Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ

ΙΣΟΚΡ 6.52–61

(ΙΣΟΚΡ 6.52–69: Όχι στην εγκατάλειψη της Μεσσήνης) 

Το χρέος απέναντι στο ένδοξο παρελθόν της πόλης – Το δίκαιο των σπαρτιατικών αξιώσεων και οι αρετές των Σπαρτιατών

Συνεχίζοντας την πίστιν του λόγου του και επιχειρώντας να αποδείξει ότι η κατοχή της Μεσσήνης ήταν συμφέρουσα για την Σπάρτη, ο ομιλητής επιχειρηματολόγησε υπέρ του πολέμου στην περίπτωση που μια πόλη δυστυχεί. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι τέτοιες συνθήκες ειρήνης, όπως αυτή που προέβλεπε την ανεξαρτησία της Μεσσήνης από τη Σπάρτη, οδηγούσαν τελικά σε υποδούλωση τις πόλεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν.


[52] Ὧν ἐνθυμουμένους χρὴ μὴ προπετῶς ἡμᾶς αὐτοὺς
ἐμβαλεῖν εἰς αἰσχρὰς ὁμολογίας, μηδὲ ῥᾳθυμότερον ὑπὲρ
τῆς πατρίδος ἢ τῶν ἄλλων φανῆναι βουλευομένους. ἀνα-
μνήσθητε δὲ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς ὅτι τὸν παρελθόντα χρόνον,
εἰ πολιορκουμένῃ τινὶ τῶν πόλεων τῶν συμμαχίδων εἷς
μόνος Λακεδαιμονίων βοηθήσειεν, ὑπὸ πάντων ἂν ὡμολο-
γεῖτο παρὰ τοῦτον γενέσθαι τὴν σωτηρίαν αὐτοῖς. καὶ
τοὺς μὲν πλείστους τῶν τοιούτων ἀνδρῶν παρὰ τῶν πρεσ-
βυτέρων ἄν τις ἀκούσειεν, τοὺς δ’ ὀνομαστοτάτους ἔχω
κἀγὼ διελθεῖν. [53] Πεδάριτος μὲν γὰρ εἰς Χίον εἰσπλεύ-
σας τὴν πόλιν αὐτῶν διέσωσε· Βρασίδας δ’ εἰς Ἀμφίπολιν
εἰσελθών, ὀλίγους περὶ αὑτὸν τῶν πολιορκουμένων
συνταξάμενος, πολλοὺς ὄντας τοὺς πολιορκοῦντας ἐνίκη-
σε μαχόμενος· Γύλιππος δὲ Συρακοσίοις βοηθήσας οὐ
μόνον ἐκείνους διέσωσεν, ἀλλὰ καὶ τὴν δύναμιν τὴν κρα-
τοῦσαν αὐτῶν καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ἅπασαν
αἰχμάλωτον ἔλαβεν.

[54] Καίτοι πῶς οὐκ αἰσχρὸν τότε μὲν ἕκαστον ἡμῶν
ἱκανὸν εἶναι τὰς ἀλλοτρίας πόλεις διαφυλάττειν, νυνὶ δὲ
πάντας μηδὲ πειρᾶσθαι τὴν ἡμετέραν αὐτῶν διασῴζειν;
καὶ τὴν μὲν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν μεστὴν πεποιηκέναι
τροπαίων ὑπὲρ τῶν ἄλλων πολεμοῦντας, ὑπὲρ δὲ τῆς
πατρίδος οὕτω φανερῶς ὑβριζομένης μηδὲ μίαν μάχην
ἀξίαν λόγου φαίνεσθαι μεμαχημένους; [55] ἀλλ’ ἑτέρας
μὲν πόλεις ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς τὰς ἐσχάτας ὑπομεῖ-
ναι πολιορκίας, αὐτοὺς δ’ ἡμᾶς, ὑπὲρ τοῦ μηδὲν ἀναγκα-
σθῆναι παρὰ τὸ δίκαιον ποιεῖν, μηδὲ μικρὰν οἴεσθαι δεῖν
ὑπενεγκεῖν κακοπάθειαν, ἀλλὰ ζεύγη μὲν ἵππων ἀδηφα-
γούντων ἔτι καὶ νῦν ὁρᾶσθαι τρέφοντας, ὥσπερ δὲ τοὺς
εἰς τὰς δεινοτάτας ἀνάγκας ἀφιγμένους καὶ τῶν καθ’
ἡμέραν ἐνδεεῖς ὄντας, οὕτω ποιεῖσθαι τὴν εἰρήνην;

[56] Ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον, εἰ φιλοπονώτατοι
δοκοῦντες εἶναι τῶν Ἑλλήνων ῥᾳθυμότερον τῶν ἄλλων
βουλευσόμεθα περὶ τούτων. τίνας γὰρ ἴσμεν, ὧν καὶ
ποιήσασθαι μνείαν ἄξιόν ἐστιν, οἵτινες ἅπαξ ἡττηθέν-
τες καὶ μιᾶς εἰσβολῆς γενομένης οὕτως ἀνάνδρως ὡμο-
λόγησαν πάντα τὰ προσταττόμενα ποιήσειν; πῶς δ’ ἂν
οἱ τοιοῦτοι πολὺν χρόνον δυστυχοῦντες ἀνταρκέσειαν;
[57] τίς δ’ οὐκ ἂν ἐπιτιμήσειεν ἡμῖν, εἰ Μεσσηνίων ὑπὲρ
ταύτης τῆς χώρας εἴκοσιν ἔτη πολιορκηθέντων ἡμεῖς
οὕτω ταχέως κατὰ συνθήκας αὐτῆς ἀποσταίημεν, καὶ
μηδὲ τῶν προγόνων μνησθείημεν, ἀλλ’ ἣν ἐκεῖνοι μετὰ
πολλῶν πόνων καὶ κινδύνων ἐκτήσαντο, ταύτην ἡμεῖς
ὑπὸ λόγων πεισθέντες ἀποβάλοιμεν;

[58] Ὧν οὐδὲν ἔνιοι φροντίσαντες, ἀλλὰ πάσας τὰς
αἰσχύνας ὑπεριδόντες, τοιαῦτα συμβουλεύουσιν ὑμῖν, ἐξ
ὧν εἰς ὀνείδη τὴν πόλιν καταστήσουσιν. οὕτω δὲ προθύ-
μως ἐπάγουσιν ὑμᾶς πρὸς τὸ παραδοῦναι Μεσσήνην,
ὥστε καὶ διεξελθεῖν ἐτόλμησαν τήν τε τῆς πόλεως ἀσθέ-
νειαν καὶ τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν, καὶ κελεύουσιν
ἀποκρίνασθαι τοὺς ἐναντιουμένους αὐτοῖς, πόθεν βοή-
θειαν προσδοκῶντες ἥξειν διακελευόμεθα πολεμεῖν.

[59] Ἐγὼ δὲ μεγίστην μὲν ἡγοῦμαι συμμαχίαν εἶναι
καὶ βεβαιοτάτην τὸ τὰ δίκαια πράττειν (εἰκὸς γὰρ καὶ τὴν
τῶν θεῶν εὔνοιαν γενέσθαι μετὰ τούτων, εἴπερ χρὴ περὶ
τῶν μελλόντων τεκμαίρεσθαι τοῖς ἤδη γεγενημένοις),
πρὸς δὲ ταύτῃ τὸ καλῶς πολιτεύεσθαι καὶ σωφρόνως ζῆν
καὶ μέχρι θανάτου μάχεσθαι τοῖς πολεμίοις ἐθέλειν καὶ
μηδὲν οὕτω δεινὸν νομίζειν ὡς τὸ κακῶς ἀκούειν ὑπὸ τῶν
πολιτῶν· ἃ μᾶλλον ἡμῖν ἢ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ὑπάρχει.
[60] μεθ’ ὧν ἐγὼ πολὺ ἂν ἥδιον πολεμοίην ἢ μετὰ πολλῶν
μυριάδων· οἶδα γὰρ καὶ τοὺς πρώτους ἡμῶν εἰς ταύτην τὴν
χώραν ἀφικομένους οὐ τῷ πλήθει τῶν ἄλλων περιγενο-
μένους, ἀλλὰ ταῖς ἀρεταῖς ταῖς ὑπ’ ἐμοῦ προειρημέναις.
ὥστ’ οὐκ ἄξιον διὰ τοῦτο φοβεῖσθαι τοὺς πολεμίους, ὅτι
πολλοὶ τυγχάνουσιν ὄντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἐπ’ ἐκείνοις
θαρρεῖν, ὅταν ὁρῶμεν ἡμᾶς μὲν αὐτοὺς οὕτως ἐνηνοχότας
τὰς συμφορὰς ὡς οὐδένες ἄλλοι πώποτε, [61] καὶ τοῖς τε
νόμοις καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἐμμένοντας οἷς ἐξ ἀρχῆς
κατεστησάμεθα, τοὺς δὲ μηδὲ τὰς εὐτυχίας φέρειν δυνα-
μένους, ἀλλὰ διατεταραγμένους, καὶ τοὺς μὲν τὰς συμμα-
χίδας πόλεις καταλαμβάνοντας, τοὺς δὲ τἀναντία τούτοις
πράττοντας, ἄλλους δὲ περὶ χώρας τοῖς ὁμόροις ἀμφισβη-
τοῦντας, τοὺς δὲ μᾶλλον ἀλλήλοις φθονοῦντας ἢ πρὸς
ἡμᾶς πολεμοῦντας. ὥστε θαυμάζω τῶν μείζω συμμαχίαν
ζητούντων, ὧν οἱ πολέμιοι τυγχάνουσιν ἐξαμαρτάνοντες.

***
Ταύτα λοιπόν πρέπει έχοντες κατά νουν σας να μη ρίψητε τους εαυτούς σας εις αισχράς συμφωνίας, ούτε να φανήτε ότι σκέπτεσθε με μεγαλυτέραν οκνηρίαν διά την πατρίδα παρά διά τα άλλα ζητήματα. Να ενθυμηθήτε δε ότι κατά τον παρελθόντα χρόνον, εάν ένας μόνος Λακεδαιμόνιος ήθελε βοηθήσει κάποιαν πολιορκουμένην πόλιν εκ των συμμαχικών πόλεων, υπό όλων ήθελεν ομολογηθή ότι εξαιτίας τούτου επετεύχθη η σωτηρία αυτής. Και τους μεν περισσοτέρους εκ των τοιούτων ανδρών δύναται τις να μάθη παρά των γεροντοτέρων, τους δε ονομαστοτάτους εξ αυτών εγώ θα αναφέρω. Ο Πεδάριτος μεν δηλαδή, αφού εισέπλευσεν εις την Χίον, διέσωσε την πόλιν ταύτην· ο Βρασίδας, αφού εισήλθεν εις την Αμφίπολιν και συνήθροισεν ολίγους εκ των πολιορκουμένων πέριξ αυτού, ενίκησε τους πολιορκούντας που ήσαν πάρα πολλοί· ο Γύλιππος δε, αφού έσπευσεν εις βοήθειαν των Συρακουσίων, όχι μόνον εκείνους διέσωσε, αλλά και την δύναμιν, η οποία εκυριάρχει αυτών και κατά γην και κατά θάλασσαν ολόκληρον συνέλαβεν αιχμάλωτον. Και πράγματι πώς δεν είναι αισχρόν τότε μεν ένας μόνον από ημάς να είναι εις θέσιν να διαφυλάττη τας ξένας πόλεις, τώρα δε όλοι ούτε να δυνάμεθα ούτε να προσπαθώμεν να σώζωμεν την ιδικήν μας; Και την μεν Ευρώπην και την Ασίαν να γεμίσωμεν με τρόπαια πολεμούντες διά τους άλλους, διά δε την πατρίδα μας, η οποία τόσον φανερά υβρίζεται, να φαινώμεθα ότι ούτε μίαν μάχην αξίαν λόγου δεν έχουμε συνάψει; Αλλά αι άλλαι μεν πόλεις, διά την ιδικήν μας αρχήν να έχουν υπομείνει τας σκληράς πολιορκίας, ημείς δε οι ίδιοι να νομίζωμεν ότι δεν πρέπει ούτε την ελαχίστην ταλαιπωρίαν να υποφέρωμεν διά να μη αναγκασθώμεν να κάμωμεν τίποτε παρά το δίκαιον, αλλά ζεύγη μεν ίππων πολυδαπάνων να φαινώμεθα ότι ακόμη και τώρα τρέφομεν, να κάμωμεν δε την ειρήνην κατά τοιούτον τρόπον όπως εκείνοι οι οποίοι φθάνουν εις την εσχάτην ανάγκην να στερώνται των καθημερινών μέσων της ζωής των;

Το δε χείριστον όλων είναι ότι, ενώ θεωρούμεθα ότι είμεθα οι φιλοπονώτατοι των Ελλήνων, θα φανώμεν ότι θα σκεφθώμεν δι' αυτά κατά τρόπον οκνηρότερον από τους άλλους. Διότι ποίους γνωρίζομεν, τους οποίους και είναι άξιον να μνημονεύσωμεν, οι οποίοι, αφού άπαξ ηττήθησαν και έγινε μία μόνον εισβολή εις την χώραν των, τόσον ανάνδρως ωμολόγησαν ότι θα εκτελέσουν τας διαταγάς των εχθρών των; Πώς δε οι τοιούτοι επί πολύν χρόνον δυστυχούντες ήθελον υπομείνει με καρτερικότητα την δυστυχίαν των; Ποίοι δε δεν ήθελον εκτιμήσει ημάς, διότι, ενώ οι Μεσσήνιοι διά την χώραν ταύτην επί είκοσιν έτη επολιορκήθησαν, ημείς τόσον ταχέως συμφώνως προς τας συνθήκας ηθέλομεν παραιτηθή ταύτης και ούτε τους προγόνους μας δεν ηθέλομεν ενθυμηθή, αλλά την χώραν την οποίαν εκείνοι με κόπους και κινδύνους απέκτησαν, ταύτην ημείς ηθέλομεν χάσει πεισθέντες υπό λόγων;

Μερικοί χωρίς να λάβουν καθόλου υπ' όψιν των ταύτα, αλλά περιφρονήσαντες παντός είδους εντροπήν, μας συμβουλεύουν να πράξωμεν τοιαύτα, διά των οποίων θα προσάψωμεν εις την πόλιν μεγάλην καταισχύνην. Με τόσην δε προθυμίαν προσπαθούν να μας παρασύρουν εις το να εγκαταλείψωμεν την Μεσσήνην, ώστε ετόλμησαν να ομιλήσουν διεξοδικά και διά την αδυναμίαν της πόλεως και την δύναμιν των εχθρών μας και μας προτρέπουν να αποκριθώμεν εις τους εναντιουμένους προς αυτούς, από πού ελπίζομεν ότι θα έλθη η βοήθεια και προτρέπομεν να διεξάγωμεν πόλεμον.

Εγώ πάντως νομίζω ότι μεγίστη και ασφαλεστάτη συμμαχία είναι να πράττωμεν τα δίκαια, διότι εύλογον είναι και η εύνοια των θεών να είναι με το μέρος τούτων (που πράττουν δίκαια), εάν πρέπει να συμπεράνη κανείς διά τα μέλλοντα να συμβούν από όσα ήδη έχουν συμβή, προς τούτοις δε το να διοικώμεθα καλώς ως κράτος και να ζώμεν σωφρόνως και το να έχωμεν την διάθεσιν να πολεμώμεν μέχρι θανάτου εναντίον των εχθρών και να μη νομίζωμεν κανέν τόσον φοβερόν όσο το να κακολογούμεθα υπό των συμπολιτών μας· ταύτα δε τα προτερήματα υπάρχουν εις ημάς περισσότερον παρά εις τους άλλους ανθρώπους. Με αυτούς τους ανθρώπους που έχουν τοιαύτας αντιλήψεις εγώ πολύ ευχαριστότερον ήθελον πολεμεί παρά με πολλάς μυριάδας ανθρώπων με διαφορετικάς αντιλήψεις· διότι γνωρίζω ότι και οι πρώτοι εξ ημών, οι οποίοι έφθασαν εις την χώραν ταύτην, δεν υπερίσχυσαν των άλλων διά του πλήθους των, αλλά διά των αρετών που ανέφερα προηγουμένως. Ώστε δεν αξίζει να φοβώμεθα τους εχθρούς, διότι είναι πολλοί, αλλά να ερχώμεθα εναντίον των με πολύ περισσότερον θάρρος, όταν βλέπωμεν ότι ημείς οι ίδιοι κατά τοιούτον τρόπον υπεφέραμεν τας συμφοράς, όπως δεν τας υπέφερε κανείς ποτέ έως τώρα, μένοντες σταθεροί εις τους νόμους και τα έθιμά μας, όπως τα καθιερώσαμεν εξ αρχής, οι δε άλλοι να μη δύνανται να υποφέρουν ούτε τας ευτυχίας των· ούτοι ευρίσκονται εν ταραχή και άλλοι μεν καταλαμβάνουν τας συμμαχικάς πόλεις, άλλοι δε πράττουν τα αντίθετα με αυτούς, άλλοι διαπληκτίζονται με τους γείτονάς των διά ζητήματα συνόρων, άλλοι δε εμφορούνται από ζηλοτυπίαν μεγαλυτέραν αναμεταξύ των παρά από έχθραν απέναντί μας. Ώστε παραξενεύομαι δι' εκείνους που ζητούν μεγαλυτέραν συμμαχίαν από τα σφάλματα που διαπράττουν οι εχθροί μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου