Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (944-987)

ΧΟ. ἔτλα καὶ Δανάας οὐράνιον φῶς [στρ. α]
945 ἀλλάξαι δέμας ἐν χαλκοδέτοις
αὐλαῖς· κρυπτομένα δ᾽ ἐν
τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη·
καίτοι ‹καὶ› γενεᾷ τί-
μιος, ὦ παῖ παῖ,
καὶ Ζηνὸς ταμιεύε-
950 σκε γονὰς χρυσορύτους.
ἀλλ᾽ ἁ μοιριδία τις
δύνασις δεινά·
οὔτ᾽ ἄν νιν ὄλβος οὔτ᾽ Ἄρης,
οὐ πύργος, οὐχ ἁλίκτυποι
κελαιναὶ νᾶες ἐκφύγοιεν.

ζεύχθη δ᾽ ὀξύχολος παῖς ὁ Δρύαντος, [ἀντ. α] 955
Ἠδωνῶν βασιλεύς, κερτομίοις
ὀργαῖς ἐκ Διονύσου
πετρώδει κατάφαρκτος ἐν δεσμῷ.
οὕτω τᾶς μανίας δει-
νὸν ἀποστάζει
960 ἀνθηρόν τε μένος. κεῖ-
νος ἐπέγνω μανίαις
ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερ-
τομίοις γλώσσαις.
παύεσκε μὲν γὰρ ἐνθέους
γυναῖκας εὔιόν τε πῦρ,
965 φιλαύλους τ᾽ ἠρέθιζε Μούσας.

παρὰ δὲ κυανέαιν σπιλάδοιν διδύμας ἁλὸς [στρ. β]
ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ᾽ ὁ Θρῃκῶν ‹ἠιὼν›
970 Σαλμυδησσός, ἵν᾽ ἀγχίπολις Ἄρης
δισσοῖσι Φινεΐδαις
εἶδεν ἀρατὸν ἕλκος
τυφλωθὲν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος
ἀλαὸν ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις
975 ἀραχθέντων ὑφ᾽ αἱματηραῖς-
χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκμαῖσιν.

κατὰ δὲ τακόμενοι μέλεοι μελέαν πάθαν [ἀντ. β]
980 κλαῖον, ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν·
ἁ δὲ σπέρμα μὲν ἀρχαιογόνων
ἄντασ᾽ Ἐρεχθεϊδᾶν,
τηλεπόροις δ᾽ ἐν ἄντροις
τράφη θυέλλῃσιν ἐν πατρῴαις
985 Βορεὰς ἅμιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου
θεῶν παῖς· ἀλλὰ κἀπ᾽ ἐκείνᾳ
Μοῖραι μακραίωνες ἔσχον, ὦ παῖ.

***
ΧΟΡ. Το ᾽παθε κι η Δανάη να στερηθεί
το ουράνιο φως μες σε χαλκόδετες ειρκτές
και στο ζυγό υποτάχτηκε, να ζει
κρυμμένη μες σε θάλαμο σαν τάφο·
κι όμως, ω κόρη, ήταν κι αυτή τρανή γενιά
και φύλαε θησαυρό στον κόρφο της
950 του Δία το σπέρμα, τη χρυσοβροχή·
μα η δύναμη της Μοίρας φοβερή
κι ούτε αρχοντιά ούτε Άρης ούτε κάστρα
ούτε γοργά καράβια κυματόδαρτα
δεν είναι μπορετό να της ξεφύγουν.

Γνώρισε το ζυγό της και του Δρύαντα ο γιος,
ο αψίχολος των Ηδωνών ο βασιλιάς,
που για τις βλαστημιές του τις παράφορες
κλείστηκε απ᾽ το Διόνυσο δεσμώτης
μέσα σε πέτρινη σπηλιά· κι έτσι σταλιά σταλιά
ρεύει το φοβερό το θρασομάνισμά του
και τ᾽ άγριο φούντωμα της λύσσας του,
960 κι ένιωσε που ήταν τρέλα, το Θεό
με βλάστημη να ᾽γγίξει γλώσσα, γιατί μπόδιζε
τις ένθεες τις γυναίκες και τις βακχικές φωτιές
κι ερέθιζε τις φίλαυλες τις Μούσες.

Δώθε απ᾽ τους Μαύρους βράχους της διπλής
της θάλασσας είναι του Βόσπορου οι ακτές
κι ο εχθρόξενος Σαλμυδησσός της Θράκης,
970 εκεί όπου ο Άρης ο γειτονικός
είδε το άθεο το πάθημα των δυο των Φινειδών,
που η άγρια η μητριά των
τους τύφλωσε χτυπώντας τούς ανεύφραντους
τους κύκλους τω ματιών των
με τα ματοβαμμένα χέρια της
και με τις μυτερές σαΐτες τ᾽ αργαλειού της.

Κι έλιωναν κλαίοντας οι βαριόμοιροι
τη μαύρη τους τη μοίρα, που ᾽χαν γεννηθεί
980 από μητέρα κακοπαντρεμένη·
κι αυτή ήταν σπέρμα των αρχαίων Ερεχθειδών
και μες σ᾽ απόμακρες μεγάλωσε σπηλιές
με του πατέρα της Βορά τις μπόρες
και πιο γοργή από άλογα έτρεχε
πάνω απ᾽ τα ορθόψηλα τα βράχια,
θεών παιδί· μα και σε κείνη απάνω πέσανε
οι προαιώνιες Μοίρες, κόρη ω κόρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου