Η Μίλητος υπήρξε μια από τις πλέον ευημερούσες πόλεις της Μικρός Ασίας, καθώς και το λίκνο μιας πολύ μεγάλης φιλοσοφικής σχολής. Πολύ συχνά, ερχόταν σε ρήξη με τους γειτονικούς Λυδούς, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, όμως, ο Θρασύβουλος, ο τύραννος της Μιλήτου, πέτυχε τη σύναψη μιας συνθήκης με τον Λυδό βασιλιά Αλυάττη· όταν αργότερα ο Κροίσος, συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του, κατέλαβε την Έφεσο, η Μίλητος κατάφερε να διατηρήσει τις παλιές καλές της σχέσεις με τους Λυδούς και να μην γίνει ποτέ υποτελής τους. Η Λυδία αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του βαβυλωνιακού πολιτισμού κι επιπλέον ο Κροίσος είχε αναπτύξει σημαντικές σχέσεις με την Αίγυπτο. Η συμμαχία λοιπόν Μιλήτου και Λυδών ευνόησε και τις σχέσεις της πρώτης με τη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο.
Ι. Θαλής ο Μιλήσιος
Κατά τον Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά, Ι, 983 β 20), ο Θαλής ο Μιλήσιος ήταν ο ιδρυτής της φιλοσοφίας των «φυσικών» ή «φυσιολόγων που ασχολούνταν με την αναζήτηση φυσικών αιτίων και αποστρέφονταν συνεπώς τις θεωρησιακές αφαιρέσεις των «θεολόγων», οι οποίοι κατέφευγαν σε μύθους και υπερφυσικές ερμηνείες. Ο Θαλής συγκαταλεγόταν μεταξύ των περίφημων Επτά Σοφών της Ελλάδας κι ο Ευσέβιος τον παρουσιάζει ως «τον πατέρα της φιλοσοφίας και ιδρυτή της Ιωνικής Σχολής» (Praeparatio evangelica, XIV, 14).
Οι κυριότερες πηγές πληροφόρησης που διαθέτουμε σχετικά με τον Θαλή είναι ο Ηρόδοτος και ο Διογένης Λαέρτιος. Γεννήθηκε πιθανότατα το 624 π.Χ. και πέθανε το 548 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, που έζησε ενάμιση αιώνα αργότερα, ο Θαλής είχε φοινικικό αίμα, ήταν δηλαδή Σημίτης, κατ' άλλους όμως συγγραφείς ήταν Μιλήσιος και μάλιστα αριστοκρατικής καταγωγής· όπως και να έχει όμως το πράγμα, το όνομα του πατέρα του, Εξάμυος, είναι καρικό, ενώ της μητέρας του, της Κλεοβουλίνης, ελληνικό. Ήταν σύγχρονος των Λυδών βασιλέων Αλυάττη και Κροίσου, του βασιλιά των Περσών Κύρου και του Σόλωνα του Αθηναίου. Από τα χρόνια του ακόμη, έφερε τον τίτλο του μεγάλου σοφού, του επιστήμονα δηλαδή και του σοφού μαζί. Υπάρχουν δύο πασίγνωστα ανέκδοτα που τον παρουσιάζουν άλλοτε ονειροπόλο κι άλλοτε σαν άνθρωπο προικισμένο με οξύτατο πρακτικό πνεύμα. Το πρώτο βρίσκεται στον Θεαίτητο του Πλάτωνα (174α): Κάποτε ο Θαλής παρατηρούσε τον ουρανό και, απορροφημένος καθώς ήταν από τη ρέμβη των άστρων, δεν πρόσεξε ένα πηγάδι που βρισκόταν μπροστά του, μ’ αποτέλεσμα να πέσει μέσα· έτσι αναγκάστηκε να υπομείνει τους χλευασμούς μιας Θρακός δούλης, που θεωρούσε γελοίο τον ζήλο του Θαλή να γνωρίσει τι υπήρχε πάνω από το κεφάλι του, τη στιγμή που δεν ήταν ικανός να δει τι γινόταν μπροστά στα πόδια του.
Ο Αριστοτέλης όμως μας παρουσιάζει έναν Θαλή συνετό: «Ενώ τον κορόιδευαν για τη φτώχεια του και του επισήμαιναν πως σε τίποτα δεν τον ωφελεί η σοφία του, αυτός λέγεται ότι επιδόθηκε στην εξής επιχείρηση: προβλέποντας, χάρη στις αστρονομικές του γνώσεις, πως η σοδειά της ελιάς θα 'ταν καλή κι ενώ ήταν ακόμα χειμώνας, προμηθεύτηκε κάποια χρήματα κι έκλεισε, δίνοντας αρραβώνα (εγγύηση), όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου και της Χίου αντί ελάχιστου ενοικίου αφού δεν υπήρχε κανείς άλλος που να δίνει περισσότερα. Όταν πια έφτασε η εποχή της συγκομιδής όλοι έτρεχαν βιαστικά να βρουν ελαιοτριβεία. Τότε ο Θαλής τους τα υπενοικίαζε όσο ήθελε, κερδίζοντας έτσι πολλά χρήματα αλλά και αποδεικνύοντας ότι είναι εύκολο για τους σοφούς να πλουτίσουν αν το θέλουν, οι φιλοσοφικές τους όμως ενασχολήσεις δεν αποσκοπούν στην/ απόκτηση υλικού πλούτου» (Πολιτικά, Ι, 11, 1259 α 10).
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ι, 170), έπεισε τις ιωνικές πόλεις να συνασπισθούν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την περσική απειλή, και να κάνουν πρωτεύουσα τους την Τέω· ο Διογένης Λαέρτιος (1,25), μάλιστα, ισχυρίζεται πως ο Θαλής απέτρεψε τους Μιλήσιους από το να συμμαχήσουν με τον Κροίσο, το βασιλιά της Λυδίας, όπως αυτός τους το είχε προτείνει, σώζοντας έτσι την πόλη, αφού ο Κύρος, ο βασιλιάς των Περσών, νίκησε τελικά τον Κροίσο.
1. Αστρονομία. Από τον Ηρόδοτο γνωρίζουμε πως ο Θαλής είχε προβλέψει την έκλειψη ηλίου που έθεσε τέρμα στον πόλεμο Λυδών και Μήδων∙ η έκλειψη αυτή εντοπίζεται, συνήθως, στις 28 Μαΐου 585 π.Χ. Παρατήρησε ακόμα πως η Μεγάλη Άρκτος, την οποία ακολουθούσαν συνήθως οι Φοίνικες, αποτελούσε για τους ναυτικούς καλύτερο μέσο προσανατολισμού, ώστε να βρίσκουν τον πόλο, παρά η Μικρή Άρκτος, με την οποία εντόπιζαν το στίγμα τους οι Έλληνες θαλασσοπόροι. Του αποδίδεται μάλιστα και μια Ναυτική Αστρολογία, αν και πιθανότερο είναι να μην έγραψε τίποτα∙ μια άλλη παράδοση πάλι τον φέρει να έχει διαιρέσει πρώτος αυτός το έτος σε 365 ημέρες, κατανέμοντας τες σε 30 ανά μήνα.
2. Μαθηματικά. Οι μαθηματικές του γνώσεις θα πρέπει να προέρχονταν από τους ιερείς της Αιγύπτου και μάλιστα ο ίδιος θα πρέπει να ήταν ο εισηγητής της γεωμετρίας στην Ελλάδα. Ο Πρόκλος του αποδίδει τις εξής ανακαλύψεις:
Α) Ο κύκλος τέμνεται από τη διάμετρο του σε δύο ίσα μέρη.
Β) Οι γωνίες της βάσης ενός ισοσκελούς τριγώνου είναι ίσες.
Γ) Οι κατά κορυφήν γωνίες δύο ευθειών που τέμνονται είναι ίσες μεταξύ τους.
Δ) Η εγγεγραμμένη στο ημικύκλιο γωνία είναι πάντα ορθή (λέγεται μάλιστα ότι η ανακάλυψη αυτή ενθουσίασε τόσο πολύ τον Θαλή, που θυσίασε ένα βόδι).
Ε) Ένα τρίγωνο είναι δυνατόν να ορισθεί αν είναι γνωστή η βάση του και οι γωνίες της (το θεώρημα αυτό επιτρέπει τον υπολογισμό της απόστασης των πλοίων μέσα στη θάλασσα). Στις προτάσεις αυτές παραδοσιακά προστίθεται και το λεγόμενο «θεώρημα του Θαλή»: κάθε παράλληλος της πλευράς ενός τριγώνου ορίζει δύο όμοια τρίγωνα. Λέγεται ακόμα πως ο Θαλής κατάφερε να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων από το μήκος της σκιάς τους, βάσει της σχέσης ενός, κάθετου στο έδαφος, ραβδιού με τη σκιά του. Λένε τέλος πως εξέτρεψε τον ρου του ποταμού Άλυ, καθιστώντας έτσι δυνατή τη διάβαση του από τα στρατεύματα του Κροίσου.
3. Η κοσμοθεωρία του Θαλή. Η γη επιπλέει στο νερό (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Α, 3,983 β 21 , Περί Ουρανού, Β, 13, 294 α 28) και το νερό είναι η αρχή των πάντων, (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Α, 983 β 6 επ.). Αξίζει να σταθεί κανείς στις κεφαλαιώδεις αυτές αποφάνσεις. Συχνά οι Ίωνες αποκαλούνταν υλοζωϊστές (από το ύλη) αν και σήμερα ο όρος αυτός θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός μόνον όσο δεν μετατρέπεται σε συνώνυμο του σύγχρονου υλιστές, Θα ήταν άλλωστε πραγματικός αναχρονισμός να υποθέσει κανείς πως οι Έλληνες της εποχής εκείνης θα μπορούσαν να αποφαίνονται ότι τα πάντα πηγάζουν από την ύλη. Ο Α. Ριβώ μάλιστα κατέδειξε (Το πρόβλημα του γίγνεσθαι και η έννοια της ύλης στην ελληνική φιλοσοφία, 1906) πως «το πρόβλημα της ύλης δεν υφίσταται στην αρχαία φιλοσοφία». Πράγματι, ο Θαλής δεν ήταν ο πρώτος που τόνισε τον ουσιώδη ρόλο του νερού ως αρχής. Οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι, ακόμα κι αυτός ο Όμηρος στις μυθολογίες τους επεφύλασσαν, πριν από αυτόν, μια ιδιαίτερη θέση στο νερό' άλλωστε η θεμελιώδης σημασία της βροχής για την ανάπτυξη των φυτών, καθώς και του νερού στην ανθρώπινη διατροφή, το θέαμα των ποταμών που παρασέρνουν την ιλύ και δημιουργούν προσχώσεις, η μελέτη της κυκλοφορίας των θρεπτικών χυμών μέσα στους φυτικούς ιστούς και της γονιμοποίησης στα ζώα δεν άφησαν αδιάφορους τους Έλληνες. Αποφαινόμενος ο Θαλής ότι το ύδωρ είναι αρχή των πάντων, ίσως απολαμβάνει δίκαια τις τιμές που του επιφυλάσσει ο Μπέρνετ, λέγοντας πως ο Μιλήσιος φιλόσοφος δεν αναρωτάται πλέον περί του τι υπήρχε πριν απ' αυτό που τώρα υπάρχει, αλλά αντίθετα αναζητά από τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Εκείνο όμως που συνιστά την ιδιαιτερότητα του στοχασμού του είναι τελικά η θεώρηση που είχε για την ενότητα του κόσμου, στην οποία εμμένοντας ο Νίτσε αντικρίζει μια γιγαντιαία γενίκευση»: «Ο Θαλής αντιλήφθηκε την ενότητα του Είναι κι όταν θέλησε να την εκφράσει μίλησε για το νερό». Αν όμως το νερό είναι η αρχή των πάντων, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως «πάντα πλήρη θεῶν εἶναι» (Αριστοτέλης, Περί Ψυχής, 411 α 7) και πως ο κόσμος έχει ψυχή: το κεχριμπάρι κι ο μαγνήτης μας δείχνουν πως και στο παραμικρό πράγμα υπάρχει ένα πνεύμα που το ζωντανεύει.
Ας αναφερθεί, τέλος, πως του αποδίδεται η πατρότητα της περίφημης ρήσης «γνώθι σαυτόν» και ότι κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Α, 35) φέρονται ως δικά του τα παρακάτω αποφθέγματα: «Αρχαιότερο από όλα τα όντα είναι ο θεός, γιατί είναι αγέννητος. Το ωραιότερο πράγμα είναι ο κόσμος, γιατί είναι δημιούργημα του θεού. Το μεγαλύτερο πράγμα είναι ο χώρος, γιατί μπορεί να περιλάβει τα πάντα. Το πιο ισχυρό είναι η ανάγκη, γιατί κυριαρχεί πάνω σε όλα. Το πιο σοφό είναι ο χρόνος, γιατί αποκαλύπτει τα πάντα».
II. Αναξίμανδρος
Νεότερος του Θαλή, ο Αναξίμανδρος γεννήθηκε το 611 π. Χ.· λέγεται πως πρώτος αυτός συνέγραψε έργο με τίτλο Περί Φύσεως, το 547 π.Χ., λίγο πριν από το θάνατο του: το βιβλίο αυτό μάλιστα υπήρχε και στη βιβλιοθήκη του Λυκείου, άρα ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος πρέπει να το είχαν διαβάσει. Η ζωή του Αναξίμανδρου μας είναι σχεδόν παντελώς άγνωστη, αν και διαδραμάτισε πιθανότατα σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πολιτείας του, καθώς ηγήθηκε της ίδρυσης μιας νέας αποικίας των Μιλησίων στη Μαύρη Θάλασσα, της Απολλωνίας. Του αποδίδονται ένας χάρτης της γης, οι αστρονομικές εργασίες για τον προσδιορισμό του μεγέθους της απόστασης των αστέρων, η επινόηση του ηλιακού πίνακα καθώς και του γνώμονα: λέγεται, τέλος, πως δίδασκε ότι η γη είναι σφαιρική και βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος.
Δεν μας έχουν απομείνει πια απ’ αυτόν παρά ελάχιστες γραμμές, που έχουν προσφέρει όμως, από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ, λαβή για πολυάριθμους σχολιασμούς:
«Απ’ όπου όμως γεννιούνται τα όντα, εκεί ξαναγυρίζουν φθειρόμενα, σύμφωνα με μια αναγκαιότητα: γιατί πληρώνουν το ένα στο άλλο την αδικία που κάνουν κατά τη διάταξη του χρόνου» (Ἐξ ὧν δέ ἡ γένεσίς ἐστί τοῖς οὖσι καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα γίγνεσθαι κατά τό χρεών· διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν (ἀλλήλοις) τῆς ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν) (12 Β 1).
Θα μπορούσε κατ’ αρχήν να επιχειρήσει κανείς μια «φυσική» ερμηνεία των αποφάνσεων αυτών, φέροντας τες να λένε πως οι επιμέρους ουσίες εξήχθησαν, αποχωριζόμενες από την πρωταρχική ύλη όπου μέλλουν να επανέλθουν μετά την αποσύνθεση τους. Υφίσταται, λοιπόν, κατά τον Αναξίμανδρο ένας πραγματικός κύκλος των υλικών στοιχείων.
Ο Νίτσε όμως διέκρινε στο απόσπασμα αυτό μια κοσμοθεωρία που υπέρ βαίνει κατά πολύ το στενό πλαίσιο μιας «φυσικής» εξήγησης. Κατ' αυτόν θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο Αναξίμανδρος ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι «κάθε γίγνεσθαι είναι και μια πράξη χειραφέτησης υπόλογη ενώπιον του αιωνίου όντος: μια ύβρις που μόνο με θάνατο ξεπληρώνεται». Αργότερα, ο Λέον Τσέστοβ θα τονίσει, και αυτός, πως «ο Αναξίμανδρος θεωρεί ότι τα πράγματα ἐν τῷ γεννᾶσθαι, αποσπώμενα της θείας και πρωταρχικής ενότητας προκειμένου να φθάσουν στην ειδικότητα της ύπαρξης τους, διέπραξαν μια μεγίστου βαθμού ανευλαβή πράξη, για την οποία μέλλουν δικαίως να υποστούν την εσχάτη των ποινών: το θάνατο, την καταστροφή». Η ύπαρξη άρα, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, θα πρέπει να είναι κατ’ ουσίαν μια απώλεια, μια εγκατάλειψη της πρωταρχικής πηγής, όπως ακριβώς άλλωστε το μαρτυρεί, στις λατινογενείς γλώσσες, το πρόσφυμα ex του existentia. Στο ίδιο πνεύμα, o Gomperz θα υπογραμμίσει πως κάθε επιμέρους ύπαρξη φάνταζε στον Αναξίμανδρο σαν ένας «σφετερισμός» και παρομοιάζει την κοσμοθεωρία του με αυτή του βουδισμού.
Για τον Γαίγκερ, όμως, το να ορίζεται η ύπαρξη ως ένα είδος αμαρτήματος δεν ανταποκρίνεται σε ελληνικές ιδέες: κατ’ αυτόν, ο όρος ἀλλήλοις, που απουσίαζε μάλιστα από τις πρώτες εκδόσεις του Ντιλς, υποδεικνύει πως ο Αναξίμανδρος αναφέρεται στο πώς αναπτύσσονται τα πράγματα, το καθένα σε βάρος των υπολοίπων. Η πάλη αυτή μάλιστα παρομοιάζεται με τις δίκες που εγείρουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εγγενής, λοιπόν, στον κοινωνικό βίο διαδικασία της επανόρθωσης ανευρίσκεται μέσα σε μια φύση υποβαλλόμενη σ' ένα παρεμφερές νομικό καθεστώς που προσδιορίζει το χρόνο. Ο Αναξίμανδρος άρα διατύπωσε «έναν ηθικό, και όχι φυσικό, νόμο της φύσης. Υπάρχει κάτι το βαθύτατα θρησκευτικό στην αντίληψη του για τα φυσικά φαινόμενα, φαινόμενα υποκείμενα σ’ ένα ηθικό πρότυπο».
Η πιο πρόσφατη όμως ερμηνεία του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου είναι αυτή του Χάιντεγκερ, ο οποίος, μάλιστα, εμπλέκει στο ζήτημα ορισμένες, συχνά εξαιρετικά σκοτεινές, φιλολογικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις. Κατ’ αυτόν, το κείμενο του Αναξίμανδρου δεν μας είναι ιδιαίτερα σαφές γιατί δεν γνωρίζουμε πια επακριβώς τι σήμαιναν για τους Έλληνες αυτά τα «όντα» αλλά ούτε καν τι σημαίνουν σήμερα για μας· στην εποχή μας έχουμε περιπέσει σε μια κατάσταση σύγχυσης, που οφείλεται στη λήθη του Είναι, στην «άσκοπη περιπλάνηση» όπου μας έχει βυθίσει η λήθη του χάσματος που χωρίζει το Είναι από το όν. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, το Είναι για τους Έλληνες δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο έννοια, ήταν παρουσία· τα όντα άρα είναι παρόντα πράγματα που διαδέχονται άλλα παρόντα πράγματα κι αυτό κατά το χρεών. Το όλο πρόβλημα για το οποίο μας μιλά ο Αναξίμανδρος δεν είναι άλλο από αυτό της ύπαρξης του όντος. Η ύπαρξη παρουσιάζεται στην ομιλία ως ύπαρξη του όντος· τα όντα πάλι αντιπροσωπεύουν την ολότητα των όντων που διαδέχονται το ένα το άλλο ως ισάριθμες παρουσίες. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, όταν κάνουμε σήμερα λόγο για τα παρόντα, μιλάμε για το «τώρα», παρεμβάλλοντας έτσι μια θεωρησιακή αντίληψη μεταγενέστερη του Αναξίμανδρου. Με τον τελευταίο, αντίθετα, τοποθετούμαστε στο ανοικτό πεδίο της διανοιγόμενης ύπαρξης, όπου δεν υφίσταται διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου. Τα όντα λοιπόν διαδέχονται το ένα το άλλο· με τη διάνοιξη, άλλα κάνουν την εμφάνιση τους μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την αποκάλυψη κι άλλα εξαφανίζονται, θα 'λέγε κανείς, πίσω από το σκηνικό. Παραμένει ωστόσο η μοναδική ευρύτητα της παρουσίας. Η αλήθεια δεν είναι αποκλειστικό κατηγόρημα των κρίσεων αλήθεια και ύπαρξη αποτελούν μια μοναδική ενότητα. Προς τι λοιπόν η αδικία; Διότι κάθε πράγμα δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνον αποσπώμενο από τα άλλα, χρονοτριβώντας μέσα στην παρουσία, μέσα σ' ένα είδος εγωισμού της παρουσίας. Από εδώ πηγάζει κι η απαισιοδοξία του Αναξίμανδρου, απαισιοδοξία που ξανασυναντάμε σε ορισμένες αποστροφές του Αισχύλου. Το ον όμως δεν παγιώνεται ποτέ κι έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως η θέαση αυτή δεν είναι τελικά απαισιόδοξη αλλά τραγική. Η ύπαρξη του όντος ως όντος συνιστά την αδικία· η ύπαρξη του όντος ως όντος συνιστά τη δικαιοσύνη. Καθώς λέει κι ο Ντε Βαλένζ σχολιάζοντας τον Χάιντεγκερ: «Το δράμα είναι πως το ον μας εξαναγκάζει να περιπλανώμαστε αναζητώντας το είναι, χάριν όμως του οποίου το ίδιο (το ον) καθίσταται παρόν, ενώ ταυτόχρονα μας αποκρύβει το ίδιο το γεγονός της περιπλάνησης στην οποία, λόγω ακριβώς του πεπερασμένου μας, το ίδιο μας έχει υποχρεώσει».
Γνωρίζουμε ακόμα πως ο Αναξίμανδρος τοποθετούσε το άπειρον ως αρχήν του παντός: θεωρείται μάλιστα ο πρώτος που έκανε χρήση της λέξης αρχή για το σκοπό αυτό. Η απόδοση όμως του ίδιου του όρου άπειρον θέτει ένα πρόβλημα. Δικαίως φαίνεται να υπογραμμίζει ο Νίτσε πόσο σημαντικό είναι να αποδίδεται ως δίχως όριο (Indefinitum) και όχι ως δίχως πέρας (Infinitum), εφόσον για τους Έλληνες, αντίθετα με μας, ιδίως μετά τον Ντεκάρτ, το τελευταίο δήλωνε κατ’ εξοχήν κάτι το μη περατούμενο, κάτι το ατελές. Αρκετοί είναι οι σχολιαστές που βλέπουν το άπειρον του Αναξίμανδρου σαν ένα είδος πρωταρχικού χάους, σαν μια ακαθόριστη μάζα ζώσης ύλης απ' όπου, υποτίθεται, αναδύθηκαν τα πάντα. Κατά της «φυσικής» αυτής εξήγησης, όμως, διαθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες του Αριστοτέλη, που μας λέει συγκεκριμένα πως ο ίδιος ο Αναξίμανδρος χαρακτήριζε το άπειρον ως «θείο» αφού ἀίδιον εἶναι καί ἀγήρω (Φυσικά, 203 β 6). Εδώ ακριβώς αναζητεί κι ο Γαίγκερ στηρίγματα των θέσεων του. Δηλώνοντας, κατ' αυτόν, ο Αναξίμανδρος πως το Απεριόριστο «αγκαλιάζει και κυβερνά τα πάντα», δεν κάνει άλλο από το να πληροί την ύπατη αξίωση κάθε θρησκευτικής σκέψης έναντι του θείου. Πρόκειται λοιπόν για μια οντολογική και για μια θεολογική ερμηνεία του φιλοσόφου. Εμπνεόμενος από την ιδέα αυτή, ο Πωλ Σέλιγκμαν βλέπει στο άπειρον του Αναξίμανδρου μια απαρχή, που η ίδια της δεν γνώρισε ποτέ αρχή, έναν γεννήτορα των πάντων, που ο ίδιος όμως είναι αγέννητος· είναι το Urgrund, η πρωταρχική πηγή απ' όπου ξεπήδησαν τα άτομα που, για να εισέλθουν στο γίγνεσθαι, διαπράττουν την αδικία κι έπειτα, εγκαταλείποντας την ύπαρξη τους και επιστρέφοντας στο άπειρον, καταβάλλουν το τίμημα που συνεπάγεται η ύπαρξη τους. Ο αφανισμός άρα είναι και μια επιστροφή στην πηγή της ζωής, ώστε αυτό που, υπό το πρίσμα της πεπερασμένης ύπαρξης, είναι επανεμφάνιση και κολασμός, υπό το πρίσμα του απείρου φαίνεται απελευθέρωση και απολύτρωση. Έτσι λοιπόν η σχέση απείρου-αδικίας μαρτυρεί, κατ' αυτήν την ερμηνεία, τον ασίγαστο πόθο του ανθρώπου για επανασύνδεση με το θείο μέσα από τις διάφορες αντιξοότητες του εδώ και τώρα.
Πριν ακόμα προτείνουμε κάποιο συμπέρασμα, καλό θα ήταν να εξετάσουμε ό,τι γνωρίζουμε ακόμα σχετικά με τον Αναξίμανδρο. Για το περιεχόμενο της φυσικής του θεωρίας δεν διαθέτουμε παρά κάποιες σκόρπιες ενδείξεις. Μας λέει λοιπόν ότι: «Τα ζώντα όντα γεννήθηκαν από το υγρό στοιχείο, όταν αυτό εξατμίστηκε πια από τον ήλιο. Στην αρχή ο άνθρωπος έμοιαζε με κάποιο άλλο ζώο, μάλλον με ψάρι» (12 Α 11, 6). Πολλοί είναι αυτοί που επιχείρησαν, ιδίως γύρω στα 1870, να μετατρέψουν τον Αναξίμανδρο σε πρόγονο του Δαρβίνου, ενώ άλλοι δεν είδαν στις φράσεις που παραθέσαμε τίποτα πέρα από κατάλοιπα μυθολογιών. Ίσως είναι η κατάλληλη ευκαιρία εδώ να αναρωτηθούμε, εν είδει συμπεράσματος, αν τελικά ο δαρβινισμός συναντά πράγματι τον Αναξίμανδρο, όχι όμως ως επιστήμη αλλά ως σημαίνουσα υπερερμηνεία σχετικά με το πρόβλημα της καταγωγής των ειδών. Ο Αναξίμανδρος πριν απ' όλα αφηγείται και μόνον εκ των υστέρων μας είναι δυνατόν να αναρωτηθούμε αν έκανε εμπειρικές παρατηρήσεις· αντίθετα, ο Δαρβίνος παρατηρεί, συνήθως όμως ξεχνάμε να αναρωτηθούμε μήπως τελικά κι αυτός καταλήγει να αφηγείται. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να ανακαλύψουμε στη Thalassa του Σ. Φερέντσι μια εκ παραλλήλου θέαση του ψυχαναλυτικού και προσωκρατικού κόσμου ως επιστροφή στο απεριόριστο ή το άπειρο, μετά τον αποχωρισμό της γέννησης. Ο Φερέντσι αναπτύσσει μια «βιολογία του βάθους», εμμένοντας στη ν ιδέα πως κάθε έμβιο ον επιζητεί να επιστρέψει στην «γαλήνη της ανόργανης φύσης», να προβεί σε μια θαλάσσια οπισθοδρόμηση, που αποσκοπεί στην ακύρωση της γέννησης του· η συνουσία απεικονίζει επακριβώς την θεμελιακή αυτή επιθυμία. Αλλά και. σ' αυτό ακόμα το Eurêka του Ε.-A. Poe δεν μπορούμε άραγε να βρούμε ένα όραμα του κόσμου που φαίνεται να το εμπνεύστηκε απευθείας από τον Αναξίμανδρο, ιδίως όταν γράφει: «Η γενική μου πρόταση είναι η εξής: μέσα στην πηγαία αιωνιότητα του πρωταρχικού όντος περιέχεται η δευτερεύουσα αιτία όλων των όντων, καθώς και το σπέρμα της άφευκτης καταστροφής». Έτσι αναπτύσσεται ένα ρεύμα ποιητικής και μεταφυσικής ερμηνείας των θεωριών του Νεύτωνα και του Λαπλάς, σύμφωνα με την οποία η βαρύτητα αποτελεί το αποτέλεσμα μιας εξακτίνωσης του πολλαπλού με βάση το ένα: η διάχυση αυτή θα πάψει μόνον την ημέρα που το πολλαπλό θα επιστρέψει στην αρχική του πηγή.
Τι να πει κανείς τελικά; Τα ελάχιστα που μας έχουν απομείνει από την σκέψη του Αναξίμανδρου δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με τρόπο βέβαιο κι αντικειμενικό τι θέλησε πραγματικά να πει. Το γεγονός όμως και μόνο πως ο λόγος αυτός έφθασε ως εμάς δια μέσου των αιώνων είναι ίσως ήδη ένα σημάδι πως δεν έχει ακόμα πάψει να μιλά στους ανθρώπους: είδαμε άλλωστε, μέσα από μερικά παραδείγματα, τι και πόσα θα μπορούσε να τους λέει. Δεν είναι άραγε αυτό ένδειξη ενός λόγου που φέρει ανεξάντλητο φορτίο νοημάτων κι ωστόσο η σημασία του βρίσκεται πριν απ' όλα σ' αυτό ακριβώς που μας λέει; Προεπιστημονική σύλληψη του κόσμου ή μυθολογία; Ίσως θα πρέπει τελικά να απορρίψουμε το ίδιο το δίλημμα, αποφαινόμενοι πως πρόκειται ταυτόχρονα για μια επιστήμη προς απομυθολογικοποίηση και για μια μυθολογία προς γνώση: και οι δυο τους μαζί δεν είναι παρά το υπόστρωμα κοσμοθεωριών που έχουν κοινή τη ρίζα τους και μας εξωθούν στο πεδίο της αγωνίας για την ανθρώπινη συνθήκη.
III. Αναξιμένης
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη ζωή του: γεννημένος στη Μίλητο, θα πρέπει να ήκμαζε γύρω στα 546 π.Χ. και να πέθανε το 528. Μαθητής και φίλος του Αναξίμανδρου, λέγεται ότι έγραψε ένα βιβλίο σε ιωνική διάλεκτο. Όπως ακριβώς ο Αναξίμανδρος, έτσι κι ο Αναξιμένης αποφαίνεται πως η θεμελιώδης ουσία είναι μία και άπειρη, στην περίπτωση του όμως φαίνεται συγκεκριμένη και δεν είναι άλλη από τον αέρα (13 Α 5). Αν ο κόσμος, καθώς τον αντιλαμβανόταν, είναι ένα ζων σώμα, τότε ο αέρας του είναι εξίσου απαραίτητος, όπως και στον άνθρωπο, για ν’ αναπνέει. «Όπως η δική μας ψυχή, όντας αέρας (ἀήρ), μας συγκρατεί, και όλο τον κόσμο μια πνοή (πνεῦμα) και ένας αέρας περικλείει» (13 Β 2)· υπάρχει λοιπόν, όπως και στους Πυθαγόρειους, ένας στενός παραλληλισμός μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου.
Ο Αναξίμανδρος είχε παρατηρήσει, δίχως ωστόσο να εξηγήσει, τις διαδοχικές μεταμορφώσεις των όντων από το ένα σε κάποιο άλλο: ο Αναξιμένης, αντίθετα, μας δίνει ως εξήγηση την αραίωση και την συμπύκνωση, χάρη στις οποίες τα πάντα γεννώνται από τον αέρα. Η αραίωση παράγει τη θερμότητα και τη φωτιά∙ η συμπύκνωση, αντίθετα, το ψύχος, τον άνεμο και τα σύννεφα, το νερό, τη γη και τις πέτρες. Κι εδώ όμως τίθεται το ίδιο ερώτημα: βρισκόμαστε ενώπιον μιας φυσικής εξήγησης ή μήπως ενός βιταλιστικού και οιονεί ρομαντικού οράματος που ερμηνεύει τη ζωή του σύμπαντος με αφετηρία τη ρυθμικότητα συστολών και διαστολών; Φαίνεται τελικά πως ο πλούτος του μηνύματος του Αναξιμένη έγκειται και πάλι στο να μας εγκαταλείπει μπροστά σ’ αυτή την αμφισημία, απεικόνιση της ίδιας μας της συνθήκης.
Ο Αναξιμένης για καιρό θεωρείτο ο κατ’ εξοχήν Ίωνας φιλόσοφος. Τελευταίοι εκπρόσωποι της Ιωνικής Σχολής ήταν ο Ίππων, ο Ιδαίος από την Ιμέρα, για τον οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, και κυρίως ο Διογένης ο Απολλώνιος, που διατήρησε τη θεωρία του Αναξιμένη περί αέρος ως αρχής του παντός, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι είναι και συστατικό της ψυχής του σύμπαντος, που είναι κατά συνέπεια συγγενής με την ψυχή ανθρώπων και ζώων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου