1. Ο ΠΛΑΤΩΝ πίστευε ακράδαντα σε εκείνο που μπορεί κανείς γενικώς να ονομάσει ορθολογική τάξη. Χωρίς αυτή την ορθολογική τάξη ο κόσμος θα ήταν ένα απέραντο χάος. Είναι επομένως σημαντικό να προσπαθεί κανείς να σκεφτεί την ορθολογική τάξη και να εξοικειωθεί με αυτήν. Διακρίνοντας την ανάγκη μιας τέτοιας σκέψης, ο φιλόσοφος επιχειρεί φυσικά να γνωρίσει την ορθολογική τάξη με όρους γνώσης των διαφόρων συστατικών μερών της. Έτσι κρίνει απαραίτητο να γνωρίσει το κάλλος, τη δικαιοσύνη, το αγαθό, την ισότητα και όλα τα άλλα πράγματα, που αποτελούν συστατικά της ορθολογικής τάξης, με κριτήριο την ικανότητα να πει κανείς τι είναι το ένα και το άλλο. Έτσι για κάθε συγκεκριμένο πράγμα, όπως τα παραπάνω και άλλα πολλά, δεν αρκεί ένας απλός ορισμός αλλά χρειάζεται να μπορούμε να πούμε τι είναι το Είναι του. Και τούτο, διότι η ορθολογική τάξη είναι έργο του ίδιου του σκέπτεσθαι και ορισμένως τίθεται πάνω από την πραγματική τάξη της φύσης.
2. Τούτη η φυσική τάξη, με άλλα λόγια, είναι προϊόν των αρχών της εν λόγω ορθολογικής ή έλλογης τάξης, των αρχών, προς τις οποίες στρέφεται με όλη τη δύναμή του ο ανθρώπινος νους για να τις γνωρίσει. Ο Πλάτων δείχνει πως ήταν προετοιμασμένος να παρουσιάσει, κατά την πορεία της στοχαστικής του δραστηριότητας, αυτές τις αρχές, δηλαδή τις αμετάβλητες Ιδέες κατά τρόπο που οι ερμηνευτές του να μιλάνε για τη θεωρία των Ιδεών. Όταν γίνεται λόγος για τη θεωρία των Ιδεών, ουσιαστικά γίνεται λόγος για τον κορμό, τον πυρήνα της πλατωνικής φιλοσοφίας, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιο πλατωνικό έργο που να πραγματεύεται αποκλειστικά το θέμα των Ιδεών. Απεναντίας σε όλο σχεδόν το έργο του Πλάτωνος βρίσκουμε διεργασίες και επεξεργασία των Ιδεών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στους πρώιμους διαλόγους, όπως π.χ. στον Ευθύφρονα, τον Λάχη, τον Λύσι, τον Χαρμίδη, τον Ιππία Μείζονα κ.λπ. βρίσκουμε ίχνη της σκέψης του φιλοσόφου περί της Ιδέας. Η αποκορύφωση όμως βρίσκεται σε κύρια μέρη του Φαίδωνος, του Φαίδρου, της Πολιτείας, του Παρμενίδη, του Σοφιστή κ.λπ.
3. Βασικό γνώρισμα της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι η διάκριση ανάμεσα στον κόσμο του γίγνεσθαι και στον κόσμο του Είναι. Ο πρώτος κόσμος είναι ο αισθητός κόσμος που βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή και δεν διακρίνεται για καμιά σταθερότητα, σε σημείο που να κομματιάζει το ανθρώπινο Είναι και να διασκορπεί την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε ένα ζοφερό χάος. Ο κόσμος του Είναι: είναι προσιτός στη νόηση και είναι αιώνιος και αμετάβλητος. Δεν είναι ορατός με τις αισθήσεις (Πολιτεία 509d), καθώς ουδείς ποτέ είδε το Ωραίο ή το Αγαθό με τα μάτια του (Φαίδων 65d). Οι Ιδέες ενσαρκώνουν το καθαρό Είναι, τη μοναδική εκάστοτε αληθινή και ενεργώς πραγματική ρεαλιστική πραγματικότητα. Γενικώς ειπείν, η θεωρία των Ιδεών δεν απορρίπτει τον ένα κόσμο για χάρη του άλλου, αλλά υπερβαίνει τον έναν, διέρχεται δηλαδή μέσα από τον κόσμο του γίγνεσθαι για να προχωρήσει πέρα απ’ αυτόν, προς το αληθές αυτό καθεαυτό, προ την αναλλοίωτη Ιδέα των πραγμάτων. Με εγελιανή ορολογία, η εν λόγω θεωρία πραγματοποιεί τη διαλεκτική πεπερασμένου και απείρου.
4. Η πλατωνική θεωρία των δύο κόσμων, αν κανείς ήθελε να τη σκεφτεί, θα μπορούσε να εκληφθεί, κατά κάποιο τρόπο, ως σύνθεση και περαιτέρω ανάπτυξη βασικών αρχών της φιλοσοφίας του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου: α) ο ελεατικός κόσμος του Είναι. β) Ο κόσμος της αέναης μεταβολής του Ηράκλειτου. Κατά τον Παρμενίδη: α) το ον είναι εν και ομοιογενές. β) είναι προσιτό μόνο στο νου. γ) απέναντι στο Εν του νοείν κείτεται η πολλαπλότητα των φαινομένων. Ο Παρμενίδης, όπως και οι άλλοι Προσωκρατικοί, έθεσαν μάλλον το πρόβλημα κατά τον Πλάτωνα παρά το έλυσαν. Το πλατωνικό πρόβλημα μπορεί να διατυπωθεί συνοπτικά ως εξής: πώς το ον, ενώ είναι ένα, είναι συνάμα και πολλά; Τι οδήγησε τον Πλάτωνα στη διάκριση αυτών των δύο κόσμων; Κατά τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων ξεχώρισε τις Ιδέες [=τον κόσμο του Είναι] ως αντικείμενα γνώσης, αντικείμενα αυτής καθεαυτήν της σκέψης από τον κόσμο της αίσθησης, διότι τα αισθητά πράγματα υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή και ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του επιστητού. Ως προς τις γνωσιολογικές και οντολογικές καταβολές της πλατωνικής θεωρίας των δύο κόσμων, ο Πλάτων, όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης, προσδιορίζει ή χαρακτηρίζει τον κόσμο της αίσθησης με όρους της ηρακλείτειας θεωρίας.
5. Αυτό ωστόσο δεν εμποδίζει τον Πλάτωνα να απορρίψει την ηρακλείτεια θεωρία στην κύρια εκδοχή της, σύμφωνα με την οποία όλα κινούνται με όλους τους τρόπους ταυτόχρονα. Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Πλάτων ενάντια σε τούτη τη θεωρία είναι ότι η τελευταία αυτο-αναιρείται. Συγκεκριμένα: αν η ηρακλείτεια θεωρία ισχύει, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για μια ιδιότητα ενός πράγματος, αφού την ίδια στιγμή που θεωρούμε ότι μια ιδιότητα υπάρχει, την αναιρούμε ως μη υπάρχουσα, καθώς όλα κινούνται. Αυτή εξάλλου η θέση του Ηράκλειτου αίρει τη δυνατότητα της γλώσσας και επομένως δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί με τον λόγο. Τα πράγματα έχουν μια σταθερή ουσία, πάνω στην οποία βασίζεται η λειτουργία της γλώσσας και η εκδίπλωση της σκέψης. Είναι, με άλλο τρόπο, οι λόγοι, που επιτρέπουν τη διερεύνηση της ως άνω σταθερής ουσίας, την ενατένιση των Ιδεών. Στις Ιδέες δεν φτάνουμε ποτέ (Πολιτεία 596b) ούτε μπορούμε να τις κάνουμε κτήμα μας μέσα από οποιαδήποτε διεργασία. Δεν υπάρχουν μέσα μας, ούτε στο σώμα ούτε στην ψυχή μας, αλλά ενδημούν στον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 247d). Αυτό που μπορούμε να επιτύχουμε, είναι να τις σκεφτούμε με καταφυγή στους λόγους. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για τον δεύτερο πλου, για τον οποίο μιλάει ο Σωκράτης/Πλάτων στον Φαίδωνα:
«Θέλεις, Κέβη, να σου πω πως ετοίμασα τον δεύτερο πλού για την αναζήτηση της αιτίας … Σκέφτηκα λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα όντα [=τα υπάρχοντα πράγματα], πως θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης· διότι ορισμένοι, όπως είναι γνωστό, χαλούν τα μάτια τους, αν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του ήλιου μέσα στο νερό ή σε κάτι παρόμοιο. Kάτι τέτοιο σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου, κοιτάζοντας τα πράγματα με τα μάτια μου και προσπαθώντας να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Μου φάνηκε λοιπόν πως έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ' αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων» (Φαίδων 99 c9-e6).
6. Οι Iδέες μας παραπέμπουν στα ιδεατά νοήματα, με τη βοήθεια των οποίων σκεπτόμαστε και μιλάμε για τον κόσμο. Επειδή στον κόσμο της εμπειρίας δεν υπάρχουν πράγματα σταθερά και αναλλοίωτα, τα αντικείμενα της γνώσης, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, θα πρέπει να ανήκουν σε ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν της εμπειρίας. Αυτός ο διαφορετικός κόσμος είναι ο υπερβατικός κόσμος. Ο φιλόσοφος θεμελιώνει τη Μεταφυσική ως θεωρία του υπερβατικού, το οποίο διακρίνεται από το υπερβατολογικό. Το υπερβατικό αφορά το σύνολο έσχατων αρχών, οι οποίες θεμελιώνουν το αισθητό ον πέρα από την εμπειρία. Αποτελούν τον αποχρώντα και αληθή λόγο του. Το υπερβατολογικό, από την πλευρά του, βρίσκεται κι αυτό πέραν της σφαίρας της εμπειρίας και είναι σύνολο των έσχατων αρχών, οι οποίες καθιστούν την εμπειρία δυνατή. Το υπερβατολογικό όμως δεν είναι ον, όπως είναι το υπερβατικό. Στον Φαίδωνα ο Πλάτων τονίζει ότι εγκατέλειψε τη σφαίρα των αισθητών πραγμάτων, για να μεταβεί στη σφαίρα του υπερβατικού, στους ως άνω λόγους, όπου βρίσκεται η αλήθεια των όντων. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως στον Φαίδωνα οι Ιδέες διερευνώνται με βάση τη μεθοδο-λογική τους αναγκαιότητα. Για παράδειγμα όταν κανείς βλέπει κάποιο έργο ενός δημιουργού [=καλλιτέχνη, φιλοσόφου κ.λπ.), φέρνει στο μυαλό του τον άνθρωπο ή το αντικείμενο, που παριστάνεται ή συζητείται κ.λπ. Όταν κανείς βλέπει, ας πούμε, μια λύρα, φέρνει στο μυαλό του τον άνθρωπο που έπαιζε ή έπαιξε.
7. Πώς κατανοούνται οι λόγοι; Αν λάβουμε υπόψη τη συγγενική ετυμολογική τους σχέση με το λογίζεσθαι και συλλογίζεσθαι, μπορούμε να τους συνδέσουμε, σε ένα γενικό επίπεδο, με τη σκέψη και τη γλώσσα και σε ένα πιο ειδικό με τις έννοιες, τις κρίσεις, τα επιχειρήματα, τους ορισμούς, τους στοχασμούς/λογισμούς. Εφόσον οι λόγοι έχουν για αντικείμενό τους τις Ιδέες, καθιστούν τη γνώση των αισθητών πραγμάτων δυνατή. Λέει ο Σωκράτης στο Φαίδωνα: αν θέλουμε να γνωρίσουμε στ’ αλήθεια τα επί μέρους όντα, πρέπει η ψυχή μας να αρχίσει να συλλογίζεται, αποχαιρετώντας το σώμα. Στον Πλάτωνα απαντούν ισχυρά επιχειρήματα προς ανάλυση και κατανόηση της θεωρίας των Ιδεών και συνυφαίνονται με το ίδιο το έργο της διαλεκτικής επιστήμης (Σοφιστής 253d), που έχει ως βάση τις Ιδέες. Δυνάμει της διαλεκτικής, αυτός που φιλοσοφεί αληθινά ξέρει να χωρίζει τις Ιδέες και να τις ξεχωρίζει ιεραρχικά, αλλά και να τις αναμειγνύει (Σοφιστής 253c κ.εξ.). Πρόκειται για τη διαλεκτική μέθοδο της διαίρεσης και της συναγωγής, για την οποία ο φιλόσοφος μιλάει με περισσή ακρίβεια και στον Φαίδρο. Επίσης στο έργο του Παρμενίδης αναφέρει σχετικά πως η ύπαρξη των Ιδεών κρίνεται αναγκαία, διότι όποιος την απορρίπτει ακυρώνει τη δυνατότητα του διαλέγεσθαι. Κάθε εγχείρημα ακύρωσης της θεωρίας των Ιδεών προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την παραδοχή της ύπαρξής τους, καθώς με αυτές διασφαλίζεται η συνάφεια νοείν-λέγειν-Είναι.
8. Ο διαλεκτικός λογισμός του Πλάτωνος για την αναγκαιότητα της ύπαρξης των Ιδεών έχει δυο πλευρές: α) μια γνωσιο-οντο-λογική και β) μια σημασιο-λογική.
α) Γνωσιο-οντο-λογική: η γνώση των πραγμάτων προϋποθέτει τη γνώση των Ιδεών. Δηλαδή η γνώση των Ιδεών προηγείται και είναι αναγκαία για να γνωρίσουμε τα πράγματα. Π.χ: για να μπορώ να πω ότι το χ είναι κ, χρειάζεται να γνωρίζω ήδη τι είναι το κ, δηλ. να γνωρίζω αυτό που είναι το ον, το πράγμα, να γνωρίζω, με άλλα λόγια, την ουσία, την Ιδέα του. Στον πρώιμο διάλογό του Ευθύφρων επισημαίνει ήδη αυτή τη λειτουργία των Ιδεών, όπως δείχνει και το παρακάτω κείμενο:
«Αυτήν λοιπόν ακριβώς την Ιδέα εξήγησέ μου την, τι πράγμα είναι, για να την έχω πάντα υπόψη μου και να την χρησιμοποιώ ως υπόδειγμα ώστε ό,τι μεν συμφωνεί με όσα εσύ ή κανείς άλλος κάμνει, να λέω ότι είναι όσιο, και ό,τι δεν συμφωνεί, να λέω ότι δεν είναι όσιο».
Το πιο χαρακτηριστικό, το πιο σπουδαίο στον Πλάτωνα είναι ότι δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο, δεν γνωρίζει ούτε προϋποθέτει κάτι εδώ και τώρα που μπορεί να αποτελεί αξίωμα, έτσι ώστε να μη χρειαζόμαστε κανενός είδους απόδειξη. Για κάθε θέση, έκφραση, πρόταση ο φιλόσοφος θεωρεί αναγκαία μια αποδεικτική, ακριβέστερα παραγωγική διαδικασία και καμιά επαγωγική. Η πρώτη διαδικασία λαμβάνει όχι σπάνια τον χαρακτήρα της υπόθεσης, όπως π.χ. στον Φαίδωνα και σε άλλα πλατωνικά κείμενα, και γι’ αυτό σε κάθε δια-λογική επικοινωνία, σε κάθε συνομιλία, όπως φαίνεται και στο ως άνω κείμενο, η Ιδέα δεν λειτουργεί ως αξίωμα παρά ως ένα υπόδειγμα ή μέτρο, με βάση το οποίο αποτιμάται εάν τα όσα λένε οι συνομιλητές για το όσιο συμφωνούν με την Ιδέα του, δηλαδή με αυτό που το όσιο είναι όσιο και όχι κάτι άλλο.
9. Γενικότερα λοιπόν η Ιδέα είναι το κριτήριο για το εάν ένα πράγμα ή μια πράξη έχει μια ορισμένη ιδιότητα ή όχι, αν π.χ. ένα βιβλίο είναι κόκκινο ή αν μια πράξη είναι δίκαιη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η γνώση των Ιδεών καθιστά δυνατή τη γνώση των πραγμάτων. Η γνώση δεν έχει για μοναδικό ή αποκλειστικό της στήριγμα την αίσθηση. Με την αίσθηση προσλαμβάνουμε το επί μέρους ον, το μερικό, όχι όμως και την ουσία του, δηλαδή όπως είναι καθεαυτό. Για να το γνωρίσουμε αληθινά, πρέπει να το σκεφτούμε (λογίζεσθαι) μέσα από ολοκληρωμένες έννοιες, μέσα από γνήσια κατηγορήματα, δηλαδή πρέπει να καταφύγουμε στους λόγους, όπως προαναφέραμε. Τα κατηγορήματα αυτά δεν μας τα δίνει η αίσθηση, γιατί είναι νοητά, ανήκουν δηλαδή στον κόσμο των Ιδεών. Ως νοητά δεν υπόκεινται σε μεταβολή και μας δίνουν έγκυρη γνώση, ενώ η αίσθηση δεν μας δίνει έγκυρη γνώση, γιατί τα αισθητά –που αποτελούν το αντικείμενό της– στερούνται σταθερότητας. Το αντικείμενο, δηλαδή οι Ιδέες που παραμένουν αμετάβλητες είναι αυτές που διασφαλίζουν την καθολική εγκυρότητα της γνώσης. Δεν είναι το υποκείμενο με τη νεωτερική σημασία του γνωστικού Εγώ. Από την παραπάνω θέση του Πλάτωνος προκύπτει ότι το αισθητό αντικείμενο, δηλαδή το αντικείμενο που προσλαμβάνεται δια των αισθήσεων και ανήκει στην αισθητή πραγματικότητα, μας οδηγεί σε πλάνη, σε ψευδείς κρίσεις. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο στο έργο του Τίμαιος ο Πλάτων χαρακτηρίζει τη θεωρία που παρουσιάζει εκεί για το φυσικό κόσμο ως δοξασία (δόξα, εικότα), όχι ως επιστήμη. Εδώ θέτει το πρόβλημα της a priori [=εκ των προτέρων] γνώσης, δηλαδή προ-ϋποθέτει τη γνώση των Ιδεών.
10. Θέτοντας λοιπόν αυτό το πρόβλημα γίνεται ο πατέρας της θεμελιώδους διάκρισης στη φιλοσοφία ανάμεσα στο a priori και το a posteriori [=εκ των υστέρων] στοιχείο της γνώσης. Το a priori στον Πλάτωνα έχει το χαρακτήρα ενός αιτήματος: πρέπει να υπάρχει γνώση a priori, γιατί η αίσθηση έχει μόνο τον αισθητό κόσμο ως αντικείμενο. Αυτός ο κόσμος είναι ασταθής, μεταβλητός, είναι κόσμος του γίγνεσθαι που ανήκει στην περιοχή της δόξας, δηλαδή της γνώμης, και όχι της επιστήμης. Η επιστήμη είναι έγκυρη γνώση και ως a priori γνώση διακρίνεται για την καθολικότητά της, αλλά και την αναγκαιότητά της. Επομένως πρέπει να υπάρχει ένας αιώνιος κόσμος και μια γνωσιακή πρόσβασή μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτή η γνωσιακή πρόσβαση είναι και πρέπει να είναι η επιστήμη, η έγκυρη γνώση. Καθολική εγκυρότητα της γνώσης σημαίνει τρία πράγματα:
α) εγκυρότητα για όλα τα υποκείμενα
β) εγκυρότητα στο χρόνο
γ) εγκυρότητα για όλα τα αντικείμενα
Ποιος διασφαλίζει την καθολική εγκυρότητα της γνώσης; Οι Ιδέες. Αυτές έχουν εγκυρότητα για όλα τα υποκείμενα· δεν γνωρίζουν τη γένεση και τη φθορά –είναι αεί όντα– και έχουν κύρος για όλα τα εμπειρικά αντικείμενα, γιατί τα τελευταία οφείλουν το Είναι τους στις Ιδέες (μέθεξις=μετοχή-συμμετοχή του εν λόγω Είναι στις Ιδέες), όπως δείχνει και το παρακάτω κείμενο από τον Παρμενίδη (132d) του Πλάτωνος:
«Μου φαίνεται πως η καλύτερη εξήγηση είναι η εξής: ενώ αυτές οι Ιδέες μοιάζουν με αρχέτυπα που υπάρχουν στη φύση [των πραγμάτων], άλλα πράγματα έχουν μια ομοιότητα με αυτά και είναι έκτυπά τους. Επιπλέον, η μέθεξη τούτη των άλλων πραγμάτων στις Ιδέες δεν έχει άλλη εξήγηση από αυτήν: είναι τα απεικάσματά τους, τα ομοιώματα των Ιδεών».
11. Ως προκύπτει, οι Ιδέες ενυπάρχουν στο Είναι, δηλαδή στη φύση των πραγμάτων, και αποτελούν υποδειγματικά πρότυπα, με τα οποία μοιάζουν τα υπόλοιπα αισθητά όντα, είναι δηλαδή απομιμήσεις των Ιδεών. Αυτά τα όντα λοιπόν μετέχουν με αυτό τον τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο της ομοιότητάς τους προς τις Ιδέες, στις Ιδέες τούτες. Στον Θεαίτητο ο Πλάτων παραβάλλει την ψυχή με κέρινο εκμαγείο
«πάνω στο οποίο αποτυπώνουμε ό,τι θέλουμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας από όσα βλέπουμε ή ακούμε ή από μόνοι μας σκεπτόμαστε, όμοια όπως αποτυπώνουμε εικόνες σε δακτυλίδια».
Η πλατωνική Ιδέα, με βάση αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συγκριθεί με τη χαραγμένη σε μια σφραγίδα παράσταση. Άμα η σφραγίδα τοποθετηθεί πάνω σε μαλακό κερί, θα αφήσει πάνω του έκτυπα απεικονίσματα της παράστασης που έχει χαραχθεί. Τα έκτυπα αυτά απεικονίσματα ο Πλάτων τα παραβάλλει με τα σταθερά όντα: όπως από τη χαραγμένη στη σφραγίδα παράσταση, που είναι μία, μπορεί να προέλθει απεριόριστο πλήθος αποτυπωμάτων πάνω στο κερί, έτσι και από την επίδραση της Ιδέας, που είναι μία, στην ύλη μπορεί να προέλθει άπειρο πλήθος αισθητών όντων. Τα αισθητά προσλαμβάνουν τη μορφή τους από την Ιδέα, παρότι η τελευταία έχει διαφορετική υπόσταση απ’ αυτά. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο φιλόσοφος θεωρεί πως οι Ιδέες είναι οι αιτίες της ύπαρξης των όντων, όπως έδειξε και ο δεύτερος πλους του Σωκράτη στον Φαίδωνα.
12. Τα αισθητά όντα τείνουν να ταυτισθούν με τις Ιδέες, αλλά σε κάθε περίπτωση παραμένουν κατώτερα. Οι Ιδέες είναι τα όντως όντα, όπως μας λέει στον Φαίδωνα:
«Αυτά [τα αισθητά όντα] κατέχονται από μια τάση να είναι σαν την απόλυτη ισότητα [=Ιδέα], αλλά είναι κατώτερά της. Στον αισθητό κόσμο ως ίσα τείνουν να φτάσουν στην απόλυτη ισότητα, αλλά συγκριτικά με αυτήν παραμένουν υποδεέστερα».
β) Σημασιο-λογική:
Θέτουμε ξανά το ερώτημα: γιατί είναι αναγκαία η ύπαρξη των Ιδεών; Επειδή η σημασιολογική λειτουργία των γλωσσικών εκφράσεων, μέσα από τις οποίες αναφερόμαστε στον κόσμο, δεν εξηγούνται διαφορετικά, όπως διαβάζουμε στον ίδιο διάλογο:
«Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια ορισμένη Ιδέα –μια σε κάθε περίπτωση– για κάθε σύνολο επί μέρους πραγμάτων, για τα οποία χρησιμοποιούμε το αυτό όνομα».
Όπως αναφέρει ο Πλάτων στον Σοφιστή, η συμπλοκή των ειδών/Ιδεών καθιστά δυνατό τον λόγο. Σε αντίθεση με τη ρήση του Παρμενίδη: μόνο το ον είναι νοητό, ενώ το μη ον δεν είναι, ο ύστερος Πλάτων υποστηρίζει ότι αυτή η ελεατική θέση αίρει τη γλώσσα και τη γνώση. Στην τελευταία φάση της φιλοσοφίας του ο Πλάτων κινείται πιο ανοικτά προς μια διαλεκτική του Είναι και του μη-Είναι, μέσα από την οποία επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο νοητό βασίλειο των Ιδεών και τον αισθητό κόσμο. Το μη-ον δεν είναι το εναντίον του όντος, αλλά έτερον τι. Βάση της συμπλοκής των ειδών είναι η μίξη του Είναι και του μη-Είναι, της ταυτότητας και της διαφοράς. Τα όντα είναι δύο ειδών: το ορατό και το αόρατο. Τα ορατά είναι σύνθετα, μεταβάλλονται (υφίστανται αλλοίωση), τα δεύτερα είναι αμετάβλητα και πάντοτε διατηρούν κατά τον ίδιο τρόπο την ταυτότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου