125 ἡμᾶς. ΧΑΙ. τυχὸν ἴσως ‹ὅδ᾽› ὀδυνώμενός τι νῦν
τετύχηκε· διόπερ ἀναβαλέσθαι μοι δοκεῖ
αὐτῷ προσελθεῖν, Σώστρατ᾽· εὖ τοῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι
πρὸς πάντα πράγματ᾽ ἐστὶ πρακτικώτερον
εὐκαιρία. ΠΥ. νοῦν ἔχετε. (ΧΑΙ.) ὑπέρπικρον δέ τι
130 ἐστὶν πένης γεωργός, οὐχ οὗτος μόνος,
σχεδὸν δ᾽ ἅπαντες. ἀλλ᾽ ἕωθεν αὔριον
ἐγὼ πρόσειμ᾽ αὐτῷ μόνος, τὴν οἰκίαν
ἐπείπερ οἶδα. νῦν δ᾽ ἀπελθὼν οἴκαδε
καὶ σὺ διάτριβε· τοῦτο δ᾽ ἕξει κατὰ τρόπον.
135 (ΠΥ.) πράττωμεν οὕτως. ΣΩ. πρόφασιν οὗτος ἄσμενος
εἴληφεν· εὐθὺς φανερὸς ἦν οὐχ ἡδέως
μετ᾽ ἐμοῦ βαδίζων οὐδὲ δοκιμάζων πάνυ
τὴν ἐπιβολ]ὴν τὴν τοῦ γάμου. κακὸν δὲ σὲ
κακῶς ἅπ]αντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί,
140 μαστιγία. [ΠΥ.] τί δ᾽] ἠδίκηκα, Σώστρατε;
(ΣΩ.) κακῶς ἐπό]εις τὸ χωρίον τι δηλαδή.
[ΠΥ.] οὐ μὰ Δί᾽] ἔκλεπτον. (ΣΩ.) ἀλλ᾽ ἐμαστίγου σέ τις
οὐδὲν ἀδικοῦντα; (ΠΥ.) καὶ πάρεστί γ᾽ οὑτοσί.
‹ΣΩ.› αὐτός; ‹ΠΥ.› ὑπάγω. ‹ΣΩ.› βέλτιστε, σὺ δὲ τούτῳ λάλει.
145 (ΧΑΙ.) οὐκ ἂν δυναίμην· ἀπίθανός τις εἴμ᾽ ἀεὶ
ἐν τῷ λαλεῖν. ποῖον λέγει[ . . . ]νι;
‹ΣΩ.› οὐ πάνυ φιλάνθρωπον β[λέπειν μ]οι φαίνεται,
μὰ τὸν Δί᾽· ὡς δ᾽ ἐσπούδακ᾽. ἐ[πανάξ]ω βραχὺ
ἀπὸ τῆς θύρας. βέλτιον. ἀλλὰ κ̣[αὶ β]οᾷ
150 μόνος βαδίζων. οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖ.
δέδοικα μέντοι, μὰ τὸν Ἀπόλλω καὶ θεούς,
αὐτόν. τί γὰρ ἄν τις μὴ οὐχὶ τἀληθῆ λέγοι;
τετύχηκε· διόπερ ἀναβαλέσθαι μοι δοκεῖ
αὐτῷ προσελθεῖν, Σώστρατ᾽· εὖ τοῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι
πρὸς πάντα πράγματ᾽ ἐστὶ πρακτικώτερον
εὐκαιρία. ΠΥ. νοῦν ἔχετε. (ΧΑΙ.) ὑπέρπικρον δέ τι
130 ἐστὶν πένης γεωργός, οὐχ οὗτος μόνος,
σχεδὸν δ᾽ ἅπαντες. ἀλλ᾽ ἕωθεν αὔριον
ἐγὼ πρόσειμ᾽ αὐτῷ μόνος, τὴν οἰκίαν
ἐπείπερ οἶδα. νῦν δ᾽ ἀπελθὼν οἴκαδε
καὶ σὺ διάτριβε· τοῦτο δ᾽ ἕξει κατὰ τρόπον.
135 (ΠΥ.) πράττωμεν οὕτως. ΣΩ. πρόφασιν οὗτος ἄσμενος
εἴληφεν· εὐθὺς φανερὸς ἦν οὐχ ἡδέως
μετ᾽ ἐμοῦ βαδίζων οὐδὲ δοκιμάζων πάνυ
τὴν ἐπιβολ]ὴν τὴν τοῦ γάμου. κακὸν δὲ σὲ
κακῶς ἅπ]αντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί,
140 μαστιγία. [ΠΥ.] τί δ᾽] ἠδίκηκα, Σώστρατε;
(ΣΩ.) κακῶς ἐπό]εις τὸ χωρίον τι δηλαδή.
[ΠΥ.] οὐ μὰ Δί᾽] ἔκλεπτον. (ΣΩ.) ἀλλ᾽ ἐμαστίγου σέ τις
οὐδὲν ἀδικοῦντα; (ΠΥ.) καὶ πάρεστί γ᾽ οὑτοσί.
‹ΣΩ.› αὐτός; ‹ΠΥ.› ὑπάγω. ‹ΣΩ.› βέλτιστε, σὺ δὲ τούτῳ λάλει.
145 (ΧΑΙ.) οὐκ ἂν δυναίμην· ἀπίθανός τις εἴμ᾽ ἀεὶ
ἐν τῷ λαλεῖν. ποῖον λέγει[ . . . ]νι;
‹ΣΩ.› οὐ πάνυ φιλάνθρωπον β[λέπειν μ]οι φαίνεται,
μὰ τὸν Δί᾽· ὡς δ᾽ ἐσπούδακ᾽. ἐ[πανάξ]ω βραχὺ
ἀπὸ τῆς θύρας. βέλτιον. ἀλλὰ κ̣[αὶ β]οᾷ
150 μόνος βαδίζων. οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖ.
δέδοικα μέντοι, μὰ τὸν Ἀπόλλω καὶ θεούς,
αὐτόν. τί γὰρ ἄν τις μὴ οὐχὶ τἀληθῆ λέγοι;
***
ΠΥΡ. Δεν ξέρετε, καλέ, τί τέρας είναι·θα μας κάνει κομμάτια, θα μας φάει.
ΧΑΙΡ. Τώρα μπορεί και να ᾽ταν στις κακές του·
για αργότερα ν᾽ αφήσουμε, εγώ λέω,
Σώστρατε, τη συνάντηση μαζί του.
Σε κάθε πράμα, ξέρεις, πετυχαίνεις
μόνο αν διαλέξεις την κατάλληλη ώρα.
ΠΥΡ. Φρόνιμος λόγος. ΧΑΙΡ. Οι φτωχοί ξωμάχοι
130 είναι σωστό φαρμάκι· αυτός μονάχα;
Όλοι σχεδόν έτσι είναι. Εγώ όμως αύριο,
πρωί πρωί, μια κι έμαθα το σπίτι,
μονάχος θά ᾽ρθω και θα πάω κοντά του.
Σύρε κι εσύ στο σπίτι σου πια τώρα
και περίμεν᾽ εκεί· η δουλειά θα πάει
καλά κι έτσι όπως θέλεις. ΠΥΡ. Έτσι ας γίνει.
ΣΩΣ. (μέσα του) Ζητούσε ο φίλος αφορμή, κι αμέσως
αρπάχτηκε απ᾽ αυτή· με τί χαρά!
Ήρθε μαζί μου δίχως να του αρέσει,
αυτό είναι φανερό, κι ούτε που εγκρίνει
το γάμο μου μ᾽ αυτή την κοπελίτσα.
Στον Πυρρία.
Εσέ οι θεοί να σε παιδέψουν όπως
140 σου αξίζει. ΠΥΡ. Τί κακό έχω κάμει, αφέντη;
ΣΩΣ. Θα ᾽κλεψες κάτι μπαίνοντας στο χτήμα.
ΠΥΡ. Έκλεψα εγώ; ΣΩΣ. Μα τί; Χωρίς να φταίξεις
σ᾽ έδειραν; ΠΥΡ. Βέβαια. — Νά, σιμώνει. ΣΩΣ. Ο ίδιος;
ΠΥΡ. Πάω.
Αποτραβιέται στην είσοδο του ιερού.
ΣΩΣ. (στο Χαιρέα) Μίλησέ του εσύ, καλέ μου φίλε.
ΧΑΙΡ. Δεν το μπορώ · το χάρισμα δεν έχω
να πείθω με το λόγο· κοίταξέ τον·
σαν τί άνθρωπος σου φαίνεται πως είναι;
Αποτραβιέται.
ΣΩΣ. Ήμερου ανθρώπου η όψη του δε μοιάζει·
μά το θεό. Και κοίτα τί βιασύνη!
Ας κάμω λίγο πέρα από την πόρτα·
καλύτερα έτσι. Περπατά και σκούζει
150 μονάχος του· δεν είναι στα καλά του.
Α, μά όλους τους θεούς και μά το Φοίβο,
τον σκιάζομαι· να λέμε την αλήθεια.
Έρχεται ο Κνήμωνας· μονολογεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου