Καθόμαστε (ορισμένοι, όχι όλοι) και τον αφήνουμε να περνάει έτσι, γιατί “Τι πειράζει μωρέ; Άλλη μια μέρα είναι, θα περάσει”... και περνά η μέρα και ο μήνας και ο χρόνος...
Για μέτρα μου λιγάκι μέχρι το εκατό και πες μου, πόση ώρα σου πήρε;
Ναι, τόσο γρήγορα περνάει. Και ξέρεις, το χειρότερο είναι, όχι η ταχύτητα με την οποία περνάει αλλά το πού τον αφιερώνουμε. Συγκεκριμένα, σκέφτομαι για ανθρώπους και τις σχέσεις μας με αυτούς.
Δεν ξέρω αν έχεις νιώσει ποτέ σου να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως αυτό που έχεις ή αυτό που θέλεις διακαώς, είναι καλό, σωστό, όμορφο, τέλειο.. και αυθυποβάλεσαι, λέγοντάς σου φράσεις του τύπου “Περνάω πολύ καλά!”, “Είμαι στα καλύτερά μου!”, “Αξίζει πολύ!”, προσπαθώντας να σε κάνεις να το εκτιμήσεις, να του δώσεις συνέχεια γιατί “Κρίμα μωρέ να πάνε χαμένα όλα τα προηγούμενα χρόνια” ή η ως τώρα προσπάθεια να τον/την κερδίσεις. Εγώ το έχω νιώσει όμως, γι’ αυτό και μιλάω για μένα και, αν ταυτίζεσαι, είναι ένα ευτυχές γεγονός καθώς μπορεί να διαβάσεις κάτι που θα σε κάνει να δεις την ζωή σου λίγο διαφορετικά.
Είναι μια αντιδραστική ανάγκη της εποχής, νομίζω. Εκεί που βλέπουμε όλα τα εφήμερα γύρω μας, το εύκολο σεξ, τις σχέσεις μιας νύχτας, προσπαθούμε να τα ανατρέψουμε όλα. Να φτιάξουμε μια σχέση ξεχωριστή από τις άλλες, που να έχει διάρκεια και ουσία. Να δείξουμε στην κοινωνία όλη πως “Να ρε! Γίνεται κι έτσι και ξέρετε κάτι; Είναι πανέμορφο! Αξίζει τον κόπο...”. Το πρόβλημα όμως είναι πως πάμε από το ένα άκρο στο άλλο.
“Παν μέτρον άριστον”! Πού πήγε αυτό;
Πού πήγε όταν ήμασταν μόνοι και πολιορκούσαμε εκείνο το πολυπόθητο;
Εκείνο που εμείς θεωρούσαμε ιδανικό και λέγαμε πως «Αξίζει κάθε κόπο και θυσία!» και περνούσαν μήνες και μήνες που κάναμε δυο βήματα μπρος και δυο πίσω.
Τότε που ο εγωισμός και η αξιοπρέπεια, κηδεύτηκαν, θάφτηκαν και λησμονήθηκαν... ούτε ένα λουλούδι στο μνήμα τους, ούτε μια επίσκεψη, μην και μας αλλοιώσουν εκείνο το μεγάλο “θέλω” μας και χάσουμε “την ευκαιρία της ζωής μας”... αλλά ξέρεις τι; Όταν αναστηθούν, θα πάρουν τον έλεγχο της ζωής μας με το “έτσι θέλω”. Και θ’ αναστηθούν, μη νομίζεις κάτι άλλο. Και θα μας κατηχήσουν: «Να είσαι κυνηγός αλλά να είσαι και θήραμα. Γιατί όσο αξίζει εκείνος/η να κυνηγηθεί, τόσο αξίζεις κι εσύ.»
Πού πήγε όταν ήμασταν σε μια ανισόρροπη σχέση και, για χάρη της επιμονής μας να τη σώσουμε, αφήσαμε τον εαυτό μας να χαθεί; Τι ουσία έχει η σχέση μας όταν εμείς πια έχουμε αλλοιωθεί;
Σκοτώσαμε το “εγώ” για το “εμείς”. Σου ακούγεται ρομαντικό; Δεν είναι! Είναι απαίσιο, παράλογο και ηλίθιο! Θέλει δύο “εγώ” να έρθουν κοντά για να γίνει “εμείς”.. πληθυντικός, μην μου ξεχνιέσαι. Όταν το δικό μας έχει πάρει άδεια άνευ αποδοχών, πώς γίνεται να υφίσταται ακόμα ο πληθυντικός;
Αφήσαμε στην άκρη τα σχέδιά μας για το μέλλον μας, εκείνο στο οποίο θα ήμασταν ιδιοκτήτες του και θα ψάχναμε έναν συνιδιοκτήτη.. γιατί; Για να γίνουμε απλοί υπάλληλοι στο μέλλον του “συντρόφου” μας;
Η ομορφιά της σχέσης, βρίσκεται στις αμοιβαίες υποχωρήσεις και η χημεία, στη συμβατότητα που τις κάνει λίγες κι ανώδυνες. Αυτή είναι η μαγεία της.
Πού πήγε, λοιπόν, όταν σταματήσαμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας;
Κι εσύ, όπως κι εγώ, είμαστε κάπως αρνητικοί στις αλλαγές. Θέλουμε να δίνουμε ευκαιρίες σε αυτά που ήδη έχουμε, είτε είναι πράγματα, είτε συναισθήματα, είτε άνθρωποι. Γιατί όμως παραβλέπουμε την αλλαγή που συμβαίνει στον εαυτό μας; Πώς γίνεται να μας ενοχλεί κάθε είδους αλλαγή, εκτός αυτής που συμβαίνει στο “είναι” μας; Δεν πειράζει αυτή; Μα αυτή είναι η χειρότερη όλων!
Η ζωή είναι μια δέσμη φωτός κι εμείς είμαστε το πρίσμα που την κάνει τα χρώματά της. Όταν αλλάξουμε, αλλάζει και το πώς την βλέπουμε και την ζούμε.
Πού πήγε όταν κάναμε υπομονή μέρες, μήνες, χρόνια, μέχρι να δούμε κάποια θετική και αναγκαία αλλαγή; Αλλά «Δεν πειράζει, έτσι είναι η αγάπη, έχει τις δυσκολίες της..» σκεφτόμαστε και δίνουμε κι άλλη υπομονή, όση δεν έχουμε και παίρνουμε δάνειο από το μέλλον μας. Κι έρχεται το μέλλον να συλλέξει, με τόκο. Μην νομίζεις πως γλιτώνουμε, όχι. Όση παραπάνω υπομονή σπαταλάμε, τόση και διπλάσια μας λείπει από εκεί που θα μας χρειαστεί.
Αλήθεια, πού πήγε όταν είπαμε τόσα ψέματα στον εαυτό μας για “να το παλέψουμε λίγο ακόμα”;
Και το παλέψαμε μόνοι μας γιατί μόνο ένα “εγώ” υπήρχε σε ισχύ σε εκείνη τη “σχέση” κι αυτό κοιτούσε τα “θέλω” του, όχι τα δικά μας.
Κάθε πρωί, μας φωνάζαμε στον καθρέφτη «Το παλεύω γιατί αξίζει. Αξίζει!», τόσο δυνατά ώστε να πνίξουμε το «Νιώθω ριγμένος/η και ηλίθιος/α που πέταξα τα “θέλω” μου για “πρέπει” που δεν μου ανήκουν» που μας ψιθυρίζαμε από το βράδυ.
Πού πήγε όταν, αντί για έρωτα κάναμε σεξ, κλείναμε τα μάτια και φαντασιωνόμασταν άλλο κορμί κι άλλη φωνή, άλλο πρόσωπο και άλλα χέρια, άλλα μαλλιά και άλλα μάτια;
Αλλά «Δεν πειράζει, είναι μια υγιής φαντασίωση...», σκεφτόμασταν προς υπεράσπισή μας.
Δεν πειράζει; Μια ηδονή κι ένας οργασμός που αφιερώνεται αλλού.. και ο “σύντροφος”, ένα απλό σκεύος ηδονής, ένα sex toy που “φορτίζουμε” κατά τη διάρκεια της πράξης με λέξεις, φωνάζοντας το όνομά του, μη και σβήσει στα μισά και μας χαλάσει τη φαντασίωση.. μα μέσα μας, ξέρουμε καλά πως φωνάζουμε το λάθος όνομα. Τελειώνουμε, καθόμαστε αγκαλιά και κάπου κάπου, χάνεται το βλέμμα και φέρνει μία άλλη μορφή στον νου.. εκείνη που λείπει από το πλάι μας.
Ναι, σωστά, δεν πειράζει...
«Σε θέλω. Σε θέλω όσο δεν έχω θελήσει ποτέ μου οτιδήποτε άλλο. Σε θέλω εδώ και τώρα για να σου δώσω τα όσα έχω και όσα αποκτήσω.. μα γίνε άξια/ος της τιμής που ζητάς...»
«Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ για όσα όμορφα ζήσαμε. Σ’ αγαπώ.. μα δεν σε γουστάρω πια...»
Αυτά θέλαμε να πούμε αλλά δεν μας αφήναμε.
Γιατί αν δεν γεμίσουμε ουλές, απωθημένα και αμέτρητους συμβιβασμούς, σε συνάρτηση με πολλά έτη προσπάθειας, δεν μπορεί να λέγεται μια σχέση δυνατή και ουσιώδης.
Γιατί αν δεν προσπαθούσαμε τόσο απόλυτα, κλείνοντας απ’ έξω κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεν θα είχε την ίδια βαρύτητα ο έρωτας, η σχέση, η προσπάθεια, το πάθος, το κυνήγι.
Κι ας μην είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας.
Κι ας θέλουμε κάτι που δεν μας δίνει η σχέση μας.
Κι ας μην είναι “πραγματική σχέση” πια, αλλά ένας κακός συμβιβασμός, μια δυστοπία καλλωπισμένη με όμορφα λόγια, ξεθωριασμένες εικόνες και ιδανικά που δεν γέννησε.
Κι έτσι, όσο είμαστε θύματα της αυθυποβολής μας, η ζωή μας προσπερνά.
Γιατί κάναμε τέλεια μια ατελή και ισάξια μ’ εμάς οντότητα στον νου μας.
Γιατί δεν θέλαμε να πετάξουμε στα σκουπίδια τον ως τότε κόπο μας.
Γιατί κάναμε τη ζωή μας βοηθητική ρόδα για τις ζωές άλλων.
Γιατί αυτά που πετάξαμε τελικά, ήταν εμάς στην ανακύκλωση, από όπου θα βγούμε διαφορετικοί και τον χρόνο στα σκουπίδια, γιατί δεν θα τον πάρουμε πίσω ποτέ.
Υπενθυμίζω πως για μένα τα λέω... αν εσύ ταυτίζεσαι όμως, έχω να μας αφιερώσω μια μικρή φράση: Περαστικά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου