Πώς νοείται ο πολιτικός ωφελιμισμός της «αριστεράς»;
ή
Κάθε άνθρωπος και κάθε λαός είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του
§1
Ι. Ερμηνεύοντας τη Ενδότερη Λογική της σχέσης κυριαρχίας και δουλείας, κυρίου και δούλου, ο Χέγκελ τονίζει με μοναδική οξυδέρκεια πως χωρίς τη συνήθεια, χωρίς την πειθαρχία της υπηρεσίας, των υπηρεσιών του δούλου στον κύριο, και της αντίστοιχης υπακοής του δεν μπορεί επ’ ουδενί και ποτέ, με τις δικές του δυνάμεις, να ανυψωθεί πάνω από τη δουλική του κατάσταση και να γίνει ελεύθερη, καθολική αυτοσυνείδηση. Το ίδιο ισχύει και από την πλευρά της κυριαρχίας του κυρίου επί του δούλου[1]. Με άλλα λόγια:
όσο ο κύριος «κατέχει» τον δούλο, όσο κυριαρχεί πάνω του, δεν είναι ούτε ο ίδιος καθολικά ελεύθερος ούτε μπορεί να γίνει με τον τρόπο της κυριαρχίας· επομένως ο μόνος δρόμος απελευθέρωσης τόσο του ίδιου από τη δική του μονοσήμαντη κυριαρχία και «ελευθερία», δηλ. από μια εντελώς τυπική «ελευθερία», και την ανύψωση του σε καθολική αυτοσυνείδηση, όσο και του δούλου από τη δική του υποτέλεια, από τη δική του εγωιστική ατομικότητα, είναι ο δρόμος της απελευθέρωσης του δούλου από την υποτέλειά του, αφού διέλθει πρώτα από την πειθαρχία της υπακοής.
ΙΙ. Γιατί να διέλθει μέσα από τον δρόμο της υποτέλειας; Επειδή ο τελευταίος θραύει την ως άνω εγωιστική δομή του ατόμου. Η εγωιστική ατομικότητα, τόσο σε επίπεδο ανθρώπινων ατόμων όσο και λαών, είναι ένας ανεπαρκής, ανεστραμμένος τύπος ελευθερίας και καμιά μορφή καθολικής ελευθερίας. Π.χ. αν κανείς κάνει ό,τι θέλει, τότε τα καπρίτσια του γίνονται ρυθμιστές κάθε τρόπου ζωής και δεν μπορεί το ανθρώπινο άτομο ή το σύνολο να απελευθερωθεί από τη δουλεία, όπου τον ρίχνουν αυτά τα καπρίτσια, δηλ. η νοο-τροπία. Αναφέρει πολύ παραστατικά ο Χέγκελ:
«Για να γίνουν ελεύθεροι οι λαοί, για να αποκτήσουν την ικανότητα της αυτοκυβέρνησης, πρέπει να περάσουν πρώτα από τη δοκιμασία της αυστηρής πειθαρχίας της υποταγής σε έναν κύριο. Έτσι, για παράδειγμα, ήταν αναγκαίο, αφότου ο Σόλων είχε δώσει στους Αθηναίους δημοκρατικούς, ελεύθερους νόμους, να αποκτήσει ο Πεισίστρατος μια εξουσία, με την οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να υπακούσουν σε εκείνους τους νόμους. Μόνο όταν είχε ριζώσει αυτή η υπακοή, έγινε περιττή η κυριαρχία των Πεισιστρατιδών… Η δουλεία και η τυραννία είναι συνεπώς στην ιστορία των λαών ένα αναγκαίο στάδιο και επομένως κάτι σχετικά δικαιολογημένο. Όσοι παραμένουν δούλοι δεν υποφέρουν από απόλυτη αδικία· γιατί όποιος δεν έχει το θάρρος να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να κερδίσει την ελευθερία του, αξίζει να είναι σκλάβος· κι αν απεναντίας ένας λαός δεν φαντάζεται απλώς ότι θέλει να είναι ελεύθερος, αλλά πραγματικά έχει την ενεργητική [έντονη] βούληση της ελευθερίας, καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τον κρατήσει πίσω στη δουλεία: δηλ. απλώς να κυβερνιέται παθητικά»[2].
§2
Ι. Η ως άνω σύλληψη του Χέγκελ συνιστά την πεμπτουσία της πολιτικής του σκέψης σε σχέση με το Όλο της κοινωνίας και του κράτους, έτσι όπως εννοεί το τελευταίο υπό τη μορφή και τον χαρακτήρα της αρχαίας πολιτείας. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) συγκροτεί μια αντιφατική μορφή με δυο κυρίως στοιχεία αντιθετικής υφής: πρώτον την ιδιαιτερότητα των ατόμου. Ως μέλος αυτής της κοινωνίας το άτομο είναι ιδιώτης, με το νόημα ότι εντός της κοινωνίας υπάρχει ως ο ιδιαίτερος σκοπός του εαυτού του: είναι ατομικός ιδιοκτήτης, υπερασπίζεται την ιδιοκτησία του και ταυτίζεται πλήρως με τούτη. Δεύτερον, ως μέλος μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας, δεν ενσαρκώνει απλώς τη μορφή του οικονομικού υποκειμένου, αλλά και εκείνη του πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή του πολίτη του κράτους ως πολιτείας. Αυτή η έννοια του πολίτη παραπέμπει σε ένα είδος καθολικότητας, την οποία δεν μπορεί να εκφράσει η πιο πάνω κοινωνία παρά μόνο το κράτος/η πολιτεία.
ΙΙ. Γιατί να διέλθει μέσα από τον δρόμο της υποτέλειας; Επειδή ο τελευταίος θραύει την ως άνω εγωιστική δομή του ατόμου. Η εγωιστική ατομικότητα, τόσο σε επίπεδο ανθρώπινων ατόμων όσο και λαών, είναι ένας ανεπαρκής, ανεστραμμένος τύπος ελευθερίας και καμιά μορφή καθολικής ελευθερίας. Π.χ. αν κανείς κάνει ό,τι θέλει, τότε τα καπρίτσια του γίνονται ρυθμιστές κάθε τρόπου ζωής και δεν μπορεί το ανθρώπινο άτομο ή το σύνολο να απελευθερωθεί από τη δουλεία, όπου τον ρίχνουν αυτά τα καπρίτσια, δηλ. η νοο-τροπία. Αναφέρει πολύ παραστατικά ο Χέγκελ:
«Για να γίνουν ελεύθεροι οι λαοί, για να αποκτήσουν την ικανότητα της αυτοκυβέρνησης, πρέπει να περάσουν πρώτα από τη δοκιμασία της αυστηρής πειθαρχίας της υποταγής σε έναν κύριο. Έτσι, για παράδειγμα, ήταν αναγκαίο, αφότου ο Σόλων είχε δώσει στους Αθηναίους δημοκρατικούς, ελεύθερους νόμους, να αποκτήσει ο Πεισίστρατος μια εξουσία, με την οποία ανάγκασε τους Αθηναίους να υπακούσουν σε εκείνους τους νόμους. Μόνο όταν είχε ριζώσει αυτή η υπακοή, έγινε περιττή η κυριαρχία των Πεισιστρατιδών… Η δουλεία και η τυραννία είναι συνεπώς στην ιστορία των λαών ένα αναγκαίο στάδιο και επομένως κάτι σχετικά δικαιολογημένο. Όσοι παραμένουν δούλοι δεν υποφέρουν από απόλυτη αδικία· γιατί όποιος δεν έχει το θάρρος να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να κερδίσει την ελευθερία του, αξίζει να είναι σκλάβος· κι αν απεναντίας ένας λαός δεν φαντάζεται απλώς ότι θέλει να είναι ελεύθερος, αλλά πραγματικά έχει την ενεργητική [έντονη] βούληση της ελευθερίας, καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τον κρατήσει πίσω στη δουλεία: δηλ. απλώς να κυβερνιέται παθητικά»[2].
§2
Ι. Η ως άνω σύλληψη του Χέγκελ συνιστά την πεμπτουσία της πολιτικής του σκέψης σε σχέση με το Όλο της κοινωνίας και του κράτους, έτσι όπως εννοεί το τελευταίο υπό τη μορφή και τον χαρακτήρα της αρχαίας πολιτείας. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) συγκροτεί μια αντιφατική μορφή με δυο κυρίως στοιχεία αντιθετικής υφής: πρώτον την ιδιαιτερότητα των ατόμου. Ως μέλος αυτής της κοινωνίας το άτομο είναι ιδιώτης, με το νόημα ότι εντός της κοινωνίας υπάρχει ως ο ιδιαίτερος σκοπός του εαυτού του: είναι ατομικός ιδιοκτήτης, υπερασπίζεται την ιδιοκτησία του και ταυτίζεται πλήρως με τούτη. Δεύτερον, ως μέλος μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας, δεν ενσαρκώνει απλώς τη μορφή του οικονομικού υποκειμένου, αλλά και εκείνη του πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή του πολίτη του κράτους ως πολιτείας. Αυτή η έννοια του πολίτη παραπέμπει σε ένα είδος καθολικότητας, την οποία δεν μπορεί να εκφράσει η πιο πάνω κοινωνία παρά μόνο το κράτος/η πολιτεία.
ΙΙ. Αυτό-εδώ είναι το αντικειμενικό πνεύμα και το πολιτικό υποκείμενο ως μετέχον σε τούτη την πνευματική αντικειμενικότητα είναι η βάση και η εμπρόσωπη δύναμη που πραγματώνει την κοινωνική ηθική (Sittlichkeit), δηλ. την ηθική τάξη ή ζωή της πολιτείας. Η πραγμάτωση ετούτης της ηθικής τάξης συνιστά την ολοκλήρωση –ιστορικά και λογικά– εκείνης της διεργασίας, δυνάμει της οποίας η Ιδέα του κράτους/πολιτείας κατορθώνει εν τέλει να γίνει ενεργός πραγματικότητα: να ταυτιστεί εσωτερικά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα των ενεργών πολιτών. Η συνεκτική και όχι λιγότερο οργανική αρχή που δίνει καθορισμένο εκάστοτε περιεχόμενο σε τούτη την Ιδέα είναι η καθολική, η κοινή βούληση, που ως δρώσα βούληση θεσμίζεται σε κρατική εξουσία. Η εξουσία δεν είναι απροϋπόθετα καλή ή κακή.
Γίνεται καλή, δηλαδή λειτουργεί ως αποκάλυψη της ουσίας, όταν οι άνθρωποι που τη συγκροτούν συνέχονται από την Ιδέα της πολιτείας, δηλ. είναι ελεύθερα και καθολικά αυτοσυνείδητα όντα, και ανάγουν σε εσωτερικό τους χρησμό την πραγματοποίηση αυτής της Ιδέας. Γίνεται κακή, δηλαδή συγκάλυψη της ουσίας, άρα μηχανισμός βίας, όταν οι κυβερνώντες ιδιοποιούνται την κυριαρχία προς ίδιον όφελος και μετατρέπουν τον λαό σε όχλο. Για μια τέτοια εξαχρείωση του λαού είναι πρωτίστως ο ίδιος υπεύθυνος, όταν ανέχεται να τον κυβερνούν οι διάφορες συμμορίες και δη εκείνες της διπρόσωπης, της υποκριτικής και κυριολεκτικά ιμπεριαλιστικής «αριστεράς», που ως καθέκαστα άτομα συμπεριφέρονται/συμπεριφέρεται αποκλειστικά με τη μορφή του ιδιώτη ή των ιδιωτών [=συμφεροντολόγοι, διεφθαρμένοι, εκμεταλλευτές, απατεώνες κ.λπ.], ενώ ως πολιτικά πρόσωπα μεταμφιέζονται σε «πολίτες», που δήθεν «μάχονται» για το καλό της πολιτείας.
§3
Ενώ το συμφέρον ενός κράτους, όπως το κατανοεί ο Χέγκελ με τη μορφή της αρχαίας πολιτείας, είναι ένα όλο, ένα ενιαίο καθολικό συμφέρον για κυβερνώντες και κυβερνώμενους, η κατάχρηση της εξουσίας οδηγεί τυφλά τους κυβερνώντες να αυθαιρετούν με το να υπερασπίζονται, πάνω απ’ όλα, το δικό τους στενό συμφέρον και με το να κυνηγούν, με κάθε τρόπο και ευκαιρία, τα προνόμια. Το ποσοτικό κριτήριο εκμηδενίζει το ποιοτικό. Σχετικά και κριτικά γράφει ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος:
«Η υπακοή στους νόμους γίνεται παραδεκτή ως αναγκαία, αλλά όταν απαιτείται από τις υπηρεσιακές αρχές, δηλαδή από [συγκεκριμένα] άτομα, εμφανίζεται ως αντίθετη στην ελευθερία· η αρμοδιότητα να δίνει κανείς εντολές, η διαφορά που προκαλεί αυτή η αρμοδιότητα –η διαφορά ανάμεσα στο να δίνει κανείς εντολές και στο να υπακούει εν γένει– είναι ασυμβίβαστη με την ισότητα· μια μάζα ανθρώπων μπορεί να αποδώσει στον εαυτό της τον τίτλο του λαού, και δικαίως, διότι ο λαός είναι αυτό το αόριστο πλήθος· αλλά οι αξιωματούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, εν γένει τα μέλη της οργανωμένης κρατικής εξουσίας, διαφέρουν από τον λαό και έτσι εμφανίζονται να έχουν άδικο ως προς το ότι απέρριψαν την ισότητα και αντιτάσσονται στον λαό, ο οποίος διαθέτει το απέραντο πλεονέκτημα να αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη βούληση. Αυτό είναι το άκρο των αντιφάσεων, στον κύκλο των οποίων περιστρέφεται ένα έθνος, όταν το έχουν κυριαρχήσει αυτές οι τυπικές κατηγορίες»[3].
Ως προκύπτει, οι ιδιώτες, τα ιδιωτικά στρώματα που μέσα από την εξαπατητική δύναμη των ιδεολογιών καταλαμβάνουν την εξουσία, επιδιώκουν πάντα με διάφορες φορμαλιστικές διαδικασίες να κρατούν τον λαό ανενεργό μέσα σε έναν κύκλο τυπικών ελευθεριών. Αυτές εδώ τις διασφαλίζουν, υποτίθεται, δια νόμων και στερεότυπων κανόνων και πειθαναγκάζουν την πλειοψηφία των αρχομένων να υπακούει· η κυβερνητική/άρχουσα πλευρά όμως, που είναι πάντοτε μειοψηφία, δεν αισθάνεται την υποχρέωση να υπακούει, καθότι καθίσταται πλέον ενεργούμενο της αλαζονείας της εξουσίας.
§4
Εξουσία όμως δεν είναι μόνο η κυβερνητική πλευρά, αλλά και η πλευρά της αντιπολίτευσης, που ως αντιπολίτευση, και μάλιστα «αριστερή», ρητορεύει με φωνασκίες και μεμψιμοιρίες, όταν όμως καταλαμβάνει την εξουσία προδίδει τον προηγούμενο εαυτό της και γίνεται πιο φίλαρχη και από την αστική διακυβέρνηση. Πολύ γλαφυρά μας μιλάει ο Χέγκελ, λίγο πριν τον ξαφνικό του θάνατο, για τέτοιες προδοσίες, μέσα από το ιστορικό παράδειγμα της Γαλλίας, ιδίως μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830:
«Εάν πάρουμε [το παράδειγμα] μιας αντιπολίτευσης με διαφορετικό ως τώρα χαρακτήρα στην ακραία του μορφή, όπως ο τελευταίος εμφανίζεται στη Γαλλία, τότε αυτός βρίσκει την πιο αποκαλυπτική του εκδοχή στην έκπληξη, που εκφράζεται <προσφάτως εκεί> στη Γαλλία μετά από κάθε αλλαγή κυβέρνησης, σχετικά με τούτο: τα άτομα, που από την αντιπολίτευση μεταπηδούν στην κυβέρνηση, ακολουθούν στη συνέχεια τις ίδιες σχεδόν αξιωματικές αρχές, όπως οι απελθόντες προκάτοχοί τους. Σε εφημερίδες της γαλλικής αντιπολίτευσης διαβάζει κανείς αφελείς μεμψιμοιρίες ότι τόσα πολλά εξαιρετικά άτομα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικά αξιώματα, προδίδουν την Αριστερά, στην οποία προηγουμένως ανήκαν, και αλλάζουν πορεία· πράγμα που σημαίνει δηλαδή πως, ενώ προηγουμένως είχαν ρητά παραδεχτεί in abstracto ότι υπάρχει μια κυβέρνηση, τώρα έχουν μάθει τι σημαίνει στην πράξη το να κυβερνά κανείς και ότι αυτό περικλείει κάτι περισσότερο από τις αρχές μόνο»[4].
Εδώ, με την «αριστερά», συμβαίνει ό,τι εκάστοτε βιώνουν ως αρνητική εμπειρία οι χειραγωγούμενες «πλειοψηφίες» των λαών. Ως αντιπολίτευση, η «αριστερά» πλειοδοτεί σε γενικές και αφηρημένες διακηρύξεις περί ισότητας, ελευθερίας, λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ.· αρχίζει όμως να αποκτά αίσθηση του τι είναι συγκεκριμένο, διαλεκτικά συγκεκριμένο, όταν έρχεται στην εξουσία. Και τότε αφήνει πίσω τις προηγούμενες αυταπάτες της και περνά στις απάτες, πολιτικές, ιδεολογικές κ.λπ., απέναντι στο λαό, γιατί η ίδια δεν επιθυμεί για τον εαυτό της τίποτε άλλο παρά να άρχει μόνο. Εάν όμως είχε ή έχει μάθει κι αυτή να άρχεται με τη σειρά της, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, τότε θα μπορούσε να κυβερνά με φρόνηση, τουτέστι θα έπαυε να κρύβεται πίσω από απατηλά «αριστερά» ευφυολογήματα. Από την προηγούμενη ή και την επόμενη ωστόσο στάση της ως αντιπολίτευση, με τις φωνασκίες, τις αφηρημένες, ανόητες, ανεδαφικές παραστάσεις περί δικαίου, ισοπολιτείας, ελευθερίας κ.λπ. δεν έχει μάθει να άρχεται, οπότε δεν ξέρει και να άρχει. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
«Ο πολίτης να μην άρχεται από καμιά εξουσία, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, ο καθένας να άρχεται με τη σειρά του»[5].
----------------
[1] Βλ. και Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, Εκδ. Δωδώνη, σσ. 344-345.
[2] W10, σ. 225.
[3] Γκέοργκ Χέγκελ: Φιλοσοφία και Πολιτική, Εκδόσεις Ηριδανός: Αθήνα 2014, σ. 172.
[4] Ό.π., σσ. 171-172.
[5] Αριστοτέλης: Πολιτικά 1317a.
§3
Ενώ το συμφέρον ενός κράτους, όπως το κατανοεί ο Χέγκελ με τη μορφή της αρχαίας πολιτείας, είναι ένα όλο, ένα ενιαίο καθολικό συμφέρον για κυβερνώντες και κυβερνώμενους, η κατάχρηση της εξουσίας οδηγεί τυφλά τους κυβερνώντες να αυθαιρετούν με το να υπερασπίζονται, πάνω απ’ όλα, το δικό τους στενό συμφέρον και με το να κυνηγούν, με κάθε τρόπο και ευκαιρία, τα προνόμια. Το ποσοτικό κριτήριο εκμηδενίζει το ποιοτικό. Σχετικά και κριτικά γράφει ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος:
«Η υπακοή στους νόμους γίνεται παραδεκτή ως αναγκαία, αλλά όταν απαιτείται από τις υπηρεσιακές αρχές, δηλαδή από [συγκεκριμένα] άτομα, εμφανίζεται ως αντίθετη στην ελευθερία· η αρμοδιότητα να δίνει κανείς εντολές, η διαφορά που προκαλεί αυτή η αρμοδιότητα –η διαφορά ανάμεσα στο να δίνει κανείς εντολές και στο να υπακούει εν γένει– είναι ασυμβίβαστη με την ισότητα· μια μάζα ανθρώπων μπορεί να αποδώσει στον εαυτό της τον τίτλο του λαού, και δικαίως, διότι ο λαός είναι αυτό το αόριστο πλήθος· αλλά οι αξιωματούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, εν γένει τα μέλη της οργανωμένης κρατικής εξουσίας, διαφέρουν από τον λαό και έτσι εμφανίζονται να έχουν άδικο ως προς το ότι απέρριψαν την ισότητα και αντιτάσσονται στον λαό, ο οποίος διαθέτει το απέραντο πλεονέκτημα να αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη βούληση. Αυτό είναι το άκρο των αντιφάσεων, στον κύκλο των οποίων περιστρέφεται ένα έθνος, όταν το έχουν κυριαρχήσει αυτές οι τυπικές κατηγορίες»[3].
Ως προκύπτει, οι ιδιώτες, τα ιδιωτικά στρώματα που μέσα από την εξαπατητική δύναμη των ιδεολογιών καταλαμβάνουν την εξουσία, επιδιώκουν πάντα με διάφορες φορμαλιστικές διαδικασίες να κρατούν τον λαό ανενεργό μέσα σε έναν κύκλο τυπικών ελευθεριών. Αυτές εδώ τις διασφαλίζουν, υποτίθεται, δια νόμων και στερεότυπων κανόνων και πειθαναγκάζουν την πλειοψηφία των αρχομένων να υπακούει· η κυβερνητική/άρχουσα πλευρά όμως, που είναι πάντοτε μειοψηφία, δεν αισθάνεται την υποχρέωση να υπακούει, καθότι καθίσταται πλέον ενεργούμενο της αλαζονείας της εξουσίας.
§4
Εξουσία όμως δεν είναι μόνο η κυβερνητική πλευρά, αλλά και η πλευρά της αντιπολίτευσης, που ως αντιπολίτευση, και μάλιστα «αριστερή», ρητορεύει με φωνασκίες και μεμψιμοιρίες, όταν όμως καταλαμβάνει την εξουσία προδίδει τον προηγούμενο εαυτό της και γίνεται πιο φίλαρχη και από την αστική διακυβέρνηση. Πολύ γλαφυρά μας μιλάει ο Χέγκελ, λίγο πριν τον ξαφνικό του θάνατο, για τέτοιες προδοσίες, μέσα από το ιστορικό παράδειγμα της Γαλλίας, ιδίως μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830:
«Εάν πάρουμε [το παράδειγμα] μιας αντιπολίτευσης με διαφορετικό ως τώρα χαρακτήρα στην ακραία του μορφή, όπως ο τελευταίος εμφανίζεται στη Γαλλία, τότε αυτός βρίσκει την πιο αποκαλυπτική του εκδοχή στην έκπληξη, που εκφράζεται <προσφάτως εκεί> στη Γαλλία μετά από κάθε αλλαγή κυβέρνησης, σχετικά με τούτο: τα άτομα, που από την αντιπολίτευση μεταπηδούν στην κυβέρνηση, ακολουθούν στη συνέχεια τις ίδιες σχεδόν αξιωματικές αρχές, όπως οι απελθόντες προκάτοχοί τους. Σε εφημερίδες της γαλλικής αντιπολίτευσης διαβάζει κανείς αφελείς μεμψιμοιρίες ότι τόσα πολλά εξαιρετικά άτομα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικά αξιώματα, προδίδουν την Αριστερά, στην οποία προηγουμένως ανήκαν, και αλλάζουν πορεία· πράγμα που σημαίνει δηλαδή πως, ενώ προηγουμένως είχαν ρητά παραδεχτεί in abstracto ότι υπάρχει μια κυβέρνηση, τώρα έχουν μάθει τι σημαίνει στην πράξη το να κυβερνά κανείς και ότι αυτό περικλείει κάτι περισσότερο από τις αρχές μόνο»[4].
Εδώ, με την «αριστερά», συμβαίνει ό,τι εκάστοτε βιώνουν ως αρνητική εμπειρία οι χειραγωγούμενες «πλειοψηφίες» των λαών. Ως αντιπολίτευση, η «αριστερά» πλειοδοτεί σε γενικές και αφηρημένες διακηρύξεις περί ισότητας, ελευθερίας, λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ.· αρχίζει όμως να αποκτά αίσθηση του τι είναι συγκεκριμένο, διαλεκτικά συγκεκριμένο, όταν έρχεται στην εξουσία. Και τότε αφήνει πίσω τις προηγούμενες αυταπάτες της και περνά στις απάτες, πολιτικές, ιδεολογικές κ.λπ., απέναντι στο λαό, γιατί η ίδια δεν επιθυμεί για τον εαυτό της τίποτε άλλο παρά να άρχει μόνο. Εάν όμως είχε ή έχει μάθει κι αυτή να άρχεται με τη σειρά της, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, τότε θα μπορούσε να κυβερνά με φρόνηση, τουτέστι θα έπαυε να κρύβεται πίσω από απατηλά «αριστερά» ευφυολογήματα. Από την προηγούμενη ή και την επόμενη ωστόσο στάση της ως αντιπολίτευση, με τις φωνασκίες, τις αφηρημένες, ανόητες, ανεδαφικές παραστάσεις περί δικαίου, ισοπολιτείας, ελευθερίας κ.λπ. δεν έχει μάθει να άρχεται, οπότε δεν ξέρει και να άρχει. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:
«Ο πολίτης να μην άρχεται από καμιά εξουσία, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, ο καθένας να άρχεται με τη σειρά του»[5].
----------------
[1] Βλ. και Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, Εκδ. Δωδώνη, σσ. 344-345.
[2] W10, σ. 225.
[3] Γκέοργκ Χέγκελ: Φιλοσοφία και Πολιτική, Εκδόσεις Ηριδανός: Αθήνα 2014, σ. 172.
[4] Ό.π., σσ. 171-172.
[5] Αριστοτέλης: Πολιτικά 1317a.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου