Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (9.1-9.81)

Ραψωδία ι' Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας


Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἦ τοι μὲν τόδε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ᾽ οἷος ὅδ᾽ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
5 οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι
ἢ ὅτ᾽ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κάτα δῆμον ἅπαντα,
δαιτυμόνες δ᾽ ἀνὰ δώματ᾽ ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ
ἥμενοι ἑξείης, παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι
σίτου καὶ κρειῶν, μέθυ δ᾽ ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων
10 οἰνοχόος φορέῃσι καὶ ἐγχείῃ δεπάεσσι·
τοῦτό τί μοι κάλλιστον ἐνὶ φρεσὶν εἴδεται εἶναι.
σοὶ δ᾽ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα
εἴρεσθ᾽, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω·
τί πρῶτόν τοι ἔπειτα, τί δ᾽ ὑστάτιον καταλέξω;
15 κήδε᾽ ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ οὐρανίωνες.
νῦν δ᾽ ὄνομα πρῶτον μυθήσομαι, ὄφρα καὶ ὑμεῖς
εἴδετ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἂν ἔπειτα φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ
ὑμῖν ξεῖνος ἔω καὶ ἀπόπροθι δώματα ναίων.
εἴμ᾽ Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης, ὃς πᾶσι δόλοισιν
20 ἀνθρώποισι μέλω, καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει.
ναιετάω δ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ᾽ ὄρος αὐτῇ,
Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές· ἀμφὶ δὲ νῆσοι
πολλαὶ ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσι,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος.
25 αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ πανυπερτάτη εἰν ἁλὶ κεῖται
πρὸς ζόφον, αἱ δέ τ᾽ ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
τρηχεῖ᾽, ἀλλ᾽ ἀγαθὴ κουροτρόφος· οὔ τοι ἐγώ γε
ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι.
ἦ μέν μ᾽ αὐτόθ᾽ ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,
30 ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι·
ὣς δ᾽ αὔτως Κίρκη κατερήτυεν ἐν μεγάροισιν
Αἰαίη δολόεσσα, λιλαιομένη πόσιν εἶναι·
ἀλλ᾽ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων
35 γίγνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον
γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων.
εἰ δ᾽ ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ᾽ ἐνίσπω,
ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκεν ἀπὸ Τροίηθεν ἰόντι.
Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν,
40 Ἰσμάρῳ· ἔνθα δ᾽ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ᾽ αὐτούς·
ἐκ πόλιος δ᾽ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες
δασσάμεθ᾽, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο.
45 ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δὲ μῆλα
ἔσφαζον παρὰ θῖνα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν,
οἵ σφιν γείτονες ἦσαν ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους,
ἤπειρον ναίοντες, ἐπιστάμενοι μὲν ἀφ᾽ ἵππων
50 ἀνδράσι μάρνασθαι καὶ ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα.
ἦλθον ἔπειθ᾽ ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ,
ἠέριοι· τότε δή ῥα κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη
ἡμῖν αἰνομόροισιν, ἵν᾽ ἄλγεα πολλὰ πάθοιμεν.
στησάμενοι δ᾽ ἐμάχοντο μάχην παρὰ νηυσὶ θοῇσι,
55 βάλλον δ᾽ ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
τόφρα δ᾽ ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας·
ἦμος δ᾽ ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε,
καὶ τότε δὴ Κίκονες κλῖναν δαμάσαντες Ἀχαιούς.
60 ἓξ δ᾽ ἀφ᾽ ἑκάστης νηὸς ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι
ὤλονθ᾽· οἱ δ᾽ ἄλλοι φύγομεν θάνατόν τε μόρον τε.
Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.
οὐδ᾽ ἄρα μοι προτέρω νῆες κίον ἀμφιέλισσαι,
65 πρίν τινα τῶν δειλῶν ἑτάρων τρὶς ἕκαστον ἀῧσαι,
οἳ θάνον ἐν πεδίῳ Κικόνων ὕπο δῃωθέντες.
νηυσὶ δ᾽ ἐπῶρσ᾽ ἄνεμον Βορέην νεφεληγερέτα Ζεὺς
λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ.
70 αἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἐφέροντ᾽ ἐπικάρσιαι, ἱστία δέ σφιν
τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διέσχισεν ἲς ἀνέμοιο.
καὶ τὰ μὲν ἐς νῆας κάθεμεν, δείσαντες ὄλεθρον,
αὐτὰς δ᾽ ἐσσυμένως προερέσσαμεν ἤπειρόνδε.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα συννεχὲς αἰεὶ
75 κείμεθ᾽, ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ ἠώς,
ἱστοὺς στησάμενοι ἀνά θ᾽ ἱστία λεύκ᾽ ἐρύσαντες
ἥμεθα· τὰς δ᾽ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾽ ἴθυνον.
καί νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν,
80 ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν
καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.

***
Γυρνώντας τότε του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν᾽ ακούς έναν καλό αοιδό,
όπως αυτός εδώ, με θεία θα ᾽λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ᾽ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ᾽ ευφροσύνη: στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ᾽ τον κρατήρα
10 το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει.
Εσένα όμως η ψυχή σου ορμήθηκε να μάθεις τις βαριές μου
συμφορές, για να με κάνεις πιο πολύ να οδύρομαι και να στενάζω.
Τι πρώτο αλήθεια να σου πω, τι τελευταίο ν᾽ αφήσω,
εμένα που με βάρυναν με τόσα βάσανα οι επουράνιοι θεοί;
Τώρα θα ομολογήσω πρώτο το όνομά μου, να το κατέχετε
κι εσείς, κι εγώ στο μέλλον, όταν και αν τη μοίρα μου
ξεφύγω, να μείνω φίλος σας, κι ας κατοικώ
τόσο μακριά στο αρχοντικό μου.
Είμαι λοιπόν ο Οδυσσεύς, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν
20 για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό.
Πατρίδα μου η Ιθάκη, που τη γνωρίζεις εύκολα· στη μέση της
υψώνεται βουνό, το Νήριτο περήφανο, ο άνεμος κλονίζει
τα φυλλώματά του. Τριγύρω κατοικούνται κι άλλα
πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο,
Δουλίχιο και Σάμη, η δασωμένη Ζάκυνθος.
Αν είναι χαμηλή η Ιθάκη, βρίσκεται όμως πιο ψηλά
στην αλμυρή τη θάλασσα και προς τη δύση· τα άλλα νησιά,
μακραίνοντας, κοιτούν τον ήλιο στο ξημέρωμα.
Τραχιά, κι όμως καλή, τρέφει τα παλληκάρια της λαμπρά —
εγώ δεν ξέρω να ᾽χω δει κάτι γλυκύτερο απ᾽ τη γη της.
Αλλά με κράτησε μακριά η Καλυψώ στις θολωτές σπηλιές της,
30 θεά δαιμονική, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει·
όπως μ᾽ εμπόδισε κι η Κίρκη, μες στο δικό της το παλάτι
δολερή, εκεί στην Αία, από τον πόθο ταίρι της να με κάνει.
Κι όμως δεν μπόρεσε το φρόνημά μου να λυγίσει μες στα στήθη·
τίποτε άλλο πιο γλυκό από πατρίδα και γονιούς,
έστω κι αν κάποιος κατοικεί σε τόσο πλούσιο σπίτι
αλλά σε τόπο ξένο, απόμακρο, απ᾽ τους δικούς του χωρισμένος.
Ήλθε ο καιρός ωστόσο τον πολυδάκρυτό μου νόστο να ιστορήσω,
όπως ο Ζευς τον όρισε, όταν ξεκίνησα να φύγω από την Τροία.
Από το Ίλιο μας συνεπήρε ο άνεμος, μας έφερε στους Κίκονες,
40 εκεί στον Ίσμαρο. Όπου την πόλη τους εγώ την πόρθησα,
τους ίδιους τους αφάνισα. Κι από την πόλη αρπάξαμε γυναίκες
και πολλά αγαθά, δίκαια τα μοιράσαμε, που φεύγοντας κανείς
να μην αδικηθεί στη μοιρασιά.
Κι αμέσως βήμα γρήγορο να ξεκινήσουμε εγώ προστάζω,
εκείνοι όμως οι μωροί δεν άκουσαν την προσταγή μου.
Ξέμειναν και το ρίχνουν στο πολύ πιοτό, σφάζουν
τα πρόβατα κοπαδιαστά και βόδια στο ακρογιάλι,
με τα στριφτά τους κέρατα και τα λοξά τους βήματα.
Τότε σκορπούν οι Κίκονες, φωνάζοντας τους άλλους Κίκονες,
που τους γειτόνευαν, τη μέσα χώρα κατοικώντας, κι ήσαν
και περισσότεροι και πιο αντρειωμένοι· ήξεραν πώς να πολεμούν
πάνω απ᾽ τις άμαξες τους αντιπάλους, κι αν η ανάγκη
50 το ᾽φερνε, και με πεζούς.
Έφτασαν αναρίθμητοι, όσα την άνοιξη τα φύλλα και τα λούλουδα,
μόλις που χάραζε. Κι έπεσε τότε πάνω μας στους άμοιρους
κακιά η μοίρα του Διός, να ζήσουμε πόνους και πάθη.
Πήραν αυτοί τη θέση τους και στήνουν μάχη πλάι στα γρήγορα
καράβια μας, ρίχνοντας αλλεπάλληλα τα χάλκινα κοντάρια τους.
Κι όσο βαστούσε ακόμη το πρωί, όσο μεγάλωνε η άγια μέρα,
τόσο κι εμείς αντιστεκόμαστε, κρατώντας τους εχθρούς μας
σε κάποια απόσταση, μόλο που ήσαν περισσότεροί μας.
Όταν ωστόσο πήρε ο ήλιος πια να γέρνει, την ώρα που οι γεωργοί
τα βόδια λύνουν, τότε μας κλόνισαν οι Κίκονες
και νίκησαν τους Αχαιούς.
60 Έτσι αφανίστηκαν στο κάθε μας καράβι έξι δικοί μας
οπλισμένοι· οι άλλοι μόλις που ξεφύγαμε τη μοίρα του θανάτου.
Πήραμε τότε ν᾽ ανοιχτούμε, με την ψυχή περίλυπη,
αν και χαρούμενοι που δεν μας βρήκε ο χάρος, χάνοντας όμως
τους καλούς συντρόφους. Γι᾽ αυτό δεν κίνησαν τα ευέλικτα
καράβια, προτού φωνάξουμε με το όνομά του τον καθένα
τρεις φορές, κείνους που χτυπημένοι από τους Κίκονες
έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Αλλά κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, σήκωσε τότε πίσω
απ᾽ τα καράβια μας κακό βοριά, ανεμοθύελλα φοβερή·
με νέφη σκέπασε αξεχώριστα στεριά και πέλαγος,
από τον ουρανό κατέβηκε σκοτάδι η νύχτα.
70 Πλεούμενα ακυβέρνητα, οι πλώρες να βουλιάζουν,
του ανέμου η δίνη σχίζοντας τα πανιά στα τρία, στα τέσσερα,
κι εμείς, από τον φόβο μην αφανιστούμε, να τα μαζεύουμε
μέσα στα πλοία. Ώσπου κωπηλατώντας με σπουδή
βγήκαμε τέλος στη στεριά.
Μείναμε εκεί δυο μέρες και δυο νύχτες συνεχώς
πεσμένοι, από τον κάματο κι από τον πόνο τσακισμένοι.
Όταν τρίτη ημέρα η ωραία Χαραυγή ξημέρωσε,
τα ξάρτια στήσαμε, σηκώσαμε λευκά πανιά, πήραμε θέση,
και τα καράβια τα οδηγούσαν τώρα ο άνεμος κι οι κυβερνήτες.
Και θα μπορούσα τότε να φτάσω ίσως αβλαβής και σώος
80στην πατρική μου γη, αλλά καθώς δοκίμαζα να παρακάμψω
τον Μαλέα, κύμα, το ρεύμα κι ο βοριάς με απώθησαν,
με πέταξαν πέρα απ᾽ τα Κύθηρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου