Μια βροχερή μέρα, πριν από πολλά χρόνια, ένας ηλικιωμένος άντρας οδηγούσε το κάρο του σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες, οπότε η διαδρομή ήταν δύσκολη και η βροχή απλώς την έκανε χειρότερη.
Καθώς το κάρο έπεσε μέσα σε έναν ιδιαίτερα βαθύ λάκκο, έσπασε ο ένας πίσω τροχός Αφού ηρέμησε το άλογό του , ο ηλικιωμένος άντρας πήδησε κάτω στον λασπωμένο δρόμο και άρχισε να παιδεύεται με τον τροχό του κάρου του. Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ο λάκκος ήταν υπερβολικά βαθύς και ο τροχός υπερβολικά βαρύς για να τον σηκώσει. Όπως στεκόταν εκεί, βρεγμένος και παγωμένος, άκουσε βήματα να τρέχουν προς το μέρος του. Ένα αγροτόπαιδο βρισκόταν καθ’ οδόν προς το σπίτι του για το δείπνο, όταν είδε το σπασμένο κάρο του ηλικιωμένου άντρα με το νερό να τρέχει γύρω του σαν ποτάμι. Το αγόρι ήταν μεγαλόσωμο, δυνατό και πρόθυμο να βοηθήσει. Αφού βρήκε έναν πάσσαλο από κάποιον πεσμένο φράχτη, μπήκε μέχρι τα γόνατα μέσα στον λάκκο με τη λάσπη και σήκωσε το κάρο. Έπειτα άρχισε να επισκευάζει τον τροχό.
Όσο δούλευε, το αγόρι μιλούσε στον ηλικιωμένο άντρα για τα όνειρα που έκανε για το μέλλον. Ελάχιστα πράγματα κατανοούσε για τον κόσμο, αλλά ήθελε να μάθει. Ήθελε να ανακαλύψει ποιος είναι και να βρει απαντήσεις στα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής. Σύντομα θα γινόταν αντρας, και ήθελε να ξέρει περισσότερα πράγματα για την αγάπη. Είπε ότι συχνά ονειροπολούσε σχετικά με τα υπέροχα πράγματα που του επιφύλασσε το μέλλον.
«Τις περισσότερες ημέρες» είπε το αγόρι γελώντας «δεν είμαι σίγουρος αν ονειρεύομαι ή αν είμαι ξύπνιος!» Το αγόρι συνέχισε να μιλάει και ο ηλικιωμένος άντρας άκουγε σιωπηλός. Μέσα σε μια ώρα η δουλειά είχε τελειώσει. Ο τροχός είχε τοποθετηθεί με ασφάλεια στη θέση του και το κάρο ήταν πίσω στον δρόμο. Ο ηλικιωμένος άντρας, γεμάτος ευγνωμοσύνη, έψαξε μέσα στις τσέπες του για λίγα νομίσματα. Αφού δεν βρήκε τίποτα να προσφέρει στο αγόρι για τη δουλειά του, τον ρώτησε αν αντ’ αυτού θα δεχόταν τρία μαργαριτάρια σοφίας, διαβεβαιώνοντάς τον ότι τα μαργαριτάρια θα του παρείχαν περισσότερα πλούτη από οποιαδήποτε νομίσματα. Καθώς ο ήλιος διαπερνούσε τα ορμητικά μαύρα σύννεφα, το αγόρι χαμογέλασε. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί την ευγνωμοσύνη του άντρα, με όποιον τρόπο κι αν προσφερόταν. Και στο κάτω-κάτω είχε πολλά να μάθει. «Ναι», απάντησε ευγενικά το αγόρι. «Πραγματικά με τιμά το γεγονός ότι θα μοιραστείτε τη σοφία σας μαζί μου, κύριε».
Τότε ο ηλικιωμένος άντρας έσκυψε προς το μέρος του και άρχισε να μιλάει.
«Για να βρεις τον δρόμο σου σε αυτόν τον κόσμο, χρειάζεται μόνο να απαντήσεις σε τρία ερωτήματα» εξήγησε ο ηλικιωμένος άντρας. «Πρώτον, πρέπει να αναρωτηθείς: “Ποιος είμαι;” Θα ξέρεις ποιος είσαι όταν καταλάβεις ποιος δεν είσαι, «Δεύτερον, πρέπει να αναρωτηθείς “Τι είναι αληθινός” Θα ξέρεις τι είναι αληθινό όταν δεχτείς αυτό που δεν είναι αληθινό». «Τρίτον» ολοκλήρωσε ο άντρας «πρέπει να αναρωτηθείς: “Τι είναι αγάπη;” Θα γνωρίσεις την αγάπη όταν συνειδητοποιήσεις τι δεν είναι αγάπη».
Ο ηλικιωμένος άντρας ίσιωσε το κορμί του, σκουπίζοντας πιτσιλιές λάσπης από το παλτό του. Το αγόρι έβγαλε το καπέλο του με σεβασμό και εξέφρασε τις ευχαριστίες του. Παρακολούθησε τον ηλικιωμένο άντρα να σκαρφαλώνει επάνω στο κάρο του και να σφυρίζει στο άλογό του.
Καθώς το αγόρι έστριβε προς το σπίτι του, όπου τον περίμενε το βραδινό φαγητό, έριξε μια ματιά πίσω και είδε το πίσω μέρος του κάρου να εξαφανίζεται ανάμεσα στις σκιές του δειλινού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου