Τυχόν υπερβολική συμμόρφωση καταλήγει σε απώλεια της ατομικότητας του ανθρώπου, σε άκριτη υποταγή του στους άλλους και σε απάρνηση των προσωπικών του επιθυμιών. Το παιδί γίνεται ένα υποτακτικό, άβουλο, ετερο-καθοριζόμενο άτομο.
Υπερβολική συμμόρφωση και κοινωνική αποδοχή
Η υπερβολική συμμόρφωση ίσως οδηγήσει, παραδόξως, και σε αντικοινωνική συμπεριφορά. Καμιά φορά η έντονη επιθυμία του παιδιού να κερδίσει κοινωνική αποδοχή μπορεί να φθάσει στο σημείο να παρεκτρέπεται, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή και την παραδοχή της ομάδας των συνομηλίκων του, ακόμη και όταν αυτό που κάνει είναι αντίθετο με τις αξίες του και τα πρότυπα της οικογένειάς του. Τέτοιες πράξεις είναι πιθανό να προκαλέσουν βασανιστικά συναισθήματα ενοχής.
Κατά τον ίδιο τρόπο, πολλά ευφυή παιδιά, που επιθυμούν όσο τίποτε άλλο να είναι αποδεκτά από την ομάδα των συνομηλίκων τους, ίσως να μη διστάσουν σκοπίμως, να πάρουν μικρούς βαθμούς, να αποδώσουν κάτω από το μέτρο των δυνατοτήτων τους, για να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό τους «σπασίκλες».
Όσο πιο ελκυστική φαίνεται στο παιδί η ομάδα τόσο περισσότερη αγωνία έχει για να κερδίσει την αποδοχή της και, κατά συνέπεια, τόσο περισσότερο πρόθυμο είναι να επιτρέψει στον εαυτό του να δεχθεί τις επιδράσεις της.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις μάς επισημαίνουν μερικά θεμελιώδη ζητήματα στην ανατροφή του παιδιού. Κάθε παιδί, μέσα στην κοινωνία όπου μεγαλώνει και δρα, βιώνει πάρα πολλές καταστάσεις κοινωνικής πίεσης, οι οποίες ποικίλλουν από τις ασήμαντες μέχρι τις ιδιαίτερα σημαντικές. Η ποιότητα αυτών των εμπειριών διαμορφώνει τις «συνήθειές» του σχετικά με τη συμμόρφωση και την αντίσταση στις πιέσεις.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος του κάθε παιδιού να αντιδρά στις κοινωνικές επιδράσεις θα καθοριστεί από την αλληλεπίδραση δύο παραγόντων: αφενός των ψυχολογικών του αναγκών και αφετέρου της έκτασης στην οποία η πολιτιτσμική νοοτροπία της κοινωνίας εμφυσά στα μέλη της την τάση για συμμόρφωση.
Η Margaret Mead και πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν διαπιστώσει ότι οι πρωτογενείς κοινωνίες (το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους σύγχρονους εθνικούς πολιτισμούς) διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς τον βαθμό «συμμόρφωσης στις κοινωνικές νόρμες» τον οποίο απαιτούν από τα μέλη τους. Ο Εrich Fromm έχει μελετήσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως την αρρώστια της εποχής μας: τη νεύρωση που εκφράζεται μέσα από μια χαμερπή υποταγή στην εξουσία.
Πράγματι η εποχή μας έχει από πολλούς χαρακτηριστεί ως εποχή της «συμμόρφωσης». Πολλοί συγγραφείς έχουν χαρακτηρίσει τη σύγχρονη κοινωνία ως κοινωνία που καλλιεργεί τη μετριότητα μέσω του μαζικού κομφορμισμού. Άλλωστε, είναι αναμφισβήτητο γεγονός -και, φυσικά, πολύ ανησυχητικό- ότι ο ολοκληρωτισμός, σε όλες του τις μορφές, γνώρισε μεγάλη άνθηση στον 20ό αιώνα.
Μέχρι ποιο βαθμό πρέπει να υπακούουν τα παιδιά μας;
Εδώ λοιπόν βρίσκεται το δίλημμα για τους γονείς: Από τη μια πλευρά πρέπει να μάθουμε τα παιδιά μας να υπακούουν. Όμως, το καυτό ερώτημα είναι: «Μέχρι ποιο βαθμό πρέπει να υπακούουν τα παιδιά μας»;
Θέλει άραγε ο άνθρωπος την ελευθερία του (όπως με τόσο πάθος διακηρύσσει) ή μήπως ενδόμυχα τη φοβάται;
Πόση αλήθεια υπάρχει στη φράση του κοινωνιολόγου Gabriel Tarde: «Ο κοινωνικός άνθρωπος είναι ένας υπνοβάτης!»;
Αν συμμόρφωση σημαίνει τον βαθμό στον οποίο ένα άτομο μεταβάλλει την προσωπική του άποψη και τις δικές του επιθυμίες προκειμένου να συμμορφωθεί με τις κοινωνικές νόρμες, τότε κάποιος ελάχιστος βαθμός συμμόρφωσης είναι απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα που αποτελείται από πολλά άτομα, η έλλειψη ενός σταθερού πλαισίου κανόνων θα οδηγούσε σε αναρχία.
Η συμμόρφωση είναι, κατά κάποιον τρόπο, απαραίτητη για την επιβίωση. Αν σε ένα κοπάδι πουλιών, ένα μόνο πουλί φοβηθεί, όλο το κοπάδι θα πετάξει μακριά.
Ο καθηγητής Gordon Allport, ειδικός στα θέματα ανάπτυξης της προσωπικότητας, παρατηρεί ότι το μικρό παιδί νιώθει πως είναι ουσιαστικά αβοήθητο, αν, σε ζητήματα βασικών αρχών και αξιών, δεν ταυτιστεί με τους γονείς του. Ο μοναδικός πιθανός τρόπος για να επιβιώσει είναι να μιμηθεί το μοντελό ζωής των γονέων του.
Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι το μικρό παιδί εφαρμόζει την «αντιγραφική» του τακτική ενσυνείδητα. Προφανώς δεν λέει στον εαυτό του: «Πρέπει να συμμορφωθώ προς τα πρότυπα ζωής της οικογενειάς μου για να επιβιώσω»! Υπάρχουν πολλές αθέατες και υπο-λανθάνουσες ψυχολογικές διαδικασίες -όπως π.χ. η ταύτιση, η μίμηση, η ευθεία εξάσκηση- με τις οποίες η οικογένεια κάνει το παιδί να συμμορφώνεται.
Επομένως, η άκριτη και η τυφλή συμμόρφωση πρέπει να διαχωριστεί από την εχέφρονα συμμόρφωση -που είναι μια κοινωνικοποιητική δύναμη η οποία καθιστά το παιδί ικανό να μάθει εκείνα τα πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία του εγγυώνται κοινωνική αποδοχή και το οδηγούν, έτσι, σε μια ικανοποιητική ενδοπροσωπική και διαπροσωπική προσαρμογή.
Πώς νιώθει το άτομο καθώς συμμορφώνεται στις πιέσεις της ομάδας;
Η άκριτη και υπερβολική συμμόρφωση στις πιέσεις δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Στο βιβλίο «Συμμόρφωση και παρέκκλιση», οι συγγραφείς αναφέρουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα επίπεδα συνειδητοποίησης της αντίστασης που νιώθει το άτομο καθώς συμμορφώνεται στις πιέσεις της ομάδας.
Οι εν λόγω ερευνητές, για να περιγράψουν τα επίπεδα αυτά, χρησιμοποιούν τους ακόλουθους όρους και διευκρινίσεις:
- Έκδηλη: «Σου λέω καθαρά ότι ακόμη πιστεύω πως έχω δίκιο, όμως θα συμφωνήσω με τους άλλους για να αποφύγω μεγαλύτερη σύγκρουση».
- Παρασιωπημένη: «Συμφωνώ με την άποψη των άλλων, γιατί είμαι μέλος της ομάδας μας και θέλω να θεωρούμαι δικός τους άνθρωπος. Το να έχεις δίκιο δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να γίνεσαι αποδεκτός».
- Αποκρυπτόμενη: «Στα φανερά συμφωνώ με τους άλλους, αλλά μέσα μου πιστεύω ότι έχω δίκιο»,
- Ανομολόγητη: «Είμαι ανεπαρκής ως άτομο. Σίγουρα πρέπει να έχω άδικο όταν υποστηρίζω κάτι διαφορετικό. Οι άλλοι είναι πιο ικανοί από εμένα να κρίνουν. Τώρα που το καλοσκέπτομαι, βλέπω και εγώ ότι πραγματικά έτσι είναι. Έχουν δίκιο. Εγώ είχα άδικο πριν».
Βλέπουμε ότι οι πράξεις συμμόρφωσης δεν έχουν όλες το αυτό ψυχολογικό νόημα. Στην περίπτωση της «συμφερεντολογικής» συμμόρφωσης (ή «ενδοτικότητας»), το άτομο εξωτερικά συμφωνεί με την ομάδα, ενώ εσωτερικά εμμένει στη δική του άποψη.
Αντίθετα, στην «αληθή» συμμόρφωση, το άτομο καταλήγει να συμφωνεί τόσο «εξωτερικά» όσο και «εσωτερικά».
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι, αν το άτομο δεν μπορεί να αποχωριστεί την ομάδα -και σκέφτεται κανείς το παιδί που, ενώ το κακομεταχειρίζονται, δεν μπορεί να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή-, συνήθως συμμορφώνεται.
Αν πραγματικά επιθυμεί να ανήκει στην ομάδα, το πιθανότερο είναι ότι και εσωτερικώς θα συμφωνήσει και εξωτερικώς θα συμμορφωθεί.
Προσοχή: Η συμμόρφωση φτάνει στην αποκορύφωσή της όταν τα όρια της κοινωνικής ανοχής και οι τιμωρίες για παρεκκλίσεις είναι σαφώς καθορισμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου