Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (375-436)

375 ΟΔ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω, δείν᾽ ἰδὼν ἄντρων ἔσω
κοὐ πιστά, μύθοις εἰκότ᾽ οὐδ᾽ ἔργοις βροτῶν;
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστ᾽, Ὀδυσσεῦ; μῶν τεθοίναται σέθεν
φίλους ἑταίρους ἀνοσιώτατος Κύκλωψ;
ΟΔ. δισσούς γ᾽ ἀθρήσας κἀπιβαστάσας χεροῖν,
380 οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος.
ΧΟ. πῶς, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἦτε πάσχοντες τάδε;
ΟΔ. ἐπεὶ πετραίαν τήνδ᾽ ἐσήλθομεν †χθόνα†,
ἀνέκαυσε μὲν πῦρ πρῶτον, ὑψηλῆς δρυὸς
κορμοὺς πλατείας ἐσχάρας βαλὼν ἔπι,
385 τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος,
392 καὶ χάλκεον λέβητ᾽ ἐπέζεσεν πυρί.
386 ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ
ἔστρωσεν εὐνὴν πλησίον πυρὸς φλογί.
κρατῆρα δ᾽ ἐξέπλησεν ὡς δεκάμφορον,
μόσχους ἀμέλξας, λευκὸν ἐσχέας γάλα,
390 σκύφος τε κισσοῦ παρέθετ᾽ εἰς εὖρος τριῶν
391 πήχεων, βάθος δὲ τεσσάρων ἐφαίνετο,
393 ὀβελούς τ᾽, ἄκρους μὲν ἐγκεκαυμένους πυρί,
ξεστοὺς δὲ δρεπάνωι τἄλλα, παλιούρου κλάδων,
395 †Αἰτναῖά τε σφαγεῖα πελέκεων γνάθοις†.
ὡς δ᾽ ἦν ἕτοιμα πάντα τῶι θεοστυγεῖ
Ἅιδου μαγείρωι, φῶτε συμμάρψας δύο
ἔσφαζ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν, ῥυθμῶι θ᾽ ἑνὶ
τὸν μὲν λέβητος ἐς κύτος χαλκήλατον
‹ . . . ›
400 τὸν δ᾽ αὖ, τένοντος ἁρπάσας ἄκρου ποδός,
παίων πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου
ἐγκέφαλον ἐξέρρανε· καὶ †καθαρπάσας†
λάβρωι μαχαίραι σάρκας ἐξώπτα πυρί,
τὰ δ᾽ ἐς λέβητ᾽ ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη.
405 ἐγὼ δ᾽ ὁ τλήμων δάκρυ᾽ ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν χέων
ἐχριμπτόμην Κύκλωπι κἀδιακόνουν·
ἅλλοι δ᾽ ὅπως ὄρνιθες ἐν μυχοῖς πέτρας
πτήξαντες εἶχον, αἷμα δ᾽ οὐκ ἐνῆν χροΐ.
ἐπεὶ δ᾽ ἑταίρων τῶν ἐμῶν πλησθεὶς βορᾶς
410 ἀνέπεσε, φάρυγος αἰθέρ᾽ ἐξανεὶς βαρύν,
ἐσῆλθέ μοί τι θεῖον· ἐμπλήσας σκύφος
Μάρωνος αὐτῶι τοῦδε προσφέρω πιεῖν,
λέγων τάδ᾽· Ὦ τοῦ ποντίου θεοῦ Κύκλωψ,
σκέψαι τόδ᾽ οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο
415 θεῖον κομίζει πῶμα, Διονύσου γάνος.
ὁ δ᾽ ἔκπλεως ὢν τῆς ἀναισχύντου βορᾶς
ἐδέξατ᾽ ἔσπασέν ‹τ᾽› ἄμυστιν ἑλκύσας
κἀπήινεσ᾽ ἄρας χεῖρα· Φίλτατε ξένων,
καλὸν τὸ πῶμα δαιτὶ πρὸς καλῆι δίδως.
420 ἡσθέντα δ᾽ αὐτὸν ὡς ἐπηισθόμην ἐγώ,
ἄλλην ἔδωκα κύλικα, γιγνώσκων ὅτι
τρώσει νιν οἶνος καὶ δίκην δώσει τάχα.
καὶ δὴ πρὸς ὠιδὰς εἷρπ᾽· ἐγὼ δ᾽ ἐπεγχέων
ἄλλην ἐπ᾽ ἄλληι σπλάγχν᾽ ἐθέρμαινον ποτῶι.
425 ἄιδει δὲ παρὰ κλαίουσι συνναύταις ἐμοῖς
ἄμουσ᾽, ἐπηχεῖ δ᾽ ἄντρον. ἐξελθὼν δ᾽ ἐγὼ
σιγῆι σὲ σῶσαι κἄμ᾽, ἐὰν βούληι, θέλω.
ἀλλ᾽ εἴπατ᾽ εἴτε χρήιζετ᾽ εἴτ᾽ οὐ χρήιζετε
φεύγειν ἄμεικτον ἄνδρα καὶ τὰ Βακχίου
430 ναίειν μέλαθρα Ναΐδων νυμφῶν μέτα.
ὁ μὲν γὰρ ἔνδον σὸς πατὴρ τάδ᾽ ἤινεσεν·
ἀλλ᾽ ἀσθενὴς γὰρ κἀποκερδαίνων ποτοῦ
ὥσπερ πρὸς ἰξῶι τῆι κύλικι λελημμένος
πτέρυγας ἀλύει· σὺ δέ (νεανίας γὰρ εἶ)
435 σώθητι μετ᾽ ἐμοῦ καὶ τὸν ἀρχαῖον φίλον
Διόνυσον ἀνάλαβ᾽, οὐ Κύκλωπι προσφερῆ.

***
ΟΔΥ. (Βγαίνει από το σπήλαιο)
375 Για τ᾽ όνομα! Είμ᾽ άφωνος! Τί φοβερά κι απίστευτα
που είδανε τα ματάκια μου μες στη σπηλιά του Κύκλωπα!
Ούτε σε μυθιστόρημα…
ΧΟΡ. Τί ᾽ναι, Οδυσσεύ; Μην τους μαγείρεψε για δείπνο τους συντρόφους
τους γκαρδιακούς σου ο Κύκλωπας, ο τρισκαταραμένος;
ΟΔΥ. Δύο συντρόφους καλοκοίταξε, τους έπαιξε στο χέρι
380 αυτούς που ήταν απ᾽ όλους μας οι πιο παχιοί και τροφαντοί.
ΧΟΡ. Κακόμοιρε… ταλαίπωρε… Και πώς σας βρήκε το κακό;
ΟΔΥ. Σαν μπήκαμε στην στέγη του την πέτρινη από κάτω,
άναψε κείνος τη φωτιά, φαρδιά πλατιά σωριάζοντας
κορμούς ψηλής βαλανιδιάς στο παραγώνι το πλατύ
385 —βάρος που δεν το σήκωνες ούτε με τρία κάρα—
392 κι έβαλε πάνω στη φωτιά θεόρατο καζάνι.
386 Ύστερα έπιασε κι έστρωσε από έλατο κλαράκια
κατάχαμα, πλάι στη φωτιά, για στρωματσάδα κι ύπνο.
Άρμεξε τα γελάδια του και γέμισε άσπρο γάλα
καρδάρα που θα χώραγε ίσαμε δέκα στάμνες,
390 και στο τραπέζι απίθωσε γαβάθα από κισσόξυλο
391(τρεις πήχες, λέω, το φάρδος της, και τέσσερις το βάθος).
393 Πήρε και σούβλες πρίνινες, καλά πελεκημένες
395 καψαλισμένες στη φωτιά οι μυτερές τους άκρες.
Κι ως τα ᾽χεν όλα έτοιμα ο τρισκαταραμένος
του Κάτω Κόσμου ο μάγειρος, απ᾽ τους καλούς συντρόφους
δύο μου αρπάζει· τον πετσόκοψε μ᾽ αχόρταγο πελέκι
τον ένα, κι όμορφα όμορφα βαθιά μες στο καζάνι
(τί χάλκωμα πελώριο… για ποιά φριχτή θυσία!)
400 τον έριξε, κι αμέσως τότε αδράχνοντας τον άλλο
απ᾽ το ποδάρι, τονε λιάνισε σε κοφτερό λιθάρι,
και τα μυαλά του εχύθηκαν· τις σάρκες του με λαίμαργο λεπίδι
τις εκομμάτιασε και να ψηθούν τις έβαλε στη φλόγα,
και μες στη χύτρα έριξε χέρια, πόδια, να βράσουν.
405 Κι εγώ ο πολύπαθος, με δάκρυα να μου πλημμυρούν τα μάτια,
στεκόμουν πλάι στον Κύκλωπα και τον εδιακονούσα.
Οι σύντροφοί μου σαν πουλιά κουρνιάζαν μαζεμένοι,
κάτασπροι από τον φόβο τους, στου βράχου τις κρυψώνες.
Κι αφού κάποτε χόρτασε να τρώει τους συντρόφους,
έγειρε πίσω, ρεύτηκε
410 —βαρύς εβρόντησ᾽ από τα λαρύγγια του ο αέρας.
Τότε μου μπήκε ιδέα δαιμόνια: γεμίζω μια γαβάθα
γλυκό κρασί ευωδιαστό, και για να πιει του δίνω,
λέγοντας: «Κύκλωπα, γιε του θαλασσινού θεού,
κοίταξε θεϊκό ποτό που σου χαρίζει η Ελλάδα,
415 κρασάκι από τ᾽ αμπέλια της, χάρμα διονυσιακό.»
Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος
το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
κι όλο χαρά με παίνεψε: «Ξένε μου λατρεμένε,
ωραίο το ποτό που μου ᾽δωσες κι ωραίο κλείνει δείπνο.»
420 Σαν το ᾽νιωσα πως τ᾽ άρεσε, δεύτερο του ᾽δωσα να πιει.
Το ᾽ξερα βέβαια: θα τονε φάει όπου να ᾽ναι το κρασί,
και θά ᾽ρθει η πληρωμή του.
Άρχισε τότε τα τραγούδια· του ᾽χυνα κι εγώ το ᾽να ποτήρι
πάνω στο άλλο, και του ζέσταινα καλά τα σωθικά του.
425 Τραγούδαγε παράφωνα· οι υπόλοιποι βαριά μοιρολογούσαν,
κι αντιλαλούσεν η σπηλιά. Κι ωστόσο εγώ ξεγλίστρησα,
να σώσω το τομάρι μου — κι εσένανε, σαν θέλεις.
Πέστε λοιπόν: το θέλετε απ᾽ τον αντικοινωνικόν ετούτο
να γλιτώσετε, και του λοιπού να ζείτε
430 στ᾽ ανάκτορο του Διόνυσου, μαζί με τις Νεράιδες;
Ο πατέρας σου εκεί μέσα (δείχνει προς τη σπηλιά) είναι σύμφωνος σε όλα·
μα είναι ωστόσο αδύναμος κι άπληστα κολλημένος
στο κρασοπότηρο· φτεροκοπάει, πουλάκι απελπισμένο
που πιάστηκε στο ξόβεργο.
Μα εσύ (μια κι είσαι νέος) κοίτα να σωθείς μαζί μου,
435 στον παλιό σου να γυρίσεις φίλο, τον Διόνυσο,
που ᾽ναι η μέρα με τη νύχτα με τον Κύκλωπα ετούτον.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου