Στο μυθιστόρημα των Αθλίων – που ως το τέλος της δεκαετίας του 1950 διαβαζόταν και δεν έλειπε από καμία βιβλιοθήκη πνευματικού ανθρώπου, ενώ το επιστημονικό περιοδικό της εποχής Ήλιος το δημοσίευε σε συνέχειες – οι χαρακτήρες είναι θετικοί ή αρνητικοί με εξαίρεση, θα έλεγα, τον Ιαβέρη, μολονότι για τους αναγνώστες του βιβλίου κατατάσσεται και αυτός στα αρνητικά πρόσωπα. Και κατατάσσεται στα αρνητικά πρόσωπα, γιατί σε όλο το βιβλίο, αν και παρουσιάζεται ως άνθρωπος του υπηρεσιακού καθήκοντος, τηρεί πάντα το γράμμα του νόμου και όχι το πνεύμα. Και τέτοιοι άνθρωποι είναι και σήμερα πολλοί. Ο Ιαβέρης όμως δεν ήταν μόνο αυτό που φαίνεται σε όλο σχεδόν το βιβλίο. Υπάρχει μια άγνωστη πλευρά στον χαρακτήρα του που είναι τελείως απαρατήρητη για τον μέσο τουλάχιστον αναγνώστη. Ο επιθεωρητής Ιαβέρης, έτσι τον φαντάστηκε και τον ήθελε ο Ουγκώ, ήταν ακόμη κάτι, ήταν αυστηρός και μάλιστα πολύ αυστηρός με τον εαυτό του. Και σήμερα τέτοιοι άνθρωποι σπανίζουν, αν δεν έχουν εκλείψει κιόλας.
Όταν μετά από χρόνια εδέησε να συλλάβει τον Γιάννη Αγιάννη μες στην αντάρα της Επανάστασης του 1832, είδε με έκπληξη ότι ο Γιάννης Αγιάννης δεν ήταν μόνος. Είχε στη ράχη του έναν βαριά τραυματισμένο νέο άνθρωπο, ένα παιδί που μόλις είχε αφήσει την εφηβεία του, τον πολύ γνωστό σε όλους μας Marius Pontmercy.
Κάτι έσπασε τότε μέσα του, όταν είδε αυτόν τον κατάδικο, τον στιγματισμένο από την κοινωνία, που είχε πάει στη φυλακή για ένα καρβέλι ψωμί, να προσπαθεί να σώσει τη ζωή ενός νέου ανθρώπου. Στη συνείδησή του άρχισε να λειτουργεί ένα δικαστήριο και αυτός που δικαζόταν δεν ήταν πια ο Γιάννης Αγιάννης , αλλά ο ίδιος, ο Επιθεωρητής Ιαβέρης. Για να μεταφέρουν, ωστόσο, τον τραυματία στο σπίτι του, Ζιλνορμάν, οδός Καλογραιών 6, πήρανε άμαξα. Σαν έφτασαν στο σπίτι, ο αμαξάς ζήτησε, εκτός από τη μεταφορά των επιβατών, αποζημίωση γιατί το αίμα του τραυματία λέρωσε το βελούδο της άμαξας. «Τι θέλεις για τα κόμιστρα και τη ζημιά σου;» του είπε ο Ιαβέρης. «80 φράγκα» είπε ο αμαξάς. Τον πλήρωσε και τον έδιωξε. Τότε είπε στον Γιάννη Αγιάννη: «Πήγαινέ τον μέσα στο σπίτι και εγώ σε περιμένω εδώ έξω». Γύρισε και τον κοίταξε ο Γιάννης Αγιάννης γιατί αυτή η συμπεριφορά του Ιαβέρη ήταν ασυνήθιστη. Και πράγματι ήταν… Μόλις ο Γιάννης Αγιάννης μπήκε με τον Μάριο φορτωμένος στο σπίτι, ο Ιαβέρης έφυγε και πήγε σε ένα αστυνομικό τμήμα. Ζήτησε χαρτί, πένα , μελάνι και ένα κερί, γιατί ήταν προχωρημένη νύχτα, και συνέταξε ένα υπηρεσιακό σημείωμα για την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές. Στο τέλος υπέγραψε από κάτω:
Ιαβέρης
Επιθεωρητής α΄τάξεως
7 Ιουνίου 1832, ώρα 1η πρωινή
Το παρέδωσε εκεί με προορισμό τον Διευθυντή του τμήματος, για να είναι εντάξει στην υπηρεσία του, και μετά τράβηξε για τον Σηκουάνα. Όταν έφτασε στην πιο απόκρημνη όχθη του ποταμού, έβγαλε το καπέλο του και το απόθεσε κάτω στο χώμα. Αμέσως μετά κοίταξε για λίγο το βάραθρο που είχε μπροστά του και χωρίς κανένα δισταγμό ρίχτηκε στα παγωμένα νερά του ποταμού.
Ήταν απ’ αυτούς που εκφράζονται με πράξεις και όχι με λόγια.
ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ , ΟΙ ΕΡΙΝΥΕΣ , ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ,Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ , ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΤΕΙΝΟΥΝ ΝΑ ΛΕΙΨΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή