Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (219-253)

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
ἰὼ ξένοι,
220 τίνες ποτ᾽ ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ
κατέσχετ᾽ οὔτ᾽ εὔορμον οὔτ᾽ οἰκουμένην;
ποίας πάτρας ἂν ἢ γένους ὑμᾶς ποτε
τύχοιμ᾽ ἂν εἰπών; σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος
στολῆς ὑπάρχει προσφιλεστάτης ἐμοί·
225 φωνῆς δ᾽ ἀκοῦσαι βούλομαι· καὶ μή μ᾽ ὄκνῳ
δείσαντες ἐκπλαγῆτ᾽ ἀπηγριωμένον,
ἀλλ᾽ οἰκτίσαντες ἄνδρα δύστηνον, μόνον,
ἐρῆμον ὧδε κἄφιλον κακούμενον,
φωνήσατ᾽, εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε.
230 ἀλλ᾽ ἀνταμείψασθ᾽· οὐ γὰρ εἰκὸς οὔτ᾽ ἐμὲ
ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ᾽ οὔθ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ.
ΝΕ. ἀλλ᾽, ὦ ξέν᾽, ἴσθι τοῦτο πρῶτον, οὕνεκα
Ἕλληνές ἐσμεν· τοῦτο γὰρ βούλῃ μαθεῖν.
ΦΙ. ὦ φίλτατον φώνημα· φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν
235 πρόσφθεγμα τοιοῦδ᾽ ἀνδρὸς ἐν χρόνῳ μακρῷ.
τίς σ᾽, ὦ τέκνον, προσέσχε, τίς προσήγαγεν
χρεία; τίς ὁρμή; τίς ἀνέμων ὁ φίλτατος;
γέγωνέ μοι πᾶν τοῦθ᾽, ὅπως εἰδῶ τίς εἶ.
ΝΕ. ἐγὼ γένος μέν εἰμι τῆς περιρρύτου
240 Σκύρου· πλέω δ᾽ ἐς οἶκον· αὐδῶμαι δὲ παῖς
Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμος. οἶσθα δὴ τὸ πᾶν.
ΦΙ. ὦ φιλτάτου παῖ πατρός, ὦ φίλης χθονός,
ὦ τοῦ γέροντος θρέμμα Λυκομήδους, τίνι
στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; πόθεν πλέων;
245 ΝΕ. ἐξ Ἰλίου τοι δὴ τανῦν γε ναυστολῶ.
ΦΙ. πῶς εἶπας; οὐ γὰρ δὴ σύ γ᾽ ἦσθα ναυβάτης
ἡμῖν κατ᾽ ἀρχὴν τοῦ πρὸς Ἴλιον στόλου.
ΝΕ. ἦ γὰρ μετέσχες καὶ σὺ τοῦδε τοῦ πόνου;
ΦΙ. ὦ τέκνον, οὐ γὰρ οἶσθά μ᾽ ὅντιν᾽ εἰσορᾷς;
250 ΝΕ. πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐδεπώποτε;
ΦΙ. οὐδ᾽ ὄνομα τοὐμὸν οὐδὲ τῶν κακῶν κλέος
ᾔσθου ποτ᾽ οὐδέν, οἷς ἐγὼ διωλλύμην;
ΝΕ. ὡς μηδὲν εἰδότ᾽ ἴσθι μ᾽ ὧν ἀνιστορεῖς.

***
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Α! α!
Ποιοί ᾽σαστε, ξένοι εσείς, που πιάσατε
220 με καράβι σ᾽ αυτό τον τόπο, που είναι
χωρίς λιμάνια κι έρμος απ᾽ ανθρώπους;
Ποιά την πατρίδα, ποιά να πω γενιά σας
χωρίς να γελαστώ; βέβαια το σχήμα
της φορεσιάς, το πιο μου αγαπημένο,
ελληνικό ειναι· μα θέλω ν᾽ ακούσω
και τη φωνή. Αχ, μη σας παίρνει ο φόβος,
μην ξαφνιάζεστε που άγριος έτσι δείχνω,
μα σπλαχνιστείτε αυτόν τον δύστυχο άντρα,
μονάχον, έρμο κι έτσι δίχως φίλο
και μιλήστε του — αν ήρθατε σα φίλοι.
230 Μα αποκριθείτε· και σωστό δεν είναι
αυτό καν από σας να μην πετύχω,
καθώς και γω αν σε σας το ίδιο δεν κάμω.
ΝΕΟ. Μα μάθε πρώτ᾽ αυτό· ναι, Έλληνες, ξένε,
είμαστε, γιατί αυτό θέλεις να ξέρεις.
ΦΙΛ. Ω μυριοπόθητη λαλιά! Κι αχ, πού ηταν
να διαβούν τόσα χρόνια για ν᾽ ακούσω
τον ήχο σου ξανά από στόμα ανθρώπου!
Ποιά σ᾽ έφερε, ποιά σ᾽ άραξε, παιδί μου,
ανάγκη εδώ; ποιά αιτία, ποιός σπλαχνικός μου
αγέρας; πες μου τα όλ᾽ αυτά, να ξέρω
ποιός είσαι. ΝΕΟ. Εγώ γεννήθηκα στη Σκύρο
240 και γυρνώ στην πατρίδα· τ᾽ όνομά μου
Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα. Νά, που όλα
τα ᾽μαθες τώρα. ΦΙΛ. Ω πολυαγαπημένου
παιδί πατέρα κι απ᾽ αγαπημένο
τόπο, του γέρου Λυκομήδη θρέμμα,
πώς ήρθες κι από πού σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΝΕΟ. Ότι κι έφτασα τώρα ίσια από την Τροία.
ΦΙΛ. Πώς είπες; μα δεν είχες ακλουθήσει
μαζί απ᾽ αρχής το στόλο μας στην Τροία.
ΝΕΟ. Ήσουν λοιπόν και συ μαζί των τότε;
ΦΙΛ. Μα δεν ξέρεις, παιδί, ποιόν βλέπεις μπρος σου;
ΝΕΟ. Πώς θες να ξέρω άνθρωπο που ως τώρα
250 ποτέ δεν είδα; ΦΙΛ. Μα ουδέ τ᾽ όνομά μου
δεν άκουσες λοιπόν ποτέ, ούτε λόγο
κανένα για τα πάθη που με λιώσαν;
ΝΕΟ. Τίποτ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά, σου λέω, δεν ξέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου