Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.169–173

Ο πανικός μετά την είδηση κατάληψης της Ελάτειας

Παραθέτοντας τεκμήρια, ο Δημοσθένης προσπάθησε να καταδείξει την προσπάθεια του Φιλίππου να εξασφαλίσει ότι Θηβαίοι και Αθηναίοι δεν θα συμμαχούσαν εναντίον του. Τελικά, ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε τη φωκική πόλη Ελάτεια (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 339 π.Χ.), με στόχο να πλήξει το ηθικό των αντιπάλων του.


[169] Ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ἧκε δ’ ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυ-
τάνεις ὡς Ἐλάτεια κατείληπται. καὶ μετὰ ταῦθ’ οἱ μὲν
εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ’ ἐκ τῶν
σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ’ ἐνε-
πίμπρασαν, οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν
σαλπικτὴν ἐκάλουν· καὶ θορύβου πλήρης ἦν ἡ πόλις. τῇ
δ’ ὑστεραίᾳ, ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, οἱ μὲν πρυτάνεις τὴν βουλὴν
ἐκάλουν εἰς τὸ βουλευτήριον, ὑμεῖς δ’ εἰς τὴν ἐκκλησίαν
ἐπορεύεσθε, καὶ πρὶν ἐκείνην χρηματίσαι καὶ προβουλεῦσαι
πᾶς ὁ δῆμος ἄνω καθῆτο. [170] καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἦλθεν ἡ
βουλὴ καὶ ἀπήγγειλαν οἱ πρυτάνεις τὰ προσηγγελμέν’ ἑαυ-
τοῖς καὶ τὸν ἥκοντα παρήγαγον κἀκεῖνος εἶπεν, ἠρώτα μὲν
ὁ κῆρυξ «τίς ἀγορεύειν βούλεται;» παρῄει δ’ οὐδείς. πολ-
λάκις δὲ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίστατ’
οὐδείς, ἁπάντων μὲν τῶν στρατηγῶν παρόντων, ἁπάντων
δὲ τῶν ῥητόρων, καλούσης δὲ [τῆς κοινῆς] τῆς πατρίδος
[φωνῆς] τὸν ἐροῦνθ’ ὑπὲρ σωτηρίας· ἣν γὰρ ὁ κῆρυξ κατὰ
τοὺς νόμους φωνὴν ἀφίησι, ταύτην κοινὴν τῆς πατρίδος
δίκαιον ἡγεῖσθαι. [171] καίτοι εἰ μὲν τοὺς σωθῆναι τὴν πόλιν
βουλομένους παρελθεῖν ἔδει, πάντες ἂν ὑμεῖς καὶ οἱ ἄλλοι
Ἀθηναῖοι ἀναστάντες ἐπὶ τὸ βῆμ’ ἐβαδίζετε· πάντες γὰρ
οἶδ’ ὅτι σωθῆναι αὐτὴν ἐβούλεσθε· εἰ δὲ τοὺς πλουσιω-
τάτους, οἱ τριακόσιοι· εἰ δὲ τοὺς ἀμφότερα ταῦτα, καὶ
εὔνους τῇ πόλει καὶ πλουσίους, οἱ μετὰ ταῦτα τὰς μεγάλας
ἐπιδόσεις ἐπιδόντες· καὶ γὰρ εὐνοίᾳ καὶ πλούτῳ τοῦτ’
ἐποίησαν. [172] ἀλλ’, ὡς ἔοικεν, ἐκεῖνος ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἡμέρα
’κείνη οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ’ ἐκάλει, ἀλλὰ καὶ
παρηκολουθηκότα τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ συλλελογι-
σμένον ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ταῦτ’ ἔπραττεν ὁ Φίλιππος καὶ
τί βουλόμενος· ὁ γὰρ μὴ ταῦτ’ εἰδὼς μηδ’ ἐξητακὼς πόρ-
ρωθεν, οὔτ’ εἰ εὔνους ἦν οὔτ’ εἰ πλούσιος, οὐδὲν μᾶλλον
ἔμελλ’ ὅ τι χρὴ ποιεῖν εἴσεσθαι οὐδ’ ὑμῖν ἕξειν συμβου-
λεύειν. [173] ἐφάνην τοίνυν οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγὼ καὶ
παρελθὼν εἶπον εἰς ὑμᾶς, ἅ μου δυοῖν εἵνεκ’ ἀκούσατε
προσσχόντες τὸν νοῦν, ἑνὸς μέν, ἵν’ εἰδῆθ’ ὅτι μόνος τῶν
λεγόντων καὶ πολιτευομένων ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν
ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων
ἐξηταζόμην τὰ δέονθ’ ὑπὲρ ὑμῶν ἐν αὐτοῖς τοῖς φοβεροῖς,
ἑτέρου δέ, ὅτι μικρὸν ἀναλώσαντες χρόνον πολλῷ πρὸς τὰ
λοιπὰ τῆς πάσης πολιτείας ἔσεσθ’ ἐμπειρότεροι.

***
[169] Ήταν ένα βράδυ, κάποιος ήλθε και ανήγγειλε εις τους πρυτάνεις, ότι κατελήφθη η Ελάτεια. Και μετά ταύτα, άλλοι εκ των πρυτάνεων, εγερθέντες αμέσως, εν ω ακόμη εδείπνουν, εξεδίωξαν τους πωλητάς από τας εν τη αγορά σκηνάς, και έθεσαν πυρ εις τα καλύμματα των σκηνών, εν ω άλλοι έστειλαν και έφερον τους στρατηγούς, και εκάλουν τους σαλπιγκτάς, και η πόλις ήτο πλήρης θορύβου. Την δε επομένην, μόλις εξημέρωσε, οι μεν πρυτάνεις προσεκάλουν την βουλήν εις το βουλευτήριον, σεις δε κατευθύνεσθε προς την συνέλευσιν, πριν δε ακόμη εκείνη συσκεφθή, και αποφασίση, όλος ο λαός είχε καταλάβη τας θέσεις του εκεί επάνω.

[170] Και μετά ταύτα, όταν εισήλθεν η βουλή, και οι πρυτάνεις ανεκοίνωσαν, όσα είχον προαναγγελθή εις αυτούς, και επαρουσίασαν τον αγγελιοφόρον, και εκείνος επανέλαβεν, ηρώτα μεν ο κήρυξ «τις αγορεύων βούλεται», ουδείς δε ενεφανίζετο να ομιλήση. Και εν ω ο κήρυξ πολλάκις ηρώτα, ούτε τότε εσηκώνετο κανείς, αν και ήσαν παρόντες μεν όλοι οι στρατηγοί, όλοι δε οι ρήτορες, και η φωνή της πατρίδος εκάλει εκείνον, ο οποίος θα ωμίλει διά την σωτηρίαν της· διότι την φωνήν την οποίαν αφίνει ο κήρυξ κατ' επιταγήν των νόμων, ταύτην, ορθόν είναι, να την ακούωμεν ως κοινήν της πατρίδος φωνήν.

[171] Και εν τούτοις, εάν έπρεπε να ανέλθουν εις το βήμα, οι θέλοντες να σωθή η πόλις, όλοι εσείς οι άλλοι Αθηναίοι, εγειρόμενοι, θα εβαδίζατε προς αυτό, διότι καλώς γνωρίζω, ότι όλοι ηθέλατε να σωθή αύτη. Εάν οι πλουσιώτεροι, οι τριακόσιοι, εάν δε οι έχοντες και τα δύο ταύτα, και φιλοπάτριδες και πλούσιοι, οι μετέπειτα δώσαντες τας μεγάλας χρηματικάς δωρεάς· διότι έπραξαν αυτό, από φιλοπατρίαν και πλούτον. [172] Αλλ', ως φαίνεται, ο καιρός εκείνος, και η ημέρα εκείνη, εκάλει άνδρα, όχι μόνον φιλόπατριν και πλούσιον, αλλά και έχοντα παρακολουθήσει εξ αρχής τα πράγματα, και έχοντα ορθώς αντιληφθή, ένεκα τίνος, και τι επιθυμών, έπραττε ταύτα ο Φίλιππος. Διότι ο μη γνωρίζων ταύτα, και ο μη εξετάσας αυτά από πολλού χρόνου, ούτε εάν ήτο φιλόπατρις, ούτε εάν ήτο πλούσιος, κατ' ουδέν περισσότερον επρόκειτο να γνωρίζη, τι πρέπει να κάμετε, ουδέ θα ηδύνατο να σας συμβουλεύση.

[173] Κατ' εκείνην λοιπόν την ημέραν, εγώ ενεφανίσθην τοιούτος ανήρ, και ανελθών εις το βήμα, είπον εις σας, όσα ακούσατε μετά προσοχής διά δύο λόγους, αφ' ενός μεν διά να μάθετε, ότι μόνος εγώ εκ των αγορευόντων και των πολιτευομένων δεν εγκατέλειψα, εν μέσω των δεινών, τας τάξεις της φιλοπατρίας, αλλά ανεδεικνυόμην, και λέγων, και προτείνων τα πρέποντα υπέρ υμών, κατ' αυτά τα φοβερά γεγονότα, αφ' ετέρου δε, διότι δαπανώντες ολίγον χρόνον, θα είσθε εις το μέλλον πολύ εμπειρότεροι εις τα της γενικής πολιτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου