα καὶ τρόπαιον ἵστασθαι καὶ στεφανοῦσθαι πάντας
τῷ θεῷ καὶ τοὺς αὐλητὰς πάντας αὐλεῖν. [2.16] καὶ οἱ μὲν ταῦτ’
ἐποίουν· οἱ δὲ Θηβαῖοι ἔπεμψαν κήρυκα, ὑποσπόνδους τοὺς
νεκροὺς αἰτοῦντες θάψαι. καὶ οὕτως δὴ αἵ τε σπονδαὶ
γίγνονται καὶ ὁ Ἀγησίλαος οἴκαδε ἀπεχώρει, ἑλόμενος
ἀντὶ τοῦ μέγιστος εἶναι ἐν τῇ Ἀσίᾳ οἴκοι τὰ νόμιμα μὲν
ἄρχειν, τὰ νόμιμα δὲ ἄρχεσθαι.

***
Θα διηγηθώ δε και την μάχην· διότι υπήρξε η περιφημοτέρα των ημερών μας. Συνηντήθησαν λοιπόν εις την πλησίον της Κορωνείας πεδιάδα, οι μεν άνδρες του Αγησιλάου ερχόμενοι από τον Κηφισόν, οι δε των Θηβαίων από τον Ελικώνα. Έβλεπον δε ότι το πεζικόν των ήτο σχεδόν ισόπαλον, σχεδόν δε και το ιππικόν των ισάριθμον. Ο Αγησίλαος κατείχε με τους ιδικούς του την δεξιάν, οι δε Ορχομένιοι κατείχον την άκραν αριστεράν. Οι Θηβαίοι αφ' ετέρου κατείχον την δεξιάν, οι δε Αργείοι την αριστεράν. Εφ' όσον εβάδιζον, σιγή βαθεία επεκράτει εις αμφότερα τα στρατεύματα· μόλις όμως έφθασαν εις απόστασιν ενός σταδίου απ' αλλήλων, προήλασαν ομαδικώς οι Θηβαίοι κραυγάζοντες. Ενώ δε υπελείπετο μεταξύ των δύο αντιπάλων έν διάστημα τριών πλέθρων ακόμη, από το πεζικόν του Αγησιλάου απεσπάσθησαν εκείνοι των οποίων αρχηγός ήτο ο Ηριππίδας (ήσαν δε αυτοί οι εκστρατεύσαντες μαζί με αυτόν από την πατρίδα (Λακεδαίμονα) και μερικοί από τον στρατόν του Κύρου) και Ίωνες επίσης και Αιολείς και Ελλησπόντιοι. Όλοι αυτοί επροχώρησαν μαζί του εις έφοδον, και φθάσαντες εις απόστασιν δόρατος επετέθησαν κατά των αντιπάλων. Οι Αργείοι λοιπόν, μη δυνηθέντες να αντιμετωπίσουν τον στρατόν του Αγησιλάου, ετράπησαν εις φυγήν επάνω εις τον Ελικώνα. Ήδη μερικοί από τους ξένους στρατιώτας εστεφάνωσαν τον Αγησίλαον ως νικητήν, ότε αγγέλλεται εις αυτόν ότι οι Θηβαίοι, διαρρήξαντες το μέτωπον του στρατεύματος των Ορχομενίων, έφθασαν μέχρι των σκευοφόρων. Ο Αγησίλαος τότε μεταστρέψας τας όπισθεν σειράς του στρατού προς το μέτωπον, επετέθη κατ' αυτών. Οι Θηβαίοι, μόλις είδον ότι οι σύμμαχοί των είχον φύγει προς τον Ελικώνα ετράπησαν βιαστικά εις φυγήν διά να ενωθούν μαζί με αυτούς.

Κατά την περίστασιν ταύτην επιτρέπεται να ονομασθή ο Αγησίλαος αναμφιβόλως γενναίος, διότι δεν εξέλεξε τον ευκολώτερον δρόμον. Καθότι, ενώ ηδύνατο να αφήση να περάσουν οι φυγάδες, έπειτα δε να επιτεθή και να αιχμαλωτίση τους οπισθοπορούντας, δεν έκαμε αυτό, αλλά προσέβαλε τους Θηβαίους κατά μέτωπον. Και από τα δύο μέρη συμπλέκοντες τας ασπίδας εκτυπώντο, επολέμουν, εφόνευον, απέθνησκον. Και κραυγή μεν καμμία δεν ηκούετο, αλλ' ούτε και σιωπή, αλλά μία βοή ομοία με εκείνην την οποίαν προξενούν η οργή και η πάλη. Tέλος έν μέρος από τους Θηβαίους ξεφεύγει προς τον Ελικώνα, πολλοί δε φεύγοντες εφονεύθησαν. Ενώ δε νικητής ο Αγησίλαος εφέρετο τραυματισμένος προς την φάλαγγά του, μερικοί από τους ιππείς του προσδραμόντες του λέγουν ότι ογδοήκοντα από τους εχθρούς ένοπλοι είχον καταφύγει εις τον ναόν, και τον ηρώτων τι έπρεπε να κάμουν. Καίτοι γεμάτος πληγάς παντού και από παντοία όπλα, εν τούτοις δεν ελησμόνησε την ιερότητα του τόπου, αλλά διέταξε να τους αφήσουν να φύγουν και να μεταβούν όπου ήθελον, μη επιτρέψας να τους κακοποιήσουν, αλλ' επέβαλε να τους προπέμψουν οι ιππείς του οι αποτελούντες την προσωπικήν του φρουράν μέχρις ότου θα έφθανον εις μέρος ασφαλές.

Αφού δε έληξε η μάχη, ηδύνατο να ιδή κανείς εις το μέρος όπου συνεκρούσθησαν τα δύο στρατεύματα την γην ανάμικτον με αίμα, νεκρούς ανακατευμένους και από τα δύο στρατόπεδα, ασπίδας συντριμμένας, δόρατα σπασμένα, μαχαίρια γυμνά από τους κολεούς των, άλλα καταγής, άλλα καρφωμένα εις σώματα και άλλα σφιγμένα ακόμη εις τα χέρια.

Τότε λοιπόν ―διότι είχε βραδυάσει― αφού εσώριασαν τους νεκρούς των εχθρών μέσα εις το στρατόπεδον, εδείπνησαν και εκοιμήθησαν. Το δε πρωί ο Αγησίλαος διέταξε τον πολέμαρχον Γύλιν να παρατάξη τον στρατόν και να στήση τρόπαιον, όλοι δε να θυσιάσουν στεφανωμένοι εις τον θεόν και όλοι οι αυληταί να παίζουν τους αυλούς των. Οι δε Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα ζητούντες ανακωχήν διά να θάψουν τους νεκρούς των. Και πράγματι γίνεται ανακωχή και ο Αγησίλαος ανεχώρησε διά την πατρίδα του, προτιμών, αντί να είναι απόλυτος άρχων εις την Ασίαν, να κυβερνά την πατρίδα του και να υπακούη εις τους νόμους αυτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου