Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Ο Πλάτων και το Ελληνικό φως

Η επενέργεια της πλατωνικής σκέψης δε χρειάζεται να διαπιστωθεί ιδιαίτερα. Ο Πλάτων πέθανε το 347 π.Χ. Έκτοτε η πολιτισμική παράδοση δεν έπαψε να αναφέρεται σ’ αυτόν, για να αντλήσει εμπνεύσεις, για να τον υποβάλει σε κριτική, για να προσπαθήσει να τον ξεπεράσει. Το έργο του, τόσο στο μακρινό και στο πρόσφατο παρελθόν όσο και σήμερα, ξεπροβάλλει αναπόδραστα στον ορίζοντα κάθε θεωρητικής έρευνας. Η τέχνη κι η λογοτεχνία, που τροφοδοτήθηκαν από αυτό το έργο, δεν μπορούν να το αγνοήσουν, τόσο χτες όσο και σήμερα. Από όλους τους στοχαστές οπωσδήποτε ήταν εκείνος που η επίδραση του υπήρξε η πιο πλατειά, η πιο βαθειά, η πιο διαρκής. Πού οφείλεται μια τέτοια επιτυχία; Ποια είναι η αιτία αυτής της διαιώνισης του πλατωνισμού, ο όποιος αντιστάθηκε, επαναλήφθηκε, παραμορφώθηκε, δοξάστηκε μέσα σε όλες τις φουσκοθαλασσιές που γνώρισε η δυτική πολιτισμική παράδοση, από τη διδασκαλία του Χριστού ως τις χρησιμοθηρικές ρήσεις του βιομηχανικού πολιτισμού; Και τέλος, γιατί αυτό το έργο, πού 'ναι τόσο μακρινό, ώστε φαίνεται σάμπως να βρίσκεται εκτός χρόνου, συγκεντρώνει ακόμη και σήμερα γύρω του τα θετικά ή αρνητικά πάθη όλων των εραστών της σκέψης; Σε αυτές τις ερωτήσεις δεν μπορεί να δοθεί τυπική απάντηση. Αρκεί να αναφερθούμε στην πραγματική κατάσταση και στις αντίστοιχες ιδεολογίες, τις όποιες έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Πλάτων, και να αναλύσουμε τη σημασία της απόφασης που πήρε τότε, για να καταλάβουμε γιατί το κείμενο του παραμένει ως πρότυπο και ως παρακίνηση να το μιμηθείς και συνάμα να το ξεπεράσεις. Οι πλατωνικοί διάλογοι δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από την εποχή που τους γέννησε· η ιστορική συγκυρία είναι καθοριστική γι’ αυτούς. Κάθε προσπάθεια να τους απομακρύνουμε από αυτό το αυστηρά συγκεκριμένο πλαίσιο για να τους θεωρήσουμε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις του αιωνίου πνεύματος, ουσιαστικά μας καταδικάζει να μην κατανοούμε τίποτα από την πρωτοτυπία τους και από αύτη τη μορφή που τους επέτρεψε να διασχίσουν την ιστορία. 

Ο Πλάτων είναι ένας Αθηναίος του τέταρτου αιώνα, απογοητευμένος από την Πόλη του. Αυτή ακριβώς η απογοήτευση και το θεωρητικό σχέδιο, που αυτή γέννησε, βρίσκονται στην απαρχή της διάρκειας του πλατωνισμού. Πώς είναι δυνατό αυτό; Πώς να συλλάβουμε το γεγονός ότι ένα έργο τόσο ισχυρά σφραγισμένο από τις περιστάσεις μπορεί να είναι για μας σε τέτοιο βαθμό σύγχρονο; Γιατί ο κλασικός Έλληνας Πλάτων θέτει ακόμα και σήμερα προβλήματα που είναι και δικά μας; Όταν ανακαλούμε τα θεμελιώδη θέματα της πλατωνικής σκέψης και δείχνουμε πως αρθρώνονται, ουσιαστικά επιχειρούμε να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις. Για ποιo λόγο είμαστε -είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε αυτό μας εξοργίζει είτε μας χαροποιεί- ακόμα και σήμερα μαθητές του Πλάτωνα; Τι μας κάνει μαθητές του; Πως συμβαίνει και αυτός ο συγγραφέας, που μιλούσε εδώ και εικοσιτέσσερις αιώνες, μιλά και για μας, και μάλιστα τόσο καλά;

Ο Πλάτων ως σύγχρονος. Το πολιτικό πρόβλημα.

Όταν πεθαίνει ο Πλάτων η Πόλις ασθενεί. Το 338, στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, ο στρατός του Φιλίππου του Μακεδόνα θα συντρίψει τα ελληνικά στρατεύματα, που μια ύστατη αναλαμπή ενεργητικότητας τα είχε συνασπίσει. Έτσι δεν θα ξαναεμφανιστεί αυτή η πολιτική μορφή που έκτοτε έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη φαντασία όσων ανθρώπων αναζητούσαν το τέλειο Κράτος. Ο Φίλιππος, κυρίαρχος των Ελλήνων, θα εξασφαλίσει με τη δύναμη την ενότητα και την εσωτερική ειρήνη που ποθούσαν τα τέκνα της Ελένης τουλάχιστον από το τέλος των μηδικών πολέμων. Στο έξης η Πόλις ναρκώνεται κάτω από τον ήλιο, μέσα στη βοή της φλυαρίας του δήμου· δεν θα αφυπνιστεί παρά με τη συντριβή των Αυτοκρατοριών. Εντούτοις, επί εκατόν πενήντα χρόνια, η μοίρα της ήταν παραδειγματική. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα σχετικά μικρό, ενώ πολύ λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για το στοχασμό και τη δημιουργία, παρήγαγε πολιτισμικά έργα, ιδεολογίες, θεωρίες, που η σπουδαιότητα και η σημασία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε σφράγισαν ανεξίτηλα το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.

Δεν υπάρχει ελληνικό θαύμα· υπάρχει ένα ελληνικό φως που αποτελεί στοιχείο βασικό για ό,τι σήμερα αποκαλούμε πνευματικό πολιτισμό. Ο πέμπτος αιώνας, που βλέπει να γεννιέται ο Πλάτων και να ολοκληρώνεται η τραγική διαδικασία που οδηγεί στο θάνατο του Σωκράτη, αν δεν επινόησε, τουλάχιστον οδήγησε ως την ουσιώδη τους καθαρότητα τύπους πρακτικής και πολιτισμικά είδη που ακόμα και σήμερα ασκούν επάνω μας καθοριστική επίδραση. Η Αθήνα, για παράδειγμα, επινοεί τη δημοκρατία. Η δημοκρατία, ετυμολογικά, είναι η εξουσία του αφανούς λαού, του δήμου, που απηυδησμένος από την υποτέλεια όπου τον κρατούν οι γαιοκτήμονες, οι Άριστοι, οι «ευγενείς», εξεγείρεται και δημεύει τα αγαθά των νικημένων. Μέσα στην προοπτική της δικαιοσύνης, όπως την είχαν καθορίσει ο Δράκων και ο Σόλων, ο Κλεισθένης, ο Εφιάλτης κι ο Περικλής αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία διαφορετικά. Γι’ αυτούς δεν είναι η ισχύς του λαού, είναι η επέκταση του δικαιώματος του πολίτη σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο, η ισότητα όλων ως πολιτών, όποιο κι αν είναι το εισόδημα και η καταγωγή τους (όσο για το νόημα αυτής της τελευταίας, ας μην γελιόμαστε: η κλασική Αθήνα, που αριθμεί μισό εκατομμύριο κατοίκους, περιλαμβάνει τουλάχιστον τρακόσιες χιλιάδες σκλάβους και πενήντα χιλιάδες μέτοικους -προστατευόμενους ξένους- που δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα· αν λογαριάσουμε επιπλέον τις γυναίκες και τα παιδιά, τότε μόνο περίπου δέκα τοις εκατό του κοινωνικού σώματος έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για όλους). Η δημοκρατία, έτσι όπως την ορίζει η Αθήνα, έχει το προνόμιο να μην υπεξαιρεί πια την εξουσία, παρά να την εκθέτει σε «μέση αγορά», δηλαδή να εξασφαλίζει την ενεργητική συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας σε όποιο άτομο έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να φέρει τα όπλα για την υπεράσπιση της «πατρίδας». Οι δημοτικές συνελεύσεις, η Πνύκα, όπου συνέρχεται η λαϊκή συνέλευση, οι αγορές, όπου ο καθένας συζητάει ελεύθερα για ό,τι του φαίνεται καλό, τα δικαστήρια αποτελούν νέους τόπους, όπου ο φτωχός πολίτης, υπό την αιγίδα του νόμου, μπορεί να επιτεθεί στον πλούσιο ή στον ευγενή, όχι για να τον αμαυρώσει, αλλά για να απαιτήσει απ’ αυτόν να μοιραστεί μαζί του τα προνόμια του για το μεγαλύτερο καλό όλων…

Αφού πια εγκαθιδρυθεί θεσμικά, η δημοκρατία της Αθήνας κατακτά και τα ήθη. Επεκτείνεται στη θεωρητική και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Οι θεωρήσεις των γιατρών και των φυσικών απελευθερώνονται από τις απαγορεύσεις της θρησκείας και γίνονται τώρα αποδεχτές· οι ιερατικές ερμηνείες αντικαθίστανται από θύραθεν εξηγήσεις. Η Αθήνα υποδέχεται όσες ανακαλύψεις γίνονται στις αποικιακές Πόλεις, οι όποιες ήδη έχουν απελευθερωθεί από τις αρχαίες υποθήκες, και μάλιστα εξαιτίας μιας κατάστασης που τις ωθεί στις εφευρέσεις. Βέβαια, τον πέμπτο αιώνα ο τσαρλατανισμός των «φυσικών» γνωρίζει μεγάλη άνθηση και τα ιατρικά εγχειρίδια δεν μας καθησυχάζουν καθόλου σχετικά με τη θεραπεία που επιβάλλουν στους ασθενείς. Από την άλλη πλευρά είναι ωστόσο βέβαιο ότι αυτές οι αναζητήσεις αποκαλύπτουν ένα νέο πεδίο στοχασμού. Παράλληλα αναπτύσσεται και η ανάλυση του θεωρητικού ύφους: ενάντια στις κοσμογονίες και στις θεογονίες κυριαρχούν έρευνες που αποσκοπούν να ανακαλύψουν «ρεαλιστικές» αρχές εξήγησης και δεν δανείζονται πια τίποτα από τις παραδοσιακές θρησκευτικές ερμηνείες. «Η λογική της επιχειρηματολογίας αρχίζει κιόλας να υπερτερεί απέναντι στη συμβολική της επίκλησης…

Οι θεοί εξανθρωπίζονται και, βγαίνοντας από τις κρύπτες όπου τους κρατούσαν οι εντεταλμένοι της λατρείας, παρουσιάζονται στις ακτίνες του ήλιου και στα μάτια του λαού. Το γαλήνιο χαμόγελο τους αναγγέλλει ότι το αίνιγμα της ύπαρξης τους δεν επιδέχεται παρά μιαν απάντηση: τον άνθρωπο.Ο Απόλλων, θεός του φωτός, είναι ο υπέρτατος· στην Αθήνα, η Παλλάδα, θεά της σοφίας, υπερτερεί απέναντι στις περιπετειώδεις υπερβολές του Διόνυσου και του Ποσειδώνα. Το θέατρο, σαν πράξη συλλογικής περισυλλογής, μεταμορφώνεται βαθύτατα. Γίνεται η κατ’ εξοχήν πράξη του πολίτη, η στιγμή, σχεδόν με τη φυσική σημασία του όρου, όπου η συλλογικότητα των πολιτών αναμετρά τη σχέση της δύναμης της με τις κηδεμονικές θεότητες. Εκείνο που τεκταίνεται στη σκηνή της τραγωδίας -και που αντανακλάται στην κωμωδία μ’ ένα μυκτηρισμό ίσως ακόμα αποκαλυπτικότερο- είναι η στάση του ανθρώπου που γνωρίζει ότι απελευθερώθηκε από τη Μοίρα, αλλά που ταυτόχρονα νιώθει να βρίσκεται υπό το κράτος σκοτεινών δυνάμεων, των οποίων ο έλεγχος του διαφεύγει μόνιμα. Ο θύραθεν κόσμος των κοινωνικών ενεργειών συστοιχεί τώρα με το σύμπαν των ιερών δυνάμεων. Η θεατρική τελετουργία παρεκκλίνει από τον αρχικό της σκοπό: στο έξης, άνθρωποι και θεοί έρχονται αντιμέτωποι, αλλά όπως ο παλιός άνθρωπος ενάντια στο νέο άνθρωπο…

Την πιο καθαρή απόδειξη αυτής της πολιτισμικής μετατροπής την προσφέρει η επινόηση της ιστορικής αφήγησης. Ήδη στο δεύτερο μισό του έκτου αιώνα οι λογογράφοι -οι αρχειοφύλακες των πιο προηγμένων Πολιτειών- και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος είχαν δείξει ενδιαφέρον για τα θύραθεν συμβάντα που ρυθμίζουν τη ζωή των κρατών. Ο Ηρόδοτος, ο ιστορικός των μηδικών πολέμων, πηγαίνει πολύ μακρύτερα. Τελικά, βέβαια, δέχεται την παραδοσιακή θρησκευτική εξήγηση. Το «ρεπορτάζ» του, κάτω από την προσποιητή του αφέλεια, αποκόβεται ωστόσο εξίσου από τη νοοτροπία της εποχής. Καταγίνεται στην λεπτομερειακή ανάλυση των ηθών των λαών που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τη σύγκρουση· περιγράφει με ακρίβεια τοπία και τεχνικές· και προπάντων παρακολουθεί τα γεγονότα προσπαθώντας να τα συνδέσει μεταξύ τους με σχέσεις αιτιότητας. Τονίζει ιδιαίτερα την ποικιλία των πολιτισμών και των θεσμών, τη σπουδαιότητα των χειροπιαστών και θύραθεν ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτό το έναυσμα μιας «λαϊκής» θέασης των πραγμάτων θα το αναπτύξει ο Θουκυδίδης. Η Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου εισάγει μιαν αντίληψη των ανθρώπινων συμπεριφορών ολότελα ορθολογιστική· αποκλείει κάθε υπερβατικό στοιχείο και αναζητεί την εξήγηση των γεγονότων μόνο μέσα στην ανθρώπινη φύση.

Παράλληλα με αυτή την μετατροπή της «επιστήμης», της δραματικής τέχνης και της ιστορικής αφήγησης, επιτελείται μια εξίσου σημαντική μετατροπή στο καθαυτό θεωρητικό πεδίο. Μέσα στο έργο του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη, ο λόγος, αυτός που συνάγει και αποκαλύπτει, αναρωτιέται ως προς τις καταστατικές του αρχές. Ενάντια στις έρευνες των φυσικών, ο Αναξαγόρας αποκαλύπτει τον νου ως αρχή. Και σε λίγο στις πλατείες της Αθήνας θα εγκατασταθούν οι άνθρωποι με την ηχηρή γλώσσα, που ισχυρίζονται ότι διδάσκουν στον καθένα την τέχνη του λόγου και της έριδας…

Ο πέμπτος αιώνας, ο αιώνας του Περικλή, είναι για την Ελλάδα η εποχή του Διαφωτισμού. Μέσα στην αταξία και στη βία εγκαθιδρύεται μια νέα τάξη όπου ο υπολογιστής άνθρωπος θα ήθελε να είναι ανεξάρτητος, μετρημένος, καλός και ενάρετος, στη σωστή του θέση ανάμεσα στους θεούς και στα ζώα. Ωστόσο αυτός ο πολιτισμός, που γέννα αριστουργήματα, στρέφεται εντέλει ενάντια στους ανθρώπους. Στα τέλη του αιώνα, αυτή η αποτυχία εκδηλώνεται με την ήττα της Αθήνας, τη θανατική καταδίκη του Σωκράτη, τους πολέμους που σε λίγο ξαναρχίζουν, τη γενική ηθική κατάπτωση που κυριαρχεί στις Πόλεις. Το πλατωνικό έργο είναι αρχικά ένας στοχασμός πάνω σ’ αυτή την αποτυχία. Επίσης συγκροτείται θέτοντας υπό συζήτηση όχι μόνο τη δημοκρατία και, πιο γενικά, την πολιτική ύπαρξη, αλλά ακόμα και αυτή τη νέα μορφή πολιτισμού που ρίχνεται ανυπόμονη στην κατάκτηση γνώσεων, στην αναζήτηση ηδονών, στη θέληση της δύναμης. Όντας τέτοιο, το πλατωνικό έργο μας άφορα, γιατί αυτό το πρόβλημα, αν κι έχει ηλικία δύο χιλιάδων τετρακοσίων χρόνων, τίθεται ακόμα σε μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου