Πρώτον, ότι όλα τα πραγματικά ερωτήματα επιδέχονται κάποιαν απάντηση· ότι αν ένα ερώτημα δεν επιδέχεται κάποιαν απάντηση, τότε δεν είναι ερώτημα. Μπορεί εμείς να μη γνωρίζουμε ποια είναι η απάντηση, θα τη γνωρίζει όμως κάποιος άλλος. Μπορεί εμείς να είμαστε υπερβολικά αδύναμοι, ανόητοι ή αδαείς, ώστε να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε μόνοι μας την απάντηση. Στην προκειμένη περίπτωση, την απάντηση μπορεί να τη γνωρίζουν άνθρωποι σοφότεροι από εμάς - κάποιοι ειδικοί, ας πούμε, μια ορισμένη ελίτ. Μπορεί να είμαστε αμαρτωλά όντα και γι' αυτό ανίκανα να καταλήξουμε ποτέ στην αλήθεια μόνοι μας. Στην περίπτωση αυτή, δεν πρόκειται να μάθουμε την αλήθεια στον κόσμο τούτον, αλλά ενδεχομένως στον επόμενο. Ίσως, πάλι, η αλήθεια να ήταν γνωστή σε μια χρυσή εποχή, προτού η Πτώση και ο Κατακλυσμός μάς βυθίσουν στην αδυναμία και στην αμαρτία. Κι ακόμη, η χρυσή αυτή εποχή ίσως να μην ανήκει στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον, οπότε θα ανακαλύψουμε την αλήθεια τότε. Αν όχι εδώ, εκεί. Αν όχι τώρα, κάποια άλλη χρονική στιγμή. Θεωρητικά, ωστόσο, η απάντηση πρέπει να είναι γνωστή, αν όχι στους ανθρώπους, τότε σε κάποιον που γνωρίζει τα πάντα, στον Θεό. Αν η απάντηση δεν μπορεί καν να γνωσθεί, αν η απάντηση είναι, τρόπον τινά, κρυφή, τότε κάτι δεν πρέπει να πηγαίνει καλά με το ερώτημα. Πρόκειται για μια πρόταση κοινή τόσο στους χριστιανούς και στους Σχολαστικούς, όσο και στον Διαφωτισμό και στη θετικιστική παράδοση του εικοστού αιώνα. Αποτελεί, θα λέγαμε, τη ραχοκοκαλιά της δυτικής παράδοσης, και είναι ό,τι ακριβώς ήλθε να σπάσει ο ρομαντισμός.
Σύμφωνα με τη δεύτερη πρόταση, όλες αυτές οι απαντήσεις είναι πράγματι δυνατόν να γνωσθούν, και μπορεί κανείς να τις ανακαλύψει με τρόπους τους οποίους μπορεί ο ίδιος να μάθει, μα και να διδάξει στους άλλους· υπάρχουν τεχνικές με τη βοήθεια των οποίων είναι δυνατόν να μάθει κανείς και να διδάξει διάφορους τρόπους ανακάλυψης των συστατικών στοιχείων του κόσμου, της θέσης που κατέχουμε εμείς μέσα σε αυτόν, της σχέσης μας με τους ανθρώπους και τα πράγματα, των αληθινών αξιών και της απάντησης σε κάθε άλλο σοβαρό ερώτημα που επιδέχεται απάντηση.
§ Η τρίτη πρόταση είναι ότι όλες οι απαντήσεις πρέπει να μπορούν να συμβιβαστούν μεταξύ τους, διότι, αν δεν μπορούν, θα επέλθει χάος. Είναι σαφές ότι η αληθής απάντηση σε ένα ερώτημα δεν μπορεί να είναι ασυμβίβαστη με την αληθή απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα. Μια αληθής πρόταση δεν μπορεί να αντιβαίνει σε μιαν άλλη, κι αυτό συνιστά μια λογική αλήθεια. Αν είναι όλες οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα να πάρουν τη μορφή προτάσεων και αν επίσης υποθέσουμε πως όλες οι αληθείς προ-τάσεις μπορούν κατ' αρχήν να ανακαλυφθούν, τούτο πρέπει να συνεπάγεται ότι μπορεί να διατυπωθεί μια περιγραφή ενός ιδεώδους σύμπαντος -μιας Ουτοπίας, αν θέλετε-, το οποίο είναι ακριβώς αυτό που περιγράφουν όλες οι αληθείς απαντήσεις στα σοβαρά ερωτήματα. Η Ουτοπία αυτή, μολονότι εμείς μπορεί να μην είμαστε ικανοί να τη φτάσουμε, αποτελεί, εν πάση περιπτώσει, το ιδεώδες εκείνο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέτρο για τις παρούσες ατέλειές μας.
Αυτές ήταν οι γενικές προϋποθέσεις της ορθολογιστικής δυτικής παράδοσης -χριστιανικής ή παγανιστικής, θεϊστικής ή αθεϊστικής. Η ιδιαίτερη μορφή που έδωσε ο Διαφωτισμός στη συγκεκριμένη παράδοση είχε το νόημα ότι πολλές από τις μέχρι τότε παραδοσιακές μεθόδους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τον προσπορισμό απαντήσεων. Η απάντηση δεν μπορεί να ληφθεί μέσω της αποκάλυψης, δεδομένου ότι οι αποκαλύψεις που έγιναν σε διάφορους ανθρώπους έρχονται κατά κανόνα σε αντίθεση μεταξύ τους. Δεν μπορεί να ληφθεί μέσω της παράδοσης, διότι συχνά πυκνά η τελευταία αποδεικνύεται παραπλανητική και λαθεμένη. Δεν μπορεί να ληφθεί μέσω του δόγματος. Δεν μπορεί να ληφθεί μέσω της μεμονωμένης αυτοσκοπίας κάποιων προνομιούχων ανθρώπων, καθώς είναι πάρα πολλοί οι απατεώνες που σφετερίστηκαν αυτόν τον ρόλο. Και ούτω καθ' εξής. Υπάρχει μία και μόνη μέθοδος για να ανακαλύψει κανείς τις απαντήσεις, κι αυτή είναι η ορθή χρήση του Λόγου - με παραγωγικό τρόπο, όπως στις μαθηματικές επιστήμες· με επαγωγικό τρόπο, όπως στις επιστήμες της φύσης. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος με την οποία μπορούν γενικώς να ληφθούν οι απαντήσεις - οι αληθείς απαντήσεις στα σο-βαρά ερωτήματα. Δεν συντρέχει λόγος ώστε αυτού του είδους οι απαντήσεις, οι οποίες, στο κάτω κάτω της γραφής, έχουν φέρει θριαμβικά αποτελέσματα στους κόλπους της φυσικής και της χημείας, να μην μπορούν να εφαρμοστούν και στα πολύ πιο περίπλοκα πεδία της πολιτικής, της ηθικής και της αισθητικής.
Ο Διαφωτισμός δεν ήταν σε καμία περίπτωση, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, ένα ομοιόμορφο κίνημα του οποίου τα μέλη πρέσβευαν λίγο ως πολύ τα ίδια πράγματα. Επικρατούσε, για παράδειγμα, έντονη διχογνωμία σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Ο Fontenelle, ο Saint-Évremond, ο Voltaire, ο La Mettrie πίστευαν ότι ο άνθρωπος ήταν ένα αθεράπευτα ζηλόφθονο, μοχθηρό, διεφθαρμένο και αδύναμο ον που, αυτόν τον λόγο, είχε ανάγκη τη μεγαλύτερη δυνατή πειθαρχία, αν ήθελε κάποτε να δει μιαν άσπρη μέρα. Μιαν αυστηρή πειθαρχία που θα του έδινε τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στα της ζωής. Δεν έκαναν όμως όλοι τόσο ζοφερές σκέψεις: κάποιοι άλλοι πίστευαν πως κατά βάση ο άνθρωπος είναι μια εύπλαστη ουσία, ένα είδος πηλού στον οποίο κάθε ικανός παιδαγωγός, κάθε φωτισμένος νομοθέτης, θα μπορούσε να δώσει μια καθ' όλα σωστή και ορθολογική μορφή. Υπήρχαν, βεβαίως, και κάποιοι ακόμη, λίγοι τον αριθμό, μεταξύ των οποίων και ο Rousseau, που πίστευαν ότι ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ούτε ουδέτερος ούτε μοχθηρός, αλλά, αντιθέτως, καλός, και ότι έχει καταστραφεί αποκλειστικά και μόνον εξαιτίας κάποιων θεσμών τους οποίους έχει ο ίδιος δημιουργήσει. Αν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μια ριζική μεταβολή ή μεταρρύθμιση των συγκεκριμένων θεσμών, τότε θα ερχόταν στην επιφάνεια η φυσική καλοσύνη του ανθρώπου και το βασίλειο της αγάπης θα εδραιωνόταν ακόμη μια φορά επί της γης.
Μεταξύ των πλέον διακεκριμένων θεωρητικών του Διαφωτισμού υπήρχαν ορισμένοι που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Κάποιοι άλλοι πίστευαν ότι η ιδέα της ψυχής ήταν απλώς μια σαθρή πρόληψη και ότι, γενικώς, δεν υφίσταται καμία τέτοια οντότητα.
Μερικοί άλλοι πίστευαν στην ανάγκη ύπαρξης μιας ελίτ, στην αναγκαιότητα της διακυβέρνησης από τους σοφούς· θεωρούσαν ότι ο όχλος είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως, ότι στους κόλπους της ανθρωπότητας θα επικρατεί πάντοτε μια ανισοκατανομή χαρισμάτων και ότι μόνον αν οι άνθρωποι εκπαιδευτούν ή παρακινηθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υπακούουν αυτούς που ξέρουν, ήτοι την ελίτ των ειδικών -όπως συμβαίνει στην περίπτωση ορισμένων τεχνικών, σαν τη ναυπηγική και την οικονομία ας πούμε, οι οποίες σαφώς και τους έχουν ανάγκη-, μόνο τότε θα πάψει η ζωή στη γη να είναι ζούγκλα.
Άλλοι πίστευαν ότι στα ζητήματα της ηθικής και της πολιτικής κάθε άνθρωπος είναι, για τον εαυτό του, και ένας ειδικός· ότι ενώ δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να είναι καλός μαθηματικός, εν τούτοις όλοι οι άνθρωποι, εμπιστευόμενοι την ίδια τους την καρδιά, μπορούν να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο σωστό και στο λάθος· κι αν δεν είναι τώρα σε θέση να την κατανοήσουν, αυτό συμβαίνει αποκλειστικά και μόνον επειδή κατά το παρελθόν αφέθηκαν να παραπλανηθούν από διάφορους απατεώνες και ηλιθίους, διάφορους ιδιοτελείς κυβερνήτες και μοχθηρούς στρατιωτικούς, διεφθαρμένους ιερείς και άλλους εχθρούς του ανθρώπου. Αν μπορούσαν με κάποιον τρόπο να χαθούν ή να εξαφανιστούν τα τελευταία αυτά άτομα, τότε, όπως διακήρυσσε ο Rousseau, κάθε άνθρωπος θα ανακάλυπτε τις πλέον σαφείς απαντήσεις χαραγμένες με ανεξίτηλα γράμματα πάνω στην ίδια του την καρδιά.
Διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορες άλλες διαφωνίες, στις οποίες δεν νομίζω πως χρειάζεται να υπεισέλθω. Το κοινό σημείο, ωστόσο, όλων αυτών των στοχαστών είναι η άποψη ότι, σε τελευταία και βαθύτερη ανάλυση, η αρετή έγκειται στη γνώση· ότι αν γνωρίζουμε τι είμαστε, τι χρειαζόμαστε, πού να το αποκτήσουμε αυτό, και αν καταφέρουμε να το αποκτήσουμε με τα καλύτερα μέσα που διαθέτουμε, τότε μπορούμε να ζήσουμε μιαν ευτυχισμένη, ενάρετη, δίκαιη, ελεύθερη και ικανοποιητική ζωή· ότι όλες οι αρετές είναι συμβιβάσιμες μεταξύ τους· ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αληθεύει πως, αν η απάντηση στο ερώτημα «Πρέπει κανείς να επιδιώκει τη δικαιοσύνη;» είναι «Ναι» και η απάντηση στο ερώτημα «Πρέπει κανείς να επιδιώκει το έλεος;» είναι επίσης «Ναι», οι δύο αυτές απαντήσεις μπορεί να αποδειχτούν ασυμβίβαστες. Η ισότητα, η ελευθερία και η αδελφοσύνη πρέπει να μπορούν να συμβιβαστούν μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για το έλεος και τη δικαιοσύνη. Αν βρισκόταν κάποιος που έλεγε ότι η αλήθεια κάνει τον άνθρωπο δυστυχισμένο, αυτό θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποδειχτεί ψευδές. Αν η απόλυτη ελευθερία παρουσιαζόταν ως ασυμβίβαστη με την απόλυτη ισότητα, θα έπρεπε να συμπεράνουμε πως στη βάση αυτού του επιχειρήματος βρίσκεται κάποια παρανόηση - και πάει λέγοντας. Δεν υπήρχε κανείς ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που να μη συμμερίζεται τη συγκεκριμένη άποψη.
Πίστευαν, προπάντων, πως μπορούσε κανείς να καταλήξει σε αυτές τις γενικές προτάσεις αν ακολουθούσε τις αξιόπιστες μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι φυσικοί επιστήμονες για να εδραιώσουν το πλέον θριαμβικό στοιχείο του δέκατου όγδοου αιώνα: τις φυσικές επιστήμες αυτές καθ’ εαυτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου