Εξάρτηση της κατανοήσεως από την φύση του νοούντος (α)
Του Nietzsche η πρόθεση και το νόημα της αλήθειας, που μας μεταδίδει, είναι να φανερώνει τι είναι ο καθένας μας από τον τρόπο που «νοεί». Γι’ αυτό δεν ζητάει ο Nietzsche αναγνώστες εν γένει, αλλά ζητάει τους δικούς του αναγνώστες, εκείνους που του ταιριάζουν.
Φιλοσοφική αλήθεια και επιστημονική αλήθεια.— Στη φιλοσοφική αλήθεια φθάνω μ’ έναν τρόπο βασικά διαφορετικό από τον τρόπο, με τον οποίο φθάνω σε μιαν απλώς επιστημονική γνώση. Αυτήν την τελευταία την καταλαβαίνει ο καθένας με το μυαλό του, που είναι αντιπροσωπευτικό και που χρειάζεται απλώς παιδεία και επιμέλεια˙ στην κατανόηση, αντιθέτως, μιας φιλοσοφικής αλήθειας (και σε κάθε επιστήμη, που ζει μόνο από μιαν ώθηση φιλοσοφική) προβάλλει ένα πιθανό γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού μου, σημειώνεται ένα ξύπνημα, γίνεται, μέσω του τρόπου, με τον οποίον μου αποκαλύπτεται το ον, μια αποκάλυψη του ίδιου του εαυτού μου.
Αν, όμως, δεν είναι αλήθεια η μια και η ίδια, στο ίδιο επίπεδο, για όλους, αν η αλήθεια γίνεται προσιτή στον καθέναν χωριστά μέσω μιας προϋποθέσεως, που υπάρχει μέσ' στην ύπαρξή του, αν η κατανόηση της αλήθειας είναι ένα γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού μας, τότε το παμπάλαιο ερώτημα, τι προκύπτει από όλα αυτά για την μετάδοση της αλήθειας, είναι ένα ερώτημα απειλητικό για κάθε ενιαία μεταδοτικότητα και στο τέλος, για την αλήθεια την ίδια. Εφ’ όσον η αλήθεια υπάρχει μόνο στη μετάδοση, εφ’ όσον προβάλλει, λοιπόν χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, και γίνεται συνεπώς κατ’ ανάγκην δημόσια, μοιραίο είναι, λόγω της ουσιαστικής διαφοράς των αντιθέτων προϋποθέσεων, να οδηγεί το λιγότερο στην παρανόηση, στην διαστροφή, στην κατάχρηση, αν όχι στο να γίνεται η ίδια αμφίβολη και προβληματική.
Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο βασικές απόψεις: πρώτον η θεωρία περί των βαθμίδων της αλήθειας εν σχέσει με τις βαθμίδες της υπάρξεως του ανθρώπου, δεύτερον η θεωρία για την αναπότρεπτη διφορούμενη όψη της αλήθειας και των συνεπειών της.
Η θεωρία των βαθμίδων οδηγεί στη σκόπιμη αποσιώπιση και μυστικότητα και στο σχέδιο μιας παιδείας, που αποβλέπει στην βαθμιαία ωρίμανση της νοητικής δυνάμεως: κανείς δεν επιτρέπεται να μάθει ό,τι είναι αληθινό πριν κατορθώσει, προετοιμασμένος πια γι’ αυτήν τήν αλήθεια, να συλλάβει σωστά όσα αποτελούν μυστήρια για όποιον στέκεται σε προηγούμενες βαθμίδες. Αυτό όμως θα αποτελούσε μιαν εξωτερική διαρρύθμιση, που προϋποθέτει, ότι ξέρουν οι παιδαγωγοί πώς είναι καταρτισμένες oι βαθμίδες της υποστάσεως και της αλήθειας που υπάγεται σ' αυτές: θάπρεπε oι παιδαγωγοί να βλέπουν, σαν να ήσαν Θεοί, πέρα ως πέρα την αλήθεια και να την κατέχουν˙ επίσης θάπρεπε να προϋποτεθή μια επιλογή των ανθρώπων ανάλογα με την όλη τους ύπαρξη, με την ευγένεια και τις δυνατότητές τους, μια επιλογή που ο τεταγμένος να την κάμει θάπρεπε να είναι προικισμένος με το υπερανθρώπινο χάρισμα να διακρίνει τα διάφορα πνεύματα˙τέλος θάπρεπε να προϋποτεθή μια μορφή εκδηλώσεως για την αλήθεια τέτοια, που να κρύβει την αλήθεια, χωρίς να την μεταβάλλει σε μια βίαιη εξουσία, μια μορφή λοιπόν εκδηλώσεως, που θα έκανε την αλήθεια να εξακολουθεί να μένει αλήθεια και μέσα στη σκόπιμη απόκρυψή της.
Τίποτε απ' αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση του Nietzsche, ο οποίος ακολουθεί την δεύτερη κατεύθυνση: κανείς δεν γνωρίζει τις βαθμίδες, κανείς δεν έχει το χάρισμα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους στο απόλυτο νόημα, που έχει η ύπαρξή τους, ούτε υπάρχει για την ίδια την αλήθεια -ακόμα λιγότερο μάλιστα στην περίπτωση της πιο φανερής αλήθειας- άλλη αποτελεσματική απόκρυψη εκτός από την παρανοητική. Μόνο η διφορούμενη όψη μπορεί να υπερασπίσει την αλήθεια από εκείνους, που δεν έχουν το δικαίωμα να την αποκτήσουν. Γι’ αυτό βγαίνει ο Nietzsche στην δημοσιότητα -με τον τρόπο, που τον κάνει ν’ ακούγεται εξωτερικά από τον καθένα- για να πετύχει ακριβώς εκείνον, που μπορεί να τον πετύχει η αλήθεια και να ξεγυμνώσει εκείνον που δεν έχει κανένα δικαίωμα κοντά της (και για τον οποίον όταν τύχει ν’ ακούσει την αλήθεια, θα μπορούσε κανείς να πει: «ένας μικρός παροξυσμός μανίας τον σπρώχνει να βγάλει έξω ό,τι πιο εσωτερικό και πιο γελοίο έχει μέσα του» (14,359).
Αιτήματα προς τη φύση του νοούντος.—Γι’ αυτό έχει ο Nietzsche πάντα κάτι να απαιτήσει από τη φύση εκείνου, που ο ίδιος επιθυμεί να τόν νοήσει. Του ήταν «αδύνατο να διδάξει την αλήθεια εκεί, όπου η διανοητικότητα είναι χαμηλή» (14,60). Όποιος νοιώθει με τρόπο αντίθετο με τον δικό του, δεν μπορεί να καταλάβει την κατάστασή του και επομένως τα επιχειρήματά του˙ θάπρεπε για να καταλάβει, «να είναι θύμα του αυτού πάθους» (11,384), να έχει ζήσει μέσ’ στη δική του την ψυχή «λάμψη, φωτιά και χαραυγές»˙ «μπορώ μόνο να υπενθυμίζω στους άλλους -και τίποτε περισσότερο» (5,217).
Ο ίδιος ο Nietzsche λέει, πως το να τον καταλάβει κανείς αποτελεί «μια διάκριση που θα πρέπει να την αξίζει» (15,54). Θέλει να στήνει πάντα φράγματα γύρω από τις σκέψεις του: «για να μην εισβάλλουν στα περιβόλια μου τα γουρούνια και οι ονειροπόλοι» (6,277). Τους χειρότερους κινδύνους τους βλέπει νάρχονται από τους «απαιτητικούς θαυμαστές» (14,230), διώχνει τους ενοχλητικούς επισκέπτες, όσους δεν ανήκουν εκεί μέσα και ειρωνεύεται βαρειά τη «μαϊμού του Ζαρατούστρα» (6,258 κ.ε.).
Δεν έχει λοιπόν ο καθένας τα ίδια δικαιώματα πάνω στις σκέψεις του Nietzsche, ακόμα λιγώτερο στις αξιολογίες του˙ έχει δικαιώματα μόνον, αν στέκεται στο ίδιο ύψος. «Η αντίθετη νοοτροπία είναι η νοοτροπία των εφημερίδων: γι’ αυτές οι αξιολογικές εκτιμήσεις είναι κάτι, που επιτρέπεται ο καθένας να πάρει στα χέρια του σαν να ήταν ιδιοκτησία του. Εδώ έχει τεθεί η προϋπόθεση, ότι όλοι στέκονται στο ίδιο ύψος» (14,58). Το «να δέχεται κανείς αξιολογικές κρίσεις σα μια φορεσιά» (14,60), αυτό εξηγείται από την «πίστη ότι όλα είναι ελεύθερα στην κρίση του καθενός» (14,60). Σήμερα εφθάσαμε «χάρις στο πνεύμα της εποχής που τόχει πάρει επάνω του,... σε σημείο, που δεν πιστεύει πια κανείς σε ξεχωριστά πνευματικά δίκαια και στο αμετάδοτο των τελευταίων αληθειών» (14,419). Ολόκληρη η σκέψη του Nietzsche στηρίζεται στη συνείδηση αυτών των ξεχωριστών δικαίων, στην γνώση για το αμετάδοτο των τελευταίων αληθειών και στην ακουστική εμβάνθυνση στην αυτοτελεια του πλησίον του, που υπάγεται σ’ αυτά τα τελευταία και αμετάδοτα.
Αν είναι όμως συνυφασμένο με την ουσία της αλήθειας το ότι δεν μπορεί να συλληφθή παρά μόνο από τους ανθρώπους, που στέκονται στο ίδιο ύψος, θα ρωτήση ο καθένας τον εαυτό του: ποιος είμαι; Μπορώ να νοήσω; έχω δικαίωμα συμμετοχής; Στην ερώτηση αυτή δεν είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση˙ η μόνη οδός, που υπάρχει, είναι η εξής: να πετύχω σε συναστροφή με τον Nietzsche την ανάταση εκείνη, που δεν πρέπει να προσχεδιασθή και που η πραγματικότητά της θα μου αποκαλύψει περί τίνος πρόκειται και τι είμαι, χωρίς να το ξέρω από πριν ή να νομίζω ότι το κατέχω σαν κάτι που υπάρχει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου