Το έπος του Γκίλγκαμες είναι το πρώτο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανάγεται στην Ασσυρο-Βαβυλωνιακή φιλολογία. Πρόκειται για μια συλλογή ποιημάτων των Σουμερίων για τον ήρωα Γκίλγκαμες. Ο Γκίλγκαμες υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και ήταν βασιλιάς της Ουρούκ, μιας αρχαίας πόλης των Σουμερίων κι αργότερα της Βαβυλωνίας ανατολικά του ποταμού Ευφράτη, γύρω στα 2500 π.κ.ε. Στην αρχή του έπους αναφέρεται πως ο ίδιος ο Γκίλγκαμες που υπήρξε σοφός άνθρωπος και γνώριζε τα πάντα, αφηγήθηκε την ιστορία του γράφοντάς την σε μια πέτρα όταν γύρισε στην πόλη του μετά τις περιπέτειες που πέρασε. Αυτό το γεγονός τον καθιστά όχι μόνο τον πρώτο ήρωα λογοτεχνικού έργου αλλά και τον πρώτο συγγραφέα.
Το έπος του Γκίλγκαμες υπήρξε ένα αγαπημένο λογοτεχνικό έργο στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Πρέπει να γράφτηκε τον 12 αι. π.κ.ε. και διαδόθηκε στην Ανατολή, στην Μεσοποταμία, στην δυτική Περσία, στις ακτές της Μεσογείου και αλλού. Οι ιστορίες κυκλοφόρησαν πρώτα προφορικά και έπειτα καταγράφτηκαν σε σφηνοειδή γραφή καθώς οι λαοί αυτοί είχαν αναπτύξει ήδη από τότε τον γραπτό λόγο. Έπειτα ξαφνικά το έργο εξαφανίστηκε. Οι ειδικοί λένε πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως γύρω στα 300 ή 200 π.κ.ε έπαψε να χρησιμοποιείται η σφηνοειδής γραφή και οι επόμενες γενιές δεν ήξεραν να την χρησιμοποιήσουν ούτε να διαβάσουν τα κείμενα. Έτσι, το έπος του Γκίλγκαμες βρισκόταν σε αφάνεια για περίπου δυο χιλιάδες χρόνια ώσπου “ανακαλύφθηκε” εκ νέου. Το ανακάλυψε μια ομάδα εξερευνητών, αρχαιολόγων κι επιδρομέων, τον 19ο αιώνα. Είχε διασωθεί επειδή ήταν γραμμένο σε πήλινες πλάκες που είναι ανθεκτικές.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αποσπάσματα από το Έπος του Γκιλγκαμές, που βρέθηκε σε μορφή πήλινων πινακίδων στη Βιβλιοθήκη του Ασουρμπανιμπάλ στην Νινευή. Ο συγγραφέας του Έπους του Γκιλγκαμές είναι ο Σιν-Έγκι-Ουννίννι. Είναι ο αρχαιότερος συγγραφέας της ανθρωπότητας που ξέρουμε κατ’ όνομα, και το συγκλονιστικό αυτό έργο του το έχει γράψει στη Βαβυλώνα, περίπου το 2700 π.κ.ε. Όλο το συγγραφικό κείμενο του έπους είναι εκπληκτικό και, φυσικά, πρόκειται για ένα αρχαιότατο λογοτεχνικό αριστούργημα.
Οι συγγραφικές τεχνικές που χρησιμοποιεί μοιάζουν τελείως σύγχρονες, η σκηνοθεσία του και το μοντάζ του είναι πάρα πολύ προσεγμένη, και θα μπορούσε εύκολα να το φανταστεί κανείς σε κινηματογραφική μορφή, αφού συνεχώς εκπέμπει εικόνες. Είναι ένα μνημειώδες έργο απαράμιλλο στην διηγηματική μορφή του, γεμάτο από μυστικιστικούς συμβολισμούς, με διαχρονικά μηνύματα για τον πόλεμο ενάντια στο Κακό, για την δύναμη της φιλίας, για την ιδιαιτερότητα, για την αναζήτηση της Γνώσης, για την μύηση, για τα μυστήρια του κόσμου, για την εξερεύνηση και την περιπέτεια και για την μαγεία.
ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ /Αυτός που τα Είδε Όλα.
Ήρθε η ώρα να φανερώσω στον κόσμο Αυτόν που τα Είδε Όλα (Sha nagba imuru), να διηγηθώ την ιστορία Εκείνου που τα Γνώρισε Όλα.
Είδε το Μεγάλο Μυστήριο, γνώρισε το Κρυμμένο: Απέκτησε τη γνώση όλων των εποχών πριν από τον Κατακλυσμό. Ταξίδεψε πέρα κι από το πιο μακρινό, ταξίδεψε πέρα από τα όρια του εαυτού του, κι έπειτα σκάλισε την ιστορία του στην πέτρα.
Αυτός ο μεγάλος ήρωας που απέκτησε κάθε Γνώση που μπορεί να αποκτήσει άνθρωπος, λεγόταν Γκιλγκαμές, κι ήταν αυτός που έχτισε τη θαυμαστή πόλη Ουρούκ. Κοιτάξτε το μεγαλείο αυτής της πόλης, τα θεόρατα τείχη της…
Κι εδώ, στη βάση κάτω από τις τεράστιες πύλες της, στα θεμέλια των τειχών της πόλης, μια πέτρα πολύτιμη (Lapis Lazuli) που πάνω της είναι σκαλισμένη η διήγηση των περιπετειών του Γκιλγκαμές, η ιστορία που θα σας διηγηθώ.
Το μεγαλύτερο μέρος του Γκιλγκαμές φτιάχτηκε στον ουρανό και το μικρότερο κάπου στην Γη. Αυτή-Που-Πρέπει-Να-Την-Υπακούμε δημιούργησε το σώμα του και τον εαυτό του, και τον προίκισε με όλα τα χαρίσματα του.
Ο θρύλος στοιχειώνει τον άνθρωπο που επισκέπτεται την Κόλαση, που ζει για να διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία μου επακριβώς. Έτσι, σαν ένας σοφός, σαν ένας κατεργάρης ή σαν ένας άγιος άνθρωπος, ο Γκιλγκαμές ήταν ένας ήρωας που ήξερε μυστικά, που είδε απαγορευμένους τόπους, που μπορούσε ακόμη και να μιλήσει για τον καιρό πριν τον Κατακλυσμό, γιατί έζησε πάρα πολλά χρόνια, έμαθε πάρα πολλά, και διηγήθηκε τη ζωή του σ’ εκείνους που πρώτοι σκάλισαν στον πηλό τα λόγια του που μοιάζανε μ’ αυτά των πουλιών.
Αυτός διέταξε να χτιστούν τα τείχη της Ουρούκ και της Εάνα, της άγιας πατρίδας μας, τείχη που ακόμη μπορείς να δεις και να θαυμάσεις, τείχη που πάνω τους θρηνούν οι φοβερές πολεμίστρες νεκρών πολεμιστών. Πήγαινε σ’ αυτά τα τείχη, και άγγιξε την ακίνητη παρουσία τους με δάχτυλα ευγενικά, δες τα για να βρεις τον εαυτό σου. Κανείς ποτέ δεν έχτισε τέτοια θαυμαστά τείχη.
Σκαρφάλωσε στον πύργο της Ουρούκ και βάδισε στην κορυφή του μια νύχτα με άνεμο, κάτω απ’ τ’ αστέρια. Κοίτα. Άγγιξε. Γεύσου. Νιώσε. Ποια δύναμη δημιούργησε ένα τέτοιο όγκο; Άνοιξε το ειδικό κουτί που ‘ναι κρυμμένο στο τείχος, και διάβασε φωναχτά την ιστορία της ζωής του Γκιλγκαμές.
Ο Γκιλγκαμές που είναι μισός άνθρωπος και μισός θεός, είναι ο μεγαλύτερος βασιλιάς του κόσμου και ο πιο ισχυρός υπεράνθρωπος που υπήρξε ποτέ. Αλλά είναι νεαρός κι η σοφία δεν κατοικεί ακόμη μέσα του, καταπιέζει το λαό του με αγριότητα. Κι οι άνθρωποι κάλεσαν τον θεό του ουρανού, τον Ανού, τον προστάτη της πόλης, ζητώντας του βοήθεια.
Και πρόσταξε ο Ανού τη Νινσούν να φτιάξει έναν αγριάνθρωπο, κι έφτιαξε αυτή τον Ενκιντού, εκεί έξω από την πόλη, στα σκοτεινά και πυκνά άγρια δάση που κυκλώνουν τη γη του Γκιλγκαμές… Κι αυτός ο άγριος Ενκιντού, έχει τη δύναμη μιας ντουζίνας άγριων ζώων, κι είναι ο υπάνθρωπος αντίπαλος του υπεράνθρωπου Γκιλγκαμές.
Ο γιος ενός κυνηγού ήταν αυτός που ανακάλυψε τι συνέβαινε, γιατί είχε πάει στο δάσος να δει τις παγίδες που είχε στήσει ο πατέρας του, όταν είδε τον Ενκιντού να τρέχει γυμνός μαζί με τ’ άγρια ζώα μέσα στις φυλλωσιές. Κι ήταν ο κυνηγός πατέρας του που τον συμβούλεψε να πάρει μια από τις πόρνες του ναού, την όμορφη Σαμχάτ, και να την πάει στο δάσος, κι όταν αυτή θα δει τον Ενκιντού να του δοθεί, να τον ευχαριστήσει. Κι αν αυτός πέσει στην παγίδα αυτήν, θα χάσει όλη του τη δύναμη και την αγριότητα.
Κι ήταν η όμορφη Σαμχάτ που πήγε στο δάσος και συνάντησε τον Ενκιντού στη μεγάλη νερολακούβα, εκεί που έπιναν νερό όλα τα ζώα, κι εκεί του δόθηκε, κι εκεί ήταν που έπεσε αυτός στην παγίδα της γυναίκας, κι αμέσως έχασε όλη του τη δύναμη και την αγριότητα, αλλά κέρδισε κατανόηση και γνώση. Κι ήταν τότε που αυτός άρχισε να κλαίει με λυγμούς γι’ αυτά που έχασε, όταν η πόρνη τού είπε πως θα τον πάρει μαζί της στη μεγάλη πόλη, εκεί που όλα τα θαύματα λάμπουν, και του υποσχέθηκε να τον παρουσιάσει στον μεγάλο Γκιλγκαμές, τον μόνο άνθρωπο που είναι άξιος για τη φιλία του Ενκιντού.
Και τότε ήταν που ο Γκιλγκαμές είδε στον ύπνο του δύο όνειρα παράξενα. Στο πρώτο απ’ αυτά τα όνειρα που ήρθαν στον Γκιλγκαμές, μια τεράστια πέτρα έπεσε σαν άστρο από τον ουρανό, κι ο Γκιλγκαμές δεν μπορούσε ούτε να τη σηκώσει ούτε να τη γυρίσει. Κι οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από την πέτρα και γιόρταζαν, κι ο Γκιλγκαμές την αγκάλιασε όπως θ’ αγκάλιαζε μια γυναίκα.
Αλλά η μητέρα του, η θεά Ριμάτ-Νινσούν, εμφανίστηκε και του είπε πως έπρεπε να συναγωνιστεί τον μετεωρίτη.
Στο άλλο όνειρο, ένα παράξενο τσεκούρι έπεσε στο κατώφλι της πόρτας του Γκιλγκαμές, κι αυτός δεν μπορούσε ούτε να το σηκώσει ούτε να το κουνήσει… Κι οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από το τσεκούρι και γιόρταζαν, κι ο Γκιλγκαμές το αγκάλιασε όπως θ’ αγκάλιαζε μια γυναίκα. Αλλά η θεά μητέρα του εμφανίστηκε και πάλι, λέγοντάς του πως έπρεπε να συναγωνιστεί το τσεκούρι…
Και τότε ο Γκιλγκαμές πήγε να βρει τη μητέρα του για να του ερμηνεύσει τούτα τα όνειρα. Κι εκείνη του είπε ότι ένας άνδρας με μεγάλη δύναμη θα έρθει στην Ουρούκ, κι ο Γκιλγκαμές θα τον αγκαλιάσει όπως θ’ αγκάλιαζε μια γυναίκα, κι αυτός ο άνδρας θα βοηθήσει τον Γκιλγκαμές να κατορθώσει μεγάλους άθλους.
Ο Ενκιντού κι ο Γκιλγκαμές, φίλοι καρδιακοί κι αδέλφια σε όλα, καθόντουσαν ώρες μαζί και μιλούσαν, εκεί στον ναό της Νινσούν, συζητούσαν για σχέδια πολλά και σχεδίαζαν το μέλλον τους μαζί. Κάποτε, πληροφορημένος από φόβους για μια μελλοντική θλίψη, ο Ενκιντού άρχισε να κλαίει, και να προειδοποιεί τον φίλο του για κάποιον επερχόμενο τρόμο.
Είπε: «Αν φύγουμε πέρα από εδώ, στο Άγνωστο, εκεί που ζει ο Χουμπάμπα ο τρομερός, τότε θα γίνει μια απαίσια μάχη, σ’ ένα μέρος που κανείς δεν το αποκαλεί πατρίδα του, όπου κανείς δεν θέλει να μείνει για πολύ, κανείς δεν θέλει να κοιμηθεί εκεί, κανείς δεν θέλει να ξεκουραστεί εκεί για να ανακτήσει τις δυνάμεις του για να φτάσει στα δάση»
Η Μεγάλη Θεά ανασηκώθηκε από μέσα, και φόρεσε τον μανδύα της καλύπτοντας τη θεϊκή της γύμνια, πλέκοντας τις μπούκλες της στο θαυμαστό της στέμμα, και κατέβηκε από τον βωμό. Στάθηκε εκεί, ανάβοντας με μια ματιά τα θυμιάματα, σπέρνοντας παντού το άρωμά της, ετοιμάζοντας τις ιερές κούπες που κρατούν τα πολύτιμα υγρά που θα χυθούν στ’ όνομά της. Κι έπειτα η Νινσούν ρώτησε τον Σαμάς, τον μεγάλο Θεό: «Γιατί; Γιατί καλείς τον μοναχογιό μου μακριά; Γιατί ταράζεις τον νου του με τέτοιο τρόμο; Διότι τώρα τον προσκαλείς να ξεκινήσει ένα προσκύνημα που τελειώνει εκεί που ζει ο Χουμπάμπα, εκεί που αυτός καθοδηγεί μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ, σ’ ένα ξένο, μοναχικό δρόμο, πέρα μακριά στο Άγνωστο, μέσα στα σκοτεινά και υγρά δάση, όπου ένας άντρας σαν κι αυτόν ίσως μπορέσει να σκοτώσει ένα θεό σαν τον Χουμπάμπα, αλλιώς θα σκοτωθεί για να διαλύσει τον πόνο, τον πόνο στον οποίο εσύ, ω Σαμάς, εναντιώνεσαι»
Πέρα μακριά, ο Χουμπάμπα σαλεύει μέσα στο σκοτεινό δάσος, κι από εκεί σπέρνει το φόβο στις καρδιές των ανθρώπων.
Κι όταν ο Ενκιντού μίλησε πάλι στον Γκιλγκαμές, είπε αυτά τα λόγια προειδοποίησης: «Γνωρίζω τη φήμη αυτού του τέρατος εδώ και πολύ καιρό. Η φωτιά κι ο θάνατος πλέκονται στην ανάσα του, κι εγώ τώρα δεν επιθυμώ να προκαλέσω έναν τέτοιον δαίμονα»
Μα ο Γκιλγκαμές τού απάντησε: «Όλη η δόξα του κόσμου θα είναι δική μας, αν καταφέρουμε να νικήσουμε τον ανίκητο εχθρό, διακινδυνεύοντας με όλα αυτά που όλους τους άλλους τρομοκρατούν»
Κι είπε ο Ενκιντού με λόγια λιτά: «Και πώς θα πάμε σε δάση που φρουρούνται με τόση αγριότητα;»
Ο Ενλίλ ήταν αυτός που έστειλε τον Χουμπάμπα εκεί, για να τρομάζει και να διώχνει τους εισβολείς και τους απρόσκλητους επισκέπτες με τα άγρια και τρομερά ουρλιαχτά του. Ο μεγάλος Γκιλγκαμές το θυμόταν αυτό, όταν μίλησε με λόγια σαν αυτά στον Ενκιντού: «Μονάχα οι θεοί ζούνε για πάντα μαζί με τον Σαμάς, φίλε μου καρδιακέ, γιατί ακόμη και οι μακρύτερες ημέρες μας είναι αριθμημένες. Γιατί ν’ ανησυχείς αν θα γίνεις σαν σκόνη στον άνεμο; Στάσου στα πόδια σου απέναντι σ’ αυτή τη μεγάλη απειλή. Μη φοβάσαι! Ακόμη κι αν είναι γραφτό να αποτύχουμε και να πέσουμε στη μάχη, όλες οι μελλοντικές γενεές θα λένε ότι εμείς ήμασταν αυτοί που έφτασαν εκεί.»
Διέταξαν να κατασκευαστούν ειδικά όπλα για την επίθεσή τους εναντίον του Χουμπάμπα, ξίφη, τσεκούρια θαυμαστά, και σέλες πολεμικές ετοιμάστηκαν, κι όλος ο πληθυσμός της Ουρούκ μαζεύτηκε να τους αποχαιρετήσει. Η φήμη του τρομερού τέρατος έκανε τους ευγενείς ανθρώπους της Ουρούκ να φοβούνται για την τύχη του μεγάλου τους βασιλιά. Οι γεροντότεροι ήρθαν στον βασιλιά και μίλησαν μ’ αυτά τα λόγια: «Να φοβάσαι τη δύναμη που ελέγχεις, θερμοκέφαλο παιδί ήσουνα πάντοτε, σιγουρέψου ότι βλέπεις καλά που στέλνεις την κάθε σου βολή στη μάχη. Η εμπροσθοφυλακή προστατεύει. Οι φίλοι σώζουν τους φίλους. Άφησε τον Ενκιντού να οδηγεί το δρόμο μέσα από δάση που μόνο αυτός γνωρίζει τόσο καλά. Ξέρει πως να πολεμά μέσα στο δάσος, ξέρει πως να επιλέγει τους τόπους συμπλοκής… Ο Ενκιντού θα φρουρεί τον βασιλιά μας. Ας μας τον φέρει πίσω ασφαλή.»
…Κι έπειτα ο Ενκιντού είπε στον βασιλιά του: «Η ώρα είναι κατάλληλη για μας να ξεκινήσουμε. Ακολούθησέ με, κύριε, στον άγριο δρόμο που στο τέλος του ένας άξιος αντίπαλος, το τρομερό τέρας Χουμπάμπα, περιμένει την πρόκλησή σου μέσα στα σκοτεινά δάση που φρουρεί. Μη φοβηθείς τίποτε. Στηρίξου πάνω μου για οτιδήποτε σε βαραίνει, κι άφησε με να είμαι ο προσεκτικός σου οδηγός σ’ αυτήν την παράτολμη περιπέτεια.»
Έπειτα από δέκα μίλια πορείας, σταμάτησαν για να φάνε, κι έπειτα από τριάντα μίλια, σταμάτησαν για να ξεκουραστούν, κι έπειτα διένυσαν άλλα σαράντα μίλια εκείνη την ημέρα.
Μέσα σε τρεις ημέρες διένυσαν μια απόσταση που άλλοι θα χρειάζονταν δυο μήνες για να την ταξιδέψουν. Έβρισκαν δρόμο εκεί που δεν φαινόταν να υπάρχει δρόμος, έσκαβαν για νερό εκεί που δεν φαινόταν πουθενά νερό, στην έρημο που βρήκανε στον δρόμο τους προς τον Χουμπάμπα. Βαδίζανε μπροστά, όλο και πιο μακριά, ο Γκιλγκαμές κι ο Ενκιντού, και ήξεραν και οι δυο τους τον κίνδυνο που παραμόνευε στον προορισμό τους.
Καθώς σκαρφάλωναν στον τελευταίο λόφο, είδαν ένα φρουρό που είχε στήσει ο Χουμπάμπα, άγριο και απειλητικό σαν γιγάντιο μαντρόσκυλο. Κι ο Γκιλγκαμές πλησίασε πρώτος.
Ο Γκιλγκαμές άκουσε τις φωνές του Ενκιντού που έκραζε στο σύντροφό του: «Θυμήσου τις υποσχέσεις που δώσαμε στην πόλη που ζούσαμε. Θυμήσου το κουράγιο και τη δύναμη που ορκιστήκαμε να δώσουμε σ’ αυτήν την αποστολή. Θυμήσου ότι δεν φοβόμαστε τίποτε, αφού οι μέρες μας είναι αριθμημένες κι αφού θα γίνουμε σκόνη στον άνεμο»
Τα λόγια αυτά διέλυσαν τον φόβο που ένιωθε μεσ’ στην καρδιά του, κι ο Γκιλγκαμές τού φώναξε: «Γρήγορα! Πιάσε τον φρουρό και μην τον αφήνεις να σου φύγει. Αγωνίσου χωρίς κανένα φόβο, άρπαξέ τον και μην τον αφήνεις. Ο εχθρός μας, ο Χουμπάμπα, έχει στήσει επτά ομοειδείς του, αλλά εμφάνισε μόνο τον ένα μέχρι τώρα. Έτσι, έξι επίπεδα δύναμης έχει ακόμη αχρησιμοποίητα» Κι ο φρουρός του τόπου εκείνου, σαν ένα τρελό κτήνος λυσσασμένος, ούρλιαζε με δύναμη μεγάλη, καθώς οι δύο φίλοι φώναζαν ο ένας στον άλλον με τι έμοιαζε ο εχθρός τους.
Πληγωμένος από τη μάχη με τον φρουρό που σκότωσαν, ο Ενκιντού λέει τα λόγια αυτά: «Έχασα όλη τη δύναμη αυτού του χεριού, που τσακίστηκε όταν η πύλη έκλεισε απότομα. Τι να κάνω τώρα;»
Έπειτα μίλησε ο Γκιλγκαμές: «Αδελφέ μου, όπως θα έκανε ένας άνδρας με τα δάκρυά του, υπερβαίνεις όλα τα άλλα που έτυχαν εναντίον μας, γιατί μπορείς να κλαις και να σκοτώνεις με ίση δύναμη. Κράτα το χέρι μου στο δικό σου, και δεν θα φοβηθούμε αυτό που χέρια σαν τα δικά μας μπορούν να κάνουν. Ένωσε τη φωνή σου με τη δική μου, ας γίνουν οι ιαχές μας μία, θα υψωθούμε μαζί στον θάνατο ή στην αγάπη, θα διηγηθούμε με τραγούδια αυτά που θα κάνουμε. Η κραυγή μας θα εξακοντιστεί μακριά, κι έτσι αυτή η νέα αδυναμία, η τρομερή αμφιβολία, αυτή η αδυναμία που φυλακίζει τους ανθρώπους, θα περάσει και θα φύγει. Κράτα, αδελφέ μου, κι ας σκαρφαλώσουμε σαν να είμαστε ένας»
Η υπόθεση του έπους
Το έπος έχει ως κεντρικό ήρωα τον βασιλιά Γκίλγκαμες, αν και στο μεγαλύτερο μέρος του έργου ταξιδεύει και πολεμά μαζί με τον Ενκιντού, έναν αγριάνθρωπο που εξημερώνεται και γίνεται φίλος του βασιλιά. Στην αρχή τα δυο πρόσωπα παρουσιάζονται χωριστά. Το πρώτο επεισόδιο αφορά τον Ενκιντού που ζει μαζί με τα άγρια ζώα στο δάσος και αποφεύγει τους ανθρώπους ενώ το σώμα του είναι καλυμμένο με τρίχες. Επειδή οι άνθρωποι νιώθουν να απειλούνται από την παρουσία του, στέλνουν μια πόρνη να τον αποπλανήσει. Λόγω του ότι έχει συναναστραφεί με ανθρώπινο ον, τα ζώα δεν τον δέχονται πια στο δάσος και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στους ανθρώπους. Η εξημέρωση του Ενκιντού παραπέμπει σαφώς στην κατάκτηση της φύσης από τον άνθρωπο ενώ αυτή η διάσταση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος διατρέχει όλο το έργο.
Από την άλλη έχουμε τον Γκίλγκαμες που είναι μισός Θεός, ένας βασιλιάς με “παρεκκλίνουσα” συμπεριφορά. Απαγάγει και βιάζει τις γυναίκες της Ουρούκ την νύχτα του γάμου τους, υπερφορολογεί τους κατοίκους και εξαναγκάζει τους νέους άνδρες να χτίσουν ένα μεγάλο τείχος γύρω από την πόλη. Επειδή ο βασιλιάς ήταν και Θεός, οι αντιδράσεις του λαού απέναντι στην προβληματική συμπεριφορά του ήταν πολύ ήπιες.
Οι δυο ήρωες συναντιούνται σε ένα σημείο της ιστορίας για να αναμετρηθούν αλλά από αντίπαλοι και εχθροί καταλήγουν φίλοι. Από εκεί και μετά αντιμετωπίζουν μαζί τους κινδύνους μέχρι τον θάνατο του Ενκιντού. Οι Θεοί αποφασίζουν να τιμωρήσουν τον Ενκιντού για τον θάνατο του Ταύρου των Ουρανών. Έτσι, εκείνος αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ο Γκίλγκαμες θρηνεί για το χαμό του φίλου του μένοντας επτά μέρες και επτά νύχτες πάνω από το νεκρό του σώμα.
Ο Μεγάλος Κατακλυσμός.
Μετά τον θάνατο του Ενκιντού ο Γκίλγαμες ταξιδεύει μέσα από επικίνδυνα μονοπάτια για να συναντήσει τον Ουτναπιστίμ και την γυναίκα του, τους μόνους ανθρώπους που γλίτωσαν από το Μεγάλο Κατακλυσμό και τους δόθηκε η αθανασία από τους Θεούς. Ο Γκίλγκαμες προσπαθεί αλλά αποτυγχάνει να κερδίσει την αθανασία του και επιστρέφει στην Ουρούκ συνειδητοποιώντας πως οι άνθρωποι αποκτούν την αθανασία μόνο με τον πολιτισμό και με τα δημιουργήματα τους.
Ένα βασικό επεισόδιο του έπους, λοιπόν, είναι ο Κατακλυσμός. Πρόκειται άλλωστε για το πρώτο τμήμα που μεταφράστηκε το 1876 από τις πλάκες με την σφηνοειδή γραφή καθώς ήταν η πιο γνωστή ιστορία αφού την ήξεραν οι άνθρωποι. Στο έπος του Γκίλγκαμες υπάρχει μια αρχαιότερη εκδοχή της. Η αιτία του Κατακλυσμού είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι αναπαράγονται πολύ γρήγορα, κάνουν φασαρία και δεν αφήνουν τους Θεούς να ησυχάσουν. Γι’ αυτό και εκείνοι στέλνουν την πλημμύρα. Στο έπος του Γκίλγκαμες δεν είναι ηθικό το ζήτημα αλλά οικολογικό δηλαδή υπερπληθυσμός και ηχορύπανση.
Η ιστορία του Κατακλυσμού ανάγει το έπος του Γκίλγκαμες σε ιστορία της ανθρωπότητας. Φαίνεται σαν να αποτελεί ο Κατακλυσμός το μεταίχμιο ανάμεσα σε μια προηγούμενη μυθική περίοδο ζωής των ανθρώπων όπου τα πάντα ήταν πιθανά ακόμη και να γίνει κανείς αθάνατος ή να κοιμηθεί με μια Θεά και την σημερινή ανθρώπινη ζωή. Όταν ο Γκίλγκαμες επισκεφτεί τον Ουτναπιστίμ, ο κόσμος της ιστορίας συναντά τον κόσμο του μύθου.
Οι Θεοί και στο έπος του Γκίλγκαμες, όπως και στον Όμηρο, αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπους, αγαπούν, θυμώνουν, ζηλεύουν, ερωτεύεται ο ένας τον άλλο, αποπλανεί ο ένας τον άλλο, εξαπατά ή απειλεί. Όμως ο κόσμος των Θεών διαχωρίζεται με σαφήνεια από τον κόσμο των ανθρώπων. Τα όνειρα βοηθούν τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν με τους Θεούς, να ερμηνεύσουν τα σημάδια τους, μια έννοια που είναι άγνωστη στην σημερινή εποχή με την επικράτηση της λαίλαπας του χριστιανισμού.
Ο Γκίλγκαμες δεν υποκύπτει στην γοητεία της Θεάς Ιστάρ-Ινάννα, κόρης του Θεού Άνου. Η Θεά ζητάει από τον πατέρα της να στείλει τον Ταύρο του Ουρανού για εκδίκηση, τον οποίο και καταφέρνουν να σκοτώσουν ο Γκίλγκαμες κι ο Ενκιντού. Όμως αργότερα οι Θεοί τιμωρούν με θάνατο τον Ενκιντού γι’ αυτή του την πράξη και βυθίζουν στο πένθος τον Γκίλγκαμες. Χαρακτηριστική είναι η αλαζονεία του βασιλιά απέναντι στον έρωτα της Θεάς, η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι και ο ίδιος είναι κατά τα δυο τρίτα Θεός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου